«Να είμαστε ειλικρινείς… Από ένα σημείο και μετά πίστευα ότι ο γιος μου δεν την “έβρισκε”.
Δεν με ενοχλούσε, βέβαια, γιατί ήξερα ότι αθλείται. Έπαιζε και μπάσκετ και κρίκετ και μπέιζμπολ και ράγκμπι. Αλλά στο ποδόσφαιρο δεν το είχε.
Εμείς από την Τοσκάνη είμαστε ειλικρινείς σε βαθμό παρεξήγησης. Όταν μου ανακοίνωσε ότι θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής, τον κάθισα κάτω και τον ρώτησα:
“Παιδί μου είσαι σίγουρος ότι θες να παίξεις επαγγελματικά ποδόσφαιρο; Εδώ στην Αυστραλία είναι πολύ πιο εύκολο, στην Ιταλία παίζουν αλλιώς. Κάτσε εδώ στο club Marconi που προπονώ εγώ και το βλέπουμε αργότερα. Πού πας να μπλέξεις;“.
Αλλά έτσι ξεροκέφαλος που ήτανε μια ζωή, αποφάσισε στα 16 να επιστρέψει στην Ιταλία, να μείνει με τους παππούδες του και να παίξει μπάλα.
Δεν τον είχα πάρει στα σοβαρά μέχρι που ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού και η γυναίκα μου, η Ναταλί, μου είπε ότι με ζητάει ο Κρίστιαν.
“Μπαμπά, τα είδες τα γκολ;“, με ρώτησε. Ήξερα ότι είχε σκοράρει τρία γκολ σε ένα παιχνίδι κυπέλλου ΟΥΕΦΑ με μια ελληνική ομάδα, τον ΠΑΟΚ. Ήταν στην Ατλέτικο Μαδρίτης τότε και το παιχνίδι το έδειχνε σε μαγνητοσκόπηση.
«Θέλω να ξενυχτήσεις και να δεις μόνο το ένα γκολ. Μόνο αυτό το ένα αρκεί για να καταλάβεις ότι έκανες λάθος μαζί μου».
Πράγματι, ξενύχτησα για να δω το παιχνίδι και, όταν είδα το γκολ του Μπόμπο, τρελάθηκα.
Είχε ακολουθήσει μια χαμένη μπαλιά, είχε κλέψει τη μπάλα από τον τερματοφύλακα και είχε σκοράρει από μια απίθανη γωνία. Ήταν ένα απίστευτο γκολ, δεν είχα ξαναδεί κάτι ανάλογο σε όλη μου την καριέρα.
Τον πήρα τηλέφωνο το επόμενο πρωινό και του είπα ότι είμαι πολύ περήφανος που διαψεύστηκα και ότι πλέον ήμουν βέβαιος πως θα γίνει ένας από τους καλύτερους Ιταλούς επιθετικούς όλων των εποχών. Και έγινε».
Την παραπάνω ιστορία την έχει διηγηθεί ο Ρομπέρτο Βιέρι, ένας ξεχασμένος εμιγκρές βετεράνος ποδοσφαιριστής και προπονητής από τα βάθη της δεκαετίας του ’60.
Ο «Μπομπ», όπως τον φώναζαν στην Αυστραλία, όπου μετοίκησε το 1977 για να παίξει ποδόσφαιρο στο Σύδνεϋ, είναι ο πατέρας μιας μοναδικής προσωπικότητας του ιταλικού και ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, του Κρίστιαν Βιέρι.
Δεν είναι μια απλή περίπτωση ποδοσφαιριστή και πρωτίστως ανθρώπου ο Κρίστιαν Βιέρι. Ανέκαθεν στη ζωή του και την καριέρα του προσπαθούσε να γκρεμίσει ολόκληρους τοίχους αμφισβήτησης. Το έκανε και εξακολουθεί να το κάνει με απίθανα άνετο και cool τρόπο, με χιούμορ και μια ανεπαίσθητη άγνοια κινδύνου.
Πράγματι, επέστρεψε ένα ωραίο πρωί από το Σύδνεϋ και γράφτηκε μόνος του στην τοπική ομάδα της γενέτειρας του πατέρα του, σε κάποια Σάντα Λουτσία του Πράτο, βάζοντας στοίχημα με τον παππού του ότι θα βάλει τόσα γκολ που θα πάρει αμέσως μεταγραφή για μεγαλύτερη ομάδα.
Ο παππούς Έντσο έκανε το χατίρι του εγγονού και του έβαλε τη μεγάλη πρόκληση: πέντε χιλιάδες λιρέτες για κάθε γκολ. Στο ντεμπούτο του στην εφηβική ομάδα της Σάντα Λουτσία, ο Μπόμπο έκανε καρέ.
Είκοσι χιλιάδες λίρες, «το πρώτο μου μπόνους επίτευξης στόχων», όπως θυμάται γελώντας μέχρι σήμερα.
Ο Μπόμπο σκόραρε με τέτοια συχνότητα και με τέτοιο πάθος που ο παππούς αναγκάστηκε να μειώσει το χαρτζιλίκι στις χίλιες λιρέτες.
Ο Μπόμπο τα μάζεψε και στο τέλος της σεζόν του τα επέστρεψε όλα πίσω. Τον λάτρευε τον Έντσο κι ο παππούς ήταν ο πρώτος που πίστεψε στον Κρίστιαν.
Ο προπονητής του, Λουτσιάνο Ντιαμάντι, χρειάστηκε ελάχιστους μήνες για να ειδοποιήσει τους υπεύθυνους της μεγάλης ομάδας της πόλης του Πράτο. Δεν γινόταν αλλιώς, το πράγμα φώναζε από μόνο του.
Ο Βιέρι από τα 16 του χρόνια είχε τεράστια φυσική δύναμη, ταχεία εξέλιξη και εξαιρετική αποτελεσματικότητα στο ψηλό παιχνίδι.
Παρά τη σωματική του διάπλαση, διέθετε την ικανότητα να κινείται με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε να κερδίζει την πλεονεκτική θέση από τον αμυντικό που ήταν επάνω του.
Ο συγκεκριμένος «οπορτουνισμός», δείγμα σαφούς οξυδέρκειας και συνήθως προνόμιο πολύ πιο ελαφριών φορ, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες ιδιότητές του στη μεγάλη περιοχή και σε συνδυασμό με το πλεονέκτημα που του προσέδιδε το γεγονός ότι είναι αριστεροπόδαρος, τον κατέστησε έναν από τους πιο επικίνδυνους επιθετικούς όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Ψηλός, δυνατός, καλός με το κεφάλι, επικίνδυνος και μέσα και έξω από το κουτί, αφού διέθετε και αξιοσημείωτα δυνατό σουτ, κατόρθωσε να διατηρήσει ασύλληπτα υψηλούς μέσους όρους ευστοχίας σε όποιο πρωτάθλημα κι αν αγωνίστηκε.
Με τα χρόνια βελτίωσε κι άλλους τομείς στο παιχνίδι του, έγινε ομαδικότερος, καλύτερος πασέρ, έμαθε να παίζει και στο χώρο. Έγινε με λίγα λόγια ένας ολοκληρωμένος κεντρικός φορ.
Πιο πολύ λόγω του ατσούμπαλου στυλ του, της πρωτόγονης τεχνικής του και του χαρακτήρα/συμπεριφοράς του, άργησε να εκτιμηθεί απόλυτα από τους μη επαΐοντες. Κατά καιρούς γεννήθηκαν διάφορα ερωτηματικά σχετικά με το κατά πόσον μπορούσε να διαπρέψει στο πολύ υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού, αλλά ο Μπόμπο πάντοτε τα κατάφερνε.
Έχω την αίσθηση ότι εάν δεν είχε εκείνη τη μυϊκή ευπάθεια και δεν ταλαιπωρείτο από σχετικά συχνούς τραυματισμούς λόγω της… έμφυτης ροπής στις γλυκιές καταστροφές, σήμερα θα συγκαταλέγετο στη λίστα με τα ιερά τέρατα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Θύμιζε πολύ τον σπουδαίο σκόρερ του παρελθόντος Τζίτζι Ρίβα, με το ανεπιτήδευτα εκλεπτυσμένο στυλ του, ο μύθος του ωστόσο πιο πολύ συνδέθηκε παικτικά με τον μεγάλο Ρομπέρτο Μπονινσένια, ο οποίος επίσης ξεκίνησε από το Πράτο και υπήρξε ο ορισμός του «οπορτουνιστή» πολιορκητή φορ.
Η ειδοποιός διαφορά του Βιέρι από τις δόξες του παρελθόντος, ήταν η τεράστια θέληση για προπόνηση, το απείρως πιο επαγγελματικό και εκμοντερνισμένο ποδοσφαιρικό περιβάλλον και βέβαια ο χαρακτήρας. Αυτός ο χαρακτήρας που όμοιό του δεν ξαναβρίσκει κανείς και πουθενά στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ο Μπόμπο απολάμβανε το παιχνίδι, ακριβώς όπως απολάμβανε τη ζωή του. Χιούμορ, πάθος, λάθη, ακροβασίες και «λεκέδες» που δίχως αυτούς δεν θα ήταν ο ίδιος ούτε σαν ποδοσφαιριστής, ούτε σαν άντρας.
Αναφέρθηκε ήδη ότι λάτρευε την προπόνηση, λίγοι ωστόσο γνωρίζουν τους λόγους ή τουλάχιστον το κίνητρό του, όπως με απόλυτη φυσικότητα έχει διηγηθεί ο ίδιος στη best seller αυτοβιογραφία του:
«Μια μέρα έφυγα από τους τελευταίους από την Pinetina (σ.σ. η περιοχή που βρίσκεται το προπονητικό κέντρο της Ίντερ, το Appiano Gentile) μπήκα στο αυτοκίνητο και διακόσια μέτρα πιο κάτω παρατήρησα ένα άτσαλα παρκαρισμένο αυτοκίνητο στο πεζοδρόμιο.
Ασυναίσθητα κόβω ταχύτητα, γυρίζω το κεφάλι και βλέπω στη θέση του οδηγού μια πολύ όμορφη μελαχρινή. Δεν έχω καταλάβει αν έχει “μείνει” με το αυτοκίνητο και χρειάζεται βοήθεια, αλλά πριν προλάβω να ρωτήσω το οτιδήποτε, παρατηρώ ότι κατεβάζει το παράθυρο και μου απευθύνεται με τρομερή αυτοπεποίθηση.
“Είμαι μεγάλη fan σου, αν με ακολουθήσεις έχω ένα δωράκι για σένα”.
Είναι αδιανόητο ότι γέλασα και την ακολούθησα, θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη, να μου έχουν στήσει καρτέρι διάφοροι κακοποιοί. Ήμουν ο εκατομμυριούχος Κρίστιαν Βιέρι, ο βασικός φορ της Ίντερ και κατά καιρούς είχα διάφορα προβλήματα με διάφορους περίεργους τύπους. Σημασία έχει ότι σαγηνεύτηκα από το χαμόγελό της και την ακολούθησα.
Σταμάτησε σε μια μικρή ερημική πλατεία στη μέση του πουθενά, σήκωσε χειρόφρενο, βγήκε από το αυτοκίνητο και μπήκε στο δικό μου. Δεν έχω προλάβει να πω κουβέντα, αλλά κάθε άντρας μπορεί να φανταστεί τι επακολούθησε.
Αφού τελείωσε, μου κλείνει το μάτι και μου λέει “τα λέμε αύριο”. Χαμογελάω, δεν μπορώ να εξηγήσω στον εαυτό μου αυτό που έζησα, αλλά την επόμενη μέρα, πριν την προπόνηση, την ψάχνω ξανά. Είναι παρκαρισμένη στο ίδιο σημείο, γίνεται η ίδια στιχομυθία, το ίδιο θεσπέσιο σκηνικό.
Επί έξι χρόνια, πριν από κάθε προπόνηση το ίδιο σκηνικό! Πώς να μην πηγαίνω χαμογελαστός στην προπόνηση; Πώς να μην είμαι χαλαρός και ευδιάθετος; Δεν το ήξερε κανείς, ούτε οι συμπαίκτες μου. Μπορείτε να μαντέψετε τώρα πού έβρισκα κάθε πρωί την όρεξη να σηκωθώ και να πάω στην προπόνηση. Έτσι δεν είναι;»
Ο Κρίστιαν Βιέρι είναι ακριβώς αυτό που διαβάσατε, ένας απίστευτος τύπος που συμπεριφερόταν με απόλυτη άγνοια κινδύνου και βασίζοντας τα πάντα σε μια τυχαιότητα, κέρδιζε ό,τι πιο τρελό σκαρφιζόταν ανθρώπινος νους.
Παθολογικός γυναικάς, απίστευτα σπάταλος, μυθικός ξενύχτης, αλλά με έναν μαγικό τρόπο όλα τα ξεπερνούσε. Και εντός και εκτός γηπέδου. Είναι ένας υπέροχος τύπος, ο οποίος από 17 χρονών έβρισκε διάφορους τρόπους σαν κινηματογραφικός «κατεργάρης» να του συμβαίνουν απίθανα πράγματα.
Ο αστικός μύθος λέει ότι για να μεταγραφεί από την Πράτο στη δεύτερη ομάδα της Τορίνο, έπεισε (!) τον τότε πρόεδρο των granata να αγοράσει και το γιο (!) του ιδιοκτήτη της Πράτο σαν αναπληρωματικό τερματοφύλακα.
Λεπτομέρεια που ομορφαίνει την ιστορία, ότι ο γιος του προέδρου, ο θρυλικός Πάολο Τοκαφόντι δεν είχε ξαναπαίξει στα σοβαρά τερματοφύλακας.
Το εκπληκτικό της υπόθεσης είναι ότι με πρωτοβουλία του Βιέρι, ο Πάολο όντως έμαθε τη θέση, έκανε μια ασήμαντη καριέρα σαν αναπληρωματικός τερματοφύλακας και μετέπειτα κληρονόμησε την Πράτο από τον πατέρα του αναλαμβάνοντας με τη σειρά του χρέη προέδρου της ομάδας.
Και ενόσω ο Τοκαφόντι πρόβαρε γάντια, ο Βιέρι είχε πείσει ήδη τον Εμιλιάνο Μοντόνικο να του εμπιστευτεί θέση βασικού στα 18 του χρόνια.
Με τις εμφανίσεις του προσελκύει το ενδιαφέρον της Πίζα, μένει έναν χρόνο και μετακομίζει στη Ραβένα, όπου επίσης μένει μόλις μια σεζόν και ξαναμετακομίζει στη Βενέτσια.
Λάτρευε να γνωρίζει νέους τόπους, να ανακαλύπτει καινούριες προκλήσεις, καινούρια κορίτσια, διαφορετικούς συμπαίκτες.
Με τη μεταγραφή του στη νεοφώτιστη στη serie A, Αταλάντα το 1995, έχει το εκπληκτικό ρεκόρ της αλλαγής πέντε ομάδων σε πέντε σεζόν. Ως πρωτοεμφανιζόμενος. Όχι επειδή δεν έβρισκε χώρο ή δεν τον ήθελαν, αλλά εξ αιτίας της διαρκούς βελτίωσης και της άκρατης επιθυμίας του να αλλάζει περιβάλλον.
Όταν η νικήτρια του Champions League Γιουβέντους του Ανιέλι, του Λίπι, του Ζιντάν και του Ντελ Πιέρο δαπάνησε 7,3 δισεκατ. λιρέτες το 1996 για να τον αποκτήσει, οι ειδικοί έκαναν λόγο για τον επόμενο φάρο της επίθεσης της μεγάλης Κυρίας.
Με τον Βιέρι όμως κανένας δεν ήταν σε θέση να προβλέψει το οτιδήποτε.
Παρότι τυπικότατος στις προπονήσεις, διαρκώς βελτιούμενος και έχων τρομερή χημεία και με τον παρτενέρ του Αλέν Μπόκσιτς και με τους τρομερούς χαφ των bianconeri, ο Μπόμπο δεν άντεχε το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του Μαρτσέλο Λίπι.
Αδιαφόρησε για το γεγονός ότι ήταν στέλεχος της κατόχου του Champions League, ότι είχε κατακτήσει Διηπειρωτικό και ευρωπαϊκό super cup ως ενεργό μέλος της καλύτερης ομάδας της Ευρώπης και στις 12 Ιανουαρίου του 1997 πλακώθηκε στις μπουνιές με τον Λίπι στο ημίχρονο του αγώνα πρωταθλήματος με την Αταλάντα.
Η Γιουβέντους ήταν και είναι ένας σύλλογος με τρομερά στεγανά, οτιδήποτε γίνεται στα αποδυτήριά της, οι υπεύθυνοι και οι διοικούντες φροντίζουν να παραμείνει εκεί.
Μετά το ματς, ο Λίπι υποβάθμισε το γεγονός στη συνέντευξη Τύπου. Ο Μπόμπο στήθηκε μπροστά στις κάμερες και δήλωσε απολύτως φυσικά ότι «ευτυχώς μας χώρισαν οι συμπαίκτες μου». Και δευτερόλεπτα μετά πρόσθεσε «δεν πειράζει, όμως, είναι η σπίθα που μας έκανε να γνωριστούμε καλύτερα».
Με πρωτοβουλία του Ανιέλι οι δυο συνθηκολόγησαν και βρέθηκε ένα modus vivendi, αλλά μετά την οδυνηρή ήττα από τη Μπορούσια Ντόρτμουντ στον τελικό του Champions League (όπου ο Μπόμπο ξεκίνησε βασικός), ο Βιέρι δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του στο Τορίνο για δεύτερη σεζόν.
Όταν παρουσιάστηκε από την Ατλέτικο Μαδρίτης, η οποία σημειωτέον δαπάνησε 34 δισεκατ. λιρέτες για να τον αποκτήσει, δήλωσε ότι η μεταγραφή του στο Vicente Calderòn, ήταν το πιο σωστό πράγμα που έχει κάνει από τότε που ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο.
Από τον εστέτ και ευγενή Avvocato, βρέθηκε στην αγκαλιά του ημίτρελου Χέσους Χιλ και μετά τον Ζινεντίν Ζιντάν, δεχόταν ασίστ από τον Ζουνίνιο.
Μέχρι εκείνο το γκολ στον Μιχόπουλο που ανάγκασε τον πατέρα του να αναθεωρήσει, δεν είχε κάνει αισθητή την παρουσία του στους rojiblancos. Από εκείνο το αριστούργημα κι έπειτα, έγινε τραγούδι στο στόμα των οπαδών της Ατλέτικο.
Ο Βιέρι έκλεισε τη σεζόν με 24 γκολ σε 24 αγώνες. Πρώτος σκόρερ στη Liga, o πρώτος και ο μοναδικός μέχρι σήμερα Ιταλός που έχει στη συλλογή του το Trofeo Pichichi, ένα βραβείο που έχουν κερδίσει ορισμένοι από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές από καταβολής του αθλήματος.
Παρά το γεγονός ότι στη Μαδρίτη περνούσε υπέροχα, έλειπε από τον προσωπικό χάρτη του η πρωτεύουσα της πατρίδας του, η Ρώμη. Ο Σέρτζιο Κρανιότι χρειάστηκε να πληρώσει 55 δισεκατ. λιρέτες στον Χιλ για να κάμψει τις αντιρρήσεις του. Ο Μπόμπο φόρεσε τα γαλάζια της Λάτσιο.
Είναι 26 χρονών, στην ηλικία της εκτόξευσης, αλλά τη στιγμή που είναι έτοιμος να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο, τραυματίζεται στο γόνατο.
Μένει τρεις επίπονους μήνες μακριά από τους αγωνιστικούς χώρους. Δεν πτοείται, επιστρέφει πιο δυνατός, πιο πεινασμένος, πιο ώριμος.
Η Λάτσιο χάνει τον τίτλο στο νήμα, «περιορίζεται» στην κατάκτηση του τελευταίου Kυπέλλου Kυπελλούχων Ευρώπης στον τελικό εναντίον της Μαγιόρκα στο Μπέρμιγχαμ.
Τη στιγμή που δηλώνει στην κάμερα της RAI ότι η Λάτσιο είναι ο πιο όμορφος σταθμός στην καριέρα του, ο Μάσιμο Μοράτι έχει τηλεφωνήσει στον Κρανιότι κάνοντας μια προσφορά που ο Mr. Cirio ήταν αδύνατον να αρνηθεί: 90 δισεκατομμύρια και ο Ντιέγκο Σιμεόνε με ελευθέρας. Ασύλληπτη προσφορά.
Η Ίντερ, το «νεκτροταφείο» των αστέρων όπως την αποκαλούσαν τότε στην Ιταλία, γίνεται το απάνεμο λιμάνι του Μπόμπο, η ομάδα που συνδέεται όσο καμία άλλη μαζί του.
Ο άνθρωπος που μέχρι το 1999 δεν αντέχει δεύτερη σεζόν στην ίδια ομάδα, παραμένει έξι συναπτά έτη σε μια από τις προβληματικότερες αλλά και εντυπωσιακότερες ομάδες της ιστορίας του campionato.
Το Μιλάνο λατρεύει τον Βιέρι, ο Μπόμπο ερωτεύεται το Μιλάνο.
Εφημερίδες και περιοδικά βοούν για την κάκιστη εξωγηπεδική του ζωή, τα ιταλικά «μεσημερινάδικα» ανοίγουν σαμπάνιες με τις παρασπονδίες του, τους έρωτες, τους καυγάδες, τα επιχειρηματικά του ανοίγματα.
Ο Βιέρι είναι ό,τι πιο hot κυκλοφορεί σε μια πόλη μουντή, γκρίζα, αλλά γεμάτη ένοχες και αμαρτωλές απολαύσεις. Η σχέση του με την Ελιζαμπέτα Κανάλις, τη Μελίσα Σάτα, είναι η νούμερο ένα είδηση στα στέκια.
Αναλαμβάνει το ρόλο «αμφιτρύωνα» του Ρονάλντο, τον μυεί στα νυχτερινά μαγαζιά του Μιλάνο, νομίζει ότι ο Βραζιλιάνος έχει τη δική του τρέλα, τη δική του αυτοπειθαρχία και μπορεί να διακρίνει το όριο.
«Βγαίναμε το βράδυ, γυρνούσαμε τρία, τέσσερα, πέντε μαγαζιά, κάναμε σεξ, πίναμε, ξενυχτούσαμε ασύστολα. Ξημέρωνε, επέστρεφα σπίτι, έκανα ένα ντους και έφευγα για προπόνηση. Ο Ρόνι δυστυχώς δεν το σήκωνε το ξενύχτι και αντί για προπόνηση έτρωγε κρουασάν και έπινε καπουτσίνο το μεσημέρι στη Galleria.
Μετά από χρόνια βέβαια κατάλαβα ότι καταπόνησα αφάνταστα τον εαυτό μου με τη ζωή που έκανα, αλλά να σας πω κάτι; Και να γυρνούσε πίσω ο χρόνος, θα έκανα ακριβώς τα ίδια, γιατί ήταν απίθανα γαμώτο!»
Δεν είπε ψέματα ο Μπόμπο. Όλα τα έκανε, όλα τα δοκίμασε, όλα τα τέντωσε. Και ποδοσφαιρικά όμως έκανε το ίδιο.
Σκόραρε 103 γκολ σε 144 συμμετοχές. Ήταν μέλος της «καταραμένης» ομάδας του Κούπερ που έχασε τον τίτλο την αποφράδα μέρα που ακούστηκε το κρακ στο γόνατο του Ρονάλντο στο Olimpico.
Σε μια ομάδα με τρομερούς ποδοσφαιριστές, με πολύ αξιόλογους προπονητές, με συμπαίκτες παγκόσμιας κλάσης, ο Βιέρι κατέκτησε ένα κύπελλο Ιταλίας. Τίποτε άλλο.
Άδικο και για εκείνες τις ομάδες που είχε (χρυσο)πληρώσει ο Μάσιμο Μοράτι, αλλά και για τον ίδιο τον Βιέρι που στα καλύτερα χρόνια της καριέρας του δεν κατέκτησε κάποιο σημαντικό τρόπαιο, πολλώ δε το πολυπόθητο scudetto.
H Ίντερ γυρίζει σελίδα, ο Ρομπέρτο Μαντσίνι συναινεί στην απόφαση της διοίκησης να μην του ανανεώσει το συμβόλαιο.
Είναι 32, με πονεμένα γόνατα, πόνους στη μέση, κάκιστη διαχείριση του εαυτού του, αλλά έχει τεράστια δίψα να συνεχίσει.
Αγνοώντας την υστεροφημία του, επιλέγει να υπογράψει στη Μίλαν.
Είναι τόσο αιθεροβάμων που πιστεύει ότι θα εκτοπίσει έναν εκ των Σεβτσένκο και Τζιλαρντίνο στον πάγκο για να παίζει βασικός. Ασφαλώς κάνει λάθος.
Δεν αντέχει στη Μίλαν, θέλει να παίζει πνίγεται. Βρίσκεται μια προσωρινή λύση και πάει δανεικός στο Μονακό. «Πήγα για τη ζωάρα», λέει σε ελεύθερη μετάφραση.
Ακόμα ένας σοβαρός τραυματισμός, το σώμα του έχει αρχίσει να διαμαρτύρεται πιο έντονα από ποτέ. Χάνει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, το Άγιο Δισκοπότηρο των Ιταλών.
Δεν είναι βέβαιο ότι θα τον επέλεγε στην τελική λίστα ο Μαρσέλο Λίπι, γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι ότι και ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο και ο Φραντσέσκο Τότι και ο Αντρέα Πίρλο και όλες οι «παλιοσειρές» τον ήθελαν στη Γερμανία.
Όχι μόνο επειδή μπορούσε να βοηθήσει σκοράροντας ή δίνοντας ανάσες στην επίθεση, πάνω απ’ όλα επειδή είναι ένας ωραίος τύπος που γνωρίζει πως να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής.
Με την Εθνική ομάδα η σχέση ήταν πάντοτε σύνθετη. Μια μίξη αγάπης, αδιαφορίας και θυμού. Άλλες φορές η ομάδα δεν μπορούσε, άλλες εκείνος, κάποιες συνέβαιναν απίθανα πράγματα.
Το δραματικό δοκάρι του Ντι Μπιάτζο στο πέναλτι με τους Γάλλους στο Μουντιάλ του ’98, η ισοφάριση (ξανά) των Γάλλων και το χρυσό γκολ του Τρεζεγκέ στην παράταση στο Euro του 2000, η διαιτησία του Μπάιρον Μορένο από το Εκουαδόρ στο νοκ άουτ παιχνίδι με την Κορέα στο Μουντιάλ του 2002 που έχει λάβει μυθικές διαστάσεις στην Ιταλία.
Άπειρα περιστατικά σχεδόν σε όλα τα τουρνουά.
Ο Βιέρι ως μέλος εκείνης της ομάδας και στα ντουζένια του, ήξερε ότι οι ευκαιρίες στο μέλλον θα είναι ελάχιστες.
Στο «δικό μας» Euro2004, o αποκλεισμός των Azzurri από τη φάση των ομίλων αφήνει στο διηνεκές ένα θρυλικό ξέσπασμα στους δημοσιογράφους: «Είμαι περισσότερο άντρας απ’ όλους εσάς μαζί».
Δεν του αντιμίλησε κανείς, παρά το γεγονός ότι τον είχαν κατηγορήσει ακόμα και ευθέως πως έπαιξε μπουνιές με τον Μπουφόν στα αποδυτήρια.
Ο Μπόμπο τελούσε εν αμύνει. Είχε ήδη πιεστεί ψυχολογικά από την ιστορία των παράνομων παρακολουθήσεων που είχε συγκλονίσει την Ιταλία και το ποδόσφαιρό της, δεν μπορούσε να εξηγήσει για ποιον λόγο παρακολουθείτο από την ίδια του την ομάδα το κινητό του.
Προσέφυγε στη δικαιοσύνη, δικαιώθηκε πρωτόδικα, του επιδικάστηκε αποζημίωση 1 εκατ. ευρώ συνολικά από Ίντερ και Telecom, αλλά στο εφετείο η απόφαση ανετράπη και υποχρεώθηκε να αποζημιώσει ο ίδιος τις εταιρείες, καταβάλλοντας και τα δικαστικά έξοδα.
Το όνομά του παίζει και στα «στημένα».
Το καθάρισε το 2015 όταν και η υπόθεσή του μπήκε στο αρχείο, αλλά εκείνη την εποχή η πίεση και το ψυχολογικό βάρος ήταν ασήκωτα.
Στο campionato της μετά-calciopolis εποχής, δεν είναι σίγουρο ότι έχει χώρο.
Παρά το γεγονός ότι η χώρα διάγει ποδοσφαιρικά τη νιρβάνα της με την κατάκτηση του Μουντιάλ από τη Squadra Azzurra, ο Βιέρι έχει γίνει κάτι σαν «ξοφλημένος πρώην με υπόνοιες ότι πουλάει παιχνίδια». Είδηση γίνονται οι διακοπές του με τις φιλενάδες του, το σπίτι του στη Formentera, τα ρούχα, το attitude, τα αυτοκίνητα, οι γκρίζες ζώνες από την εμπλοκή του στα σκάνδαλα.
Δεν βοηθάει και ο ίδιος τον εαυτό του, αφού ενώ η Σαμπντόρια του προσφέρει την ευκαιρία και ένα καλό συμβόλαιο, αντί να παραστεί στην επίσημη «πρώτη», κάνει διακοπές με την Μελίσα στη Formentera. Εξοργισμένος ο τότε πρόεδρος, Ρικάρντο Γκαρόνε, του λύνει το συμβόλαιο.
Ο Μπόμπο είναι 33 και μοιάζει 43, είναι όμως πάντα ο Βιέρι.
Στη θαλπωρή του γνώριμου περιβάλλοντος του Bergamo και στην τότε μικρομεσαία Αταλάντα βρίσκει μερικές φιάλες οξυγόνου για να παρατείνει τη ζωή του με φανέλα και σορτσάκι στο χορτάρι.
Κερδίζει με το σπαθί του ένα τελευταίο παράσημο, το έντονο ενδιαφέρον Φιορεντίνα. Θα έπρεπε να ευχαριστήσει και να παραμείνει στην Αταλάντα. Δεν το έκανε γιατί είναι ο Μπόμπο.
Έκανε καλή σεζόν στους viola, σε αρκετά ματς θύμισε τον παλιό Βιέρι, τα χρόνια όμως είχαν περάσει και το καταπονημένο κορμί δεν υπάκουε πάντα.
Διορθώνει το λάθος με το λάθος να επιστρέψει στην Αταλάντα που παράτησε. Οι οπαδοί δεν του το συγχωρούν, προλαβαίνει να γράψει εννέα συμμετοχές με δυο γκολ πριν κλατάρει από τους τραυματισμούς.
Πλέον κάνει τηλεόραση, συμμετέχει σε τηλεπαιχνίδια, παίζει -επαγγελματικά- πόκερ, είναι πιο πολύ «περσόνα». Είναι 36, στο μυαλό του 25, το σώμα του 50. Πονάει τόσο που αναγκάζεται να περνά το μισό χρόνο στο Μαϊάμι λόγω κλίματος για να τον αφήσουν οι πόνοι. Παίζει ποδοβόλεϊ, χαζοδουλεύει σε κάποιες ακαδημίες, λειτουργεί σε ρυθμούς συνταξιούχου.
Αποδέχεται αναίτια μια πρόταση της Μποταφόγκο για να επιστρέψει στην ενεργό δράση, δεν εμφανίζεται ποτέ για να περάσει τις ιατρικές εξετάσεις.
Δεν άντεχε να πάρει το ρίσκο, ευτυχώς τον έπεισαν ότι δεν έπρεπε να σταματήσει σαν «σακάτης».
Πρωταπριλιά του 2009 ανακοινώνει ότι σταματάει το ποδόσφαιρο. Δεν επέλεξε τυχαία ημερομηνία. Ακόμα και τότε χαμογελάει. Ίσως και με λίγη πίκρα. Δεν πήρε όσα άξιζε, δεν έδωσε όσα μπορούσε.
Αμφίδρομη σχέση, δύσκολη με σκαμπανεβάσματα.
Στο Μιλάνο είναι ακόμα «θρύλος» στο γυναικείο πληθυσμό. Του έχουν αποδοθεί χιλιάδες σχέσεις, οι περισσότερες είναι αληθινές, άλλες τις αρνείται είτε για να προστατεύσει τις παρτενέρ είτε επειδή ήταν αποκύημα της φαντασίας των «κίτρινων» εκπομπών και εντύπων.
Παντρεύτηκε την κατά δεκαεπτά χρόνια νεότερή του Κοστάντσα Καράτσολο, μοντέλο και στάρλετ της ιταλικής τηλεόρασης. Του χάρισε δυο κόρες, το αποδέχθηκε γελώντας. «Ο θεός τιμωρεί», λέει σε ένα από τα διάσημα late night shows της ιταλικής τηλεόρασης.
Δεν υπάρχει επίλογος, δεν μπαίνει σε σειρά τίποτα απ’ όσα έκανε.
Το νόμισμα έχει δυο όψεις, ποδοσφαιρικά ήταν ένας οδοστρωτήρας, ένα σπάνιο ακατέργαστο διαμάντι που με το πείσμα, το ταλέντο του και τα φυσικά του προσόντα, έλαμψε εκθαμβωτικά.
Θα θέλαμε να είναι ο κολλητός μας, θα θέλαμε μια νύχτα να εξομολογηθεί μόνο τα μισά απ’ όσα έζησε και δεν τόλμησε ποτέ να δημοσιοποιήσει.
Φοβερή περίπτωση, από τις λίγες. Όλα τα καλά και όλα τα άσχημα του ποδοσφαίρου και του κόσμου που το περιβάλλει, συγκεντρωμένα σε έναν άνθρωπο.
Άντεξε όμως και τα πήρε παραμάζωμα. Λογικό να λυγίσει και κάποιες φορές από το βάρος.
Γι’ αυτό τον αγαπάμε το Βιέρι, επειδή είναι ο Μπόμπο.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro