Όταν ήμουν 15 ετών, ο αδερφός μου έπαιζε στον Ορφέα Ηλιουπόλεως, ομάδα της Θεσσαλονίκης, στην οποία τότε βρισκόταν ο Γιώργος Καμπερίδης, φοβερός δάσκαλος-προπονητής.
Μια μέρα που πήγαμε με τον πατέρα μου να πάρουμε τον αδερφό μου από την προπόνηση, με είδε λεπτό και ψηλό, ήμουν κοντά στα 2μ., και μου πρότεινε να με δοκιμάσει.
Μου έβγαιναν όλα εύκολα στο γήπεδο, μου άρεσε που τα έκανα καλά, μου άρεσε το ίδιο το βόλεϊ, οπότε σκέφτηκα «εδώ είμαστε».
Μέχρι τότε είχα ασχοληθεί λίγο με το μπάσκετ, αλλά δεν το είχα και ιδιαίτερα.
Και αυτός ο Καμπερίδης… ήταν φοβερός, δεν μπορούσες να ξεφύγεις εύκολα απ’ τα χέρια του.
Από μικρός στα βαθιά
Φόρεσα λοιπόν τη φανέλα του Ορφέα Θεσσαλονίκης, στον οποίον έπαιξα αρκετά, έως το 1992.
Ξεχώριζα, ήμουν αλτικός, ήμουν ψηλός, και μάλιστα σε σύγκριση με παιδιά της ηλικίας μου.
Μετά από περίπου έναν χρόνο από την έναρξη της ενασχόλησής μου με το άθλημα, με πήραν και στην Εθνική Εφήβων αλλά των μεγαλύτερων παικτών, εκεί που έπαιζε ο αδερφός μου, ο οποίος είναι τρία χρόνια μεγαλύτερος.
Από το 1988-1989 άρχισα δηλαδή την πορεία μου στις Εθνικές ομάδες, σε ηλικία 16-17 χρόνων.
Το 1991 η Εθνική ομάδα Αντρών ετοιμάζεται για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, με Τάσο Κουμπλήπροπονητή, τραυματίζεται ο Ανδρέας Θεοδωρίδης και πηγαίνω εγώ.
Παραήμουν μικρός, στα 17 μου, και αισθάνθηκα δέος, ήταν σαν να βρίσκεσαι ξαφνικά από το Νηπιαγωγείο στο Λύκειο.
Δεν πολυέπαιξα τότε, έβλεπα περισσότερο, αλλά ήταν κάτι το τρομερό.
Τότε είχαν πάρει το Κύπελλο οι Ρώσοι, οι οποίοι το ένα και μοναδικό σετ που είχαν χάσει το είχαν χάσει από εμάς.
Οι γονείς μου προσπαθούσαν να το παρακολουθήσουν όλο αυτό, χωρίς να γνωρίζουν το αντικείμενο, ένιωθαν όμως χαρά, βλέποντας το παιδί τους να εξελίσσεται έτσι, χωρίς να είναι παρεμβατικοί, όπως είναι τώρα πολλοί γονείς.
Ήταν άνθρωποι του καθημερινού αγώνα και ξαφνικά βρέθηκε κάποιος, ο γιος τους, που πήγαινε στις Εθνικές ομάδες, τον ήθελαν διάφοροι σύλλογοι και στεκόταν δίπλα σε τεράστιους παίκτες του χώρου, τον Αμαριανάκη, τον Τριανταφυλλίδη, τον Μουστακίδη, τον Φάκα, τον Ντράγκοβιτς,
Με τον Ντράγκοβιτς μάλιστα παίξαμε μαζί και μετά για πολλά χρόνια στην Εθνική, είχα μπει ήδη στο όλο σκηνικό.
Δίπλα τους, δεν είχες παρά να ακολουθήσεις…
Για να το υποστηρίξεις όμως όλο αυτό, για να είσαι αθλητής, στερείσαι πράγματα από πολύ νωρίς, από μικρή ηλικία, πχ δεν σκέφτεσαι καν να πας πενθήμερη σχολική εκδρομή, είναι ένας άλλος τρόπος ζωής, τον οποίον άλλος τον αντέχει και άλλος όχι, είναι οι επιλογές που κάνεις κι εγώ προτιμούσα πχ να πάω να παίξω ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, παρά να πάω μια εκδρομή ή διακοπές.
Το μόνο που με ένοιαζε ήταν το βόλεϊ!
Βάρκιζα – Χαβάη – Λεωφόρος
Δεκαεπτά ετών και είχα ήδη συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό!
Επειδή όμως τότε πήγαινα Γ’ Λυκείου και η μαμά δεν ήθελε να φύγω από τη Θεσσαλονίκη, πήγα για έναν χρόνο δανεικός στον Έσπερο.
Τότε στον Παναθηναϊκό ήταν ο Ντίνος Χασάπης, μεγάλος παράγοντας, ενώ οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι, οι οποίοι το είχαν αφήσει λίγο το βόλεϊ, τότε ξεκίνησαν λίγο να το ξαναπιάνουν.
Υπήρξαν μεγάλα χρηματικά οφέλη από τη μεταγραφή μου, η ομάδα πήρε 45 εκατ. δραχμές το 1993 (τότε με 10 εκατ. έπαιρνες διαμέρισμα 100τμ. στη Γλυφάδα), αλλά κι εγώ πήρα αρκετά χρήματα, σε σχέση ειδικά με τα δεδομένα μας ήταν ένα πολύ σοβαρό ποσό, πόσο μάλλον για την -τόσο μικρή- ηλικία μου.
Την ημέρα που σκοτώθηκε ο Ντράζεν Πέτροβιτς, με τον οποίον είχε συμφωνήσει ο Παύλος Γιαννακόπουλος, είχαμε πάει για να υπογράψω στο σπίτι του τελευταίου, στη Βάρκιζα.
Φεύγοντας, συναντάω τον Θανάση Γιαννακόπουλο, ήταν οικογενειακή η πολυκατοικία, και μου λέει «καλώς ήρθες, αγόρι μου, θα σου κάνω ένα δώρο για να πας διακοπές» και μου κόβει μια επιταγή 2 εκατ. δραχμές.
Του λέω «μα, Πρόεδρε, πού να πάω διακοπές;» και μου απαντάει «τον Παβλίσεβιτς στο μπάσκετ τον στείλαμε διακοπές στη Χαβάη, αυτά τα χρήματα δεν είναι τίποτα».
Ε, εγώ έδωσα τα χρήματα στον πατέρα μου να πάρει αυτοκίνητο.
Πέρα από το οικονομικό, εγώ είχα τρομερή ανυπομονησία για να μπω μέσα να παίξω, αν και βέβαια η πρώτη μου χρονιά δεν πήγε και τόσο καλά γενικά.
Ήταν μόλις άρχιζε να χτίζεται όλο αυτό και εγώ το μόνο που ήθελα ήταν απλώς να φορέσω τη φανέλα, να προπονηθώ, να παίξω σε ντέρμπι, τέτοια πράγματα.
Δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο, ούτε σε τι σπίτι θα έμενα, δεν ξέρω τι θα γινόταν, αν δεν ερχόταν λίγο η μάνα μου να τα φτιάξει όλα.
Ξαφνικά είχα βρεθεί Αλεξάνδρας και Κηφισίας, εκεί μου είχαν νοικιάσει σπίτι, επί της Αιτωλίας, πέρναγε το ασθενοφόρο μέσα από το δωμάτιο, ήταν μια τρέλα, η μάνα μου μου είπε «καλά, πώς μένεις εδώ;».
Αλλά προσαρμόστηκα γρήγορα, μου άρεσε, το ήθελα όλο αυτό. Έμενα εκεί, δίπλα στη Λεωφόρο, μαζί με τον κόσμο, ήμουν ένας από αυτούς, στην ίδια γειτονιά. Με τον οπαδό που ερχόταν και φώναζε στο παιχνίδι πίναμε καφέ και μιλούσαμε. Μάλιστα, κάποια στιγμή έφυγα από το πρώτο μου σπίτι και πήγα Αρματολών και Κλεφτών, «Θύρα 13», πήγαινα στο γήπεδο και στο ποδόσφαιρο.
Αυτά σε συνδυασμό και με τα χρόνια που αγωνίζεσαι στην ομάδα (10-12 χρόνια έμεινα στον Παναθηναϊκό) δημιουργούν συναίσθημα, πολύ συναίσθημα, το οποίο δεν ξέρω εν τέλει αν είναι και τόσο καλό, γιατί πρέπει να βλέπεις τα πράγματα καθαρά.
Όσο και να θέλεις να το βλέπεις από απόσταση όμως, δένεσαι, είναι στιγμές, είναι χαρές, είναι λύπες, είναι πολλά εκείνα που σε δένουν. πήραμε Πρωταθλήματα, πήραμε Κύπελλο, ενώ στην αντιπέρα όχθη υπήρχαν και πολύ δύσκολες στιγμές βέβαια, όπως για παράδειγμα την περίοδο 1997-2000, οπότε το τμήμα ήταν οικονομικά παρατημένο.
Το 1998 έφυγα για λίγο από τον Παναθηναϊκό και πήγα στον Ηρακλή, ενώ την επόμενη σεζόν, 1999-2000, αγωνίστηκα στην ΑΕΚ, πριν επιστρέψω στο «Τριφύλλι».
Στον Ηρακλή η κατάσταση ήταν αρκετά σοβαρή, καθώς για πρώτη φορά έπεφταν χρήματα για να δημιουργηθεί ομάδα για πρωταθλητισμό, τότε είχαμε παίξει μάλιστα και Τελικό Πρωταθλήματος με τον Ολυμπιακό, ωραία χρόνια.
Εν συνεχεία πήγα στην ΑΕΚ, γιατί προπονητής πήγε ο Στέλιος Προσαλίκας, με τον οποίον ήμασταν μαζί πολλά χρόνια στον Παναθηναϊκό και την Εθνική, επρόκειτο για τρομερό προπονητή, από τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος, ενώ και η σεζόν με την ομάδα ήταν καλή, είχαμε βγει και τρίτοι στην Ευρώπη τότε.
Πράσινη «προδοσία», Κόκκινος επαγγελματισμός
2003 και ήξερα ότι πλέον δεν με ήθελε ο Παναθηναϊκός, είχε συμφωνήσει με άλλον παίκτη μάλιστα από τον Φεβρουάριο.
Προπονητής τότε ήταν ο Στέλιος Καζάζης, είχαμε πάρει Πρωτάθλημα και περίμενα πρόταση, με χρηματοδότη τον κύριο Σταθοκωστόπουλο.
Μου έγινε μια πρόταση για ανανέωση συμβολαίου, δεν γινόταν να μην μου γίνει, θα ήταν πολύ χοντρό, πήγα να απαντήσω και μου είπαν ότι πλέον δεν ισχύει η πρόταση.
Δεν περίμεναν ότι θα δεχτώ, εγώ δέχτηκα για συμβόλαιο ενός χρόνου, οπότε μου είπαν ότι δεν ισχύει η πρόταση, γιατί… είχα αργήσει να απαντήσω. Δεν ξέρω τι είχαν στο μυαλό τους…
Τότε οι ομάδες που πρωταγωνιστούσαν ήταν τρεις Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός και Ηρακλής.
Ο Ηρακλής είχε κλείσει τους παίκτες του, οπότε πήρα τη μεγάλη απόφαση να πάω στον Ολυμπιακό.
Ήταν δύσκολη επιλογή, τα σκέφτηκα όλα, τους ανθρώπους που είχα δεθεί, το συναίσθημα, τις σχέσεις στον Παναθηναϊκό, αλλά πήγαινα σε έναν σύλλογο τεράστιο, με τρομερό επίπεδο, με τον οποίον πήραμε μάλιστα και το Ευρωπαϊκό.
Μετακόμισα, κατέβηκα Φάληρο.
Τότε στον Ολυμπιακό ήταν ο Παντελής Ταρνατόρος και προπονητής ένας Αργεντινός, ο οποίος δεν ήταν καλός.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά και το πρώτο μου παιχνίδι με τα χρώματα του Ολυμπιακού απέναντι στον Παναθηναϊκό, ήταν μάλιστα και εκτός έδρας, ευτυχώς όχι στον «Τάφο του Ινδού», στη Λεωφόρο θα ήταν πολύ πιο δύσκολα για εμένα, αλλά στη Γλυφάδα, όπου έπαιζε τότε ο Παναθηναϊκός.
Μπαίνοντας μέσα, υπήρχαν στις κερκίδες οι φανέλες μου, τις οποίες κάποτε έδινα στον κόσμο του Παναθηναϊκού μετά από παιχνίδια, κρεμασμένες όλες ανάποδα και δίπλα ένα πανό που έγραφε «Από τον Νικοπολίδη το περιμέναμε. Από εσένα ποτέ».
Με θεώρησαν τον απόλυτο προδότη, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Κι ας ξαναπήγα, έγινε με πολύ μεγάλη δυσκολία, ο κόσμος δεν με δέχτηκε ποτέ πίσω.
Σε εκείνον τον αγώνα της Γλυφάδας χάσαμε 3-1, ήταν πολύ καλός ο Παναθηναϊκός τότε, ενώ εγώ είχα παίξει μέτρια.
Ήταν πολύ δύσκολο να βλέπω ανθρώπους με τους οποίους μαζί παρέα μέχρι χτες πανηγύριζα, έκλαιγα, χαιρόμουν, στις χαρές, στο γήπεδο, στο ποδόσφαιρο, πλέον να με βρίζουν με τον πιο χυδαίο τρόπο.
Δεν είπα ποτέ τι έγινε, ότι αναγκάστηκα να φύγω από τον Παναθηναϊκό, ότι ουσιαστικά με έδιωξε η ομάδα, ότι ήταν μια προαποφασισμένη ιστορία, ότι μου έπαιξαν παιχνίδι με την οικονομική προσφορά, γιατί σεβάστηκα το γεγονός ότι ο τότε χρηματοδότης έβαζε τα χρήματά του σε αυτόν τον σύλλογο και δεν ήθελα να εκθέσω κανέναν.
Όπως και να έχει, ήταν μια απόφασή τους και, ανεξάρτητα από τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα, η ουσία είναι η ίδια.
Οι πολύ κοντινοί άνθρωποι και οπαδοί γνώριζαν τι ακριβώς είχε συμβεί, αλλά τίποτα δεν άλλαξε τα τέσσερα χρόνια που έμεινα στον Ολυμπιακό, η συμπεριφορά στα μεταξύ μας παιχνίδια ήταν η ίδια, δεν αμβλύνθηκε τίποτα, ήμουν προδότης!
Τώρα που το βλέπω από απόσταση, μπορώ να το δικαιολογήσω, ίσως τελικά αυτοί οι άνθρωποι να με αγαπούσαν κι εγώ με την κίνησή μου αυτή να τους πρόδωσα και να τους πλήγωσα.
Το συναισθηματικό από πλευράς μου ίσως δεν θα έπρεπε να είναι τόσο έντονο, θα έπρεπε να είμαι πιο επαγγελματίας, αλλά στους φιλάθλους δεν μπορείς να το περιορίσεις.
Στον Ολυμπιακό ήταν πολύ επαγγελματικά τα πράγματα, συνάντησα τον απόλυτο επαγγελματισμό.
Ήταν κάτι που μου πήγαινε, ένας σύλλογος που τα είχε τακτοποιημένα όλα, πήγαινες κι έκανες τη δουλειά σου, δεν σε ενοχλούσε κανείς, πολύ σοβαρότητα.
Οι φίλαθλοι στο πρόσωπό μου είχαν μια καλή συμπεριφορά, όχι κάτι το ιδιαίτερο, λογικό να μην μπορέσουν να με αποδεχτούν, δεν είχα και αυτήν την απαίτηση, προς Θεού, ήξεραν και οι ίδιοι, ήξερα και εγώ, ήμασταν σε μια απόσταση, τους έκανα για να παίζω καλά αλλά μέχρι εκεί, με αποδέχτηκαν ως αθλητή που τους έκανε τη δουλειά.
«Να ήταν όλα όπως παλιά»
Εγώ ήθελα να γυρίσω πίσω στον Παναθηναϊκό, ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου εκεί.
Ήταν όμως κάτι πολύ δύσκολο, έμεινα για δύο χρόνια, αλλά δεν με αποδέχτηκε ποτέ ο κόσμος ως δικό του παιδί.
Το ιδανικό θα ήταν να ήταν όλα όπως παλιά, αλλά δεν έγινε.
Τότε επικεφαλής ήταν οι αδερφοί Γιαννακόπουλοι, οι οποίοι ήταν το ίδιο θερμοί, όταν συναντηθήκαμε και πάλι.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κάτι το μοναδικό, ενώ εξαιρετικός παράγοντας επίσης ήταν και ο Βασίλης Πιστιόλης.
Τότε ήμουν 30+ και ήθελα απλώς να είμαι “τρίτος”, όχι βασικός.
Τα έφερε όμως έτσι η ζωή και έπαιζα συνέχεια, καθώς ο Σωτήρης Πανταλέων είχε ένα πρόβλημα υγείας.
Με προπονητή τον Αλέκο Λεώνη, παίξαμε Final 4 και μάλιστα Τελικό CEV Cup στο ΟΑΚΑ.
Με προπονητή τον εξαιρετικό Στέλιο Καζάζη, ο οποίος με ζήτησε, γιατί του έκανα αγωνιστικά, δεν είχαμε δηλαδή κάποια επαφή τα τέσσερα χρόνια του Ολυμπιακού, σηκώσαμε το Κύπελλο και τότε αποφάσισα να σταματήσω.
Αυτό θεωρητικά ήταν και η κορύφωση της καριέρας μου, είχα πάει βέβαια και σε άλλα Final 4, είχαμε πάρει Ευρωπαϊκό, Challenge Cup, με τον Ολυμπιακό, υπήρξαν στιγμές πολλές καλές αλλά και πολλές άσχημες, έτσι είναι ο αθλητισμός…
Ολοκληρώνοντας το πρώτο κεφάλαιο
Την επόμενη χρονιά είπαμε να μαζευτούμε στον Μίλωνα, ο οποίος τότε ήταν στην Α2.
Ήταν εκεί ο Γκιούρδας, ο Πανούσος, είχαμε μαζευτεί πολλοί, ο συγχωρεμένος ο Νίκος Σαμαράς, ο οποίος ήταν κι εκείνος που μου είπε «Ρε συ, δεν έρχεσαι από δω να ψιλοπαίξουμε, να κάνουμε περισσότερο χαβαλέ;».
Τελικά ανεβάσαμε την ομάδα Α1!
Εκεί ήταν η τελευταία μου χρονιά, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν πολυσυμμετείχα στους αγώνες.
Οι κόρες μου οριακά με πρόλαβαν να παίζω, περισσότερο τώρα ανακαλύπτουν πράγματα για εμένα και αντιλαμβάνονται τι έκανε ο μπαμπάς τους, καθώς μέσω της τεχνολογίας βρίσκουν τα πάντα, ενώ ταυτόχρονα βοηθάει και το γεγονός ότι ακόμη είμαι στον χώρο, ως προπονητής βέβαια.
Όσον αφορά στο κεφάλαιο της Εθνικής, παραμένω στους ρέκορντμεν συμμετοχών, με 401 συμμετοχές, μαζί με τους Μουστακίδη, Γκιούρδα, Τσακιρόπουλο. Δύσκολα θα σπάσει αυτό, τότε είχαμε πολλές διοργανώσεις, πολλά παιχνίδια, 29-31.
Η κορυφαία και ταυτόχρονα η χειρότερη στιγμή μου με τα χρώματα της Εθνικής ήταν η συμμετοχή μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, είναι η απόλυτη διοργάνωση, δεν το συζητάμε, ήμασταν μια πάρα πολύ καλή ομάδα, είχαμε πολλές και καλές νίκες, όπως πχ εκείνη απέναντι στους Ρώσους, αλλά δυστυχώς υπήρξε και ο τραυματισμός στο παιχνίδι με την Αμερική, παιχνίδι στο οποίο χάσαμε εν τέλει, ενώ προηγούμασταν και με 2-1 σετ και με 20-12 στο τέταρτο σετ.
Κεφάλαιο δεύτερο: Προπονητική
Μετά τον Μίλωνα έμεινα περίπου έναν χρόνο εκτός, αλλά το “μικρόβιο” ήθελε να παραμείνω στο βόλεϊ.
Διετέλεσα λοιπόν βοηθός προπονητή στη Σύρο, μετά ανέλαβα τα κορίτσια της Ίριδος Νέας Σμύρνης και αργότερα πήγα στον Αστέρα Αγίου Δημητρίου.
Παρακολούθησα σχολές και πολλά σεμινάρια σε Ελλάδα και εξωτερικό. όταν είναι κάποιος εμπειρικός, μένει στάσιμος σε αυτά που ξέρει, τα πάντα εξελίσσονται όμως, όπως εξελίσσεται και το άθλημά μας, πρέπει να το παρακολουθείς, να βλέπεις τι αλλάζει, να ξέρεις τι παίκτες υπάρχουν, πώς παίζουν, ποιοι είναι οι καλύτεροι, είναι μια διαδικασία, είναι ένας τρόπος ζωής.
Ανέλαβα τις ακαδημίες κοριτσιών του Παναθηναϊκού και μετά μου ήρθε η πρόταση από την αντρική ομάδα της ΑΕΚ.
Τότε ήταν ο Λευτέρης Αρχόντης που ήθελε να το οργανώσει όλο αυτό, δεν υπήρχε Αντρικό βόλεϊ στην ΑΕΚ, έπρεπε να το φτιάξουμε όλο από την αρχή και μάλιστα η ομάδα ήταν και με -4 βαθμούς στο Πρωτάθλημα, καθώς είχε και μια τιμωρία, ενώ δεν είχε συμμετοχή στην Α1, γιατί στην περίοδο του covid δεν είχε κατέβει να παίξει.
Η ομάδα έγινε με πιτσιρίκια, με εφήβους που μαζέψαμε κυρίως για να σώσουμε την ομάδα και όχι απλώς τη σώσαμε αλλά πήραμε την άνοδο από την πρώτη κιόλας χρονιά, πήγε καλά, μου άρεσε, κάναμε μια ομάδα για να ανέβουμε και πάλι και το καταφέραμε ως Πρωταθλητές!
Μπορεί κάποιος να πει ότι ανέλαβα την αντρική ομάδα της ΑΕΚ ως άπειρος, στην ουσία όμως δεν μου βγήκε απειρία, ήταν πολύ άνετο όλο αυτό, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Θέλει κανείς αυτοπεποίθηση και γνώσεις κι όλα μού ήταν οικεία, ενώ μου έβγαινε εύκολα και το να προπονώ.
Και κυρίως την πρώτη μου χρονιά, με παιδιά που ξεκινούσαν τότε και άλλαξαν θέση, όπως για παράδειγμα ο Ράμος, τον οποίον τότε τον είχαν ως δεύτερο διαγώνιο, τον παίρνω εγώ και του λέω «θα παίξεις κεντρικός εσύ, ρε αγόρι μου» και από τότε παίζει κεντρικός στην Α1. και μόνο το ότι μου στέλνει μήνυμα και με ευχαριστεί για αυτό που του προσέφερα είναι για μένα παράσημο, μετάλλιο.
Ο κόσμος της ΑΕΚ δεν φώναξε το όνομά μου, ήμουν ο «Βάζελος».
Αποδέχτηκαν βέβαια οι άνθρωποι ότι έκανα τη δουλειά μου, ασχολιόμουν και με όλα τα της ΑΕΚ, από τα Μίνι αγοριών μέχρι το Αντρικό, βγήκαμε και δεύτεροι στο Πανελλήνιο Εφήβων εκείνη τη χρονιά.
Είχαμε ήδη φτιάξει ομάδα για την Α1, ήταν έτοιμη η ομάδα, είχαμε κλείσει παίκτες, αλλά δεν προχώρησε λόγω διοικητικών και οικονομικών θεμάτων, αρχικά δηλαδή ξέραμε ότι θα παίξουμε, απ’ ό,τι μας έλεγαν, αλλά εν τέλει αυτό δεν έγινε.
Οι παίκτες βρήκαν διεξόδους, αλλά για τον προπονητή είναι δύσκολο, παρόλ’ αυτά στην ΑΕΚ ουσιαστικά έγινε η αρχή για το προπονητικό μου όνομα.
Επιστροφή στα πάτρια εδάφη
Είχε γίνει γνωστό ότι κάνω δουλειά, αλλά από την άλλη οι θέσεις ήταν και είναι περιορισμένες.
Κυρίως στην Ελλάδα, με τις ομάδες στην Α1 να είναι εννιά και εκείνες στην Pre League άλλες τόσες.
Σε άλλα πρωταθλήματα 18 ομάδες αποτελούν μόνο μια κατηγορία.
Έλεγα όμως ότι κάποια στιγμή θα γίνει κάτι, συνήθως γίνονται αλλαγές προπονητών, οπότε περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο.
Και χτύπησε από εκεί που δεν το περίμενα, από τον Άρη!
Ήταν άλλο βήμα, ήταν Θεσσαλονίκη, αν και με ευχαριστούσε αυτή η προοπτική κυρίως για τους γονείς μου, μετά από 30 χρόνια θα γυρνούσα ξανά κοντά τους.
Σαν να είχα πάντα μέσα μου την προπονητική και αυτό ίσως να το επιβεβαιώνει και η θητεία μου στον Άρη.
Στην αρχή υπήρχαν δεύτερες σκέψεις, ήταν μια ομάδα που πάλευε για να σωθεί στην Pre League, τελικά όμως βγαίνει πολύ καλά.
Είδα τι παίχτες είχε, καλούς παίκτες, το γιατί δεν έπαιζαν καλά είναι κάποιου άλλου ανάλυση, κάναμε και κάποιες μικρές προσθήκες και κυνηγάμε την άνοδό μας.
Το φοβερό είναι ότι μας χρίζουν ως φαβορί για άνοδο! Από πού προκύπτει αυτό δεν ξέρω, πάντως περιθώρια υπάρχουν.
Ο Άρης είναι ένας τεράστιος σύλλογος, έχω πάει σε ποδοσφαιρικό αγώνα, έχω πάει και στο μπάσκετ του Άρη, το οποίο είναι από μόνο του κάτι.
Το τμήμα του βόλεϊ έχει τις δυνατότητες και όλα τα εχέγγυα για να πρωταγωνιστήσει στην Α1, πρέπει όμως γενικότερα να φύγει από την απαξίωση στην οποία έχει βρεθεί και να μπούμε στον χάρτη ξανά.
Θεωρώ ότι ο πρώτος στόχος επετεύχθη και, όταν ακουστεί το «παιδιά, υπάρχει ο Άρης στο βόλεϊ», σιγά-σιγά θα μαζευτεί ο κόσμος και θα γίνει όλο το πρότζεκτ πιο δυνατό.
Οι παίκτες παίρνουν κάτι από εμένα και προσπαθούν, αυτό το εισπράττω και είναι πολύ τιμητικό το ότι με εμπιστεύονται.
Βέβαια, αυτό μού προσθέτει και μεγαλύτερο βάρος, γιατί αυτά που θα τους πω πρέπει να είναι και σωστά…
Το αποτύπωμα του Πυροσβέστη
Το παρατσούκλι μου είναι «Χασίντο», μου το έβγαλε ο μεγάλος Χερέρα, προπονητής τότε στην Εθνική, δεν μπορούσε να πει «Χατζηαντωνίου», δεν του άρεσε το «Άκης» και καταλήξαμε στο «Χασίντο», νομίζω είναι ένα φυτό στην Κούβα, κάτι τέτοιο.
Τα σκουλαρίκια ή τα τατουάζ δεν μ’ αρέσουν, ούτε δηλαδή έχω κάποιο οπαδικό τατουάζ.
Εκείνα τα μαλλιά μου, τη χαίτη μου, τα έκοψα, όταν άρχισαν να ασπρίζουν πολύ και σκέφτηκα «παιδιά, δεν είμαστε για άλλα τέτοια», ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησα να ασχολούμαι και με την Πυροσβεστική, οπότε δεν γινόταν να έχω τέτοια κόμη.
Στο Πυροσβεστικό Σώμα βρέθηκα μέσω των προνομίων που μας είχαν δοθεί παλιά, μπήκα το 2001 και παραμένω ακόμη, για κάποιο χρονικό διάστημα μάλιστα υπηρετούσα κανονικά, πχ στα επεισόδια της Νέας Σμύρνης ήμουν πολύ ενεργός.
Δεν ξέρω εάν λειτουργώ πυροσβεστικά και στην προπόνηση, εάν είναι τέτοια η νοοτροπία μου, είμαι βέβαια αρκετά εκρηκτικός, αλλά δεν ξέρω πώς το αντιλαμβάνονται οι παίκτες μου αυτό.
Μου αρέσει η προπονητική πολύ και πλέον συγκεντρώνομαι στους άντρες, οι γυναίκες είναι κάτι πολύ δύσκολο, πέρασα και από την Ίριδα Νέας Σμύρνης, ανεβήκαμε κατηγορία, ωραίος σύλλογος, μετά πήγα στον Άγιο Δημήτριο και πάλι στις γυναίκες, αλλά, εντάξει, φτάνει, δεν παλεύονται, οι άντρες είναι εύκολοι, σαν παιδάκια και εν πάση περιπτώσει στον χώρο μου.
Όσον αφορά στο μέλλον, επιθυμώ να καταφέρω ό,τι καλύτερο μπορώ.
Το ότι πολλές φορές με σταματούν στον δρόμο άνθρωποι για να με χαιρετήσουν, αν και έχω σταματήσει από το 2010-2012, με κάνει να σκεφτώ «κάτι κάναμε, βρε παιδί μου, για να μας θυμούνται». Τώρα είναι το προπονητικό κομμάτι κι ελπίζω στα… βαθιά γεράματα να μου λένε κάτι αντίστοιχο και για αυτό.
Θέλεις να αφήσεις ένα αποτύπωμα, όχι κάτι το σπουδαίο, δεν ανακάλυψες την πενικιλίνη, προς Θεού, αλλά να πεις ότι έκανες κάτι στον χώρο σου.
Ο Άκης Χατζηαντωνίου είναι πρώην διεθνής παίκτης του βόλεϊ, νυν προπονητής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλιος Προσαλίκας: Ελευθερία, Αξιοπρέπεια, Υπερηφάνεια! / Μετά την επόμενη μέρα
Δημήτρης Μουχλιάς: Από το Σουφλί στη Χαβάη
Παναγιώτης Πελεκούδας: Θα σας πω ένα μυστικό / Νέα Αφετηρία
Αχιλλέας Παπαδημητρίου: Να ΄χεις στο νου σου την Ιθάκη
Βασίλης Μηνούδης: Αληθινός Αγώνας
Γιάννης Παντακίδης: Χωρίς Απωθημένα
Αθηνά Παπαφωτίου: Ένα Μεγάλο Φωτεινό Καλοκαίρι
Ανθή Βασιλαντωνάκη: Min(e)d-Set / Όλγα Στραντζαλη: No Pain, No Gain!
Βάσω Καραντάσιου: Ο τρόπος μου
Βίκυ Αρβανίτη: Μάνα, Μητέρα, Μαμά! / Στο Βασίλειο της Άμμου
Πένυ Καραγκούνη: Στηρίξου Μόνο Στον Εαυτό Σου