Η καταγωγή μου είναι από το Ανατολικό και η πρώτη μου ομάδα ήταν ο τοπικός Αξιός.
Στα 14 ήδη έκανα προπονήσεις με την Α’ ομάδα και στα 16 άρχισα να αγωνίζομαι στο τοπικό. Από την πρώτη μου κιόλας χρονιά είχαν έρθει να με παρακολουθήσουν ο Ηρακλής και o Μακεδονικός, ο οποίος τότε αγωνιζόταν στην Α’ Εθνική, αλλά κατέληξα στον Άρη την τελευταία κυριολεκτικά μέρα των μεταγραφών, καλοκαίρι του 1981 και επί Προεδρίας Μεσοχωρίτη.
Ο Άρης μετά το μπαράζ του Βόλου άρχισε την αποψίλωση της μεγάλης ομάδας, κάτι που για εμένα αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα λάθη, γιατί δεν έμεινε ένας βασικός κορμός. Άρχισαν να φεύγουν ο Πάλλας, Φοιρός, ο Ζήνδρος, ο Σεμερτζίδης, ο Ζελελίδης, ο Μιχαλήτσος, ο Μπαλλής.
Μόνο ο Κούης είχε μείνει και κάποια στιγμή βρεθήκαμε κι εμείς, 16-17 πιτσιρίκια από τα σπλάχνα της ομάδας, να παλεύουμε με Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ.
Εκείνη τη εποχή ο Άρης έπαιρνε για τρία συνεχόμενα χρόνια το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ερασιτεχνών (οι σημερινές Κ19), έχοντας μια εξαιρετική φουρνιά νεαρών ταλαντούχων παικτών, όπως ο Οικονομίδης, ο Δημητριάδης, ο Μπιμπισίδης, ο Σαμώλης, ο Χατζόγλου, υπό την επίβλεψη του αείμνηστου Λεωνίδα Ποζάνη.
Εγώ εντάχθηκα αρχικά στους Ερασιτέχνες. Κάθε Δευτέρα, θυμάμαι, γινόταν ένα εκπαιδευτικό δίτερμα με την Α’ ομάδα. Ξεντυνόμασταν δίπλα σε ιερά τέρατα του Άρη. Αισθανόμουν δέος. Ως παιδάκι τους είχα δει από την Θύρα 3 στα περίφημα παιχνίδια με τη Σεντ Ετιέν και την Περούτζια και τώρα, ένα 17χρονο παιδί πια, ήμουν μαζί τους σε μια από τις καλύτερες ομάδες στην ιστορία του Άρη.

Φεβρουάριος 1985: Η ομάδα Νέων του Άρη κατακτά το Κύπελλο Ερασιτεχνών στο Καυταντζόγλειο – ο Δημήτρης Μπουγιουκλής διακρίνεται αριστερά στην κάτω σειρά.
Ο Άρης είχε πάντα την αίγλη της μεγάλης ομάδας. Ακόμα και τις χρονιές των οικονομικών προβλημάτων. Ο κόσμος σε έβλεπε έξω και σε σεβόταν. Ήταν μεγάλη η παρακαταθήκη που είχαν αφήσει οι παλιότεροι σε εμάς τους επόμενους.
Κακώς βέβαια εκείνα τα χρόνια έμειναν στην ιστορία ως “πέτρινα”, γιατί ο κόσμος δεν ήξερε τι περνούσαμε.
Είχαμε το μικρότερο μπάτζετ από τις λεγόμενες “μεγάλες” ομάδες, με 17 παίκτες από τους Ερασιτέχνες, χωρίς ουσιαστικά συμβόλαιο. Επειδή συζητούσαμε με τους συναδέλφους μας σε άλλες ομάδες, αν εξαιρέσουμε τον Ολυμπιακό του Νταϊφά, τον Παναθηναϊκό του Βαρδινογιάννη και την ΑΕΚ των Καρρά-Μελισσανίδη, μεγέθη απλησίαστα, ακόμα και πχ ο Ηρακλής, ο ΟΦΗ, η Λάρισα είχαν μεγαλύτερα μπάτζετ από εμάς.
Να μη μιλήσω και για τις συνθήκες. Ήρθε προπονητής ο Βούλγαρος, ο Ζετς, και με είδε να μένω σε ένα σπίτι με άλλους συμπαίκτες μου χωρίς ρεύμα, τηλεόραση, φαγητό και τρελάθηκε. Παρακαλούσαμε να πηγαίνουμε με τους Ερασιτέχνες για να έχουμε τουλάχιστον ένα φαγητό.
Κάναμε το όνειρό μας πραγματικότητα, να γίνουμε επαγγελματίες, και, πηγαίνοντας στην Α’ ομάδα, τα είδαμε όλα. Περιμέναμε πότε θα κάνουμε καμία νίκη, μπας και πάρουμε κανένα πριμ, γιατί ζούσαμε με έναν μισθό.
Όποτε έβρεχε, πηγαίναμε για προπόνηση στο… ξερό της Νέας Ελβετίας, ενώ και ο αγωνιστικός χώρος στο Χαριλάου εκείνη την εποχή ήταν σε κακό χάλι, γεμάτο λακούβες. Έκανες τον Σταυρό σου να έρθει η μπάλα στα πόδια σου.
Άθλιες συνθήκες!

Απρίλιος 1990: Ο Δημήτρης Μπουγιουκλής με τη φανέλα του Άρη κόντρα στους Γιώργο Χριστοδούλου και Τόνι Σαβέφσκι της ΑΕΚ / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Παράλληλα, κάθε χρόνο άλλαζαν οι προπονητές, οι παράγοντες πήγαιναν και έρχονταν, καμία σταθερότητα. Ήταν τεράστιο το παραγοντικό πρόβλημα. Μπορεί οι άνθρωποι να είχαν τις καλύτερες προθέσεις, να ήταν Αρειανοί, αλλά, όταν μπαίνει στη μέση το οικονομικό, πού να ανταγωνιστείς Νταϊφά, Κόκκαλη, Βαρδινογιάννη κτλ. Δεν γινόταν να ανταγωνιστούμε πχ τον Ντέταρι ή τον Αναστόπουλο, τη στιγμή που εκείνοι έπαιρναν 40 εκατ. και εμείς κοιμόμασταν στα πατώματα χωρίς ρεύμα.
Μετά το μπαράζ, όταν το Πρωτάθλημα έγινε επαγγελματικό, ο Άρης έμεινε από καύσιμα. Άνοιγε κάθε χρόνο η ψαλίδα. Δεν σε υπολόγιζαν. Καταρχάς, σου έπαιρναν κάθε φορά τον καλύτερο παίκτη, αυτόν που ξεχώριζε. Κακά τα ψέματα, το οικονομικό διαμορφώνει την αύρα της ομάδας. Δείτε τι έγινε στον ΠΑΟΚ με την έλευση Σαββίδη. Όταν είναι όλα λυμένα, ο ποδοσφαιριστής συμπεριφέρεται διαφορετικά.
Χωρίς υπερβολή, τον Άρη εκείνη την εποχή τον κράτησαν οι νεαροί ποδοσφαιριστές από τα σπλάχνα του και τα χρήματα από τις μεταγραφές. Όσοι έφευγαν (Πάλλας, Ζήνδρος, Σεμερτζίδης, Μιχαλήτσος, Μουστακίδης, Δημητριάδης και αργότερα Δέλλας, Μαυρογενίδης, Κατεργιαννάκης) έφερναν χρήματα, με τα οποία συντηρούνταν η ομάδα. Μπορεί να μην ήθελαν να φύγουν τα παιδιά, αλλά το έκαναν αναγκαστικά για να επιβιώσει ο σύλλογος. Μόνο την εποχή του Γράντα, αρκετά αργότερα, ήμασταν καλά οικονομικά.
Τα “πέτρινα” χρόνια κράτησαν επτά-οκτώ σεζόν, αλλά, αν το καλοσκεφτείς, δεν ήταν και τόσο “πέτρινα”, συγκρίνοντάς τα με όσα ακολούθησαν, υποβιβασμούς και οικονομική καταστροφή. Ούτε που το φανταζόμασταν τότε!
Με ενοχλεί αφάνταστα που ακόμη και σήμερα ακούω την ατάκα που είχε πει, αστειευόμενος, ο πάντοτε ευρηματικός Αλκέτας, «Σαμωλομπουγιουκλήδες», γιατί ήμασταν παιδιά από τα σπλάχνα της ομάδας. Δεν πιέζαμε εμείς τους προπονητές να μας βάζουν, αυτοί μας επέλεγαν. Τα ίδια έλεγαν και για τον Κολτσίδα αργότερα. Το θεωρώ υποτιμητικό, γιατί ποτέ δεν είπαμε εμείς ότι ήμασταν οι παικταράδες, κάναμε όμως ό,τι μπορούσαμε, δίναμε στο γήπεδο ό,τι είχαμε.

Απρίλιος 1994: Ο Δημήτρης Μπουγιουκλής με τη φανέλα του Άρη κόντρα στον Σπύρο Μαραγκό του Παναθηναϊκού / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Κάθε καλοκαίρι ζούσαμε με την ελπίδα ότι θα έρθει ένας άνθρωπος και θα αλλάξουν τα πράγματα. Εν τω μεταξύ, και να θέλαμε να φύγουμε, είχαμε υπογράψει πενταετία. εγώ υπέγραψα αρχικά δυο χρόνια ως ημιεπαγγελματίας και άλλα πέντε επαγγελματίας.
Τα πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά να αλλάζουν το 1990 με την έλευση του Φοιρού, ο οποίος είχε δίπλα του ανθρώπους που γνώριζαν καλά τον Άρη, όπως ο Κούης, ο Τζιφόπουλος, ο Γράντας, με αποτέλεσμα να έρθουν και κάποιοι παίκτες, όχι μεγάλα ονόματα βέβαια αλλά ταλαντούχοι, όπως οι Σαπουντζής και Μητσόπουλος από τον Εδεσσαϊκό, οι Στρατηλάτης και Ιωσηφίδης από την Καβάλα, οι Κωφίδης και Τουτζιάρης από τον Ηρακλή.
Από όλα τα χρόνια που ήμουν στον Άρη, η σεζόν που ευχαριστήθηκα πιο πολύ ήταν το 1993-1994 με τον Φοιρό, όταν καταφέραμε να βγάλουμε τον Άρη στην Ευρώπη μετά από 13 χρόνια.
Πολύ καλή ομάδα, με Κωφίδη, Σαπουντζή, Λόντσαρ, Μιλόγεβιτς, Κολτσίδα, Λεκμπέλο. Το εκπληκτικό με εκείνη την ομάδα ήταν ότι όποιος έμπαινε αλλαγή έβαζε γκολ. Ένα γκρουπ 20 παικτών που, όποιος και αν έλειπε, το κενό αναπληρωνόταν και με το παραπάνω. Είχαμε βέβαια τρεις πολύ καλούς ξένους (Ιβάν, Λόντσαρ, Μιλόγεβιτς) και δυο διεθνείς (Κωφίδης, Καρκαμάνης), οι οποίοι είχαν πάει και στο Μουντιάλ των ΗΠΑ.
Την επόμενη χρονιά σκόραρα στο Ισραήλ κόντρα στην Χάποελ Μπερσεβά, αλλά δεν βγήκαμε στην Ευρώπη και άρχισαν πάλι οι τριγμοί, με συνέπεια το 1997 να έρθει ο υποβιβασμός. Εγώ βέβαια το 1995 έφυγα για τον Εθνικό, μια ιστορική ομάδα της οποίας όμως είχε αρχίσει η παρακμή, συνέχισα στον Ολυμπιακό Βόλου και κρέμασα τα παπούτσια μου στον ΠΑΟΝΕ.
Στη συνέχεια και για αρκετά χρόνια ήμουν στις ακαδημίες του Άρη αλλά και βοηθός προπονητή δίπλα σε Χατζηνικολάου, Μιλίνκοβιτς, Παπαδόπουλο. Δύσκολα χρόνια και αυτά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα παιχνίδι για το οποίο δεν είχαμε τα χρήματα να πάμε αεροπορικώς στην Τρίπολη, οπότε ταξιδέψαμε με το λεωφορείο. Οι ποδοσφαιριστές δεν είχαν χρήματα για να βάλουν βενζίνη και να έρθουν στο Ρύσιο. Απογοητεύτηκα και σταμάτησα την προπονητική. Όση διάθεση και αν έχεις δηλαδή, έρχεται η στιγμή που σε λυγίζουν τα οικονομικά προβλήματα.

Μάρτιος 2009: Ο Δημήτρης Μπουγιουκλής στον πάγκο της ομάδας Εφήβων του Άρη / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο Δημήτρης Μπουγιουκλής είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κυριάκος Μπιμπισίδης: Ανέβηκα τα σκαλοπάτια ένα-ένα
Γιώργος Κολτσίδας: Έτσι έπρεπε να ήμουν