Ήμουν στην Α’ Γυμνασίου, 13 ετών, όταν με πήραν οι συμμαθητές μου στον Ολυμπιακό Βόλου, γιατί ήμουν αρκετά ψηλό παιδί για την ηλικία μου.
Ήταν η μαγική στιγμή, εκεί κατάλαβα ότι μου αρέσει πολύ το μπάσκετ και ότι θα μπορούσα να είμαι καλός, να το εξελίξω, να νιώσω όμορφα.
Αυτή ήταν και η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας μου, η πρώτη προπόνηση που έκανα!
Είναι το συναίσθημα που νιώθει ένα παιδί, όταν βρίσκει κάτι το οποίο του αρέσει, καταλαβαίνει ότι είναι καλός, μπορεί να γίνει καλύτερος. αυτός είναι ένας συνδυασμός που μπορεί να σε κρατήσει
Σε όλο αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντική η συμβολή των γονιών μου από την αρχή.
Υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες και τρόπος σκέψης στην οικογένεια, το χόμπι του ενός από τα δύο παιδιά της οικογένειας ήταν το μπάσκετ!
Το πιο σημαντικό που ζητούσαν οι γονείς μου ήταν να μην αφήσω ποτέ τα μαθήματα, να είμαι σωστός και ό,τι κάνω να το κάνω όπως πρέπει.
Και αργότερα, όταν φάνηκε να διακρίνομαι, να προχωράω και να με καλούν σε κάποια κλιμάκια Εθνικής, τον πατέρα μου δεν τον ένοιαζε αν ήμουν καλός ή καλύτερος απ΄ τους άλλους, αλλά να είμαι σωστός, ό,τι κάνω να το κάνω με συνέπεια, με ήθος και να έχω μια συγκεκριμένη γραμμή σ΄αυτά που θέλω.
Πέρασα πολύ όμορφες στιγμές, για εμένα το μπάσκετ ξεκίνησε ως παιχνίδι, δεν το έβλεπα ως δουλειά, ήταν η διασκέδασή μου και συνέχισε να είναι μέχρι τα 37, οπότε και σταμάτησα.
Αυτό ήταν το πιο μαγικό, ότι κατάφερα το χόμπι μου, τη χαρά μου, το ενδιαφέρον μου να το κάνω επάγγελμα και να βελτιωθεί η ζωή μου μέσα από αυτό.
Τις εμπειρίες, τις εικόνες που είχα μέσω του μπάσκετ δύσκολα ένας άνθρωπος μπορεί να τις έχει, να τις ζήσει, γιατί έπαιξα 19 χρόνια επαγγελματικά, από μόνο του αυτό λέει πολλά και φυσικά υπήρξαν και οικονομικές απολαβές.
Ευτύχισα να είμαι σε μια εποχή κατά την οποία ο χώρος του μπάσκετ ήταν εύρωστος και αυτό βελτίωσε τη ζωή αρκετών.
Το πιο σημαντικό όμως ήταν οι εμπειρίες που έζησα, οι άνθρωποι που γνώρισα και ελπίζω αυτά να με έκαναν -και νομίζω ότι με έκαναν- πιο σοφό και πιο έμπειρο, ώστε να αντιμετωπίσω κάποιες άλλες καταστάσεις στη ζωή μου.
Το 1989 ήταν μια κομβική χρονιά για εμένα, για το πού θα πάρω μεταγραφή από τον Ολυμπιακό Βόλου, καθώς τότε με διεκδικούσαν ο ΠΑΟΚ και ο Πανιώνιος.
Βέβαια, η επιλογή ήταν αρχικά της διοίκησης, δεν μου άφησαν περιθώρια να διαλέξω και εγώ.
Υπάρχουν σκέψεις για το πόσο διαφορετικά θα εξελισσόταν η καριέρα μου και η διαδρομή μου στο μπάσκετ, αν η επιλογή ήταν διαφορετική.
Επίσης, όταν πήγα στον ΠΑΟΚ, η ομάδα είχε τη διάθεση να με πρώτσ στείλει στην Αμερική να σπουδάσω τέσσερα χρόνια πρώτα, γιατί θεωρούσαν ότι είμαι μικρός σε ηλικία 17.5 ετών να παίξω στο ανώτατο επίπεδο της χώρας. ο ΠΑΟΚ και ο Άρης ήταν οι πρώτες ομάδες στην Ελλάδα τότε.
Από την προετοιμασία όμως είδαν ότι μπορούσα να συμμετέχω σε αυτό το επίπεδο και έτσι με κράτησαν.
Οπότε υπάρχει ακόμα ένα “τι θα γινόταν, αν…”, αν τελικά πήγαινα στην Αμερική.
Κατάφερα να αντεπεξέλθω εν τέλει σε αυτό το επίπεδο και φυσικά ήταν μεγάλη υπόθεση το γεγονός ότι μπορούσα και έπαιζα σε μια τέτοια ομάδα και μάλιστα για εννέα χρόνια.
Ξαφνικά βρέθηκα σε έναν χώρο με τους ανθρώπους που έβλεπα στην τηλεόραση κάποιους μήνες πριν, συμπαίκτες και αντιπάλους. Γκάλης, Ιωαννίδης, Παναγιώτης Φασούλας, Νίκος Σταυρόπουλος, Τζον Κόρφας και πολλούς άλλους, συναντούσα τα ινδάλματά μου και είχα κληθεί να τους παίξω άμυνα, να παίξω μαζί τους γενικά. Ήταν ένας κόσμος που άνοιγε…
Μέσα μου σεβόμουν τους πάντες, είχα σεβασμό στην αξία τους, την πορεία τους, το όνομά τους, αλλά μέσα στο γήπεδο δεν ένιωθα κάτι που να φρενάρει την απόδοσή μου, ίσα-ίσα προσπαθούσα να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου.
Δεν μου αρέσει καθόλου να μιλάω για τον εαυτό μου ούτε να αναφέρομαι σε διακρίσεις μου, ωστόσο αποτελώ ίσως τον μοναδικό παίκτη που έχει πάρει όλους τους τίτλους, ό,τι υπάρχει σε συλλογικό επίπεδο (κι επιπλέον εφηβικό Πανελλήνιο και σχολικό Πανελλήνιο Πρωτάθλημα).
Ο πρώτος τίτλος που έχω πάρει στη ζωή μου -κι ένας από τους πιο ρομαντικούς, αγνούς– ήταν με το σχολείο μου, το σχολικό Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, πολλές παιδικές αναμνήσεις και συναισθήματα.
Έπειτα, στον ΠΑΟΚ οι στιγμές που έζησα ήταν πολύ σημαντικές, γιατί δύο χρόνια μετά την άφιξή μου στην ομάδα πήραμε το Κύπελλο Ευρώπης, ενώ συμμετείχαμε σε δύο ακόμα Τελικούς που τους χάσαμε.
Όλη αυτή η πορεία του ΠΑΟΚ για εμένα ήταν φοβερή παρακαταθήκη, όχι μόνο για την αθλητική διαδρομή μου αλλά και για τη ζωή μου.
Θυμάμαι τον Ντούσαν Ίβκοβιτς με πολύ μεγάλη συγκίνηση, ήταν ένας προπονητής που ήρθε στον ΠΑΟΚ, δυο χρόνια αφότου είχα πάει εγώ εκεί.
Ο πρώτος προπονητής που με πήρε στον ΠΑΟΚ και ήταν σίγουρα πολύ σημαντικός ήταν ο Κώστας Πολίτης, ο οποίος με πίστεψε και με ζήτησε.
Στη συνέχεια ήταν ο Ντράγκαν Σάκοτα, ένας επίσης πολύ αξιόλογος προπονητής και άνθρωπος, και μετά ήρθε ο Ίβκοβιτς, ο οποίος με θυμόταν από την προηγούμενη χρονιά, γιατί είχαμε παίξει ένα φιλικό παιχνίδι με την ομάδα του.
Ερχόμενος λοιπόν στον ΠΑΟΚ, χωρίς να έχουμε κάνει καν προπόνηση, τον ρώτησαν αν θα πάρει πλέι μέικερ (υπήρχαν στην ομάδα ο Κόρφας, ο Σταυρόπουλος, ο Ιωάννου) και λέει «θα παίξει το νούμερο “6”», του λένε «μάλλον λάθος κάνετε, το “5” είναι ο Σταυρόπουλος» και απαντάει «όχι, όχι, το “6”, δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά θα παίξει αυτός»!
Το θυμάμαι σαν τώρα, το είχα διαβάσει στην εφημερίδα και λέω «για δες ένας άνθρωπος, ενώ δεν έχουμε έρθει καν σε επαφή, κάνει αυτήν την δήλωση».
Ήταν πολύ γενναιόδωρος από την αρχή μαζί μου, ερχόμενος στην ομάδα σίγουρα είδε αυτό που περίμενε, έτσι νομίζω.
Εξάλλου, χάρη σε αυτόν τον χώρο δεν κάνει κανείς και σιγά-σιγά μου έδινε χρόνο συμμετοχής, με αποτέλεσμα στο τέλος της χρονιάς που πήραμε Πρωτάθλημα εγώ να έχω πρωταγωνιστικό ρόλο και να έρθει και η κλήση μου στην Εθνική ομάδα.
Άρα ήταν ένας προπονητής κομβικός για την διαδρομή μου και μπορώ να πω ότι λειτούργησε ως πατέρας στον χώρο αυτό.
Ο Ίβκοβιτς έφυγε αρχές 1994, μετά η ομάδα συνέχισε την πορεία της, όπως κι εγώ μαζί της, πήραμε το Κόρατς εκείνη την χρονιά, το 1995 το Κύπελλο Ελλάδος, σχεδόν κάθε χρονιά δηλαδή κατακτούσαμε κάτι.
Τελευταία μου χρονιά ήταν το 1998, τελείωνε το συμβόλαιό μου, καθώς, όταν ήμουν 22, είχα υπογράψει πενταετές επαγγελματικό με τον ΠΑΟΚ.
Είχαμε τότε μια πολύ καλή πορεία, με Πέτζα Στογιάκοβιτς (παίκτης ορόσημο) και Σβι Σερφ προπονητή, αν και χάσαμε το Πρωτάθλημα.
Η τότε διοίκηση, ο κύριος Αλεξόπουλος, επέλεξε να μην με κρατήσει και με διεκδικούσε μια ομάδα, η Τιμσίστεμ Μπολόνια, καθώς ήμουν ελεύθερος μόνο για Ευρώπη.
Εγώ είχα δηλώσει ότι και με λιγότερα λεφτά μένω στον ΠΑΟΚ, αλλά αυτό δεν εκτιμήθηκε και, ενώ ήμουν στη διαδικασία να φύγω για Ιταλία, ξαφνικά εμφανίζεται ο Παναθηναϊκός.
Είχε δύο τραυματισμούς των των δύο πλέι μέικερ, του Γιώργου Καλαϊτζή και του Κώστα Παταβούκα, και πλήρωσε τον ΠΑΟΚ για να με πάρει.
Δεν έφυγα με πίκρα, όταν είσαι επαγγελματίας, υπάρχουν δύο μέρη, το ένα είναι η ομάδα και το άλλο είναι ο παίκτης.
Σίγουρα υπάρχει συναίσθημα και αυτό το απέδειξα, όταν είπα ότι και με λιγότερα λεφτά θέλω να μείνω στον ΠΑΟΚ.
Ένιωθα πολύ καλά σε εκείνο το περιβάλλον, ήμουν ήδη εννιά χρόνια στην ομάδα, είμαι ο παίκτης που έχω τις περισσότερες συμμετοχές στην ιστορία του ΠΑΟΚ σε όλα τα αθλήματα! Ήθελα λοιπόν να μείνω.
Δεν κακίζω κάποιον για τις επιλογές του, η ομάδα τότε έκανε αυτήν την επιλογή, δεν μπορώ να την κρίνω, εγώ εξέφρασα την πρόθεσή μου να μείνω.
Επαγγελματίας είμαι, επαγγελματική ομάδα είναι, δεν κάνει χάρη, κάνει επιλογές, όπως και ο παίκτης.
Και αυτή η επιλογή της ομάδας με έφερε στον Παναθηναϊκό, όπου ευτύχισα να παίξω με πολύ καλούς παίκτες, πολύ καλούς προπονητές και πολύ καλούς ανθρώπους στη διοίκηση, την οικογένεια Γιαννακόπουλου.
Είχα δύο πολύ όμορφα χρόνια εκεί, πήρα τρεις τίτλους, δύο Πρωταθλήματα Ελλάδος και μία Ευρωλίγκα.
Και εκεί ο καθένας έκανε τις επιλογές του και τις τιμώ, δεν είναι η σχέση προσωπική, να πεις ότι είσαι φίλος με κάποιον και πρέπει να διακοπεί η φιλία, οπότε μπορεί να υπάρχει μια πίκρα.
Στο δεύτερο μισό της χρονιάς ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο οποίος και φυσικά είναι από τους καλύτερους προπονητές που έχω συνεργαστεί (40 στο σύνολο), δεν ήθελε να με χρησιμοποιεί τόσο πολύ.
Είχαμε αρκετά πλέι μέικερ, Κάτας, Καλαϊτζή, Τζεντίλε που ταίριαζε πιο πολύ με τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα, οπότε είχε επιλέξει ο προπονητής να μην με χρησιμοποιεί αρκετά.
Εγώ είχα ακόμα έναν χρόνο συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό.
Ο παίκτης νομίζει πάντα ότι είναι ο καλύτερος, η επιλογή όμως είναι του προπονητή.
Στήριζα στην προπόνηση, στήριζα, όσο μπορούσα, και όταν έμπαινα μέσα στα παιχνίδια. Δεν ήθελα να μιλήσω πιο πριν, δεν ήθελα να επιβαρύνω την καθημερινότητα του προπονητή, την στιγμή που κυνηγούσαμε τίτλους, σε μια πλήρως πετυχημένη χρονιά με Πρωτάθλημα Ελλάδος και Ευρωλίγκα.
Περίμενα να τελειώσει το Πρωτάθλημα και πήγα και του μίλησα, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν παίζω, το θεωρούσα άδικο και, όπως κάνουν όλοι οι παίκτες, μίλησα.
«Δεν μπορώ να καταλάβω, έγινε κάτι, ειπώθηκε κάτι, σε πείραξε κάτι, άλλαξε κάτι»;
Προς τιμήν του μου είπε «είναι κάποια πράγματα που έχουν να κάνουν με την προπονητική και τις αποφάσεις του προπονητή, όταν γίνεις προπονητής, θα με καταλάβεις». μάλιστα, μου είπε ότι θα γίνω και καλός προπονητής!
Του απάντησα «ok, εκτιμώ πολύ την εξήγησή σου, έχω έναν χρόνο ακόμα συμβόλαιο και δεν μπορώ να είμαι σε ένα καθεστώς που να νιώθω ότι δεν προσφέρω, επειδή το μπάσκετ το αγαπώ και δεν το κάνω για τα χρήματα, το κάνω για να ευχαριστιέμαι, θα ήθελα να με αφήσεις ελεύθερο, μήπως βρω κάποια ομάδα στην Ελλάδα ή το εξωτερικό που να νιώθω active και να παίζω».
Μου είπε και αυτός ότι εκτίμησε πολύ την στάση μου, «είσαι ευθύς, ειλικρινής και σωστός επαγγελματίας, θα το αναφέρω στον κύριο Γιαννακόπουλο, ώστε να λυθεί το συμβόλαιο» .
Και έτσι έγινε.
Ενώ έψαχνα να βρω μια ομάδα στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, εμφανίστηκε ο Ολυμπιακός, ο οποίος έψαχνε ένα δεύτερο πλέι μέικερ πίσω από τον Ντέιβιντ Ρίβερς (τη δεύτερη φορά που ήρθε στην Ελλάδα), μου έκανε την πρόταση κι έτσι πήγα απ’ τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό.
Συνήθως, όταν γίνονται έτσι οι μετακινήσεις, οι παίκτες εξελίσσονται σε κόκκινο πανί για τους φιλάθλους της προηγούμενης ομάδας, δε συνέβη όμως με εμένα και στις δύο περιπτώσεις.
Όταν έφυγα απ’ τον ΠΑΟΚ και πήγα στον Παναθηναϊκό, φρόντισα -γιατί ήμουν πλέον και έμπειρος στο κομμάτι της επαφής μου με τα ΜΜΕ- να πω την αλήθεια μου και να ακουστεί, ήμουν ξεκάθαρος ότι θα έμενα και με λιγότερα λεφτά, αλλά η διοίκηση δεν ήθελε.
Πάω στον Παναθηναϊκό, ευχαριστώ πολύ τον ΠΑΟΚ για τις στιγμές που έζησα και πάω σε μια επίσης μεγάλη ομάδα, δεν είχα δηλώσει ποτέ ΠΑΟΚτσής, αν και ήμουν εννιά χρόνια στην ομάδα, δεν είχα προσπαθήσει να εκμαιεύσω την αγάπη των φιλάθλων, φιλώντας πχ τον Δικέφαλο. πολλοί παίκτες το κάνουν, γιατί νιώθουν μια ανασφάλεια και θέλουν την αγάπη του κόσμου, είναι υπερβολικοί, εγώ ήξερα ότι είμαι επαγγελματίας και ότι πάνω απ’ όλα είναι το μπάσκετ.
Το ίδιο έκανα, και όταν έφυγα από τον Παναθηναϊκό για τον Ολυμπιακό, εξήγησα τι ακριβώς είχε συμβεί. το ίδιο, και όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό.
Σε κάθε ομάδα που πήγαινα εξηγούσα ποιοι είναι οι λόγοι μου, ποια είναι τα πιστεύω μου και τι κάνω εκεί.
Θυμάμαι, στο πρώτο παιχνίδι που είχαμε παίξει μέσα στην έδρα του Παναθηναϊκού, όταν εγώ ήμουν στον Ολυμπιακό. είναι από τις λίγες φορές, αν όχι ελάχιστες, που οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού χειροκρότησαν έναν παίκτη με τη φανέλα του Ολυμπιακού. όταν μπήκα μέσα αλλαγή, με χειροκρότησαν!
Ήταν πολύ συγκινητικό, γιατί εκεί κατάλαβαν ότι, αν μη τι άλλο, ήμουν τίμιος σε αυτά που έλεγα και έκανα, δεν είχα ποτέ την ανασφάλεια να πουλήσω οπαδιλίκι.
Από τον Ολυμπιακό μού έμεινε ως εμπειρία η δυναμική που είχε ο κόσμος του, ήταν πολύ θερμή η αγκαλιά του κόσμου του Ολυμπιακού και μάλιστα για έναν παίκτη που είχε παίξει στον ΠΑΟΚ και τον Παναθηναϊκό.
Αυτό που ένιωσα και μου είχε κάνει εντύπωση είναι ότι όποιος είναι παίκτης του Ολυμπιακού στην ψυχή των φιλάθλων δεν αγγίζεται, με την έννοια ότι θα συμπαρασταθούν σε όλα του τα θέματα, ακόμα και στα προσωπικά του, στην καθημερινότητά του.
Και μετά, όταν συνεργάστηκα με τον Ολυμπιακό ως team manager, παρόλο που ήξεραν ότι ήμουν ΠΑΟΚ, εκτίμησαν την ειλικρίνειά μου.
Δεν το διαλαλούσα ποτέ, αλλά, τώρα που έχω μεγαλώσει αρκετά και έχω φύγει απ’ αυτόν τον χώρο, λέω ότι η ψυχή μου είναι ΠΑΟΚτσήδικη, τα συναισθήματά μου είναι περισσότερο στον ΠΑΟΚ, γιατί εκεί μεγάλωσα, εκεί πρωτοέπαιξα.
Εκτιμούν την αλήθεια, ακόμα και οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού που είναι από τους πιο θερμόαιμους. όταν συναντιόμαστε καμιά φορά, γνωρίζοντας ότι είμαι ΠΑΟΚ, μου λένε «ok, σε τιμούμε, ξέρουμε ότι είσαι ΠΑΟΚ, ξέρουμε ότι η σκέψη σου είναι στον ΠΑΟΚ, ποτέ δεν είπες ψέματα, ποτέ δεν πούλησες οπαδιλίκι».
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ως συμπαίκτης ήταν μια “αποκάλυψη” για εμένα, ήμασταν αρκετά χρόνια μαζί στην Εθνική ομάδα και ήταν πρότυπο αγωνιστικότητας.
Αργότερα, ευτύχησα να τον έχω προπονητή στο Μαρούσι, μια επίσης πολύ όμορφη περίοδος συνύπαρξης με τον Παναγιώτη.
Στη συνέχεια, με τίμησε με την εμπιστοσύνη του, όταν με κάλεσαν μαζί με τους αδερφούς Αγγελόπουλους για να είμαι ουσιαστικά στενός συνεργάτης και των δύο μερών.
Η αλήθεια είναι ότι στον Παναγιώτη οφείλω αρκετά, με την έννοια ότι μου έδειξε πάντα εμπιστοσύνη και αγάπη.
Ήταν μάθημα εργατικότητας το να βρίσκεσαι δίπλα του, ένας άνθρωπος πολύ οργανωμένος, πολύ εργατικός, τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής, θα έλεγα ότι είχε εμμονή με τη δουλειά, γι’ αυτό και θεωρώ ότι σε ό,τι κάνει υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό επιτυχίας.
Σταματώντας το μπάσκετ, ξεκίνησα ως Τεχνικός Διευθυντής στον ΠΑΟΚ τρεις-τέσσερεις μήνες, ήταν η προσπάθεια αναγέννησης της ομάδας.
Με Πρόεδρο τότε τον Δημήτρη Δρόσο, ανεβήκαμε πάνω Θεσσαλονίκη, ήμασταν μαζί με τον Γιώργο Μπαλογιάννη και προσπαθούσαμε να φτιάξουμε κάποια πράγματα, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν πήγαν οι καταστάσεις όπως ήθελα.
Το μόνο που θα έλεγα ότι έχει μείνει παρακαταθήκη ως και σήμερα είναι αυτό που κάναμε στο φουαγιέ της Πυλαίας. Εκεί είναι οι φωτογραφίες της ομάδας, ήταν μια ιδέα δική μου, θέλοντας να τιμήσουμε την ιστορία του ΠΑΟΚ, και έτσι, αντί να βάψουμε τον χώρο, τον γεμίσαμε φωτογραφίες, γιγαντοαφίσες που να εμπνέουν αυτούς που μπαίνουν στο γήπεδο και να τους βοηθούν να γνωρίσουν την ιστορία της ομάδας.
Ακόμα και τώρα που πηγαίνω με τις ακαδημίες και παίζουμε εκεί, βλέπω ότι αυτό είναι κάτι που μένει στην μνήμη των παιδιών.
Και ήταν και ένας λόγος που δημιουργήθηκε, ως εξέλιξη, και το μουσείο του ΠΑΟΚ, για το οποίο φρόντισαν, απ’ όσο γνωρίζω, ο Νίκος Σταυρόπουλος, οι άνθρωποι που ήταν τότε στη διοίκηση, ο Μπάνε κτλ.
Για κάποια κομμάτια λοιπόν που σχετίζονται με την καλαισθησία και την άποψη του χώρου, μπορώ να το παινευτώ ότι ξεκίνησαν από εμένα ως ιδέα.
Τη δουλειά του team manager την έκανα και στον Ολυμπιακό αργότερα και χάρηκα πολύ με τη συνεργασία, καθώς γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους, όπως είναι ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Αγγελόπουλος, ο Γιώργος Σκινδήλιας και οι υπόλοιποι συνεργάτες.
Ήμουν χαρούμενος, έζησα πολύ όμορφες στιγμές, φτάσαμε σε δύο Final 4 μέσα σε δύο χρόνια, ένιωσα όλην αυτήν την προσπάθεια που κάναμε, συνεργάστηκα με πολύ καλούς παίκτες.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι στην Ελλάδα ο ρόλος αυτός, του team manager, δεν έχει πολλές αρμοδιότητες, όπως συμβαίνει σε ομάδες του εξωτερικού.
Ουσιαστικά είναι ένας ρόλος ανάμεσα σε διοίκηση, παίκτες, προπονητή, είναι λίγο διεκπεραιωτικός, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να είναι πιο ζωτικός, όπως θεωρώ ότι είναι στις δύο μεγάλες ομάδες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού που συμμετέχουν στην Ευρωλίγκα.
Εγώ προσπάθησα και θεωρώ ότι έκανα πράγματα. Το πιο σημαντικό που μπορώ να αναφέρω είναι ότι δεν εκτέθηκε η ομάδα σε όποιες υποχρεώσεις υπήρχαν σε σχέση με τη δική μου θέση, πάντα είχαμε ένα καλό πρόσωπο, μια πολύ καλή οργάνωση στα κομμάτια που ήμουν εγώ αρμόδιος.
Πλέον έχει κλείσει ο κύκλος μου στην Αθήνα, ασχολήθηκα περίπου 11 χρόνια με ακαδημίες και δημιούργησα σχέσεις επαγγελματικές με δύο ομάδες. είχαμε περίπου 600 παιδιά και συνεργασία με δύο πολύ σημαντικά και ιστορικά σχολεία της Αθήνας, τα εκπαιδευτήρια «Κωστέα-Γείτονα» και «Καίσαρη», με τα οποία υπάρχουν σχέσεις ζωής.
Συνεχίζω από μακριά βέβαια, καθώς είναι συνεργάτες μου εκεί, έχουμε μεγαλώσει εκεί τα τελευταία 10 χρόνια, με ωραίες αναμνήσεις και δημιουργικές στιγμές.
Εξάντλησα αυτό το κομμάτι όμως και θέλησα, συνδυάζοντας και ένα προσωπικό θέμα με την υγεία του πατέρα μου, να έρθω στον Βόλο και τον Ολυμπιακό.
Θέλησα να δημιουργήσω κάτι στον Ολυμπιακό Βόλου, την ομάδα από την οποία ξεκίνησα, με πολύ συναίσθημα.
Ο Νίκος Μπουντούρης είναι πρώην διεθνής παίκτης του μπάσκετ και νυν προπονητής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Νίκος Μπουντούρης: Δίνοντας προοπτική στα παιδιά
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Όλα τα κείμενα του Ευθύμη Ρεντζιά
Γιάννης Γιαννούλης: Κλειδωμένος με τον Πέτζα