Χάλκινες πλάκες εμποτισμένες με ιώδιο διαμορφώνουν μέσω αναθυμιάσεων φωτοευαίσθητο ιωδίδιο του αργύρου.
Εκτίθενται ένα τέταρτο στο φως και με τη συνδρομή θερμαινόμενου υδραργύρου η εικόνα εμφανίζεται. Περιχύνεται με διάλυμα άλατος, ξεπλένεται με καυτό νερό, έτοιμη.
Έτσι φτιαχνόταν στις αρχές του 19ου αιώνα μια δαγκεροτυπία. Ο “πρόγονος” της φωτογραφίας δηλαδή. Ζόρικη τεχνική, επικίνδυνη εξαιτίας των τοξικών χημικών που χρησιμοποιούνταν. Και δεν μπορούσε να αναπαραχθεί σε αντίγραφα.
Έτσι μοναδικός ήταν και ο Μπορίς Ντιαό. Το τέκνο του Κορμέιγ-αν-Παριζί, ελάχιστα βορειοδυτικά από το κέντρο του Παρισιού, εμποτίστηκε με τα πορτοκαλί γονίδια της μητέρας του και η εικόνα που εμφάνιζε πάνω στα παρκέ ήταν πληθωρική. Από κάθε άποψη. Αγωνιστικά, τακτικά, ακόμα και σωματοτυπικά από ένα σημείο και μετά.
Το σπουδαιότερο τέκνο βέβαια του Κορμέιγ-αν-Παριζί είναι άλλο. Ο Λουί Νταγκέρ. Ο εφευρέτης της δαγκεροτυπίας (εκ του Daguerre) και ως εκ τούτου, για πολλούς, ο πατέρας της φωτογραφίας. Αυτής ακριβώς που αποτελεί το πάθος του μεσιέ Ντιαό από το 2003 και ένα ταξίδι στη δική του προγονική γη, τη Σενεγάλη.
Μέχρι τότε παίζει και να μην είχε ακούσει τον πατριώτη του από τα βάθη του παρελθόντος. Σίγουρα δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για τη φωτογραφία. Αρκούσε να πάρει μία μηχανή για να απαθανατίσει πρόσωπα και τοπία από τη συγκεκριμένη επίσκεψη, ώστε να παθιαστεί και να εξελιχθεί σε τέτοιον βαθμό που να γίνει συνεργάτης του National Geographic.
Στην επαγγελματική καθημερινότητά του, έβαζε τον (ακραιφνή ποδοσφαιρόφιλο) Στιβ Νας να ποζάρει στα λευκά με τα διακριτικά της… Εθνικής Γαλλίας στην μπάλα, έβρισκε απίθανα σκηνικά στο περιθώριο αγώνων στο ΝΒΑ, μαγευόταν από μέρη που γνώριζε με το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα στις τέσσερεις γωνιές της Γης.
Σε τούτη δω τη γωνιά, στα στιγμιότυπα της καριέρας του απεικονίζεται ο ίδιος. Ο ψηλόλιγνος πιτσιρικάς Μπορίς και η όλη τρομερή πιτσιρικαρία με τα γαλλάκια που σύντομα θα κυριαρχήσουν και στο ΝΒΑ. Ο Μπορίς να παρελαύνει από κάθε θέση εκεί ακριβώς, στις ΗΠΑ, νοηματοδοτώντας την ιδιότητα του πόιντ φόργουορντ. Ο Μπορίς με το ανδρικό πλέον εθνόσημο πάνω σε βάθρα, ο Μπορίς με περιττά κιλά να βρίσκει την Ιθάκη του στο Τέξας και συνάμα ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Τον λένε και Ριφιό
Μπορίς Μπαμπακάρ Ντιαό-Ριφιό. Στο πλήρες ονοματεπώνυμό του ξεδιπλώνεται τόσο η αφρικανική καταγωγή όσο και η μητρική μπασκετοσύνη (sic). Βλέπει το πρώτο φως στις 16 Απριλίου του 1982, είπαμε, στα περίχωρα της γαλλικής πρωτεύουσας.
Μπαμπάς ο Ισά Ντιαό. Πρωταθλητής στο άλμα εις ύψος σε πανεπιστημιακό επίπεδο στη Σενεγάλη, προτού γίνει δικηγόρος στη Γαλλία.
Μαμά η Ελιζαμπέτ Ριφιό με το όνομα. Μια από τις καλύτερες Γαλλίδες μπασκετμπολίστριες όλων των εποχών. Κολώνα των θηλυκών «Μπλε» επί 13 χρόνια, με καριέρα άλλων 13 ετών μετά την αποχώρησή της από την Εθνική. Μέχρι τα 46 έπαιζε!
Το ’82 φορούσε τη φανέλα της παριζιάνικης Ανιέρ, εξ ου και ο δευτερότοκος… έλαχε να είναι πρωτευουσιάνος. Μπασκετμπολίστας σε χαμηλότερο επίπεδο έγινε και ο μεγάλος αδερφός, ο Μαρτέν, όπως και ο ετεροθαλής μικρότερος, Πάκο, γεννηθείς στο Ντακάρ. O Μπορίς μεγάλωσε πάντως από βρέφος εννιά μηνών στο Μον-ντε-Μαρσάν, νοτίως του Μπορντό, όπου η μητέρα του είχε πάρει μεταγραφή, στεριώνοντας για πέντε χρόνια.
Στο ΙNSEP είχαν γνωριστεί οι γονείς και στην περίφημη κρατική αθλητική ακαδημία, από την οποία έχουν ξεπηδήσει οι περισσότεροι αστέρες της Γαλλίας, μπαίνει στα 16 του και ο Ντιαό. Πίσω στο Παρίσι δηλαδή, όπου ο καλύτερος της φουρνιάς του δεν είναι ο ίδιος. Υπάρχει ένας κοντός, μερικές ημέρες μικρότερός του, που τον λένε Τόνι Πάρκερ…
Αν και ο «Τε Πε» έχει πηδήξει μία τάξη, έρχονται κοντά και λόγω κοινών ενδιαφερόντων, χτίζοντας μια φιλία που θα αντέξει μέσα στις δεκαετίες. Ο πολυσύνθετος Μπορίς, ο οποίος έχει μεγαλώσει θαυμάζοντας τον Μάτζικ Τζόνσον, είναι ένας φόργουορντ 203 εκατοστών που εξελίσσει το παιχνίδι του με την ομάδα του INSEP στην τρίτη τη τάξει κατηγορία σε ανδρικό επίπεδο. Με την ενηλικίωσή του, υπογράφει στην ακόμη ακμάζουσα Ορτέζ.
Σούταρε, αγόρι μου!
Στο Πο προλαβαίνει τον ψηλέα Γκεόργκε Μουρεσάν, τον κοντοπίθαρο αρχηγό, Φρεντερίκ Φοτού, και τον τίτλο του 2001, με τον κόουτς Κλοντ Μπερζό να ρίχνει στα βαθιά την τρομερή πιτσιρικαρία παρά την πορεία -με ευτυχή κατάληξη- πρωταθλητισμού. Μαζί με τους αδερφούς Πιετρίς ενσαρκώνουν το μέλλον της Ορτέζ, αν και πολλοί αντιλαμβάνονται ότι ειδικά το δικό του θα είναι σύντομο εκεί.
Έχοντας κατακτήσει το 2000 το Ευρωμπάσκετ Εφήβων, αποκλείοντας στον ημιτελικό την Ελλάδα του Χάρη Μαρκόπουλου (διότι αυτός ήταν το αστέρι μας απέναντι στον σαρωτικό Πάρκερ και δευτερευόντως ο Νίκος Ζήσης, με τον Βασίλη Σπανούλη σε τρίτο πλάνο!), μένει τελικά έως το 2003 στο Πο. Έτος κατά το οποίο στέφεται ξανά Πρωταθλητής Γαλλίας, με πρωταγωνιστικό πια ρόλο. Σημαντική λεπτομέρεια: πρωταγωνιστής, δεν συνεπάγεται (ότι είναι) σκόρερ.
Έχει καταθέσει αγωνιστικά διαπιστευτήρια επί δύο σεζόν και στην Ευρωλίγκα, παίρνει και τρεις άλλους εγχώριους τίτλους, ψηφίζεται κορυφαίος ρούκι της γαλλικής λίγκας και το 2003 κορυφαίος Γάλλος παίκτης της. Ένα καλοκαίρι νωρίτερα, δίχως Πάρκερ, έχει ανεβεί και στο βάθρο του Ευρωμπάσκετ Νέων, με την Ελλάδα να παίρνει ρεβάνς στον ημιτελικό και τον Κώστα Καϊμακόγλου να κάνει μεγάλο ματς απέναντί του.
Είναι το πλήρες πακέτο. Αθλητικός και με ευχέρεια χρησιμοποίησης σε πολλές θέσεις, με IQ που δεν συναντάς σε σχεδόν κανέναν άλλο συνομήλικό του, τρομερός πασέρ ως φόργουορντ, που γράφει η μπασκετική του ταυτότητα. Εδώ ακριβώς κρύβεται και το μοναδικό του ψεγάδι. Για κάποιους, διότι για άλλους αυτό δείχνει το μεγαλείο του.
Ποιο; Ότι δεν δείχνει ζέση να βάλει την μπάλα στο καλάθι. Και κάτω από αυτό να βρεθεί με κοντύτερο αντίπαλο, θα προτιμήσει μια πάσα προς τα έξω, αν δει ελεύθερο συμπαίκτη. Πώς το λένε, μωρέ, στην πατρίδα του; Αλτρουιστής! Ένα πράμα σαν τον Δημήτρη Διαμαντίδη, για να προβούμε σε γνώριμο παραλληλισμό.
Το 2005 πέφτει θύμα, ως Άνδρας πλέον, ξανά της Εθνικής Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό της Σερβίας. Θύμα του τριπόντου του «Μητσάρα», κατά σύμπτωση, σε μία από τις σπάνιες φορές που εκείνος το μπουμπούνισε (δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς…) και δεν πάσαρε. Το λευκό «13» το έβαλε, το«13» των (Γάλλων) «Μπλε» μάζεψε την μπάλα από το καλάθι και παρηγορήθηκε με την ψήφισή του στην καλύτερη πεντάδα της διοργάνωσης.
Σίγουρα το χαίρεται με τα φιλαράκια στην Εθνική του, διότι η πόρτα του ΝΒΑ, την οποία έχει ανοίξει δύο χρόνια νωρίτερα, του αποκαλύπτει έναν δύσκολο κόσμο.
Τον έχουν επιλέξει στο Νο 21 οι Χοκς το 2003, στο ντραφτ του ΛεΜπρον Τζέιμς, του Καρμέλο Άντονι, του Κρις Μπος, του Ντουέιν Γουέιντ.
Τον παίρνουν αμέσως μαζί τους, σε εποχή που ο κολλητός του ο Πάρκερ όχι απλώς έχει προβεί στην αντίστοιχη μεταπήδηση μα είναι κιόλας Πρωταθλητής με τους Σπερς. Ο Ντιαό δεν γουστάρει που δεν μπορεί να πάρει το «13», νούμερο-φετίχ, διότι το φορούσε η μαμά του. Δεν γουστάρει που του ζητάνε να πηγαίνει προς το καλάθι, αντί να μοιράζει την μπάλα.
Στη δεύτερη χρονιά στην Ατλάντα πέφτει από τα 25 στα 18 λεπτά, τα στατιστικά του παραμένουν πενιχρά, από το ντραφτ που έχει μεσολαβήσει έχουν έρθει στις ίδιες θέσεις με αυτόν και οι δύο Τζος. Ο Τσίλντρες και ο Σμιθ. Δεν γίνεται ο εγωιστής που του ζητείται μέσα στις τέσσερεις γραμμές, ανταλλάσσεται στο Φοίνιξ.
Στο “5”, στο “1”, στο… Νο 1
Η τύχη του αλλάζει μεμιάς στην Αριζόνα. Προκύπτει κι ένας σοβαρός τραυματισμός του Αμάρι Στάνταμαϊρ, ο άνθρωπός μας γίνεται βασικός. Τριπλασιάζει τους μέσους όρους του (φτάνοντας το 13-7-6 χοντρικά σε πόντους, ριμπάουντ, ασίστ), κάνει τέσσερα τριπλ νταμπλ, γνωρίζει τα πλέι οφ εκτοξευόμενος στους 18.7 πόντους, βάζει 34 στους Μάβερικς στον πρώτο τελικό της Δύσης.
Ο Μάικ Ντ’ Αντόνι τον ξεκινάει στο “5” (!) και δεν ανταποκρίνεται απλώς μα ψηφίζεται και πιο βελτιωμένος παίκτης της χρονιάς στο ΝΒΑ. Είναι ο «3D» των φίλων των Σανς. Όχι τόσο από τα τρίποντα (που ποτέ δεν ήταν το φόρτε του) και -μονάχα- την Defense/Άμυνα αλλά από το νούμερο της νέας φανέλας του και το μότο του. «Drive, dish, defend».
Εκτός από το να αμύνεται, πάει προς το καλάθι και σερβίρει την μπάλα στους συμπαίκτες του με πάσες ραχιαίες και σκαστές. Ποστάροντας τον προσωπικό του αντίπαλο και βρίσκοντας όποιον κόβει, έχοντας σε άλλες φάσεις τον ρόλο του “σκαλοπατιού” και μοιράζοντας αστραπιαία την μπάλα, με το που γίνεται δέκτης της.
Υπογράφει συμβόλαιο 45 εκατ. δολαρίων, γίνεται φιλάρα με τον τύπο που του στερεί σε μία ακόμα ομάδα το «13», δηλαδή τον ηγέτη και ακόμα πιο ταλαντούχο πασέρ, Νας, περνάει φίνα, μέχρι να αναλάβει την τεχνική ηγεσία ο Τέρι Πόρτερ το 2008.
Δεν τον μπορεί. Σε ένα ματς με τη Μινεσότα (δεν) αντιδρά στις φωνές του προπονητή με το ξεκίνημα, με αποτέλεσμα να μην πάρει επίτηδες την παραμικρή προσπάθεια στα 22 λεπτά του πάνω στο παρκέ. Μέσω τρέιντ πηγαίνει μεσούσης της περιόδου στους Σάρλοτ Μπόμπκατς κι εκεί (ξαν)ανθίζει, ως άτυπος “άσος” τούτη τη φορά!
Ο ολ αράουντ Ντιαό, πόιντ φοργουορντ στην πραγματικότητα, φτάνει να έχει 15.1 πόντους μέσο όρο. Χωρίς να το επιδιώκει, σκοράρει περισσότερο από ποτέ και του αρέσει να τελεί υπό τις οδηγίες του Λάρι Μπράουν. Για να έρθει κι εκεί ένας τεχνικός (Πολ Σάιλας) με τον οποίον δεν βρίσκει πεδίο συνεννόησης, για να έρθει ένα ματσάκι που μένει 25 λεπτά δίχως σουτ (!), για να πάει τον Μάρτιο του 2012 στο Σαν Αντόνιο…
Δίπλα στον -κουμπάρο του πια- Πάρκερ (από τον πρώτο γάμο με την Εύα Λονγκόρια) και υπό τον Γκρεγκ Πόποβιτς, βρίσκεται στο στοιχείο του. Εχει βαρύνει, έχει μπόνους στο συμβόλαιό του να μην ξεπερνάει τα 115 κιλά! Kάνει τη διαφορά με την ευφυία του, μοιραζόμενος την ίδια φιλοσοφία για το άθλημα με τον τεχνικό του. Υπηρετεί το small ball, ανεβαίνει πάλι στο “5”, όταν χρειάζεται, συμβάλλει στο απαράμιλλο passing game των Τεξανών.
Ψηλός που παίζει σαν κοντός, ικανός στο ίδιο παιχνίδι να παίζει σε τελείως διαφορετική θέση στην άμυνα σε σχέση με την επίθεση. Αυτό, οι Γάλλοι, το λένε «atypique».
Γνωρίζει και τους ΝΒΑ finals, υποχρεώνοντας το 2013 τον ΛεΜπρον Τζέιμς σε 3/18 σουτ. Ηττάται, το επόμενο έτος επιστρέφει με τα «Σπιρούνια» και παίρνει γλυκιά ρεβάνς, βάζοντας χρυσό δαχτυλίδι. Στους τρεις τελευταίους τελικούς είναι η δική του προώθηση στη βασική πεντάδα το “κλειδί” για την επικράτηση με 4-1.
Το μπλε της Γαλλίας και της θάλασσας
Μια σεζόν και στη Γιούτα, ίσα για να παίξει και με τον συμπατριώτη του, τον Ρούντι Γκομπέρ, να ερωτευτεί την ορεινή περιοχή και να αγοράσει σπίτι, άλλη μία πίσω στη Γαλλία με τη Λεβαλουά-Μετροπολιτάν (σμίγοντας πάλι με τον «Φλο» Πιετρίς και τον -τεχνικό πια- Φοτού), τίτλοι τέλους το 2018 στα 36 του.
Τίτλο, έτσι σκέτα, έχει κατακτήσει φυσικά και με την Εθνική του σε ανδρικό επίπεδο. Το 2013 στο Ευρωμπάσκετ της Σλοβενίας, 10 χρόνια μετά το σχετικό ντεμπούτο του. Είναι πλέον και αρχηγός. Κάνει μάλιστα ματσάρα (15-6-4) στον Τελικό κόντρα στη Λιθουανία.
Στο ευρωπαϊκό βάθρο ανεβαίνει πριν και μετά άλλες τρεις φορές, στον λαιμό του φοράει και το Χάλκινο μετάλλιο του Μουντομπάσκετ 2014. Εν τη απουσία του Πάρκερ, είναι ο καλύτερος πασέρ του Βενσάν Κολέ στο τουρνουά, ταυτόχρονα μαζεύει και διψήφιο αριθμό ριμπάουντ στον ημιτελικό με τους Σέρβους.
Σε βάθος 15 ετών δίνει το “παρών” σε 13 μεγάλες διοργανώσεις! Κι ας μιλάμε για έναν τύπο με πάμπολλα ενδιαφέροντα και αληθινό πάθος με οτιδήποτε καταπιάνεται. Είτε αυτό λέγεται φωτογραφία και οινολογία (δάκτυλος «Pop» μυρίζει εδώ), είτε σκι και ορειβασία στη Γιούτα, είτε καταδύσεις και ψάρεμα στα ανοιχτά της αγαπημένης του θάλασσας.
Με το καταμαράν του χάνεται για μήνες από τον υπόλοιπο (γνωστό του) κόσμο, εξερευνώντας απρόσιτα σημεία του και άγραφα νησιά, ακόμα και στη μέση του Ατλαντικού. Έχει πλεύσει από τα στενά του Γιβραλτάρ μέχρι τα Κανάρια Νησιά και από κει στο… άγνωστο, απολαμβάνοντας την περιπέτεια.
Όταν πατάει τα πόδια του στη στεριά, το παίζει παράγοντας. Αφεντικό της Μπορντό (ομάδας της οποίας έχει φορέσει και τη φανέλα κατά τη διάρκεια του λοκ άουτ του ΝΒΑ το 2011), Πρόεδρος της Μετροπολιτάν (2019-2020), Τζένεραλ Μάνατζερ στην Εθνική Γαλλίας. Χώρια ο προεδρικός θώκος του διοικητικού συμβουλίου στο INSEP, όπου ξεκίνησε την πορεία του.
«Όταν βλέπω τον Ντιαό να παίζει, ο νους μου πάει στον Μπετόβεν της Ρομαντικής περιόδου», του έχει επιδαψιλεύσει τον μεγαλύτερο έπαινο ο Μπιλ Γουόλτον.
Πρόκειται για την τρίτη και τελευταία περίοδο στο μουσικό έργο του Γερμανού συνθέτη, όταν πια είχε χάσει στο μεγαλύτερο βαθμό την ακοή του. Τότε ολοκλήρωσε την περίφημη 9η Συμφωνία, η οποία περιλαμβάνει τη μελοποιημένη «Ωδή στη Χαρά».
Όταν έχασε την αθλητικότητά του, ο Γάλλος μπασκετμπολίστας διηύθυνε με τον τρόπο του και με μαεστρία το παιχνίδι των ομάδων του. Άλλωστε, την άδολη χαρά για έναν σωρό πράγματα πέρα από το μπάσκετ δεν την έχασε ποτέ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: