Ξεκίνησα από την αλάνα!
Το χωριό μου, ο Λούρος, τότε δεν είχε ακαδημίες, παρά μόνο ένα γήπεδο με χώμα κάτω και από πολύ μικρή ηλικία έπαιρνα μόνος μου το ποδήλατο και μια μπάλα και πήγαινα να παίξω.
Θυμάμαι σαν τώρα που μου έλεγαν οι γονείς μου «πριν νυχτώσει, να είσαι σπίτι», δεν με ενδιέφερε ούτε ώρα ούτε τίποτα, άναβαν και οι προβολείς στο χωριό και έχανα την αίσθηση του χρόνου, καθόμουν μέχρι το βράδυ και έρχονταν να με βρουν στο γήπεδο.
Εκεί μαζευόμασταν όλες οι ηλικίες, στο χωριό μου δεν υπήρχε και το περιθώριο να διαλέγεις, όποιος ήθελε ερχόταν και παίζαμε.
Και ήμουν πάντα μεσοεπιθετικός!
Η μητέρα μου και ο πατέρας μου είναι εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι και οι δύο, καμία επαφή με ποδόσφαιρο και γενικά κανένας από την οικογένεια. Ο αδερφός μου, όταν έπαιζα στον Παναθηναϊκό, εκείνος σπούδαζε στην Ξάνθη, τώρα δουλεύει στην Αθήνα ηλεκτρολόγος μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Σχολείο πήγαινα κανονικά στο χωριό μου, έξω απ’ την Πρέβεζα, στην ακαδημία Αθλόπολις με πήγαινε ο μπαμπάς το απόγευμα. ίσως έβλεπε κάτι σε εμένα και με πήγε εκεί.
Αρχικά είχα πάει για λίγο σε μια ακαδημία της Άρτας, ήθελα να μάθω τα βασικά, καθώς μου άρεσε από παιδί το ποδόσφαιρο.
Όταν πήγα στην ακαδημία Αθλόπολις και ο προπονητής, ο Άγγελος Μπέκας, είδε ότι έχω προοπτικές, τότε οι γονείς μου άρχισαν να το βλέπουν πιο σοβαρά και αποφάσισαν να είναι δίπλα μου.
Όταν ξεκίνησα το ποδόσφαιρο, σε κανενός το μυαλό δεν υπήρχε η σκέψη για επαγγελματική συνέχεια. Όταν όμως στα 13 μου άρχισαν οι γύρω μου να λένε θετικά πράγματα για εμένα, άρχισα να πιστεύω και εγώ πιο πολύ στον εαυτό μου.
Πάντως ήταν μια απόφαση που ουσιαστικά πήραν οι δικοί μου, γιατί τότε εγώ δεν είχα την ωριμότητα να καταλάβω τι γίνεται, εκείνοι με βοήθησαν να ακολουθήσω το όνειρό μου!
Στα 15 μου κατάλαβα ότι, όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής.
Πάντα το ήθελα, αλλά έλεγα ότι είναι πολύ δύσκολο και ότι θα αποτελούσε απλώς ένα όνειρο για εμένα.
Μετά τα 15 όμως, αρχίζοντας να βλέπω τι μπορώ να προσφέρω και τι μπορώ να κάνω, το αντιμετώπισα πιο επαγγελματικά.
Πόσο μάλλον και αντιλαμβανόμενος ότι ήταν το μόνο που με ενδιέφερε, καθώς με το σχολείο δεν “το είχα” δυστυχώς, δεν μου άρεσε, και ας ήταν οι γονείς μου εκπαιδευτικοί, και ας προσπαθούσαν να με πιέσουν σε αυτό το κομμάτι, το έβλεπαν όμως και οι ίδιοι.
Είχαν έρθει μαζί μου, όταν πήγα στον Παναθηναϊκό, είχαν πάρει απόσπαση στη δουλειά τους. Τώρα είναι πάλι στο χωριό, ο μπαμπάς συνταξιούχος πλέον.
Από όταν ξεκίνησα το ποδόσφαιρο μέχρι και σήμερα, είναι πάντα δίπλα μου.
Καταλαβαίνουν ότι δεν είναι δουλειά τους, δεν μου έχουν αναφέρει κάτι ποτέ που να αφορά στο ποδόσφαιρο αυτό καθ’ εαυτό, δεν μπορούν να γνωρίζουν πιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, οπότε δεν μπορούν και να πάρουν μια απόφαση για εμένα.
Παρόλ’ αυτά, ήταν πάντα υποστηρικτικοί, πάντα στο πλάι μου σε όλες μου τις αποφάσεις, οι οποίες ήταν δικές μου (σε συνεννόηση με τον μάνατζέρ μου φυσικά).
Η ακαδημία που πήγαινα στην Πρέβεζα ήταν “πράσινη”, είχε συνεργασία με αυτήν του Παναθηναϊκού, κάποιοι άνθρωποι έβλεπαν συνέχεια προπονήσεις μας, τους άρεσα, μου είπαν να κάνω κάποια δοκιμαστικά με την αντίστοιχη ηλικία στον Παναθηναϊκό και τελικά αποφάσισαν να μου κάνουν την πρόταση να πάω στην Αθήνα.
Και μόνο που φόρεσα τη φανέλα σε τόσο μικρή ηλικία ήταν μεγάλη εμπειρία για εμένα. Έχω πολλές αναμνήσεις από τότε, όταν δηλαδή στα 14 μου πήγα στην ακαδημία του Παναθηναϊκού, και μάλιστα θυμάμαι σαν τώρα το πολύ άγχος.
Φεύγεις από ένα χωριό, ξαφνικά βρίσκεσαι στην Αθήνα και συναντάς παιδιά που στο μυαλό σου τα θεωρείς ίσως και καλύτερα από εσένα, λες «από τη στιγμή που αυτά τα παιδιά είναι ήδη στον Παναθηναϊκό, σημαίνει ότι κάτι καλό έχουν».
Αλλά όσο έμπαινα στο κλίμα τόσο και περισσότερο μου άρεσε, έκανα γνωριμίες που κράτησα, φιλίες με παιδιά που ήταν από τότε στην ομάδα και πλέον κάποια έχουν παραμείνει, άλλοι έχουν σταματήσει, άλλοι παίζουν σε άλλες ομάδες κτλ.
Όταν πρωτοπήγα, δεν ένιωσα μεν μειονεκτικά αλλά άβολα, γιατί πήγαινα σε ένα περιβάλλον ξένο για εμένα.
Εγώ προερχόμουν από τα πολύ απλά, δηλαδή να παίζω στην ακαδημία αυτό το ποδόσφαιρο που ήξερα, με άλλα στάνταρτς, δεν προσέχαμε διατροφές κτλ.
Πλέον ήμουν σε μια διαδικασία επαγγελματική, στην οποία μάλιστα έμπαινα από μικρή ηλικία, έβλεπα νέες καταστάσεις για πρώτη φορά και όλο αυτό ήταν άβολο, ακριβώς επειδή δεν τα γνώριζα.
Κάναμε εργομετρικά, λιπομέτρηση, έπρεπε να έχεις συγκεκριμένα ρούχα, συγκεκριμένες ώρες, υπήρχε πρόγραμμα, δεν ήταν όπως τα ήξερα σε μια απλή ακαδημία.
Απ’ την άλλη, βρέθηκα δίπλα σε φοβερούς παίκτες, τον Καραγκούνη, τον Κατσουράνη, τον Ζέκα, τον Ζιλμπέρτο Σίλβα, τον Σισέ, τον Λέτο.
Βέβαια, επειδή έβλεπα σε εκείνη την ηλικία πολύ ποδόσφαιρο, ήξερα τους ποδοσφαιριστές όλων των ομάδων.
Όταν αργότερα πρωτοέκανα το συμβόλαιό μου και είχα πάει προετοιμασία, είχα δίπλα μου και πάλι τον Ζέκα, τον Μπεργκ, τον Ιμπάρμπο, τον Λέτο και άλλα πολύ μεγάλα ονόματα, δίπλα στα οποία δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι θα είχα τη δυνατότητα εγώ να κάνω προπόνηση.
Ήταν και ο Καρέλης, τον οποίον δεν τον πρόλαβα πολύ στον Παναθηναϊκό, τον είχα είδωλο, θυμάμαι σαν τώρα ότι μου έδινε ποδοσφαιρικά παπούτσια και τα έφερε έτσι η ζωή ώστε αργότερα να είμαστε μαζί στον Παναιτωλικό.
Όσον αφορά σε προπονητές, από καθέναν έχω πάρει και κάτι, δεν υπάρχει κάποιος που να μην μου έχει προσφέρει, όλοι τους με έχουν οδηγήσει σε αυτό που είμαι τώρα, από τότε που ξεκίνησα από την ακαδημία του χωριού μέχρι να φτάσω εδώ.
Και στον Παναθηναϊκό, προς το τέλος, δεν βρέθηκα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά αυτό με έκανε πιο δυνατό στην ψυχολογία, με έκανε να δουλεύω πιο πολύ.
Ο Γιώργος Δώνης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με εμπιστεύτηκε, με έβαλε στην πρώτη ομάδα του Παναθηναϊκού, μου έδωσε συμμετοχές και με βοήθησε.
Για να φτάσω όμως σε εκείνο το σημείο, υπήρχαν από πίσω πολλοί άλλοι που συνέβαλαν στο να είμαι έτοιμος και αυτό να το κρίνει και να με εμπιστευτεί ένας άνθρωπος όπως ο Δώνης.
Ήμασταν και συμπαίκτες με τον γιο του, τον Χρήστο, όπως και με τον γιο του Στράτου Αποστολάκη, τον Κώστα.
Τον Αύγουστο του 2018 σημείωσα το πρώτο μου επίσημο γκολ στον νικηφόρο εκτός έδρα αγώνα με την Ξάνθη.
Και γκολ να μην έμπαινε, από μόνο του το γεγονός ότι ήμουν βασικός ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα, απλώς με το γκολ και τη νίκη της ομάδας μου αυτό το όνειρο απογειώθηκε!
Ο κόσμος ακόμη το θυμάται, όλοι μου λένε «το πρώτο σου γκολ με την Ξάνθη», θυμάμαι απλώς ότι πήρα την μπάλα, σούταρα, έφυγε από το πόδι μου και, όπως την παρακολουθούσα, έλεγα από μέσα μου «σε παρακαλώ, Θεέ μου, να μην το πιάσει», τερματοφύλακας ήταν ο Ζίφκοβιτς.
Και, όταν πήγε στα δίχτυα, μετά ήταν λες και ζούσα σε έναν άλλον κόσμο, δεν καταλάβαινα, δεν θυμάμαι τι έκανα, σαν να είχα φτερά στα πόδια και η χαρά ήταν δεκαπλάσια.
Αντίστοιχα, ο αποχωρισμός είναι περίεργος, όταν είσαι σε μια ομάδα 10-12 χρόνια, από παιδάκι, όλη μου η ζωή ήταν εκεί μέσα, ένα πολύ περίεργο συναίσθημα την ώρα της αποχώρησης.
Απλώς τα φέρνουν έτσι οι καταστάσεις που δεν υπάρχει άλλη επιλογή. κανένας ποδοσφαιριστής που δεν παίζει δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος και σε εμένα οι συγκυρίες, οι συνθήκες οδήγησαν στο να μην παίρνω τον χρόνο συμμετοχής που θεωρούσα ότι μου αναλογούσε.
Αλλά αυτό ήταν κάτι που πίστευα εγώ. Ο προπονητής (έφυγα επί Γιοβάνοβιτς) μπορεί να πει «εμένα δεν μου έκανες, δεν ήσουν καλός».
Θεωρώ πως έγιναν κάποια λάθη από τη δική μου πλευρά αλλά ίσως και από την προπονητική, τα οποία και οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση.
Πήρα λοιπόν την απόφαση να φύγω, ώστε να μπορέσω να ξαναπαίξω, να πάρω την αυτοπεποίθησή μου πίσω και να αποδείξω πάλι ποιος είναι ο κανονικός μου εαυτός.
Στον ΟΦΗ υπήρχε ένα γκρουπ ανθρώπων που υπολόγιζε σε εμένα, με είχαν πιστέψει πολύ ο κ. Γιάννης και ο κ. Γιώργος Σαμαράς, σίγουρα μες στα άτομα αυτά ήταν και ο Πρόεδρος, ο κ. Μπούσης, όπως και ο κ. Λυσάνδρου και ο κ. Πουρσανίδης.
Δεν μπορώ να πω λοιπόν ακριβώς το τι έφταιξε, ποιος ήταν ο λόγος της μη καλής μου πορείας εκεί, αναμφισβήτητα το αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε αυτό που περίμεναν οι άνθρωποι της ομάδας ούτε αυτό που περίμενα εγώ από τον εαυτό μου, χωρίς να ρίχνω ευθύνες σε καμία από τις δύο πλευρές.
Αλλά έχω γίνει πολύ δυνατός και ψυχολογικά, προσπαθώ να βλέπω τα πράγματα έτσι όπως είναι, να είμαι ρεαλιστής και να βλέπω τη συνέχεια.
Όπως έφυγα από τον Παναθηναϊκό και συνέχισα την καριέρα μου, έτσι έκανα και μετά τον ΟΦΗ και συνέχισα στον Παναιτωλικό, έχοντας τις βλέψεις και τα ίδια φόντα που είχα και πριν, για να συνεχίσω και να γυρίσω την καριέρα μου.
Το γεγονός ότι πρώην παίκτες (Καρέλης, Χατζηθεοδωρίδης, Χουχούμης, Κολοβός, Αποστολάκης) και προπονητής του Παναθηναϊκού βρίσκονταν ήδη στον Παναιτωλικό δεν αποτέλεσε το κριτήριο για να επιλέξω την ομάδα, ωστόσο ήταν κάτι το οποίο με βοήθησε, αν και γνώριζα ήδη πάρα πολλά παιδιά είτε λόγω Εθνικής ομάδας είτε ως αντιπάλους.
Δεν ήταν κύριος στόχος το να πάω σε μια ομάδα στην οποία θα βρω ένα γνώριμο περιβάλλον, αλλά όλο αυτό με βοήθησε να προσαρμοστώ πιο εύκολα στον Παναιτωλικό και να μπορέσω να βγάλω έναν καλύτερο εαυτό.
Όσον αφορά στο αγωνιστικό σκέλος, κι εδώ είμαι ρεαλιστής και θέλω να βλέπω τα πράγματα έτσι όπως είναι.
Δεν μπορώ να πω ότι η διαδικασία των πλέι οφ και μόνο για την παραμονή στην κατηγορία, κάτι που συνέβη το 2022, ήταν κάτι το άχαρο.
Απ’ τη στιγμή που είμαστε σε μια ομάδα που τα προηγούμενα χρόνια πάλευε να μείνει απλώς στην κατηγορία, το ίδιο έπρεπε να υπηρετήσουμε και εμείς.
Ωστόσο, έπρεπε να προσπαθήσουμε να φέρουμε την ομάδα όσο πιο ψηλά γίνεται και νομίζω ότι πλέον αρχίζει να σταματά ο (αποκλειστικός) στόχος της παραμονής στη Super league και περνάμε σε άλλο επίπεδο, να ανέβουμε όσο το δυνατόν περισσότερο.
Δε είναι ανάγκη να μας αναφερθεί κάτι από τους ιθύνοντες, το καταλαβαίνουμε από μόνοι μας, είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, και αντιλαμβανόμαστε ποιοι είναι οι στόχοι της κάθε ομάδας.
Είναι πολλά τα δύσκολα του ποδοσφαίρου και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί κάποιος να το καταλάβει, αν δεν το ζήσει.
Μεγάλοι παίκτες, οι οποίοι πλέον έχουν σταματήσει το ποδόσφαιρο, μου έλεγαν «να θυμάσαι ότι είναι μία η χαρά και πολλές οι λύπες» και είναι όντως έτσι.
Και δε συζητάω για θέματα υγείας που είναι μέσα στο ποδόσφαιρο και αποτελούν σίγουρα το χειρότερο σενάριο, αλλά και οι υπόλοιπες δυσκολίες είναι πάρα πολλές, το τι θέλεις από μια ομάδα, το ότι κάποιες φορές δεν παίρνεις αυτό που σου αναλογεί, είναι μεγάλη η λίστα.
Πρότυπό μου όλα αυτά τα χρόνια είναι ο Μέσι, αυτό δεν αλλάζει, τον παρακολουθώ παντού, όπου και να πάει, το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού στηρίζει αυτόν τον παίκτη και θα κάνουμε χρόνια να ξαναδούμε κάτι παρόμοιο.
Εξωαγωνιστικά, βλέπω πολύ ποδόσφαιρο στην τηλεόραση και παλιότερα πήγαινα συχνά στον κινηματογράφο με συμπαίκτες και φίλους.
Πλέον με την κοπέλα μου το έχουμε περιορίσει και τη θέση του κινηματογράφου την έχει πάρει το «Netflix». ό,τι καινούργιο βγαίνει το βλέπουμε, συνήθως τα βάζει εκείνη, εγώ δεν κοιτάω τους τίτλους, είδαμε πχ το «Breaking Bad», το «La Casa De Papel», το «Peaky blinders».
Ειδικά στο Αγρίνιο είμαστε πιο πολύ σπίτι, βόλτα, καφεδάκι, λίγο προπόνηση (είναι γυμνάστρια η κοπέλα μου) και περνάει κάπως έτσι ο χρόνος.
Ταυτόχρονα, όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, ακόμα και στα ρεπό μου, πηγαίνω στον Λούρο, εκεί είναι οι ρίζες μου, το σπίτι μου, οι γονείς μου, οι γιαγιάδες. ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου είναι αυτό το χωριό!
Βέβαια, δεν έχω σκεφτεί αν στο τέλος της καριέρας μου θα επιστρέψω για πάντα, νέο παιδί είμαι ακόμη, να δούμε πώς θα κυλήσει η ζωή και στη συνέχεια θα υπάρχει χρόνος να τα σκεφτώ όλα.
Το μόνο σίγουρο προς το παρόν είναι ότι σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό ό,τι κάνω το κάνω και για τους δικούς μου ανθρώπους, των οποίων η ψυχούλα ξέρει αν και πόσο υπερήφανοι είναι για εμένα. Πιστεύω αρκετά…
Χάρη σε αυτούς έχω γίνει, είτε στον επιθυμητό βαθμό είτε όχι, αυτό που έχω γίνει, οι αρχές, οι αξίες και ο σεβασμός στους συνανθρώπους μου θεωρώ ότι είναι τα πιο σημαντικά στη ζωή και μου τα μετέφεραν εκείνοι.
Ο Γιάννης Μπουζούκης είναι διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κώστας Αποστολάκης: Δέκα λύπες για μια χάρα