Οι γονείς μου ήταν Αιγυπτιώτες Αλεξανδρινοί.
Έλληνες που ζούσαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, σε μια περιοχή όπου το ελληνικό στοιχείο εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ έντονο. Ο ελληνισμός μεγαλουργούσε. Ζούσαν πάρα πολλοί Έλληνες στην Αίγυπτο, έχοντας μάλιστα ένα πολύ καλό βιοτικό επίπεδο.
Εκεί γεννήθηκα το 1968, ωστόσο σε ηλικία περίπου τριών ετών, λόγω των πολιτικών εξελίξεων και αναταραχών, πολύς κόσμος εγκατέλειψε τη χώρα, αναζητώντας ασφάλεια. Το ίδιο έκανε και η δική μου οικογένεια. Με τους γονείς μου και τον αδελφό μου ήρθαμε στην Ελλάδα.
Η πρώτη μας κατοικία ήταν στο Παλαιό Ψυχικό. Επειδή όμως σχολείο πηγαίναμε στη Λεόντειο Νέας Σμύρνης και ήταν αρκετά μακρινή και δύσκολη αυτή η καθημερινή μετακίνηση, κάπου στο 1979 μετακομίσαμε στη Νέα Σμύρνη. Το καινούργιο μας σπίτι ήταν δίπλα από το γήπεδο του ποδοσφαίρου.
Μικρός, όπως σε όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο. Παίζαμε λοιπόν όλα τα παιδιά τα απογεύματα στο γήπεδο και, παρότι ήμουν ο πιο μικρός σε ηλικία, ήμουν ο πιο ψηλός.
Ο αξέχαστος Ανδρέας Βαρίκας
Δίπλα ακριβώς στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, στο ένα πέταλο, ήταν το ανοικτό τότε γήπεδο του μπάσκετ.
Ένα απόγευμα με βλέπει να παίζω ποδόσφαιρο ο Ανδρέας Βαρίκας και με φωνάζει κοντά του. «Είσαι ψηλό παιδί, γιατί δεν έρχεσαι να παίξεις και μπάσκετ;», μου λέει. Πράγματι, πήγα σε μια προπόνηση και δεν έφυγα ποτέ ξανά.
Ήμουν τότε περίπου 11-12 χρόνων. Ήταν η στιγμή που μπήκε μέσα μου το… μικρόβιο του μπάσκετ και παράλληλα γεννήθηκε και η αγάπη μου για τον Πανιώνιο. Το… χρωστάω στον Ανδρέα Βαρίκα.
Όχι μόνο γιατί με τράβηξε στο μπάσκετ αλλά και γιατί από την πρώτη στιγμή και σε όλη τη μετέπειτα πορεία μου ένιωθα την παρουσία του και το ενδιαφέρον του για μένα. Πολλοί παράγοντες του Πανιωνίου, ακόμα και μετά τον θάνατό του, έρχονταν και μου έλεγαν «ο Αντρέας σού είχε αδυναμία».
Πέρα από τον αξεπέραστο Βαρίκα, ο Πανιώνιος είχε μια πλειάδα παραγόντων που κάθε ένας έβαλε το δικό του λιθαράκι στο να χτιστεί το οικοδόμημα του Πανιωνίου. Ο Παύλος Κορκίδης, ο Τάσος Γιάνναρος, ο Αργύρης Κορωναίος ήταν μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους.

Ο Κρις Χουγκάζ στα πρώτα χρόνια της ζωής του και σε ηλικία 12 ετών με τη φανέλα του Πανιωνίου / Photos by: Προσωπικό αρχείο Κρις Χουγκάζ.
Το αντρικό, το ’87, το Κύπελλο και ο Βλάντο
Στην πρώτη ομάδα του Πανιωνίου εκείνα τα χρόνια προπονητής ήταν ο Φαίδων Ματθαίου και μετά ο Κώστας Αναστασάτος. Έπαιζαν ακόμα ο Μάκης Δενδρινός και ο Σταμάτης Φωτεινός, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μου προπονητής, στα Μίνι. Γι’ αυτό και πήγαινα πολλές φορές στο κλειστό του Μίλωνα, να δω τους εντός έδρας αγώνες της πρώτης ομάδας.
Λίγα χρόνια μετά έρχεται η σειρά μου να παίξω για πρώτη φορά στην ανδρική ομάδα. Είναι Μάρτιος του 1984, είναι ένα ματς Κυπέλλου, πάλι εντός έδρας, στον Μίλωνα. Είμαι 15.5 χρόνων. Προπονητής είναι ο Μάκης Δενδρινός πια, με βοηθό τον Σταμάτη Φωτεινό, ο οποίος έρχεται και μου λέει «θα παίξεις με τους μεγάλους».
Εγώ νόμιζα στο εφηβικό, εκείνος όμως εννοούσε στο αντρικό, γιατί υπήρχαν απουσίες λόγω τραυματισμών.
Η χρονιά 1986-1987 είναι ορόσημο, ειδικά στο τέλος της. Είναι η πρώτη χρονιά που θεσπίζεται η Α1 κατηγορία στους Άνδρες και ως Έφηβος έχω την τύχη να είμαι στην αποστολή στους τελικούς των πλέι οφ, στους οποίους ο Πανιώνιος χάνει από τον παντοδύναμο Άρη με 3-0 νίκες και καταλαμβάνει την πολύ τιμητική δεύτερη θέση, μια επιτυχία ιστορική για την ομάδα.
Λίγο καιρό μετά, τον Ιούνιο, με το εφηβικό του Πανιωνίου, με συμπαίκτη μου μεταξύ άλλων τον Γιώργο Μποσγανά, με τον οποίον συνυπήρξαμε αργότερα και στο αντρικό, κατακτούμε την πρώτη θέση στην τελική φάση του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος Εφήβων, το οποίο διεξάγεται στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Στον άτυπο Τελικό, καθώς είναι έξι ομάδες και όλοι παίζουν με όλους, κερδίζουμε τον μέχρι εκείνη την στιγμή αήττητο ΠΑΟΚ. Στο γήπεδο είναι παρόντες ο Φάνης Χριστοδούλου και ο Νίκος Λινάρδος, παίκτες του αντρικού, οι οποίοι λίγες μέρες νωρίτερα έχουν κατακτήσει το τρόπαιο με την Εθνική Ελλάδος στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Η παρουσία τους στις εξέδρες μάς δίνει φτερά, ενώ παράλληλα είναι και πόλος έλξης για τον κόσμο που είναι στο γήπεδο.
Το Χρυσό στο Ευρωπαϊκό του ’87 φέρνει μια τεράστια έκρηξη στο μπάσκετ της χώρας. Τέλη δεκαετίας του ’80 και αρχές του ’90 το Ελληνικό Πρωτάθλημα χαρακτηρίζεται, όχι άδικα, ως το καλύτερο στην Ευρώπη.
Είναι τα χρόνια που ο Πανιώνιος, ο οποίος είχε διαχρονικά και παραδοσιακά μια καλή ομάδα, ζει κι εκείνος τη δική του άνθηση. Τα πρώτα χρόνια ήταν πίσω από τον Άρη και τον ΠΑΟΚ, τα επόμενα πίσω από τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Επί σειρά ετών όμως είναι η τρίτη δύναμη στην Ελλάδα.
Το κλειστό της οδού Αρτάκης ζει πολύ μεγάλες στιγμές, με παιχνίδια που έχουν μείνει στην ιστορία. Ειδικά τη σεζόν 1990-1991 η ομάδα έκανε μια φανταστική πορεία. Πέτυχε, για παράδειγμα, μια μεγάλη νίκη επί του Άρη με 89-84, ο οποίος είχε Γκάλη και Γιαννάκη. Κάθε ματς ήταν και μια γιορτή.

Σεπτέμβριος 1990: Ο Βλάντο Τζούροβιτς δίνει οδηγίες στους παίκτες του Πανιωνίου – ο Κρις Χουγκάζ με το «7», δίπλα στον Τζον Μπρούγος / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Και φυσικά είναι η χρονιά στην οποία ο Πανιώνιος κατακτά το Κύπελλο Ελλάδος. Φτάσαμε να διεκδικούμε έναν τίτλο απέναντι σε μια ομάδα όπως ο ΠΑΟΚ, ο οποίος λίγες μέρες πριν είχε κερδίσει το πρώτο του ευρωπαϊκό τρόπαιο στη Γενεύη, απέναντι στην ισπανική Σαραγόσα.
Ο Τελικός Κυπέλλου του 1991 έγινε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και, παρότι έχουν περάσει τόσα χρόνια, θυμάμαι τα πάντα με λεπτομέρειες. Χιλιάδες κόσμος στο γήπεδο, οπαδοί και των δύο ομάδων, το μισό ασπρόμαυρο, το μισό κυανέρυθρο. Νομίζω, ένας από τους καλύτερους Τελικούς όλων των εποχών.
Φοβερός ΠΑΟΚ, με προπονητή τον Σάκοτα και παίκτες όπως ο Φασούλας, ο Μπάρλοου και ο Πρέλεβιτς, απέναντι στον Πανιώνιο, στον οποίον πέραν του Χάντσον, του Μπρούγου και του Μπάλις, των παικτών δηλαδή που είχαν έρθει από την Αμερική, όλοι οι υπόλοιποι ήμασταν παιδιά των υποδομών του, απλώς από διαφορετικές γενιές, ο Λινάρδος, ο Φάνης, ο Γάσπαρης, ο Μποσγανάς, εγώ, αλλά και οι νεότεροι από εμάς, ο Κικίλιας και ο Παναγόπουλος.
Κερδίζουμε 73-70 και μετά την απονομή ξεκινάμε από το Φάληρο να επιστρέψουμε στη Νέα Σμύρνη. Μια κοντινή διαδρομή, 10-15 λεπτών, η οποία όμως έγινε με πολύ δυσκολία! Το πούλμαν ήταν αρχικά αδύνατον να φτάσει στην κεντρική πλατεία που τότε ήταν το Δημαρχείο. Ο κόσμος με μηχανάκια και αυτοκίνητα, μας σταματούσε στον δρόμο και σκαρφάλωνε στο πούλμαν.
Τελικά μετά από πολλή προσπάθεια φτάσαμε. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και είδαμε κάτω στην πλατεία τον κόσμο από άκρη σε άκρη. Γινόταν χαμός. Εκείνο το βράδυ έδωσε ρεσιτάλ ο Βλάντο Τζούροβιτς, έτσι εξωστρεφής που είναι από τη φύση του ως χαρακτήρας.
Ήταν προπονητής της ομάδας όλη εκείνη την χρυσή πενταετία από το 1988 ως το 1993 και άφησε την σφραγίδα του με φοβερές πορείες και στιγμές που θα μείνουν αξέχαστες.
Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην Ελλάδα, καταλάβαμε ότι ήταν ένας προπονητής με γνώσεις αλλά και εμπειρία, έχοντας κατακτήσει πρωτάθλημα στην Ενωμένη Γιουγκοσλαβία με τη Ζάνταρ. Τα πιο σημαντικά όμως ήταν το ταπεραμέντο του, η ενέργειά του και η νοοτροπία νικητή που είχε, την οποία περνούσε και στους παίκτες.
Ο Βλάντο ήρθε το 2025 και πάλι στην Αθήνα για το τουρνουά «Ανδρέας Βαρίκας» που διοργανώνει ο Πανιώνιος και συναντηθήκαμε ξανά.
Παρά την ηλικία του, ήταν ακμαίος και γεμάτος ενέργεια, όπως ακριβώς ήταν και εκείνα τα χρόνια. Κάτσαμε μαζί του με τον Φάνη και θυμηθήκαμε τα παλιά. Χιλιάδες αναμνήσεις. Ήταν πραγματικά πολύ συγκινητικό για όλους μας.

Σεπτέμβριος 2025: Μάκης Δρελιώζης, Γιώργος Καράγκουτης, Θεόδωρος Μικρόπουλος και Κρις Χουγκάζ υποδέχονται στο γήπεδο της Γλυφάδας τον Βλάντο Τζούροβιτς / Photo by: INTIME.
Οι Γερμανοί και ο έφηβος Νοβίτσκι
Το 1993 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον Πανιώνιο. Η ομάδα άλλαξε. Έφυγε ο Τζούροβιτς, έφυγε ο Γάσπαρης κι εγώ συνέχισα στη Λάρισα, η οποία με αγόρασε. Έπαιξα εκεί τρία χρόνια και αργότερα πέρασα και από τη Νήαρ Ηστ, τα χρόνια που η ομάδα της Καισαριανής ήταν στην Α1.
Στο ενδιάμεσο, εκμεταλλευόμενος το άνοιγμα των συνόρων για κοινοτικούς παίκτες, πήγα στη Γερμανία και τη Μπαϊρόιτ. Το 1996 δεν ήταν ακόμη σύνηθες για τους Έλληνες παίκτες να φεύγουν στο εξωτερικό, αλλά, από την στιγμή που είχα την ευκαιρία, δεν ήθελα να την χάσω.
Η Γερμανία είχε ήδη εμφανιστεί στον ευρωπαϊκό μπασκετικό χάρτη με το Χρυσό του 1993, η Bundesliga ήταν από τότε ένα πολύ ανταγωνιστικό και καλά οργανωμένο Πρωτάθλημα, ενώ και σε προσωπικό επίπεδο έκανα μια πάρα πολύ καλή χρονιά.
Ζώντας τους Γερμανούς από κοντά, είδα ακριβώς αυτό. Ότι είχαν πάντα οργάνωση και μεθοδικότητα στις ομάδες τους, στην Ομοσπονδία και στη λίγκα. Ήταν το βασικό χαρακτηριστικό τους. Επίσης, είχαν πάντα τα ψηλά και δυνατά κορμιά που είναι απαραίτητα στο μπάσκετ.
Δεν είναι τυχαία λοιπόν η ανοδική πορεία που διέγραψαν σταθερά από τότε, με αποκορύφωμα τα τελευταία χρόνια και τις επιτυχίες που έχουν, φτάνοντας μέχρι και την κορυφή του κόσμου.
Και μπορεί γενικά να μην έχουν εμφανίσει σε συλλογικό επίπεδο κάποια τοπ ομάδα στην Ευρωλίγκα, αλλά το Πρωτάθλημά τους είναι πάρα πολύ δυνατό και ανταγωνιστικό, με κυριότερο το γεγονός ότι βάζουν από μικρή ηλικία τα παιδιά να παίξουν. Τους δείχνουν εμπιστοσύνη, τους προωθούν, με αποτέλεσμα να έχουν μια συνεχή παραγωγή παικτών που φτάνουν μέχρι και το ΝΒΑ.
Για να δώσω το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, την χρονιά που είμαι στην Μπαϊρότ, το 1996, έχουμε παίξει ένα φιλικό με τη Βίρζμπουργκ, ομάδα της Α2 κατηγορίας.
Εκεί είδα για πρώτη φορά αγωνιζόμενο τον Ντιρκ Νοβίτσκι, σε ηλικία 18 ετών. Ήταν πραγματικά τόσο εντυπωσιακός ο τρόπος παιχνιδιού του που είχα ρωτήσει να μάθω το όνομά του.
Είπα λοιπόν μετά το παιχνίδι στον προπονητή μου «γιατί πληρώνετε εμένα να έρθω από την Ελλάδα και δεν παίρνετε αυτό το παιδάκι;». Κι εκείνος μου απάντησε «Κρις, άσ’ τον αυτόν, αυτός είναι για ΝΒΑ». Και πραγματικά δύο χρόνια μετά έγινε ντραφτ. Η εξέλιξή του είναι γνωστή σε όλους.
Δύο χρόνια μετά έπαιξα στην Αυστρία. Ήταν πολύ οικείο για μένα, γιατί Γερμανοί και Αυστριακοί είναι δύο λαοί με πολλές ομοιότητες. Και στην Αυστρία δουλεύουν οργανωμένα και μεθοδικά, αλλά το μπάσκετ εκεί δεν είναι στις πρώτες προτιμήσεις των φιλάθλων, οι οποίοι προτιμούν το ποδόσφαιρο αλλά και τα χειμερινά σπορ.

Σεπτέμβριος 1998 – Οκτώβριος 2002: Ο Κρις Χουγκάζ με τις φανέλες των Νήαρ Ηστ και Σπόρτιγκ / Photos by: Eurokinissi (Action Images).
Η προπονητική στη ζωή μου
Μετά τα 30 μου χρόνια κι έχοντας πια κάποια προβλήματα τραυματισμών, αισθανόμουν ότι το τέλος ήταν κοντά.
Έχοντας ήδη το πτυχίο μου με ειδικότητα μπάσκετ από τα ΤΕΦΑΑ, η προπονητική ήταν στο μυαλό μου. Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να αποχωριστώ το γήπεδο, συνεπώς ήθελα να μείνω στο μπάσκετ από κάποιο άλλο πόστο.
Η κατάλληλη ιδιότητα λοιπόν ήταν αυτή του προπονητή και το ιδανικό περιβάλλον για να ξεκινήσω ο Πανιώνιος. Όπως και έγινε.
Ως ασίσταντ αρχικά το 2005 και για τα επόμενα τρία χρόνια, με καταπληκτικές σεζόν και σημαντικές επιτυχίες. Δούλεψα στο πλευρό των Μέμου Ιωάννου, Λούκα Παβίσεβιτς και την τρίτη χρονιά σ’ εκείνο των Μηνά Γκέκου αρχικά και Νέναντ Μάρκοβιτς στη συνέχεια, βγάζοντας την ομάδα στη Euroleague της επόμενης σεζόν.
Είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί ο Μηνάς Γκέκος εμπιστεύθηκε το κριτήριό μου κι έτσι φέραμε και αναδείξαμε παίκτες που ως τότε ήταν άγνωστοι στο ευρύ κοινό, όπως ο Αυστραλός Μπραντ Νιούλι, ο Λεβόν Κένταλ, ο οποίος έφτασε ως την Εθνική ομάδα του Καναδά, αλλά και Λιθουανός Αντάνας Καβαλιάουσκας, τον οποίον πήρα μαζί μου στην Καβάλα, τα επόμενα δύο χρόνια που συνέχισα και πάλι ως συνεργάτης, αρχικά του Κώστα Πιλαφίδη και στη συνέχεια του Βαγγέλη Αλεξανδρή.
Η Καβάλα είχε ανέβει στην Α1 κατηγορία και θυμάμαι μάλιστα ότι είχαμε διαλέξει ως ξένο τον Τζέιμς Νάναλι, ο οποίος ήταν τότε μόλις 22 ετών, ρούκι στην Ευρώπη, αλλά στη συνέχεια έκανε σπουδαία καριέρα, κατακτώντας ακόμα και την Ευρωλίγκα.
Μετά το 2010 εργάστηκα σε διάφορες ομάδες στην Ελλάδα και το εξωτερικό ως πρώτος προπονητής πλέον.
Η πρώτη μου εμπειρία ως χεντ κόουτς ήταν στον Ηρακλή, σε μια δύσκολη χρονιά. Πήγα τον Φλεβάρη, ξέροντας ότι η ομάδα δεν είχε πολλές πιθανότητες να σωθεί. Όμως ήθελα να κάνω το πρώτο βήμα, να πάρω το βάπτισμα του πυρός. Αισθανόμουν ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Δέθηκα με τον κόσμο αλλά και με τους ανθρώπους του συλλόγου και μάλιστα πετύχαμε δυο-τρεις πολύ σημαντικές νίκες.
Ήταν μια χρονιά στην οποία έδωσα το “στίγμα” μου ως προπονητής. Είδα την ευκαιρία και όχι τις δυσκολίες. Και σε όλη μου την καριέρα αυτό έκανα. Ποτέ δεν κοιτούσα τη δυσκολία, αλλά έβλεπα κάθε περίπτωση ως πρόκληση. Έτσι ήμουν και ως παίκτης. Μπορεί να χάναμε με έναν μόνο πόντο, αλλά, αν ήμουν μόνος μου στα 8μ., θα σούταρα και δεν θα σκεφτόμουν το δίποντο.
Το μπάσκετ είναι έτσι κι αλλιώς ένα παιχνίδι προκλήσεων και ο εύκολος δρόμος δεν ήταν ποτέ για μένα η επιλογή, ούτε ως παίκτης ούτε ως προπονητής.

Φεβρουάριος 2006: Ο Κρις Χουγκάζ στο προπονητικό επιτελείο του Πανιωνίου / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Πολίτης του κόσμου
Η πρώτη χώρα που δούλεψα εκτός Ελλάδας ήταν ο Απόλλων Λεμεσού στην Κύπρο. Φτιάξαμε ένα καλό σύνολο, παίξαμε και στην Ευρώπη και μάλιστα νικήσαμε τη Γκραβελίν, η οποία εκείνα τα χρόνια ήταν από τις καλύτερες ομάδες στη Γαλλία.
Πολύ σημαντική επιτυχία, γιατί οι κυπριακές ομάδες δεν έχουν να επιδείξουν πολλές νίκες απέναντι σε τέτοιου επιπέδου αντιπάλους. Λίγα χρόνια μετά επέστρεψα στον Απόλλωνα για μια δεύτερη θητεία.
Το 2013 πήγα στο Μεξικό. Ήρθε μια πρόταση από έναν ατζέντη με τον οποίον είχα συνεργαστεί στην Κύπρο, γιατί εκπροσωπούσε κάποιους παίκτες στον Απόλλωνα. Μου πρότεινε λοιπόν αυτή τη δουλειά.
Πέρα από το οικονομικό, ήταν μια ακόμα πρόκληση για μένα. Όπως ως παίκτης πήγαινα σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας αλλά και σε άλλες χώρες για να παίξω, το ίδιο ήθελα να κάνω και ως προπονητής.
Να ρουφήξω εικόνες και εμπειρίες, να γνωρίσω κουλτούρες και πολιτισμούς. Ένιωθα πάντα σαν ένας μπασκετικός “happy traveler”. Το γούσταρα πολύ αυτό!
Στο Μεξικό λοιπόν, στο αγωνιστικό κομμάτι, υπήρχαν πολλοί καλοί “αμερικανοθρεμένοι” παίκτες, οι οποίοι έπαιζαν με μεξικανικό διαβατήριο. Ήταν σίγουρα ένα άλλο στιλ παιχνιδιού σε σχέση με το ευρωπαϊκό, πιο ελεύθερο και αθλητικό, πιο… αμερικανικό, το οποίο τώρα όμως σιγά-σιγά έρχεται και στα μέρη μας.
Ωστόσο, έξω από το γήπεδο, ήταν τόσο πρωτόγνωρες οι συνθήκες που πραγματικά νομίζω ότι δεν θα τις ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Και από την στιγμή που γύρισα…. σώος και αβλαβής, νομίζω όλα καλά!
Η ομάδα είχε έδρα στην πόλη Βικτόρια, στα βορειοανατολικά της χώρας. Εκεί δρουν καρτέλ ανεξέλεγκτα. Είδα πράγματα που νόμιζα ότι έπαιζα στο «Narcos». Κυκλοφορούσα πάντα με έναν άνθρωπο μαζί μου, ο οποίος ήταν ο οδηγός και ο σωματοφύλακάς μου ταυτόχρονα, κι αυτό λόγω του υποκόσμου και της εγκληματικότητας.
Κάθε βράδυ γίνονταν μάχες και πολλές φορές κατέβαινε και ο στρατός για να επιβάλει την τάξη, καθώς οι συμμορίες είχαν πολύ βαρύ οπλισμό.
Κάποια στιγμή η αστυνομία είχε αποκλείσει τον δρόμο και δεν μπορούσαμε να περάσουμε, γιατί οι τοπικές Αρχές βρήκαν 12 πτώματα κρεμασμένα σε μια γέφυρα, το ένα δίπλα στο άλλο.
Παρόλ’ αυτά, οι Μεξικανοί είναι ένας καταπληκτικός λαός, πολύ φιλικός και πολύ κοντά σε μας, στο δικό μας ταπεραμέντο, και σίγουρα όλη αυτή η εικόνα “αδικεί” κατά μια έννοια και τη χώρα και τους ανθρώπους.

Ο Κρις Χουγκάζ σε προπόνηση της Κορεκαμίνος Βικτόρια στο Μεξικό / Photo by: Προσωπικό αρχείο Κρις Χουγκάζ.
Συρτάκι και χλαμύδες
Το 2015 αποδέχομαι την πρόταση της Αυστριακής Όμπερβαρτ και εκεί έμελλε να γραφτεί μια από τις πιο όμορφες σελίδες της προπονητικής μου καριέρας. Ήταν ένα πραγματικό μπασκετικό παραμύθι!
Η Όμπερβαρτ ήταν ανέκαθεν μια από τις παραδοσιακές δυνάμεις της χώρας, ωστόσο εκείνη τη σεζόν, έχοντας χαμηλώσει το μπάτζετ, ήθελε να κάνει μια επανεκκίνηση.
Είχαν ακούσει για μένα ότι είμαι προπονητής που βάζει, προωθεί και αναδεικνύει νέα παιδιά. Για άλλους αυτό μπορεί να είναι ρίσκο, για μένα είναι τρόπος ζωής.
Φτιάξαμε λοιπόν μια ομάδα με πέντε Αμερικανούς, όλοι νεαροί και πρωτοεμφανιζόμενοι στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, και οι υπόλοιποι παίκτες ήταν Αυστριακοί, επίσης νέα παιδιά, μέλη των Εθνικών Νέων και Εφήβων της χώρας.
Το τριετές πλάνο που είχαμε συμφωνήσει με τη διοίκηση προέβλεπε να σωθούμε την πρώτη χρονιά, δίνοντας εμπειρίες και χρόνο συμμετοχής στους γηγενείς παίκτες, ώστε να πατήσουν στα πόδια τους, τη δεύτερη χρονιά να πάμε πλέι οφ και την τρίτη όσο γίνεται πιο ψηλά.
Εμείς καταφέραμε την πρώτη χρονιά να πάρουμε το Νταμπλ! Σε μια πόλη 10.000 κατοίκων είχαμε ένα γήπεδο 2.000 θέσεων που ήταν συνέχεια γεμάτο. Φτάνοντας στους τελικούς των πλέι οφ και έχοντας ήδη κατακτήσει το Κύπελλο, ο κόσμος ερχόταν στο γήπεδο με ελληνικές σημαίες και αρχαιοελληνικές χλαμύδες!
Ο Τελικός Κυπέλλου είχε τηλεοπτική κάλυψη από ένα συνδρομητικό κανάλι. Την παραμονή, στην εκπομπή-προαναγγελία για το παιχνίδι, μου παίρνουν συνέντευξη και με ρωτάνε για την ξεχωριστή αυτή παρουσία του κόσμου.
Λέω λοιπόν στον έναν παρουσιαστή «αν πάρουμε το τρόπαιο, θα φορέσεις κι εσύ χλαμύδα στην αυριανή εκπομπή;». Μου απάντησε καταφατικά και πράγματι την επόμενη μέρα εμφανίστηκε ντυμένος με αρχαιοελληνική φορεσιά!
Εκείνη την χρονιά αναδείχθηκα κορυφαίος προπονητής του Πρωταθλήματος και κορυφαίος προπονητής ομαδικού αθλήματος σε όλη την Αυστρία. Την απονομή μάλιστα μου την είχε κάνει ένας θρύλος του αυστριακού ποδοσφαίρου, ο Χέρμπερτ Προχάσκα.
Την επόμενη χρονιά το μπάτζετ έμεινε το ίδιο, ωστόσο το πλάνο άλλαξε. Δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε τους ξένους παίκτες, οι οποίοι εξαργύρωσαν την υπεραξία που είχαν χτίσει την χρονιά του τίτλου, παίρνοντας μεταγραφή σε άλλες ομάδες.
Έφυγαν λοιπόν όλοι οι ξένοι, ήρθαν άλλοι, την ώρα που ήταν υποχρεωτικό να παίξουμε και στην Ευρώπη, ως Πρωταθλητές. Πράγματι, παίξαμε στο FIBA Europe Cup και περάσαμε από την κανονική περίοδο στη δεύτερη φάση της διοργάνωσης, επιτυχία που δεν είχε κάνει καμία αυστριακή ομάδα ως τότε.
Παράλληλα, φτάσαμε και στους δύο εγχώριους τελικούς, αλλά δυστυχώς χάσαμε και στους δύο. Δεν είναι εύκολο κάθε χρόνο και με καινούργια ομάδα να κάνεις το ίδιο.
Ωστόσο, σε μια διετία κατάφερα να αναδείξουμε μια φουρνιά παικτών που είτε έπαιξαν κάποια στιγμή στην Εθνική ομάδα είτε παίζουν ακόμη, όπως ο Σεμπάστιαν Κέφερλε.

Ο Κρις Χουγκάζ με το τρόπαιο του Πρωταθλητή που κατέκτησε στην Αυστρία με την Όμπερβαρτ / Photo by: Προσωπικό αρχείο Κρις Χουγκάζ.
Τσεχία, Γαλλία και Ελβετία
Τον τρίτο χρόνο δεν συνέχισα, σκεπτόμενος ότι δεν είναι εύκολο να κάνεις τρεις φορές το ίδιο θαύμα. Αποφάσισα να πάω στην Τσεχία και την USK, η οποία είναι ουσιαστικά η μετεξέλιξη της παραδοσιακής Σλάβια Πράγας, της ομάδας που έπαιξε με την ΑΕΚ στον μυθικό Τελικό του 1968.
Είχα την τύχη μάλιστα, όσο ήμουν στην ομάδα, να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «1968». Εκτός από την Αθήνα, έγινε επίσημη προβολή και στην Πράγα, όπου παρευρέθηκε και ο δημιουργός της, ο σκηνοθέτης Τάσος Μπουλμέτης. Ήμασταν όλοι καλεσμένοι, όπως και οι παίκτες της Σλάβια που είχαν παίξει σε εκείνο τον Τελικό.
Ήταν φοβερή εμπειρία και με γέμισε πολύ ξεχωριστά συναισθήματα, να κάθομαι δίπλα σε ιερά τέρατα, όπως ο Γίρι Ζίντεκ, και να τους βλέπω να βουρκώνουν, παρακολουθώντας τους εαυτούς τους στην ταινία.
Και στην USK Πράγας πήγα για τον ίδιο λόγο. Επειδή είναι πλέον γνωστό ότι δουλεύω με νέους παίκτες και αυτό θέλει να κάνει και ο συγκεκριμένος σύλλογος.
Εκεί έβαλα να παίξει σε αντρικό επίπεδο για πρώτη φορά ο 20χρονος τότε Όντρα Σέχναλ, βασικό στέλεχος εδώ και χρόνια στην Εθνική ομάδα της Τσεχίας.
Επίσης, είχα διαλέξει για ξένο στα 22 του χρόνια τον Αλεξάντερ Μάντσεν, τον Φινλανδό σέντερ, μετέπειτα παίκτη της ΑΕΚ και συμπαίκτη του γιου μου, Ρόμπερτ, στην Καρδίτσα.
Μάλιστα, του το είπε, «όταν ήμουν πιο μικρός, να ξέρεις, είχα προπονητή τον πατέρα σου».
Στα μισά της επόμενης χρονιάς επέστρεψα στην Τσεχία, στην Μπρνο αυτή τη φορά, και, παρότι η ομάδα αρχικά κινδύνευε, τελικά μπήκαμε στα πλέι οφ.

Ο Κρις Χουγκάζ ανάμεσα στον μυθικό Γίρι Ζίντεκ και τον Γίρι Ζέντνιτσεκ / Photo by: Προσωπικό αρχείο Κρις Χουγκάζ.
Τον Νοέμβριο του 2019 πηγαίνω στη Γαλλία, στην Ουνιόν Ταρμπ-Λουρντ. Ο σύλλογος προήλθε ουσιαστικά από την ένωση δύο ομάδων από δύο διπλανές πόλεις.
Η έδρα είναι στους πρόποδες των Πυρηναίων, στα σύνορα με την Ισπανία, και τότε έπαιζε στη Β’ Εθνική κατηγορία. Η πρώτη χρονιά ήταν επιτυχημένη, αφού όχι μόνο δεν κινδυνεύσαμε αλλά τελικά μπήκαμε και στα πλέι οφ ανόδου. Έμεινα εκεί συνολικά τρία χρόνια, εν μέσω κορωνοϊού.
Η θητεία μου στην Γαλλία ήταν μάθημα για μένα σε έναν τομέα που ανέκαθεν με ενδιέφερε. Στον τρόπο που δουλεύουν και στηρίζουν τους νέους παίκτες, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά από εκείνους που είχα εγώ τότε να παίζουν σήμερα ακόμα και στην Α1 της Γαλλίας.
Το 2023 έρχεται η πρόταση από την Ελβετία και τη Μοντέ. Ήταν ένα πρότζεκτ που θύμιζε πολύ σε μένα την δουλειά μου στην Όβερμπαρτ. Αν και όλοι οι παίκτες ήταν νεαροί, καταφέραμε και μπήκαμε στα πλέι οφ.
Εκεί, έφερα για πρώτη φορά στην Ευρώπη τον Αμερικανό γκαρντ, Μάικλ Φόρεστ, ο οποίος την επόμενη χρονιά πήγε στην Ιταλία για την Πιστόια και τώρα είναι στην ACB στην Ισπανία με τη Μούρθια, έχοντας κάθε χρόνο ανοδική πορεία.
Μου αρέσει πάρα πολύ το κολεγιακό Πρωτάθλημα των ΗΠΑ, το παρακολουθώ και με εξιτάρει να βρίσκω παίκτες που μπορούν να κάνουν καριέρα στην Ευρώπη.
Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Φόρεστ, ο οποίος ήρθε ως ρούκι και τώρα παίζει στο κορυφαίο Πρωτάθλημα.
Τη δεύτερη σεζόν μου στην Ελβετία, η Ομοσπονδία μπάσκετ διέκρινε τη βοήθεια και την στήριξη που δίνω σε νέους παίκτες και έτσι μου πρότειναν να αναλάβω την Εθνική Νέων της χώρας, την U20, η οποία θα συμμετείχε το καλοκαίρι του 2025 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Β’ κατηγορίας.
Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, αλλά, όντας πάντα ανοικτός στις προκλήσεις, το αποδέχθηκα. Παίξαμε στην διοργάνωση που έγινε στην Αρμενία και, παρότι πάντα η Ελβετία ήταν στις τελευταίες θέσεις, φτάσαμε στην τετράδα, έχοντας από πάνω μας παραδοσιακές δυνάμεις του ευρωπαϊκού μπάσκετ, όπως η Κροατία και η Τουρκία.

Ο Κρις Χουγκάζ σε προπόνηση της Μοντέ στην Ελβετία / Photo by: Προσωπικό αρχείο Κρις Χουγκάζ.
Η αγάπη μου για τον Πανιώνιο
Από το 2012 που έφυγα από την Ελλάδα, επιστρέφω στα πάτρια εδάφη μόνο για τον Πανιώνιο. Τη σεζόν 2014-2015 είμαι στον Απόλλωνα Λεμεσού, έχει φτάσει Φλεβάρης και είμαστε εντός στόχων, πρώτοι στο Πρωτάθλημα και στα ημιτελικά του Κυπέλλου.
Μου ζητάνε από τον Πανιώνιο να γυρίσω και να βοηθήσω, γιατί η ομάδα έχει ελάχιστες νίκες και πήγαινε για υποβιβασμό.
Πάντα, όταν με καλεί ο Πανιώνιος, για μένα είναι υποχρέωση. Με καλεί η ομάδα στην οποία μεγάλωσα και έκανα το όνομά μου.
Ήταν πολύ δύσκολο να τα καταφέρουμε, αλλά στόχος ήταν να φτιάξουμε μια ομάδα που θα παίξει στην Α2, θα πρωταγωνιστήσει και θα επιστρέψει και πάλι στη μεγάλη κατηγορία.
Τα πράγματα όμως δεν κύλησαν έτσι ακριβώς, δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενα, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι να φύγω για Αυστρία.
Το καλοκαίρι του 2018 επέστρεψα στον Πανιώνιο. Παρότι είχαμε πολύ χαμηλό μπάτζετ, αποφάσισα να δεχθώ την πρόταση του Προέδρου, του κυρίου Σταύρου Αλευρογιάννη. Με ρώτησε «μπορείς;». Του απάντησα «ναι». «Μικρούς;», ήταν η επόμενη ερώτηση. Του απάντησα ξανά καταφατικά.
Είχαμε λοιπόν τον Δίπλαρο, τον Γιώργο Καμπερίδη, πήρα τον γιο μου, τον Νίκο, ο οποίος, παρότι ήταν στην Εθνική Εφήβων εκείνο το καλοκαίρι, του ζήτησα να μην πάει σε άλλη ομάδα και να με ακολουθήσει στον Πανιώνιο, επίσης ήταν ο Δημητρακόπουλος, ο Ρουμελιώτης και ο Καμαριανός. Από ξένους, είχαμε ανάμεσα σε άλλους και τον Ντέβιον Μπέρι, ο οποίος ήταν στους κορυφαίους σκόρερ εκείνης της χρονιάς.
Ξεκινήσαμε προετοιμασία μέσα Σεπτεμβρίου, τελευταίοι από όλες τις ομάδες, και την τρίτη αγωνιστική νικήσαμε τον Άρη στην έδρα μας. Μετά αλλάζει η διοίκηση. Εκεί έφυγα. Ήταν δική μου επιλογή.
Το καλοκαίρι του 2025 ο Πανιώνιος με κάλεσε ξανά. Για άλλον ρόλο αυτή τη φορά.
Όπως ετοίμαζα την “έξοδό” μου από τα γήπεδα ως αθλητής και σκεφτόμουν την επόμενη μέρα, παίρνοντας το πτυχίο του προπονητή από τη Γυμναστική Ακαδημία, έτσι και τώρα ήθελα να προετοιμάσω και την “έξοδό” μου από την προπονητική. Είμαι 20 χρόνια στους πάγκους, αλλά δεν ήθελα να φύγω από τα γήπεδα, ήθελα να συνεχίσω σε άλλο πόστο. Πιο διοικητικό, πιο οργανωτικό.

Οκτώβριος 2025: Ο Κρις Χουγκάζ στον πάγκο του Πανιωνίου / Photo by: INTIME.
Η ιδέα αυτή ωρίμασε στο μυαλό μου, το διάστημα που ήμουν στην Ελβετία. Εκεί, για να ασχοληθείς με τον συγκεκριμένο τομέα, χρειάζονται πτυχία και γνώσεις.
Έτσι, έκανα το μεταπτυχιακό μου στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο πάνω στη Διοίκηση Αθλητισμού, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον επόμενο ρόλο.
Τελικά, η πρόταση που περίμενα ήρθε από τον Πανιώνιο. Την ομάδα που με έκανε παίκτη, μετά προπονητή και τώρα παράγοντα.
Ανέλαβα λοιπόν τη θέση του Διευθυντή της μπασκετικής σχολής του Πανιωνίου και παράλληλα είμαι τεχνικός σύμβουλος στην ανδρική ομάδα, στην ΚΑΕ. Αλλάξαμε την ονομασία και λέμε «μπασκετική σχολή» Πανιωνίου, επειδή για μένα δεν είναι ακαδημία. Είναι σχολείο, γιατί εκεί μαθαίνουμε.
Πάντα με την αρωγή και την στήριξη της ΚΑΕ, ο στόχος είναι ο Πανιώνιος να έχει και πάλι στην πρώτη ομάδα παιδιά από τις ακαδημίες του.
Η θέση του Διευθυντή στην μπασκετική σχολή του συλλόγου δεν είναι για μένα… δουλειά. Είναι ένα λειτούργημα, ένας ρόλος ιερός.
Οι καιροί απαιτούν να προσαρμοζόμαστε. Το αναπτυξιακό μπάσκετ είναι ένα ποτάμι που κυλάει και θα πρέπει να είμαστε στη ροή του. Ή θα προχωρήσεις ή το ποτάμι θα σε παρασύρει και θα πνιγείς.
Γιατί δεν αλλάζει μόνο το μπάσκετ. Αλλάζουν και τα παιδιά. Αλλιώς ήταν στα δικά μου τα χρόνια κι αλλιώς είναι τώρα τα σημερινά παιδιά.
Αλλά είναι άλλο και το άθλημα. Έχει αλλάξει η προπονητική, έχουν αλλάξει οι στόχοι των προπονητών, ακόμα και οι στόχοι των γονιών. Πρέπει λοιπόν αυτός που καλείται να οργανώσει μια μπασκετική δομή να συγχρονιστεί με όλα αυτά.
Δύο πράγματα όμως, κατά την γνώμη μου, μένουν ίδια και απαράλλαχτα. Η δουλειά που πρέπει να κάνεις στο γήπεδο και η νοοτροπία, οι αξίες που πρέπει να έχεις ως αθλητής. Αυτά τα δύο πράγματα είναι που θα στηρίξουν καριέρες και ομάδες.
Το ελληνικό μπάσκετ έχει παρελθόν, υπάρχει παρόν και σίγουρα υπάρχει και μέλλον. Και το μέλλον θα γίνει ακόμα καλύτερο, όταν δώσουμε ευκαιρίες και πιστέψουμε λίγο περισσότερο τον Έλληνα μπασκετμπολίστα.
Οι πρώτες επιτυχίες του ελληνικού μπάσκετ χτίστηκαν, σε μια εποχή που οι ξένοι ήταν ελάχιστοι και οι Έλληνες πρωταγωνιστούσαν. Αν δεν παίξεις τον ρόλο που πρέπει όλον τον χειμώνα, δεν μπορείς το καλοκαίρι με την Εθνική ομάδα να παίξεις έναν άλλον ρόλο.
Πρέπει λοιπόν να χτίζουμε πρωταγωνιστές. Έτσι θα πάμε μπροστά, γιατί το μπάσκετ είναι στο αίμα του Έλληνα. Είμαστε… παντρεμένοι με το μπάσκετ ως λαός και, όσο κι αν υπάρχουν δύσκολες στιγμές, θα έρχονται επιτυχίες, όποτε το στηρίζουμε σωστά.

Ιούνιος 2024: Ο Νίκος Χουγκάζ με τη φανέλα της Εθνικής ομάδας, λίγες εβδομάδες πριν τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι / Photo by: Eurokinissi.
Ο Νίκος και ο Ρόμπερτ
Η Νέα Σμύρνη, ο Πανιώνιος είναι το μέρος που έπαιξα μπάσκετ για πρώτη φορά ως παιδί. Εκεί έγινα προπονητής παιδιών. Εκεί ήμουν, όταν έγινα και πατέρας.
Το 2000 μπήκαν στο σπίτι μας τα δύο δίδυμα αγόρια μας, ο Νίκος και ο Ρόμπερτ. Γεννήθηκαν σε ένα σπίτι που υπήρχαν συνέχεια φόρμα προπόνησης, ρούχα και μπάλες μπάσκετ. Θα έλεγα, χαριτολογώντας, ότι γεννήθηκαν μέσα σε… μια μπασκέτα, γιατί εκτός από εμένα και η μητέρα τους, η Σόνια Δάφκου, ήταν αθλήτρια του μπάσκετ στο υψηλότερο επίπεδο.
Παρόλ’ αυτά, δεν τους σπρώξαμε εμείς αποκλειστικά στο μπάσκετ. Από μικρά παιδιά δοκίμασαν πράγματα στον αθλητισμό. Δεν μπορείς με το ζόρι να κάνεις το παιδί να κυνηγήσει πράγματα, επειδή το θέλεις εσύ.
Έκαναν κολύμπι από πολύ μικρά, από 12 μηνών, πριν καν ακόμη περπατήσουν. Ο Ρόμπερτ επίσης έχει ασχοληθεί με το ταεκβοντό και το ποδόσφαιρο. Ο Νίκος μετά το κολύμπι από πέντε ετών αφοσιώθηκε στο μπάσκετ.
Από ‘κει και μετά, τίποτα δεν έρχεται χωρίς θυσίες. Από τη Νέα Μάκρη που μένουμε πήγαιναν κάθε μέρα, τις περισσότερες φορές με τη μητέρα τους και λιγότερες με εμένα λόγω υποχρεώσεων, στη Νέα Σμύρνη και τον Πανιώνιο ή αργότερα στο Περιστέρι για το εφηβικό. Ατελείωτες ώρες στο αυτοκίνητο και πολλά-πολλά χιλιόμετρα.
Το αμάξι που χρησιμοποιούσαμε υπάρχει ακόμη, έχει πάνω από 500.000 χιλιόμετρα!
Όλα αυτά τα χρόνια που κάνουν την προσπάθειά τους, στέκομαι στο πλευρό τους, ως πατέρας τις δύσκολες στιγμές και ως προπονητής, όποτε ζητούν τη συμβουλή μου. Θεωρώ ότι, όποτε μου το ζητήσουν, είμαι ίσως λίγο περισσότερο αυστηρός απ’ ό,τι πρέπει.
Είμαι όμως πολύ χαρούμενος για την πορεία τους, όπως όλοι οι γονείς, αλλά είμαι και συνειδητοποιημένος ότι το γήπεδο σού επιστρέφει ό,τι του δίνεις. Όταν δουλεύεις πολύ και είσαι προσγειωμένος, θα πας καλά. Εγώ θέλω μόνο να είναι υγιείς, να το χαίρονται και να έχουν πάντα το μυαλό μέσα στο κεφάλι τους.

Ο Κρις Χουγκάζ / Photo by: Eurokinissi.
Ο Κρις Χουγκάζ είναι προπονητής μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκος Λινάρδος: Φάνης, Μπέμπης Για Μία Ζωή
Κούλης Τσίχλας: Ο ασύλληπτος Φάνης… σταματούσε το μυαλό σου!

