Λένε συχνά πως είναι καλύτερο, και σαφώς προτιμότερο, να μιλούν οι άλλοι για την επιτυχία σου. Να πουν οι άλλοι το αν έγραψες ιστορία.
Δεν ξέρω αν ο θρίαμβος της Εθνικής Ελλάδας στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ του 2006 στη Σαϊτάμα, επί της USA Team ήταν ένα «μάθημα ιστορίας».
Δεν μπορώ να πω αν ήταν, τελικά, ένα μάθημα… «μαθηματικών», καθώς για μέρες οι αντίπαλοί μας έλεγαν για «τον Νο4 που είναι καλός» ή «τον Νο13 που σουτάρει καλά».
Δεν γνωρίζω αν έμαθαν τελικά τα ονόματά μας…
Οι Αμερικανοί δεν είναι γνώστες του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Η αφρόκρεμα και τα φώτα φυσικά είναι στις Η.Π.Α.. Εκεί υπάρχουν σταρ παγκόσμιας εμβέλειας.
Ωστόσο, παντού υπάρχουν παίκτες που ξέρουν να παίζουν μπάσκετ. Υπάρχουν παντού καλές ομάδες.
Ενδεχομένως αυτό να ήταν το μάθημά τους στον μεταξύ μας αγώνα στην Ιαπωνία, όταν τους νικήσαμε. Ίσως αυτό να κατάλαβε καλά μία υπέρ-ομάδα, όπως εκείνη των αστέρων του ΝΒΑ.
Η Εθνική ομάδα είχε μάθει να λειτουργεί τότε με έναν συγκεκριμένο τρόπο… Στόχος της ήταν πάντα να «χτυπήσει» κάθε παιχνίδι και να προσπαθήσει να το κερδίσει.
Αυτός ήταν ο γνώμονας και του ταλέντου που διέθετε και της νοοτροπίας που είχε αναπτύξει. Της νοοτροπίας που είχαμε όλοι οι παίκτες από τους συλλόγους μας.
Η Εθνική του 2005, που αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Βελιγράδι και έφτασε ως τον τελικό του παγκοσμίου πρωταθλήματος την επόμενη χρονιά, είχε παίκτες που είχαν μάθει να πρωταγωνιστούν και στις ομάδες τους, σε υψηλότατο επίπεδο.
Η φιλοσοφία παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στο μπάσκετ. Ο τίτλος στο Ευρωμπάσκετ μάς είχε αυξήσει την αυτοπεποίθηση και μπαίνοντας στο παρκέ για τον ημιτελικό με τις Η.Π.Α., και μάλιστα ως αήττητοι στο τουρνουά, είχαμε τον ίδιο σκοπό κι ας μην τον φωνάζαμε.
Ξέραμε ότι δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα από αυτό το ματς.
Η ομάδα του 2006 είχε πολλούς παίκτες με πρωταγωνιστικούς ρόλους στις ομάδες τους. Ήξεραν και οι ίδιοι και ο κόουτς Παναγιώτης Γιαννάκης τι και πόσα μπορούν να προσφέρουν. Γνώριζαν και, κυρίως, ήταν όλοι διατεθειμένοι να βάλουν την ομάδα πάνω από τα πρόσωπα.
Ήμασταν μία παρέα που απαρτίσαμε ένα γκρουπ ξεχωριστό και αυτό δεν το επιβεβαίωσε μόνο το αποτέλεσμα. Το ρόστερ ήταν «γεμάτο», έμπειρο και μόνο με αυτό τον τρόπο μπορείς να πρωταγωνιστήσεις σε ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα.
Όσο περνούσε ο χρόνος στο ματς με τους Αμερικανούς δεν αφήσαμε τον ενθουσιασμό να μας επηρεάσει.
Ξέραμε εξαρχής πως ήμασταν το αουτσάιντερ και δεν είχαμε να χάσουμε κάτι. Ήταν ένας ημιτελικός με ξεκάθαρο φαβορί, το οποίο ήταν ο αντίπαλος.
Όπως σε κάθε ματς, παίζαμε τον αγώνα φάση-φάση, κατοχή-κατοχή, με ηρεμία και γνώση των δυνατοτήτων μας. Το παιχνίδι μάς «πήγε» καλά.
Δεν μείναμε απλώς κοντά στο σκορ, αλλά στην τρίτη περίοδο κατορθώσαμε να ξεφύγουμε και με διψήφιες διαφορές. Σκεφτόμασταν πως όλα κυλούν όπως τα θέλαμε και αυτό δεν μας έκανε να αποσυντονιστούμε, αλλά ανέβαζε την αυτοσυγκέντρωσή μας.
Το μπάσκετ είναι συνδυασμός ταλέντου, ταχύτητας και μυαλού. Συχνά οι ομάδες κόντρα στις Η.Π.Α. παρασύρονται. Το μυαλό είναι σημαντικό και εμείς δεν το χάσαμε. Δεν έχει σημασία μόνο να τρέχεις και να πηδάς ψηλά.
Είχαμε την απαιτούμενη ισορροπία, ειδικά στην επίθεση, σε ένα στυλ που ίσως οι Αμερικανοί δεν περίμεναν. Δεν πήγαμε σε «κλεφτοπόλεμο», αλλά παίξαμε στον ρυθμό τους και αυτό μάλλον τους εξέπληξε.
Ήμασταν ένα σύνολο με ρόλους, όμως όπως κάθε μεγάλη ομάδα, έτσι και τότε είχαμε παίκτες που έκαναν το κάτι παραπάνω, με προσωπικότητα και ηγετική στόφα.
Αυτοί ήταν κυρίως οι περιφερειακοί μας, ο Βασίλης Σπανούλης, ο Θοδωρής Παπαλουκάς και ο Δημήτρης Διαμαντίδης.
Κάθε παίκτης, βεβαίως, έκανε αυτό που έπρεπε. Κάθε παιδί ήταν έτοιμο όταν κλήθηκε να πατήσει το παρκέ. Ο Δήμος Ντικούδης πέτυχε οκτώ μαζεμένους πόντους στην τρίτη περίοδο. Απλώς επισημαίνω τους τρεις γκαρντ, διότι εκείνοι δέχονταν τη μεγαλύτερη πίεση στο ματς, είχαν τον ρόλο και του σκοραρίσματος και της δημιουργίας για τους υπόλοιπους.
Ήταν εκείνοι από τους οποίους περνούσε μεγάλο μέρος του pick ‘n roll παιχνιδιού μας και έδιναν το τέμπο. Όλοι, όμως, είχαν μεγάλη προσωπικότητα και χαρακτήρα και ήμασταν πανέτοιμοι για ένα τόσο σπουδαίο ματς.
Έμπειροι παίκτες που έπαιζαν σταθερά σε υψηλό επίπεδο στην Ευρωλίγκα.
Έχουν περάσει πλέον τόσα χρόνια από εκείνο το βράδυ της 1ης Σεπτεμβρίου στη Σαϊτάμα και παρά την ένταση των συναισθημάτων, ομολογώ πως δυσκολεύομαι να τα ανακαλέσω όλα στο μυαλό μου.
Δεν θυμάμαι όλες τις φάσεις, είτε ήμουν στο παρκέ είτε στον πάγκο. Μπήκαν πολλά σημαντικά σουτ. Πολλοί συμπαίκτες μου έχουν θεωρήσει σημαντική φάση μία τάπα του Διαμαντίδη στον Κρις Πολ.
Δεν θυμάμαι κάποιο συγκεκριμένο στιγμιότυπο στο οποίο να είπα πως «τώρα δεν χάνουμε με τίποτα»… Αυτό που σκεφτόμουν ήταν πως είχαμε πάντα απαντήσεις για τον μεγάλο αντίπαλο. Αυτό ήταν το καθοριστικό σημείο. Σημασία είχε πως η ομάδα εμφάνισε διάρκεια στο παιχνίδι της. Πετύχαμε 101 πόντους κόντρα στους Αμερικανούς! Δεν βασιστήκαμε σε αυτό το ματς, όπως κάναμε συνήθως, αποκλειστικά στην άμυνα, η οποία μας οδήγησε στο παρελθόν σε σπουδαίες επιτυχίες.
Εκείνη η Εθνική συνδύασε ταλέντο, ισορροπία, ομοιογένεια και ξεκάθαρους ρόλους. Η «χημεία» της ήταν σημείο και τομέας που έκρινε πολλά. Η λεγόμενη αύρα της, οι συμπεριφορές και η διάθεση για προπόνηση ήταν στοιχεία που δεν τα συναντούσες συχνά σε τόσο υψηλό επίπεδο.
Ήμασταν παίκτες των οποίων οι σύλλογοι μάς είχαν γαλουχήσει στη νίκη και ενίσχυσαν και το μπασκετικό κομμάτι του εαυτού μας και τον χαρακτήρα μας.
Δεν φοβόμασταν ποτέ κανέναν αντίπαλο που ήταν μπροστά μας και είχαμε μάθει να θυσιάζουμε τα «εγώ» μας για το «εμείς».
Ήμασταν τυχεροί που σε όλη αυτή τη διαδρομή είχαμε πλάι μας έναν προπονητή με μεγάλη προσωπικότητα, όπως ο Παναγιώτης Γιαννάκης.
Σε μία πορεία υπάρχουν σημεία που μπορεί να είναι παράδοξα ή να περάσουν και απαρατήρητα.
Ένα αντίστοιχο σημείο, ιδιαιτέρως σημαντικό για τη νοοτροπία της Εθνικής, ήταν ο αγώνας με το Πουέρτο Ρίκο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004.
Νίκη μέχρι έναν συγκεκριμένο αριθμό πόντων θα μας έφερνε αντιπάλους στα προημιτελικά με την Ιταλία. Επικράτηση με μεγαλύτερο σκορ θα μας «έριχνε» πάνω στην πανίσχυρη Αργεντινή, η οποία στη συνέχεια κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο.
Δεν μπήκαμε στη διαδικασία «εξισώσεων» και υπολογισμών, ώστε να επιλέξουμε αντίπαλο. Αυτό «έχτισε» μέσα μας τη νοοτροπία του νικητή. Δεν μας απασχολούσαν τα άλλα αποτελέσματα και παίζαμε για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμά μας. Μπορεί να αποκλειστήκαμε από την Αργεντινή, ωστόσο, η στάση μας με το Πουέρτο Ρίκο έδειξε τον δρόμο που βρισκόμασταν και θέλαμε να προχωρήσουμε.
Πολλά κρίνονται στις λεπτομέρειες και συχνά ο κόσμος και ο Τύπος κρίνουν εύκολα. Μπορεί να αποτύχαμε μία φορά, όμως «σηκωθήκαμε» και το επόμενο καλοκαίρι κατακτήσαμε τον τίτλο στο Ευρωμπάσκετ.
Αυτή είναι η μαγεία μίας ομάδας αλλά και του ίδιου του μπάσκετ.
Στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας η πορεία δεν ήταν απλώς ο ημιτελικός με τους Αμερικανούς. Ήταν το αήττητο ως το ματς της τετράδας.
Ήταν η ανατροπή με την Αυστραλία, αλλά και ο σοβαρός τραυματισμός του Νίκου Ζήση στο ζυγωματικό, από το αντιαθλητικό χτύπημα του Βαρεζάο στο ματς με τη Βραζιλία.
Ο Νίκος ήταν ένας σπουδαίος παίκτης και σημαντικός για την ομάδα. Χρειάστηκε να ξεπεράσουμε άμεσα το σοκ και να προσπαθήσουμε να καλύψουμε το κενό του.
Σε μία τέτοια απώλεια, έπρεπε να προσπαθήσουμε όλοι να δώσουμε το κάτι παραπάνω. Όμως ήμασταν ΟΜΑΔΑ και αυτό επιβεβαιώθηκε.
Ήμασταν ένα, κάτι που ενδεχομένως έλειψε στον τελικό με την Ισπανία. Δεν μπήκαμε ποτέ στον ρυθμό του ματς και δεν κατορθώσαμε να ακολουθήσουμε το τέμπο των αντιπάλων μας.
Η Ισπανία ανέκαθεν μας δυσκόλευε και σε συνδυασμό με την έλλειψη συγκέντρωσης από τη μεγάλη νίκη 48 ώρες πριν, μείναμε νωρίς πίσω στο σκορ.
Άδειασε το μυαλό μας, σε ένα τουρνουά για το οποίο είσαι ένα μήνα μακριά από το σπίτι σου… Δεν είναι εύκολο να επανέλθεις και το κοινό δεν μπορεί να αντιληφθεί εύκολα πόσο επηρεάζεται ο παίκτης και πόσο σημαντικό είναι να είσαι σε καλή ή κακή μέρα.
Η ομάδα ήταν πολύ αγαπημένη, με -όσο κι αν ακούγεται κλισέ- πολύ καλά παιδιά στις τάξεις της. Όλοι μας είχαμε στο μυαλό μας τη δουλειά, την προπόνηση, την αφοσίωση και πιστεύαμε στο κάθε στόχο.
Πηγαίναμε στην προπόνηση και επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο σκεφτόμασταν μόνο το μπάσκετ. Γι’ αυτό φέραμε τόσες επιτυχίες.
Αν το 1987 έφερε τα παιδιά στα γήπεδα, η δική μας συνεισφορά νομίζω πως ήταν η νοοτροπία που επιχειρήσαμε να περάσουμε στις επόμενες γενιές για την προσέγγιση του αθλήματος.
Ήμασταν η γενιά της «άνθησης» του ’87. Όμως παρότι πολλά παιδιά του 2006 δεν ήταν μέλη «μικρών» εθνικών ομάδων ή παγκόσμιοι πρωταθλητές Εφήβων του 1995, καθιερώθηκαν με τη σκληρή δουλειά τους στην Ανδρών.
Βλέπαμε όσους ήταν μπροστά μας, τους συνομήλικούς μας στην Εφήβων του 1995 που κατέκτησαν τον τίτλο και δουλεύαμε για να τους φτάσουμε. Ήταν το κίνητρό μας να προπονηθούμε περισσότερο.
Η δική μου γενιά ήξερε πως μόνο με την προσήλωση θα πετύχει. Το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν τότε ακόμη πολύ ανταγωνιστικό, δυνατό, με Έλληνες και ξένους υψηλού επιπέδου και αυτό σε έκανε αυτομάτως να ξεπεράσεις τον εαυτό σου προκειμένου να πετύχεις.
Ως άνθρωπος που ασχολείται πλέον με ακαδημίες και την ομάδα ΔΕΚΑ (10Academy), γνωρίζω την ευθύνη μας να δείξουμε πάλι στα παιδιά τον δρόμο της αφοσίωσης.
Να τους θυμίζουμε να μην βιάζονται, να μην κυνηγούν πρόωρα τη δόξα και τα χρήματα. Η κατάλληλη στιγμή θα τους δώσει τον χώρο για να αναπτυχθούν.
Στη σύγχρονη εποχή του ελληνικού μπάσκετ τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει… Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, όμως οι ομάδες δεν εμπιστεύονται τα νέα παιδιά, κάποια από τα οποία δεν είναι σαν τη δική μας γενιά και δεν έχουν μάθει να ζορίζονται πολύ και να μοχθούν για τα όνειρά τους.
Λένε πως οι άνθρωποι δεν θα ξεχάσουν ποτέ πώς τους έκανες να αισθανθούν… Δεν γνωρίζω πώς κάναμε τους Έλληνες να νιώσουν την 1η Σεπτεμβρίου 2006. Από μικρό παιδί προσπαθούσα μόνο να κάνω αυτό που αγαπώ όσο καλύτερα γίνεται. Και ήμουν χαρούμενος και μόνο που προσπαθούσα να το κάνω.
Δεν πετούσα στα σύννεφα όταν πετύχαινε η ομάδα μου και δεν πίστευα πως όσα κάνω μπορούν να συγκινήσουν τον κόσμο… Έπαιζα απλώς το παιχνίδι μου και έκανα αυτό που με γέμιζε. Όλα τα άλλα δεν μπορείς να τα σκεφτείς την ώρα του ματς, ακόμη κι ενός ημιτελικού Μουντομπάσκετ με τις Η.Π.Α.. Ζεις απλώς τη στιγμή και ετοιμάζεσαι για τον επόμενο αγώνα.
Τόσα χρόνια μετά την παρουσία μας στη Σαϊτάμα, όμως, αυτό το όμορφο συναίσθημα υφίσταται ακόμη, όχι απλώς για το «101-95» που αποτυπώθηκε στον πίνακα ή το ασημένιο μετάλλιο που φορέσαμε. Αλλά για τον σεβασμό, τους δεσμούς και τις φιλίες που δημιουργήθηκαν και παραμένουν αναλλοίωτες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
CHECK IT OUT:
Τάκης Ευσταθίου: Η αποθέωση του «Εμείς»!
Γιώργος Χούπης: «Επιστρέφοντας» στην Ιαπωνία