Θυμάμαι, στον τόπο μου, τη Λάρισα, όταν ήμουν μικρός, Δημοτικό και Γυμνάσιο, οι γονείς μου δούλευαν πάρα πολύ.
Για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της οικογένειας, ο πατέρας μου ήταν οδηγός σε φορτηγό και η μητέρα μου δούλευε γαζώτρια σε εργοστάσιο.
Δούλευαν και το καλοκαίρι, οπότε είχαμε μόνο 10 μέρες τον Αύγουστο να καθίσουμε.
Ακόμα και τότε εγώ πάλι ποδόσφαιρο έπαιζα.
Όλους τους καλοκαιρινούς μήνες ήμουν μόνος μου, γιατί οι φίλοι μου έφευγαν, πήγαιναν διακοπές, και εγώ ήμουν με μια μπάλα. Έβγαινα από το σπίτι, πήγαινα εκεί κοντά που είχε ένα μικρό πάρκο με μια ελιά, έπαιρνα λίγο νερό, γιατί τότε είχε πολύ ζέστη, 40 βαθμούς στη Λάρισα, και κλώτσαγα τη μπάλα στον τοίχο, έπαιζα μόνος μου.
Η φίλη μου ήταν η μπάλα και από μικρός ήθελα τη θέση του τερματοφύλακα.
Ο πατέρας μου με πήγαινε σε παιχνίδια της Λάρισας και όχι μόνο και, ενώ παιζόταν η μπάλα, εγώ κοιτούσα μόνο τον τερματοφύλακα. Φορούσε γάντια, φορούσε άλλα ρούχα, άλλο χρώμα, έπεφτε κάτω, έπιανε τη μπάλα με τα χέρια κι όλο αυτό με εξίταρε, μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν κάτι διαφορετικό.
Και τότε στις γειτονιές δεν έπαιζε κανείς τερματοφύλακας, έβαζαν κάποιο παιδί που δεν ήξερε τίποτα.
Μόλις ρωτούσαν ποιος θα κάτσει τερματοφύλακας, σήκωνα εγώ το χέρι μου και με κοιτούσαν περίεργα.
Όταν πήγαινα προπόνηση (το γήπεδο ήταν 50 λεπτά με τα πόδια, πίσω από το Αλκαζάρ), ξεκινούσα με μια τσάντα πέντε κιλών και γυρνούσα με… 50 κιλά, γιατί τα ρούχα αυτά τα έπλενε η μητέρα μου, δεν υπήρχαν βέβαια τότε φροντιστές και όλα αυτά.
Και αυτό γινόταν συνέχεια.
Χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου το θυμάται καμιά φορά και συγκινείται:
Ήμουν Β’ Λυκείου και σε αυτό το στάδιο οι γονείς θέλουν να ξεκινήσουν τα φροντιστήρια τα παιδιά τους για να δώσουν εξετάσεις και να σπουδάσουν. Ήταν αρχές της χρονιάς, είχα προπόνηση αργά το βράδυ, ο πατέρας μου είχε τελειώσει νωρίτερα τη δουλειά του και είχε έρθει μια φορά να με πάρει για να με γυρίσει στο σπίτι.
Μου λέει «ξέρεις, πρέπει να ξεκινήσεις τα φροντιστήρια κι εσύ, να δώσεις κάπου να περάσεις» και του απαντάω, «δεν θέλω εσείς να σπαταλάτε χρήματα, για να μην κοροϊδευόμαστε, δεν μπορώ να δώσω, δεν μπορώ να διαβάσω, θα είναι ψέμα, δεν πρόκειται να περάσω πουθενά, απλώς εγώ θέλω να παίξω ποδόσφαιρο».
Πρωταθλητισμός και διάβασμα μαζί δεν μου έβγαινε.
Ο πατέρας μου το αποδέχτηκε, στήριξε την απόφασή μου, με συμβούλεψε να προσπαθήσω μέχρι τα 20-21 μου και, αν έβλεπα ότι μετά δεν πάει, να έβρισκα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου, να μάθαινα μια τέχνη. Απλώς με παρακάλεσε να τελειώσω το Λύκειο και να πάρω το απολυτήριό μου, όπως και έγινε.
Πολιτισμικό σοκ και ευχάριστη παρένθεση
Όταν έφυγα από τη Λάρισα και ήρθα στην Αθήνα, νόμιζα ότι έφυγα από την Αθήνα και πήγα στη Νέα Υόρκη!
Μόλις είχα τελειώσει το Λύκειο και πήγα στον Παναθηναϊκό.
Τότε Τεχνικός Διευθυντής ήταν ο Βέλιμιρ Ζάετς, είχαμε πάει και άλλα παιδιά από τη Λάρισα, αλλά στην πορεία συνεχίσαμε ο Γιάννης Γκούμας κι εγώ, ενώ δυο-τρία άλλα παιδιά έπαιξαν στη Β’ Εθνική.
Έμενα τότε μέσα στην Παιανία, από την μια ήταν καλό, από την άλλη ήταν λίγο δύσκολο για ένα παιδί 18 ετών να είναι όλη μέρα κλεισμένο μέσα.
Προσπαθούσαμε να βρίσκουμε διεξόδους, να περνάμε καλά, ήταν και άλλα παιδιά τότε στις ακαδημίες, ήταν ο Γιώργος Καραγκούνης, με τον οποίον πήγαμε μαζί μετά στον Απόλλωνα.
Εγώ υπέγραψα συμβόλαιο στον Παναθηναϊκό τότε με εκείνη τη φοβερή πορεία που φτάσαμε στους «4» της Ευρώπης.
Καμιά φορά σκέφτομαι πώς παίξαμε ποδόσφαιρο εμείς τότε και λέω ότι πιο εύκολο είναι να κερδίσεις το Τζόκερ παρά αυτό που κάναμε εμείς.
Παίζαμε 17-18 χρόνων, χωρίς να έχουμε τις απαραίτητες γνώσεις, χωρίς να έχουμε την απαραίτητη εκπαίδευση για το ποδόσφαιρο.
Ήμουν τερματοφύλακας και μάθαινα στα 25 μου πράγματα που έπρεπε να είχα μάθει από τα 14-15 μου.
Δεν υπήρχε YouTube, δεν υπήρχε τίποτα, μάθαινες ποδόσφαιρο σε ξερά γήπεδα, ούτε καν σε πλαστικό που μπορεί ένα παιδάκι να κάνει προπόνηση.
Έβλεπα κάτι τερματοφύλακες που έπαιζαν σε μεγαλύτερες κατηγορίες πώς κινούνταν, δεν είχαμε προπονητές τερματοφυλάκων, δεν είχαμε γυμναστές.
Στον Παναθηναϊκό ήταν μια άλλη πραγματικότητα, για εκείνη την εποχή που ήμουν είχε μεγάλη οργάνωση η ομάδα.
Ήταν περίεργο το συναίσθημα, γιατί εγώ πήγα από μια ομάδα Δ’ Εθνικής της Λάρισας κατευθείαν εκεί.
Πάρα πολύ συχνά μάλιστα με ανέβαζαν και έκανα προπόνηση στην πρώτη ομάδα, κυρίως Δευτέρα-Τρίτη μετά από παιχνίδια, κι εκεί έβλεπα τον Βάντσικ, τον Βαζέχα, τον Σαραβάκο, παίκτες που τους έβλεπα στην τηλεόραση.
Και, όταν τους βλέπεις από κοντά, σαφέστατα υπάρχει ένα δέος, ένας σεβασμός, ενώ ταυτόχρονα προσπαθείς να δεις και τη νοοτροπία και τη φιλοσοφία, ώστε να μπορέσεις κι εσύ να αντεπεξέλθεις σε αυτό που σου ζητάνε.
Στη συνέχεια ήρθε η παραχώρησή μου στον Απόλλωνα, η οποία πραγματοποιήθηκε ευχάριστα και ομαλά.
Είχαμε πάει με τον Καραγκούνη τότε που η ομάδα ήταν πολύ καλή, οι σχέσεις των παιδιών ήταν πιο άνετες και φιλικές, γιατί, όσο να ‘ναι, η δυναμική ήταν εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι στον Παναθηναϊκό.
Ο στόχος ήταν καθαρά να σωθεί η ομάδα, κάτι που μας έκανε να αντιμετωπίζουμε τα παιχνίδια με πιο πολύ άγχος, γιατί το να σωθείς είναι πιο αγχωτικό από το να κάνεις πρωταθλητισμό, όσο περίεργο κι αν ακούγεται.
Στον Απόλλωνα, τον δεύτερο χρόνο και ενώ στον Παναθηναϊκό έπαιζαν ο Γιόζεφ και ο Αντώνης, είχα μια από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες που μου δόθηκαν στην ζωή μου και ουσιαστικά μου την έκοψαν από τον Παναθηναϊκό.
Ήταν Ιανουάριος και είχα μια εξαιρετική πρόταση από την Έβερτον για συμβόλαιο δυόμισι ετών.
Ας φανταστεί κάποιος να παίζει σε μια ομάδα με συμβόλαιο 50.000 ευρώ, να του δίνουν 800.000 ευρώ για να πάει από το Ελληνικό Πρωτάθλημα σε μια ομάδα Premier League, να μην τον αφήνουν αλλά και να μην του κάνουν μια αντίστοιχη πρόταση ανανέωσης.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στον Παναθηναϊκό υπήρχαν πολλές προτάσεις από ομάδες το εξωτερικού τόσο για εμένα όσο και για άλλα παιδιά της ομάδας, οι οποίες και έμειναν κρυφές, δεν τις μάθαμε ποτέ.
Ήταν τότε η σεζόν που πηγαίναμε πάρα πολύ καλά, με την πορεία στο Champions League του 2000-2001.
Ζητήθηκαν παίκτες, αλλά δεν μας το έλεγαν, ήταν εντελώς διαφορετικό το ποδόσφαιρο τότε στην Ελλάδα, δεν είχα μάνατζερ, μας απαγορευόταν να έχουμε.
Αν είχες μάνατζερ, δεν θα έπαιζες ποδόσφαιρο. Αν ήμουν στον Παναθηναϊκό και πήγαινε ο μάνατζέρ μου να μιλήσει και να διαπραγματευτεί, θα μου έκοβαν το ποδόσφαιρο.
Ήταν τότε μια τακτική της ομάδας και του κυρίου Βαρδινογιάννη, ο οποίος δεν ήθελε να μιλάμε με μάνατζερ.
Όσον αφορά στους συμπαίκτες μου, ο Βάντσικ ήταν πολύ καλό παιδί, πολύ καλός άνθρωπος, εκπληκτικός και εξαιρετικός τερματοφύλακας, είχαμε πολύ καλή σχέση και διδάχτηκα από αυτόν.
Ο Βαζέχα ήταν φοβερός, εκπληκτικός επαγγελματίας, καταπληκτικό παιδί, σε όποια ηλικία και αν έπαιζε ήταν πρώτος στις προπονήσεις, αλλά θα έλεγα ότι έπαιξε σε λάθος εποχή, θα είχε κάνει τρομερή καριέρα, αν έπαιζε τώρα, ενώ επίσης θεωρώ ότι αδίκησε τον εαυτό του, γιατί θα μπορούσε ίσως και αυτός να είχε κάνει και ένα βήμα εκτός Παναθηναϊκού, δεν ήθελε όμως να φύγει και να αγωνιστεί στο εξωτερικό.
Αναφερόμενος στις μεταγραφές από και προς το εξωτερικό, να πω πως είμαι υπέρ του να έρχονται ξένοι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα, γιατί αφενός ανεβάζουν το επίπεδο του ποδοσφαίρου και της ομάδας, αφετέρου οι νέοι Έλληνες ποδοσφαιριστές βλέπουν πράγματα από αυτούς.
Δυστυχώς όμως, μάλλον βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο, έρχονται ξένοι ποδοσφαιριστές και όχι μόνο δεν ανεβάζουν το επίπεδο αλλά μπορεί και να το χαμηλώνουν, ενώ παράλληλα και οι δικοί μας παίκτες λόγω της παρουσίας τους δεν μπορούν να αγωνιστούν.
Τότε ο Παναθηναϊκός ουσιαστικά δεν έκανε καθόλου σωστή διαχείριση των ποδοσφαιριστών, κατά τη γνώμη μου.
Έβγαζε ποδοσφαιριστές, δεν τους αξιοποιούσε όμως όπως θα έπρεπε και πολλές φορές τους τελείωνε, με αποτέλεσμα πολλοί να φεύγουν με παράπονο.
Και αυτό δεν ήταν θέμα της ομάδας, ο Παναθηναϊκός ως ομάδα έχει την ιστορία του, έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον και θα είναι για πάντα. Αναφέρομαι σε αυτούς που έκαναν τη διαχείριση στον Παναθηναϊκό.
Το να επιλέγει μια ομάδα έναν ποδοσφαιριστή και, αν δεν τους αρέσει, να τον δώσουν ή να φύγει, είναι κάτι που συμβαίνει, αυτά γίνονται στο ποδόσφαιρο.
Το 2000-2001, στα 26 μου, αγωνιζόμαστε σε ένα ματς Champions League με τη Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, βγάζω τον ώμο μου, μένω έξι μήνες έξω, κάνω εγχείρηση και δεν κρύβω ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες να μην ξαναπαίξω ποδόσφαιρο.
Εκείνη τη σεζόν είχα στον λογαριασμό μου 10.000 ευρώ, αυτά ήταν τα χρήματά μου.
Και έρχεται ο Άγγελος Φιλιππίδης στο νοσοκομείο, εγώ με το χέρι μπανταρισμένο, μου λέει ένα «περαστικά» και φεύγει.
Όταν μάλιστα βγήκα από το νοσοκομείο, πήγαινα κι έκανα μόνος μου θεραπείες, οδηγούσα μόνος μου με το χέρι δεμένο.
Ήταν λοιπόν θέμα διαχείρισης. Σήμερα φυσικά το βλέπουν εντελώς διαφορετικά, για παράδειγμα τραυματίστηκε ο Μάγκνουσον και του έκαναν νέο συμβόλαιο ως επιβράβευση, κάτι που αποτελεί και παράδειγμα προς τους άλλους.
Ενώ όσον αφορά στους προπονητές μου, πρόβλημα δεν είχα ποτέ με κανέναν.
Με τον αείμνηστο Γιάννη Κυράστα είχα πολύ καλή επικοινωνία, με τον Άγγελο Αναστασιάδη δεν είχα ιδιαίτερη επαφή, όπως και με τον Χουάν Ρότσα, καταπληκτικός άνθρωπος ο Ιτζάκ Σουμ, τρομερός προπονητής και εκπληκτικός άνθρωπος ο Ίβιτσα Όσιμ, ενώ με τον κύριο Δανιήλ δεν είχα συνεργαστεί πολύ.
Γενικά με όλους τους προπονητές του Παναθηναϊκού οι σχέσεις μου ήταν καλές.
Με το ζόρι στον Ηρακλή, τα “λοίσθια” στον Παναθηναϊκό
Τον Άγγελο Αναστασιάδη τον συνάντησα και στον Ηρακλή, είναι ένας άνθρωπος με ιδιαίτερη φιλοσοφία για το ποδόσφαιρο, η οποία κάποιες φορές είναι καλή, κάποιες άλλες κακή και κάποιες άλλες μπορεί να θεωρηθεί ακραία.
Σχετικά λοιπόν με την ανταλλαγή μου στον Ηρακλή, προκειμένου να έρθει ο Μιχάλης Κωνσταντίνου στην ομάδα, είχα μιλήσει με τον Άγγελο Φιλιππίδη και μου είχε πει ότι, για να γίνει η μεταγραφή του Μιχάλη, έπρεπε να πάω στη Θεσσαλονίκη και, αν δεν γινόταν αυτό, θα υπήρχε πρόβλημα.
Είπα ότι δεν ήθελα να πάω στον Ηρακλή και μου απάντησε ότι, αν δεν πήγαινα, θα έκανα μόνος μου προπόνηση και θα είχα πρόβλημα.
Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και γενικότερα στη ζωή μου, όταν κάποιος δεν θέλει κάτι από εμένα, έχει τελειώσει η μεταξύ μας ιστορία, δεν θα πω κάτι, δεν θα πιέσω, δεν θα επιμείνω.
Από τον Ιανουάριο του 2004 και μέχρι το τέλος της σεζόν, αφού έχω επιστρέψει πάλι στον Παναθηναϊκό, αγωνιζόμουν, γιατί μάλλον είχε παίξει ρόλο το γεγονός ότι, όπως φαινόταν, δεν θα ανανέωνε ο Νικοπολίδης.
Παίρνουμε το Euro, γυρίζω και η ομάδα ενοχλήθηκε, επειδή έκατσα πέντε ημέρες παραπάνω διακοπές, τότε δεν είχα κάνει καθόλου διακοπές και ήθελα να ξεκουραστώ.
Με το που επέστρεψα λοιπόν, για κάποιον λόγο δεν έπαιζα και για κάποιον λόγο εκείνη τη σεζόν φύγαμε όλοι, εγώ, ο Σωτήρης Κυργιάκος και άλλοι.
Εμείς τότε κάναμε ένα πολύ μεγάλο λάθος, δεν σκεφτόμασταν ως επαγγελματίες, ενώ λειτουργούσαμε ως τέτοιοι στις προπονήσεις και τα παιχνίδια, δεν ήμασταν έτσι στους χειρισμούς μας. Σε κάποιες συμπεριφορές, θα έπρεπε να σηκωθείς και να φύγεις, να πας σε κάποια άλλη ομάδα, δεν χρειαζόταν να συνεχίζεις εκεί.
Υπήρχαν περιπτώσεις που μπορούσαμε να φύγουμε εύκολα και δεν το κάναμε, βάζαμε και συναίσθημα εμείς.
Είχαμε περάσει την πρώτη φάση και είμαστε στους «16» του Champions League, φάση που τότε είχε πάλι ομίλους (με Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Βαλένθια, Στουρμ Γκρατς).
Παίζουμε ωραία παιχνίδια μέσα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και με τη Βαλένθια, αλλά μέσα στην έδρα μας χάνουμε από τη Στουρμ Γκρατς.
Τότε αποδοκίμαζαν, έβγαιναν δημοσιογράφοι, τα έριχναν στον προπονητή, στους παίκτες, ενώ ήμασταν στους «16» του Champions League.
Και πολλές φορές και από μόνοι μας χάναμε και κλεινόμασταν στο σπίτι, καθόμασταν με τους συμπαίκτες μου και πίναμε καφέ.
Υπήρχε η εντύπωση λες και είχαμε κάνει κακό. Ένας ποδοσφαιριστής πρέπει να πηγαίνει στο γήπεδο, να τα δίνει όλα, να κάνει το παιχνίδι του, να κάνει την προπόνησή του, να τελειώνει.
Στον Ηρακλή έμεινα δύο σεζόν, Πρόεδρος τότε ήταν ο κύριος Μυτιληναίος, ένας άνθρωπος που είχε όρεξη για το ποδόσφαιρο και είχε δημιουργήσει πολύ καλές υποδομές, αλλά ακόμα και αυτόν τον έβριζαν και σηκώθηκε και έφυγε.
Από εκεί πήρα τα χρήματά μου, είχε πει ότι μέχρι τη δεύτερη σεζόν θα πληρωθούν όλοι και από εκεί και πέρα ο καθένας ας κάνει ό,τι θέλει.
Μετά γύρισα ξανά στον Παναθηναϊκό, με φώναξε η διοίκηση και μου είπαν ότι εγώ και ο Σωτήρης Κυργιάκος είμαστε εκτός ομάδας.
Είχαν ενημερώσει τότε τον κύριο Γιάννη Βαρδινογιάννη ότι είχα πέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα που ακόμη και τώρα δεν έχω καταλάβει ποιο ήταν. σ’ ένα παιχνίδι, λέει, που ήμασταν στον πάγκο και γελάγαμε. Να το πω δηλαδή αυτό σε κανά παιδάκι 10 ετών και αυτό να νομίζει ότι το κοροϊδεύω.
Την ώρα που έμπαινα στα γραφεία, έβγαινε ο Σωτήρης και μου λέει «έφυγα».
Αγγλία, Ισπανία και “επανεκκίνηση” στον Άρη
Έμαθα λοιπόν ότι θα κάνω κανονικά προπόνηση, θα είμαι εκτός ομάδας και δεν θα με ενοχλήσει κανείς μέχρι το καλοκαίρι, εκτός αν πήγαινα στο εξωτερικό.
Είπα ότι δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο, θέλω να μείνω στην Ελλάδα, αλλά δεν έγινε δεκτό.
Τότε πλέον μιλούσα και με κάποιους μάνατζερ, οι οποίοι μου είχαν φέρει προτάσεις και από Ελλάδα.
Τελικά όμως αναγκαστικά πήγα στην Αγγλία και την Πόρτσμουθ. δεν το μετάνιωσα, αλλά ήταν δύσκολο σε μια ηλικία 31-32 χρόνων να ενσωματωθείς σε ένα Πρωτάθλημα με διαφορετικό τρόπο παιχνιδιού και με άλλο κλίμα και να αποδώσεις όπως πρέπει.
Στη συνέχεια πήγα στη Μούρθια, η Ισπανία ήταν πολύ ωραία, ήταν όμως και το παιχνίδι που μου άρεσε πολύ, σε μια ομάδα που ήταν να ανέβει, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.
Θέλοντας να κάνω το “restart”, γύρισα στην Ελλάδα και τον Άρη, στον οποίον κάθισα δύο χρόνια.
Τότε ο Άρης μόλις είχε ανάβει από τη Β’ Εθνική, οπότε έψαχναν τερματοφύλακα.
Με πήρε κάποιος άνθρωπος και μου είπε ότι ενδιαφέρονται για εμένα, τα χρήματα δεν ήταν πολλά, γιατί είχαν και τα παλιά χρέη, πήγα, μίλησα, συμφωνήσαμε.
Τότε προπονητής ήταν ο Αργεντινός Γκιγιέρμο Όγιος, ο οποίος είχε φέρει και αυτός κάποιους παίκτες δικούς του.
Του είπαν ότι υπάρχει ένας τερματοφύλακας της Εθνικής Ελλάδος που έχει παίξει και στο εξωτερικό και είπε «ναι».
Ήταν πάρα πολύ καλή η σεζόν τότε, παίξαμε καλά, παρόλ’ αυτά έφυγε ο Όγιος και ήρθε ο Κίκε Ερνάντεθ.
Το απίστευτο είναι ότι η ομάδα από Β’ Εθνική ανέβηκε στην Α’ και μετά παίξαμε και Ευρώπη.
Το καλοκαίρι είχε έρθει και ο κύριος Μπάγεβιτς, ο οποίος έμεινε έναν χρόνο.
Εγώ το επόμενο καλοκαίρι έφυγα, γιατί έξι μήνες πριν μου είχαν κάνει μια πρόταση χαμηλή, είχαν πάρει έναν άλλον τερματοφύλακα και είχε γίνει εκεί ένα περίεργο παιχνίδι εις βάρος μου που δεν μου άρεσε καθόλου, ένιωθα κάτι περίεργο.
Όταν παίζει ένας ποδοσφαιριστής, η αμοιβή του είναι το συμβόλαιο.
Αφού έχει τελειώσει λοιπόν η πρώτη σεζόν, πάμε προετοιμασία, με φωνάζουν, μου κάνουν μια πρόταση, τους κάνω αντιπρόταση και είμαστε κάπου στη μέση, τους λέω «θα τα συζητήσουμε, θα τα βρούμε».
Τότε διαχείριση στον Άρη έκανε ο Λάμπρος Σκόρδας.
Όταν λοιπόν γυρίσαμε από την προετοιμασία, μου έκαναν χαμηλότερη πρόταση από αυτή που μου είχαν οι ίδιοι κάνει στην αρχή!
Τους είπα «όχι» και πήραν ξένο τερματοφύλακα.
Ωστόσο, συνολικά και οι δύο σεζόν μου ήταν πολύ καλές στον Άρη.
Βέβαια, έζησα και την ήττα με 6-0 από την Μπάγερν Μονάχου για το Κύπελλο UEFA.
Είχαμε ξεκινήσει με τον Ερυθρό Αστέρα, μετά με τη Μπράγκα και έπρεπε, για να περάσουμε, να κάνουμε νίκη μέσα στο Μόναχο!
Τότε έπαιζαν οι Ριμπερί, Ποντόλσκι, Λούσιο, Καν, Σβαϊνστάιγκερ, φοβεροί παίκτες. Όλο το μπάτζετ του Άρη ήταν ένας παίκτης “της σειράς” της Μπάγερν. Ο Λούκα Τόνι έπαιρνε 4 εκατ. ευρώ τον χρόνο και εγώ είχα συμπαίκτη που είχε πάρει ένα στρώμα 200 ευρώ με 10 άτοκες δόσεις!
Ξεκινήσαμε καλά στην αρχή, είχαμε κάποιες πολύ καλές ευκαιρίες, μετά δεν μας πήγε καθόλου. όταν η Μπάγερν σε ξεκινάει με 2-0 στα πρώτα λεπτά, μετά… Αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο.
Χάσαμε με 6-0, ωστόσο, αν προχωρήσουμε λίγο, θα δούμε ότι η Μπάγερν κέρδισε και την Τότεναμ και την Μπαρτσελόνα με πολύ μεγάλα σκορ.
Λένε μάλιστα ότι ήμουν υπεύθυνος τουλάχιστον για τα τέσσερα γκολ που φάγαμε. όλοι χάνουν, όλοι κερδίζουν, αλλά στα γκολ έχει μεγάλη ευθύνη ο τερματοφύλακας.
Κεφάλαιο ΠΑΟΚ
Για τη μεταγραφή μου στον ΠΑΟΚ, είχα μιλήσει με τον Θοδωρή Ζαγοράκη και τον Ζήση Βρύζα.
Προπονητής ήταν ήδη έναν χρόνο ο κύριος Σάντος, μάλιστα ήμασταν και αντίπαλοι, όσο ήμουν στον Άρη.
Είχα μιλήσει μαζί του λοιπόν στην προετοιμασία, αφού είχα υπογράψει, και ξεκινήσαμε τη σεζόν.
Τα χρόνια που είχαν προηγηθεί, ο ΠΑΟΚ δεν μπορούσε να βρει πατήματα, αν και ήταν μια ομάδα με δυναμική.
Ξεκίνησε η σεζόν και τότε τα καταφέραμε, πήγαμε πάρα πολύ καλά, βγήκαμε Ευρώπη, δυστυχώς δεν μπορέσαμε να προχωρήσουμε, αν και ήμασταν πολύ καλοί.
Παρά το γεγονός ότι εκείνη τη χρονιά ξεκινήσαμε με γκρίνιες, καταφέραμε και τις τελευταίες αγωνιστικές διεκδικούσαμε το Πρωτάθλημα εμείς και ο Παναθηναϊκός, ενώ κι εγώ βρισκόμουν σε εξαιρετική κατάσταση.
Από τα τέσσερα χρόνια μου στον ΠΑΟΚ τα πρώτα τριάμισι ήταν φανταστικά.
Είχε δημιουργηθεί πολύ καλό κλίμα στην ομάδα, ενώ και το ρόστερ αποτελούταν από πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, τον Γκαρσία, τον Κοντρέρας, τον Μουσλίμοβιτς, τον Κονσεϊσάο, τον Λίνο, τον Βιερίνια, τον Μαλεζά, τον Ίβιτς.
Τότε είχαμε 16 συνεχόμενες αγωνιστικές να χάσουμε.
Δυστυχώς όμως τότε υπήρχαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα και εκτός από τα δύο πρώτα χρόνια την τρίτη και την τέταρτη σεζόν που ήμουν εγώ δημιουργήθηκαν θέματα.
Είχε φύγει ο Φερνάντο Σάντος, είχε αναλάβει ο Παύλος Δερμιτζάκης, μετά ο Μάκης Χάβος, είχαμε κάνει μια εκπληκτική σεζόν, αλλά δεν έμεινε ο Χάβος, γιατί ήταν Έλληνας.
Πήραν τότε τον Μπόλονι, ο οποίος ήταν επί μια χρονιά “ό,τι να ‘ναι”, με πολλούς τραυματισμούς, με εγωισμούς, μεταδοτικότητα μηδέν, να μην ευχαριστιόμαστε καν που προπονούμασταν και που παίζαμε.
Επιπλέον, υπήρχαν πολλά οικονομικά προβλήματα, εγώ ήμουν έναν χρόνο απλήρωτος, δεν πρόλαβα τον κύριο Σαββίδη, γιατί το συμβόλαιό μου τελείωσε Ιούνιο και ο ίδιος είχε έρθει, αν θυμάμαι καλά, Αύγουστο.
Τότε είχε αναλάβει ο Γιώργος Δώνης προπονητής και ήταν απόφαση του ίδιου, του Γιώργου Γεωργιάδη που ήταν στο τεχνικό επιτελείο και της διοίκησης να φύγουμε εγώ, ο Τσιρίλο και άλλοι.
Όταν ένας ποδοσφαιριστής είναι τέσσερα χρόνια στην ομάδα, είναι αρχηγός της και πλέον δεν τον θέλεις, πρέπει να του εξηγήσεις και τον λόγο. Την τελευταία χρονιά στον ΠΑΟΚ είχα παίξει 36 παιχνίδια… Δεν μπορούσα να καταλάβω.
Μπορούσα να κάνω προσφυγή, δεν το έκανα, έχασα πολλά χρήματα από τον ΠΑΟΚ.
Όπως ανέφερα και παραπάνω, δεν σκεφτόμουν ως επαγγελματίας. Έτσι, θα με σέβονταν, θα με αντιμετώπιζαν αλλιώς.
Η σχέση με την κερκίδα
Οι φίλαθλοι όλων των ομάδων με αγάπησαν.
Φυσικά, σε όλες τις ομάδες υπάρχουν οι “έτσι” και οι “αλλιώς”.
Και σε ομάδες που δεν έπαιζα και όταν έπαιζα, σαφέστατα άκουγα κάποια συνθήματα για να με επηρεάσουν, να με αποδιοργανώσουν.
Και το πιο σύνηθες σύνθημα δυστυχώς είναι αυτό που αφορά στη μητέρα και στο άκουσμά του δεν αισθάνεσαι καλά.
Μάλιστα, είχα απαγορεύσει στους γονείς μου να έρχονται στο γήπεδο, έβλεπαν στην τηλεόραση τα παιχνίδια που έπαιζα και, όταν ήταν εκτός έδρας, άκουγε τα συνθήματα η μητέρα μου.
Πιστεύω πάντως ότι, όταν οι οπαδοί ασχολούνται μαζί σου και βγάζουν κάποια συνθήματα περίεργα, σημαίνει ότι δεν περνάς απαρατήρητος.
Όπως, για παράδειγμα, όταν περνάει κάποιος/α και κοιτάνε ή σχολιάζουν, γιατί αυτός/ή έχει “κάτι”.
Βέβαια, υπήρχαν και κάποιοι ποδοσφαιριστές που προκαλούσαν οι ίδιοι.
Εκεί ήμουν κάθετος, ακόμα και συμπαίκτες μου αν ήταν. έχω έρθει σε διαμάχη με συμπαίκτη μου στο ημίχρονο και δυστυχώς ενόχλησε αυτό, του είπα «μην το ξανακάνεις αυτό, γιατί δεν ξέρω τι θα γίνει, δεν παίζεις μόνο σου, είμαστε κι εμείς».
Δυστυχώς, πολλοί το κάνουν για να κερδίσουν τις εντυπώσεις.
Όσον αφορά στο τι ομάδα είμαι, όταν με ρωτούν, απαντάω ότι συναισθηματικά είμαι με τον Παναθηναϊκό, επειδή από εκεί ξεκίνησα, και με τον ΠΑΟΚ, γιατί εκεί ολοκλήρωσα την καριέρα μου.
Φυσικά, δέθηκα με όλες τις ομάδες στις οποίες αγωνίστηκα, αλλά πουθενά δεν πούλησα οπαδιλίκι.
Ο κόσμος το θέλει λίγο το “θέατρο”, του αρέσει, γι’ αυτό και ως λαός πιστεύουμε τα δήθεν διάφορα πράγματα που μας λένε.
Αυτό εγώ δεν το έκανα ποτέ, ενώ έβλεπα συμπαίκτες μου να το κάνουν και να το ξανακάνουν.
Το “48ωρο” θαύμα της Εθνικής Ελλάδος
Όπως μου είχε πει κάποιος μεγαλοπαράγοντας, «τα θαύματα στην Ελλάδα κρατάνε 48 ώρες»!
Και δικαιώνεται δυστυχώς πανηγυρικά κάθε χρόνο και περισσότερο.
Το 2004 που πήραμε το Euro, δεν άλλαξε το ποδόσφαιρο. τόσα χρόνια μετά και η εθνική ομάδα δεν έχει ακόμη ούτε προπονητικό κέντρο!
Βέβαια, η φράση αυτή αφορά σ’ όλη μας τη ζωή εδώ, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο.
Το δύσκολο είναι να φτάσεις στη μεγαλύτερη επιτυχία (την κατάκτηση του Euro), κάτι που μάλιστα δεν το περίμενε και κανένας, και να μπορέσεις να δημιουργήσεις κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή -τουλάχιστον- να σταθεροποιηθείς εκεί. Το να είσαι στον πάτο και να κάνεις ένα σκαλοπάτι παραπάνω είναι κάτι πολύ εύκολο.
Η Εθνική κράτησε μέχρι το 2014, ήταν επιτυχία που ξαναπήγε σε Euro, ήταν επιτυχία που πήγε σε Μουντιάλ, αλλά ήταν “στον αυτόματο”, δεν νομίζω ότι υπήρχε οργάνωση.
Στενοχωρήθηκα και για πολλά παιδιά που μετά την κατάκτηση του Euro δεν τα είδα πουθενά να έχουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Με τον Ότο Ρεχάγκελ, όλοι θέλαμε να παίξουμε στην Εθνική. Μάλιστα, εγώ κάποια στιγμή τού το είχα πει και με είχε παρεξηγήσει.
Όταν πας στην Εθνική, θέλεις να παίξεις, όλοι θέλουν.
Το παράπονό μου εμένα δεν ήταν ότι δεν με έβαλε να παίξω, αλλά είχα δυόμισι χρόνια να κάνω συμμετοχή σε φιλικό παιχνίδι. Με έπαιρνε ο Ρεχάγκελ, έκανα την προπόνησή μου, αλλά δεν με χρησιμοποιούσε.
Κατά τα άλλα, θεωρώ ότι άλλαξε τη ροή της Εθνικής ομάδας, την έκανε ένα κλειστό κλαμπ χωρίς παρεμβολές και παρεμβάσεις, απομακρύνθηκαν πάρα πολλά τοξικά πράγματα, είχαμε να κάνουμε εμείς μόνο με τον προπονητή, τον Πρόεδρο και τίποτα άλλο, δημιούργησε μια οικογένεια.
Βέβαια, ήταν τρομερή και η φουρνιά των ποδοσφαιριστών-προσωπικοτήτων, γιατί μπορεί ένας παίκτης να παίζει στην καλύτερη ομάδα του κόσμου και να μην έχει προσωπικότητα ή ένας άλλος να παίζει σε μια μέτρια ομάδα και να έχει προσωπικότητα.
Παρόλο λοιπόν που υπήρχαν πολλές προσωπικότητες μαζεμένες, ήμασταν όλοι μια γροθιά. Χάναμε, κερδίζαμε, ήμασταν όλοι μαζί!
Σε μια εποχή χωρίς Instagram, με πολύ λίγα πράγματα τότε και παρόλ’ αυτά…
Όταν βρισκόμαστε με τους συμπαίκτες μου, ακόμη συζητάμε και γελάμε σαν να είμαστε τότε.
Μετά τον Ρεχάγκελ, ο Φερνάντο Σάντος.
Ο Σάντος που συνάντησα στον ΠΑΟΚ ήταν αυτός που ήξερα και στην Εθνική.
Βέβαια, στον ΠΑΟΚ ήταν λίγο διαφορετικά, γιατί υπήρχε η καθημερινότητα και τον ζούσα πιο πολύ, ενώ στις κλήσεις της Εθνικής ήμασταν 10 μέρες μαζί κι αυτό ήταν.
Εγώ τον έζησα δύο χρόνια για τα καλά.
Ως προπονητής, ήταν τρομερός στη διαχείριση, ένας από τους καλύτερους προπονητές που πέρασαν απ’ την Ελλάδα, τηρούσε την πειθαρχία όπως έπρεπε και οι συνεργάτες του ήταν εκπληκτικοί.
Και ως άνθρωπος όμως, ήταν πολύ καλός, στα λάθη που μπορεί να έκανε δεν υπήρχε δόλος από πίσω, τα έκανε, επειδή τα πίστευε.
«Τέλος», Παναχαϊκή και τέλος
Αυτό που θέλω να θυμάται ο κόσμος από εμένα είναι τι άνθρωπος ήμουν, τι άφησα πίσω μου ως άνθρωπος, όχι ως αθλητής και ποδοσφαιριστής.
Όλοι κάνουν λάθη, έχω κάνει κι εγώ προφανώς, χωρίς όμως να έχω δημιουργήσει κανένα πρόβλημα σε κανέναν, όσο εγωιστικό και αν ακούγεται.
Αντίθετα, για να μην χαλάσω το χατίρι κάποιων άλλων, δημιούργησα το πρόβλημα σε εμένα, ανέβαλα κάποιες προσωπικές προτεραιότητες που δυστυχώς στην πορεία άφησαν εμένα πίσω.
Οι ποδοσφαιριστές μέσα μας έχουμε μια αδρεναλίνη, η οποία, ακόμα και όταν σταματάμε, είναι εκεί, δεν φεύγει ποτέ. Κι εγώ αυτό ήξερα, το ποδόσφαιρο.
Από τον ΠΑΟΚ λοιπόν τελείωσε το συμβόλαιό μου το 2012, το τελευταίο εξάμηνο έκανα ατομικές προπονήσεις για να βρω ομάδα, είχα όντως πρόταση από ελληνική ομάδα για να πάω τον Ιανουάριο, αλλά είπα «τέλος», αποφάσισα να φύγω οριστικά από το ποδόσφαιρο.
Ο κόσμος ξέρει ότι τριάμισι χρόνια μετά επανήλθα και έπαιξα στην Παναχαϊκή.
Μάλιστα, παίζοντας σε ένα ματς Κυπέλλου, ένιωσα ότι μπορούσα να προσφέρω.
Ξέρω παιδιά που σταμάτησαν το ποδόσφαιρο, γιατί έλεγαν ότι δεν μπορούσαν άλλο, είτε σωματικά είτε ψυχικά, πράγμα απόλυτα σεβαστό, αλλά εγώ μπορούσα μετά τον ΠΑΟΚ.
Το 2012 έπαιξα στον ΠΑΟΚ 36 παιχνίδια συνολικά, πλέι οφ, Κύπελλο, Ευρώπη, τα πάντα. Πήγα και στο Euro, έπαιξα και εκεί. Και ξαφνικά σταμάτησα στα 38…
Άρα άφησα κάποια πράγματα που δεν είχα ολοκληρώσει.
Και δεν βγήκαν τα απωθημένα μου μετά, στην Παναχαϊκή, εκεί ήταν ένα άλλο πρότζεκτ, πήγα για να μπορέσω ως ποδοσφαιριστής να βοηθήσω λίγο τα παιδιά μέσα στα αποδυτήρια, να τους περάσω τη φιλοσοφία που έπρεπε.
Έπαιξα και κάποια παιχνίδια, αλλά ουσιαστικά πήγα για να βοηθήσω άλλους ποδοσφαιριστές να παίξουν.
Κάποιες στιγμές ένιωσα τερματοφύλακας, αλλά, ενώ έπαιζα και έκανα κανονικά προπονήσεις, για να είμαι και το παράδειγμα, στο τέλος δεν χαιρόμουν, αντίθετα στενοχωριόμουν, γιατί αναρωτιόμουν «γιατί άφησες τριάμισι χρόνια χωρίς να κάνεις αυτό που κάνεις τώρα, γιατί σταμάτησες;».
Δεν έχω μετανιώσει για πράγματα που έχω κάνει αλλά για όσα δεν έχω κάνει.
Γι’ αυτό λέω και σε κάποια παιδιά που ξεκινάνε, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και στη ζωή, ότι δεν πρέπει να πηγαίνεις με τη λογική αλλά με το ένστικτο, αυτό σε οδηγεί μέσα σου για το τι πρέπει να κάνεις.
Δυστυχώς, ενώ το ένστικτο μου μου χτυπούσε καμπανάκι για το τι έπρεπε να κάνω, εγώ ακολούθησα άλλους δρόμους που θεωρούσα ότι είναι σωστοί και λογικοί.
Δεν μου αρέσει η λέξη απωθημένο, αλλά κάτι έμεινε ανολοκλήρωτο, ήθελα ακόμα 100-200 μέτρα για να τερματίσω και δεν το έκανα.
Τελευταία φορά που φόρεσα γάντια ήταν σε ένα παιχνίδι της Παναχαϊκής με τον Πανσερραϊκό, νομίζω ότι είχαμε έρθει ισοπαλία. Ήξερα ότι ήταν το τελευταίο μου, δεν έκλαψα, η μικρή μου κόρη στενοχωρήθηκε λίγο, γιατί, όπως μου είπε, «ήταν κάτι που σου άρεσε μπαμπά».
Οι κόρες μου, όταν σταμάτησα το 2012, ήταν πιο μικρές, τώρα με ρωτούν συνέχεια για το ποδόσφαιρο κι εγώ (και θέλω και δεν θέλω να) τους συζητάω, τους λέω πράγματα γι’ αυτό, όπως και για τη ζωή που είναι κι αυτή σαν το ποδόσφαιρο.
Τώρα θα μπορούσα να βοηθήσω το ποδόσφαιρο από ένα άλλο πόστο, αλλά όλο αυτό, το ανεκπλήρωτο, νιώθω να με απομακρύνει.
Τότε είχα σκεφτεί να σταματήσω το ποδόσφαιρο και να ασχοληθώ με κάτι άλλο, πράγμα λανθασμένο, γιατί θα έπρεπε να παίξω, όσο μπορούσα, και να σταματήσω, όταν πραγματικά ήθελα.
Είχα συζητήσει λοιπόν να αναλάβω κάποιο άλλο πόστο, αλλά, ενώ είχαμε πει ότι θα μιλούσαμε τις επόμενες ημέρες, πέρασαν χρόνια και ακόμη δεν έχουμε μιλήσει…
Έλεγα πάντα ότι πρέπει να δίνουμε συνεντεύξεις, γιατί ο κόσμος δεν πρέπει να βλέπει έναν ποδοσφαιριστή μόνο να αγωνίζεται, να κερδίζει ή να χάνει, να παίζει καλά ή όχι, να βάζει ή να δέχεται γκολ.
Ο κόσμος πρέπει να ξέρει γενικότερα τη φιλοσοφία, τον τρόπο που σκέφτεται, την καθημερινότητά του, τη ζωή του, τι άλλα ενδιαφέροντα έχει, πώς κινείται με την οικογένειά του, τι πίεση έχει. Αυτά δεν πρέπει να τα μάθει;
Αφενός, γιατί οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο ποδοσφαιριστής παίζει με τα πόδια, αλλά η αλήθεια είναι ότι παίζει με το μυαλό.
Αφετέρου, γιατί μέσα απ’ όλα αυτά που χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο-ποδοσφαιριστή μπορούν να προβληθούν κάποια πολύ ωραία πράγματα.
Εγώ λοιπόν πέρασα κατάθλιψη έξι μήνες μετά τον ΠΑΟΚ, όταν είχα την πρόταση για να συνεχίσω το ποδόσφαιρο και είπα «όχι».
Δεν ξέρω πώς μπορεί κάποιος να εξηγήσει την κατάθλιψη, πώς μπορεί να την αποτυπώσει, αλλά πέρασα δύσκολα και ο μόνος που μπορεί να καταλάβει έναν ποδοσφαιριστή είναι αυτός που έχει παίξει ποδόσφαιρο ή κάποιος που έχει κάνει πρωταθλητισμό.
Είμαι σίγουρος ότι όλοι οι ποδοσφαιριστές έχουν περάσει, αν όχι κατάθλιψη, πολύ δύσκολα, κλείνοντας την καριέρα τους, γιατί, όταν κάνεις κάτι από τα 10 σου και για πολλά χρόνια μετά (εγώ πχ μέχρι τα 38 μου), είναι σαν να γεννιέσαι αλλιώς, σαν να έχεις μια άλλη ζωή, σταματώντας.
Αλλάζεις εντελώς εσύ ο ίδιος και εκεί είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
CHECK IT OUT: Τετ4ρτη Ιουλίου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φάνης Κατεργιαννάκης: Έμαθα να λέω «μη φοβάσαι»
Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Δεν είσαι τα πάντα. Δεν είσαι το τίποτα.
Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’το Τέρμα
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου
Παναγιώτης Κελεσίδης: Το Λιοντάρι του Θρύλου
Θόδωρος Κάντας: Εκπαιδεύοντας τερματοφύλακες
Το ημερολόγιο ενός τερματοφύλακα / Ο ευτυχισμένος θάνατος του Αλμπέρ Καμύ