Ήταν Μάιος του 2016, όταν η περίφημη διαχρονική στήλη των «Financial Times», «Γεύμα με τους FT», τον φιλοξένησε.
Για την ακρίβεια, αυτός ήταν που φιλοξένησε τον ανταποκριτή της αμερικανικής εφημερίδας, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με ό,τι ακριβώς ο τίτλος της στήλης περιγράφει: να συμφάγει και, μεταξύ “τύρου και αχλάδου”, να παρουσιάσει τον συνεντευξιαζόμενο.
Συχνά οι περισσότεροι με αυτόν τον ρόλο προσπαθούσαν σκληρά, άλλοτε επιτηδευμένα και άλλοτε όχι, άλλοτε επιτυχώς και συνήθως όχι, να παρουσιάσουν έναν ασκητικό τρόπο ζωής, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση επίδειξης ευμάρειας και πλουτισμού. Κάτι που φυσικά επεδίωκαν να πετύχουν μέσω του φαγητού. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, το “γεύμα” σπανίως περιελάμβανε κάτι περισσότερο από μια σαλάτα, δύο μερίδες και άλλα τόσα -στην καλύτερη- ποτήρια κρασί.
Αυτός όμως διέφερε. Παρήγγειλε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί «Γκουινταλμπέρτο» από την Τοσκάνη, αξίας 200 ευρώ, συνέχισε με ό,τι ορεκτικό υπήρχε στο (ιταλικό φυσικά…) εστιατόριο, καταλήγοντας με μια διπλή μερίδα αστακού, συνοδευμένα με ταλιολίνι. Ο δύσμοιρος ρεπόρτερ ίδρωνε και ξεΐδρωνε με το ύψος που διαφαινόταν να παίρνει ο λογαριασμός, τον οποίον -όπως παραδοσιακά επιτάσσουν οι σχετικοί κανόνες ανάλογων συνεντεύξεων- θα πλήρωνε (μέσω των «FT» φυσικά) ο ίδιος.
Πάνω λοιπόν που νόμιζε πως το γεύμα τελείωσε, κάνοντας την κίνηση να ζητήσει τον λογαριασμό, ο συνδαιτημόνας του είχε ακόμη όρεξη. «Σου αρέσει η γράπα;», τον ρώτησε και, χωρίς φυσικά να περιμένει απάντηση, παράγγειλε δύο ακόμα ποτήρια του χαρακτηριστικού της πατρίδας του ποτού. Όταν και αυτά άδειασαν, ήρθε ο λογαριασμός. Κάτι περισσότερο από 400 ευρώ. Τσάμπα κόπος ακόμα και για σκέψη επίδειξης του savoir vivre από τον δύσμοιρο οικοδεσπότη της συνέντευξης, μα φιλοξενούμενο στο τραπέζι. Φυσικά, τα πάντα ήταν προπληρωμένα.
Ο απεσταλμένος των «FT» μάλλον δεν είχε ακούσει ποτέ τον Αντριάνο Γκαλιάνι, τον επί δεκαετίες Νο2 της Μίλαν και τον άνθρωπο που είχε ζήσει τον συνεντευξιαζόμενο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, κοντά 15 χρόνια ως παίκτη και προπονητή των «Rossoneri»: «Στο σπίτι του Καρλέτο πάντα τρως καλά. Και ποτέ δεν πληρώνεις».
Καλοφαγάς
Την καλοφαγία του, την όρεξη του, ο Κάρλο Αντσελότι, ο «Καρλέτο» δεν την έκρυψε ποτέ. Φρόντισε και ο ίδιος άλλωστε να το διατρανώσει, τιτλοφορώντας την (πρώτη) αυτοβιογραφία του με το «Preferisco la Coppa», το οποίο έχει διττή και σαφή των προτιμήσεων του ανάγνωση: «Coppa» ονομάζεται ένα συγκεκριμένο έδεσμα, με κύριο συστατικό το χοιρινό κρέας από την Εμίλια Ρομάνα, την επαρχία της καταγωγής του Ιταλού προπονητή. «Coppa» όμως σημαίνει -προφανώς- και «Κύπελλο».
Και για δαύτα η όρεξη του Αντσελότι είναι αστείρευτη.
Ως παίκτης, την “τάισε” επαρκώς, κατακτώντας τα πάντα σε Ρόμα και Μίλαν (12 συνολικά τίτλους). Μα η μετάβασή του στους πάγκους ήταν αυτή που έκανε την “πείνα” του εμφανή σε όλους.
Τα τρόπαια που κατέκτησε το 2017 στο Μόναχο στον πάγκο της Μπάγερν ασυζητητί δεν συνιστούν είδηση για τους Βαυαρούς, μα για τον Ιταλό τεχνικό ήταν ιστορικό επίτευγμα, αφού έγινε ο πρώτος στην ιστορία που στέφεται Πρωταθλητής, έχοντας διατελέσει προπονητής στις τέσσερεις από τις πέντε κατά τεκμήριο κορυφαίες λίγκες της Ευρώπης.
Πρώτα στη Μίλαν (2004), το λιγότερο μάλλον από την θητεία του εκεί, η οποία του χάρισε δυο Champions League, ισάριθμα Ευρωπαϊκά Super Cup και Μουντιάλ Συλλόγων και ακόμα ένα Κύπελλο Ιταλίας.
Επιδόσεις που τον έφεραν στην Γηραιά Αλβιόνα, κατακτώντας -στην πρώτη του σεζόν στον πάγκο της Τσέλσι– το Νταμπλ (2009), χωρίς όμως να βγάλει δεύτερη χρονιά στο Stamford Bridge, κυρίως εξαιτίας των -παράδοξων για τον τρόπο λειτουργίας και συνύπαρξής του- διαφωνιών που είχε με τη διοίκηση των «Μπλε».
Ακολούθησε το Γαλλικό Πρωτάθλημα με την Παρί (2013), πριν από εκείνο με τους Βαυαρούς στην Bundesliga.
Μοναδική παραφωνία στη συλλογή του Ιταλού προπονητή η θητεία του στη Ρεάλ, ενδιάμεσα Παρισιού και Μονάχου και διαδεχόμενος τον Ζοσέ Μουρίνιο, όπου και αρκέστηκε σε ένα ακόμα Champions League (2014), ένα Κύπελλο Ισπανίας και ένα Ευρωπαϊκό Super Cup.
Τη La Liga όμως όχι.
Τρίτος κατέληξε στην πρώτη του σεζόν, στο -3 από την Ατλέτικο και ισόβαθμος της Μπαρτσελόνα. δεύτερος στην επόμενη, στο -2 από την Μπαρτσελόνα του Λουίς Ενρίκε, βλέποντας όμως τη «Βασίλισσα» να καταρρίπτει κάθε ρεκόρ παραγωγικότητας, πετυχαίνοντας 118 γκολ!
Μετά το Μόναχο, οι επιλογές του ήταν μάλλον παράταιρες του βιογραφικού του. Αυτό που ως πρώτη σκέψη ερχόταν στον νου, το πόσο αταίριαστη δηλαδή έμοιαζε η συνεργασία του με τον Αουρέλιο Ντε Λαουρέντις στη Νάπολι, επιβεβαιώθηκε, αφού στις παρυφές του Βεζούβιου για μια σεζόν έμεινε μόνο (2018-2019), προτού επιστρέψει στην Premiership, λογιζόμενος ως “Μεσσίας” στην Έβερτον. Η απόσταση όμως που έχουν φτιάξει οι πρώτοι πέντε-έξι στο Νησί είναι σημαντική και δεν μπορεί ένας προπονητής, όσο επιτυχημένος και αποτελεσματικός και να είναι, να την καλύψει μέσα σε μια διετία, κατά την οποία παρέμεινε στο Goodison Park.
Επιστροφή–ευκαιρία
Και πάνω που φαινόταν πως δεν θα είχε την ευκαιρία επιστροφής στο πρώτο στασίδι του ποδοσφαιρικού παλκοσένικου, χωρίς από την άλλη να δείχνει κιόλας πως και την επιδιώκει, απαντώντας άλλωστε πλέον στο «παππού» του πρώτου του εγγονιού (έχει δύο κόρες από τον πρώτο του γάμο, τον οποίο και διέλυσε μετά από 25 χρόνια, για χάρη της Καναδής επιχειρηματία και δεύτερης συζύγου του από το 2014, Μπαρένα ΜακΚλέι), από το πουθενά η ιστορία τού χτύπησε -και πάλι- την πόρτα.
Ο Φλορεντίνο Πέρεθ δεν τον ξέχασε και, παρότι δεν ήταν στις πρώτες του επιλογές (έγινε όμως στην πορεία), του έδωσε την ευκαιρία να επιστρέψει στο Bernabéu. Η πρώτη επιστροφή στην καριέρα του Αντσελότι.
Και άλλη, κακά τα ψέματα, δεν θα μπορούσε να είναι. Απολύτως δικαιολογημένη, με το δέλεαρ ιστορικό, μιας και του προσφέρθηκε η δυνατότητα αυτό που του λείπει, ένα δηλαδή Πρωτάθλημα και στην Ισπανία, να επιχειρήσει και πάλι να το διεκδικήσει, πετυχαίνοντας αυτό το ανεπανάληπτο κουιντέτο.
Απολύτως ικανή να αφήσει εκεί, στη λήθη του χρόνου, τα πολλά προβλήματα που είχε διοικητικά και προσωπικά με τον Πρόεδρο της Ρεάλ, παρότι οι αφισιονάδος έχουν να το λένε πως μαζί με την εποχή Πελεγκρίνι το ποδόσφαιρο που έπαιξε στη διετία του η «Βασίλισσα» ήταν από τα πιο ταιριαστά του -επίσης αδηφάγου- γαλαζοαίματου dna της.
Ξέχωρα της μεθοδολογίας, των τακτικών, της προπονητικής φιλοσοφίας, τα οποία δικαιολογούν αυτόνομα την επιτυχία του, ο ίδιος εκτιμά ως βασικό συστατικό της συνταγής του την επιδίωξη συμβιβασμών στα μικρά ζητήματα που ανακύπτουν στην καθημερινότητα μιας ομάδας και των συνεργασιών στα μεγάλα.
Ο Ζλάταν, ο οποίος, ως γνωστόν, πέραν της… θείας του υπόστασης δεν αναγνωρίζει τίποτα και κανέναν άλλον, είχε πει για τον Αντσελότι, συγκρίνοντας τον με τον «Εκλεκτό» -και σαφώς πιο προβεβλημένο- Ζοσέ Μουρίνιο: «Ο Ζοσέ ξέρει πώς να μεταχειριστεί έναν ποδοσφαιριστή, αλλά ο Κάρλο ξέρει πώς να μεταχειριστεί έναν άνθρωπο».
Αν συνοδεύεται και με φαγητό, ακόμα καλύτερα. Ειδικά μάλιστα από την στιγμή που είναι πάντα αυτός που πληρώνει και τον λογαριασμό…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Αρίγκο Σάκι: Η γέννηση του «διαβόλου»
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη