Τα, βγαλμένα από την καρδιά της μόδας των ’90s, πυρόξανθα κουρτινάκια που έπεφταν στους κροτάφους του έδωσαν τη θέση τους στη, σαφώς λιγότερο πλούσια, βαθιά καστανή κώμη του με το επιθετικό σβήσιμο στο πλάι.
Και στα ροδοκόκκινα απαλά μάγουλά του πλέον έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες γκρίζες τρίχες, ξεπηδώντας στα σύνορα της τραχιάς του γενειάδας. Είχαν περάσει άλλωστε 20 χρόνια. Ήταν παιδί τότε και πια είχε γίνει άνδρας. Όλα έδειχναν διαφορετικά, εκτός από το σήμα που κάλυπτε την καρδιά του. Ο Ντάνι Καρβαχάλ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη ζωή του με το χαρακτηριστικό στέμμα της Ρεάλ Μαδρίτης στο στήθος, όταν ήταν 12 ετών. Δίπλα στον θρύλο Αλφρέντο Ντι Στέφανο, στα αποκαλυπτήρια του νεότευκτου τότε προπονητικού της σπιτιού, του Valdebebas.
Εκπρόσωπος των ταλαντούχων νιάτων της, φάρος του μέλλοντος. Του μέλλοντος που ο ίδιος θα ύφαινε με τις πιο λαμπρές κλωστές, του μέλλοντος που 20 χρόνια μετά θα έβρισκε τον ίδιο ως αδιαμφισβήτητο θρύλο, αγκαλιά με το έκτο του ευρωπαϊκό πετράδι.
Ποτέ κανείς δεν είχε περισσότερα. Ποτέ κανείς δεν σήμαινε περισσότερα. Γιατί ποτέ κανένας λάτρης των «Merengues» δεν έφτασε σε αυτά τα ύψη. Κι εκείνος πάντα αυτό ήταν, ένας παθιασμένος Madridista, ο οποίος απλώς κατάφερε να γίνει θρύλος της ομάδας της ψυχής του.
Κι εκείνος, όπως και όλοι οι υπόλοιποι ορκισμένοι λάτρεις της «Βασίλισσας», έμαθε, πριν καν μιλήσει καλά-καλά, να τραγουδά το περίφημο «Hala Madrid, Madrid y nada más» («Πάμε Μαδρίτη, Μαδρίτη και τίποτα περισσότερο»). Μόνο που αυτός δεν έμεινε στο «y nada más» κι έγινε «mucho más», «πολλά» -πάρα πολλά- «περισσότερα» από όσα θα μπορούσε κανείς να περιμένει, «πολλά περισσότερα» από όσα ο ίδιος θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί. Μα και την ίδια στιγμή τίποτα περισσότερο από ό,τι ήταν εκείνο το παιδί, τίποτα περισσότερο από ένας ερωτευμένος πιστός της αγαπημένης του Ρεάλ. Τίποτα λιγότερο από ένας απόλυτος θρύλος της.
Από το αδιέξοδο της Μαδρίτης στο Λεβερκούζεν
Δεν υπάρχει πιο δυνατή ανάμεσα στις πρώτες του αναμνήσεις. Σαν εξωσωματική εμπειρία, σαν να παρακολουθεί τον μικροσκοπικό του εαυτό από μακριά. Μέχρι σήμερα η εικόνα ζει για τα καλά στο κεφάλι του. Τα χέρια του μπαμπά του τον πιάνουν από τις μασχάλες και τον σηκώνουν απαλά για να τον τοποθετήσουν στους ώμους του. Από εκεί, από ψηλά, όλα φαίνονται πιο καλά, ακόμα και στο ήδη επιβλητικό Santiago Bernabéu. Το καταπράσινο χορτάρι γυαλίζει και οι ολόλευκες φανέλες χορεύουν πάνω του με χάρη, όσο ο μικρός Ντάνι, χωμένος στη δική του ολόλευκη και ομολογουμένως τεράστια για το μέγεθός του φανέλα, ονειρεύεται για πρώτη φορά.
Δεν ήταν ποτέ επιλογή, μάλλον φυσική συνέχεια ήταν το να αγαπήσει τη Ρεάλ. Γεννημένος στο Λεγανές, ένα από το μεγαλύτερα προάστια της Μαδρίτης, απλώς ακολούθησε τον δρόμο του προπάππου, του παππού, του μπαμπά και οι «Merengues» χαράχθηκαν μέσα του από πολύ νωρίς. Ίσως νωρίτερα κι από το ίδιο το ποδόσφαιρο. Το πάθος για την ομάδα ήρθε νωρίτερα από το πάθος για το παιχνίδι. Μα και το δεύτερο αναπτύχθηκε με τους ίδιους γοργούς ρυθμούς, κυρίως σε ένα αστικό γηπεδάκι κοντά στο σπίτι του. «Santiago Bernabéu» το βάφτιζαν κι αυτό, όπως βάφτιζαν και το τσιμέντο γρασίδι, αλλά όχι για πολύ.
Δεν πήρε και πολύ στους κατάσκοπους της Ρεάλ να τον εντοπίσουν και να τον ξεχωρίσουν, να τον πάρουν στην αγκαλιά της ακαδημίας της. Όπως δεν πήρε και πολύ στους προπονητές της να καταλάβουν πως αυτό το παιδί είχε κάτι ιδιαίτερο.
Δεν ήταν το πιο ταλαντούχο, δεν μάγευε με την μπάλα στα πόδια, δεν είχε το πιο δυνατό ή ψηλό κορμί, βραχύσωμος ήταν ανέκαθεν. Κανονική τεχνική, κανονικά προσόντα, κανονική ταχύτητα. Αυτά που δεν έδειχναν κανονικά σε εκείνο το δεκάχρονο αγόρι ήταν η αποφασιστικότητά του, η εργατικότητά του, οι ηγετικές του ικανότητες. Ήταν πάντα αγαπητός στους συμπαίκτες και τους προπονητές του, πάντα σημαντικός, χωρίς ποτέ να μαγνητίζει τα βλέμματα.
Πώς να το κάνει άλλωστε από το δεξί άκρο της άμυνας; Εκεί έπαιζε από την πρώτη στιγμή. Και συνέχισε να παίζει μεγαλώνοντας, στην παιδική του ηλικία, στην εφηβεία του μέχρι και τους προθαλάμους της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του. Με τον ίδιο στόχο, την καθιέρωση.
Παρότι όμως υπήρξε κομβικός στην Castilla που σκαρφάλωσε μέχρι και τη Segunda División, παρότι φόρεσε το περιβραχιόνιό της, αναγκάστηκε να δει την πόρτα της πρώτης ομάδας να κλείνει σκληρά στα μούτρα του και τόσους συμπαίκτες του να πηδούν στο τρένο της πριν από αυτόν. Ο Μοράτα, ο Χεσέ, ο Νάτσο μέχρι και ο Χοσέλου, όλοι τους πήραν την ευκαιρία τους σε νεαρή ηλικία δίπλα στους αστέρες της Ρεάλ. Ο Ζοζέ Μουρίνιο ωστόσο, ο οποίος τότε βρισκόταν στο τιμόνι της «Βασίλισσας», δεν είδε τίποτα στον Καρβαχάλ, τίποτα που να τον πείσει πως μπορεί να κάνει το άλμα, κι έτσι φρέναρε απότομα τα όνειρά του, υψώνοντας αδιέξοδο σε μια διαδρομή που έως τότε έδειχνε να κυλά απόλυτα φυσικά.
Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Καρβαχάλ στα 20 του κατάλαβε πως πρέπει να αναζητήσει ένα διαφορετικό μονοπάτι, ακόμα κι αν πάντα ήξερε πού θέλει να καταλήξει. Είπε «ναι» στο ενδιαφέρον της Μπάγερ Λεβερκούζεν και ορκίστηκε πως θα σκυλιάσει για να επιστρέψει στο σπίτι του.
Άλλωστε, ήταν αρκετοί αυτοί που διαφωνούσαν με τον Μουρίνιο, που έβλεπαν σε αυτόν έναν παίκτη ικανό να κυνηγήσει πράγματα στο κορυφαίο επίπεδο. Πολλοί αυτοί που συμφωνούσαν με τα λόγια του Χουανφράν Μορένο χρόνια μετά, ενός από τους συμπαίκτες του Καρβαχάλ στα φυτώρια της Ρεάλ, ενός από αυτούς που αρχικά πήραν περισσότερη εμπιστοσύνη από εκείνον: «Έπαιζα μπροστά από τον Ντάνι στα δεξιά και ήξερα πάντα πως πίσω μου είχα ένα αεροπλάνο. Ήξερα πως θα γράψει ιστορία με τη Ρεάλ. Ο Μουρίνιο με “σκότωσε” που το είπα δημόσια, αλλά δεν ξέρω γιατί έπρεπε να πάει στη Γερμανία. Ήταν έτοιμος για την πρώτη ομάδα από την πρώτη του ημέρα στην Castilla. Ήταν ξεκάθαρο».
Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο
Ίσως και να ήταν. Κάποιος σαν τον Καρβαχάλ πάντως δεν θα άφηνε ποτέ τα «ίσως» να τον περιπλέξουν, να τον βγάλουν από τις ράγες του. Έφυγε από τη Μαδρίτη, δίχως να γράψει ούτε μια συμμετοχή με τη Ρεάλ μα γεμάτος με κίνητρο. Έβαλε κάτω το κεφάλι και πάτησε το πόδι στο γκάζι, αποφασισμένος να μετατρέψει αυτή την παράκαμψη σε κάτι ωφέλιμο για τον ίδιο και την καριέρα του. Άλλωστε, ήξερε πως η Ρεάλ δεν του κούνησε για πάντα το μαντήλι. Στη συμφωνία της πώλησής του στη Λεβερκούζεν συμπεριέλαβε τρεις ρήτρες επαναγοράς, μια για κάθε χρόνο του συμβολαίου του, δείχνοντας ξεκάθαρα πως η πόρτα της, ακόμα κι αν έκλεισε απότομα, δεν ήταν ερμητικά κλειστή.
Δεν είχε παίξει ποτέ του σε επαγγελματικό επίπεδο, βούτηξε απευθείας στα βαθιά και κολύμπησε σαν να το απολαμβάνει. Και όντως το απολάμβανε, γιατί μεγάλωνε με φρενήρη ρυθμό. Στο χορτάρι και έξω από αυτό.
«Έμαθα πάρα πολλά στη Γερμανία, ειδικά επειδή ζούσα μόνος μου, πήγα σε μια καινούργια χώρα, σε ένα καινούργιο Πρωτάθλημα. Ωρίμασα ως άτομο και έπαιξα στο κορυφαίο επίπεδο. Ήμουν μικρός και τα χρειαζόμουν όλα αυτά», έχει πει. Κι όντως το κορυφαίο επίπεδο έδειχνε το φυσικό του περιβάλλον.
Πήρε τη φανέλα του βασικού σπίτι του και ξεδίπλωσε στο χορτάρι όλες του τις αρετές, όντας χωρίς αμφιβολία -και σχεδόν δίχως προσπάθεια, με άνεση δηλαδή- ανάμεσα στους καλύτερους ακραίους αμυντικούς στην Bundesliga καθ΄όλη τη διάρκεια της σεζόν.
Της μοναδικής του σεζόν μακριά από τη «Βασίλισσά» του. Η Ρεάλ δεν μπορούσε πια να κλείσει τα μάτια της. Βαθιά μέσα τους οι άνθρωποί της το ήξεραν ότι θα συνέβαινε, ότι ο Ντάνι κάποια στιγμή θα ντυνόταν στα λευκά. Και μπορεί να μην περίμεναν πως αυτό θα συνέβαινε τόσο σύντομα, μα η εικόνα του δεν τους άφηνε περιθώρια.
Κι έτσι, λίγους μήνες μετά επανέφεραν την τάξη στο σύμπαν του Καρβαχάλ, ενεργοποιώντας τη ρήτρα επαναγοράς τους. Ενάμισι εκατομμύριο ήταν η χασούρα των Μαδριλένων, αλλά ακόμα κι αυτό φάνταζε ελάχιστο μπροστά σε όλα αυτά που κέρδισε το δικό τους παιδί σε αυτή του την περιπέτεια. «Έναν χρόνο πριν, το να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα φάνταζε αδιανόητο. Ως ένα αγόρι που έκανε το ντεμπούτο του στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, εκτιμώ αφάνταστα την αναγώριση. Δεν θα μπορούσα να ελπίζω σε τίποτα περισσότερο αυτόν τον χρόνο». Αποχαιρέτησε τη Λεβερκούζεν γεμάτος ευγνωμοσύνη και γύρισε σπίτι του.
Σαν ενθουσιασμένο παιδί που επιστρέφει στην αγκαλιά των δικών του μετά από καιρό. Τα είπε όλα στην ταπεινή παρουσίασή του, όπου το χαμόγελό του δεν μπορούσε να αφήσει το πρόσωπό του: «Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Θα δώσω και την τελευταία μου ανάσα για να κάνω καλύτερο αυτόν τον σύλλογο. Φόρεσα αυτή τη φανέλα για πρώτη φορά το 2002 και τότε ξεκίνησα να παλεύω για αυτό το όνειρο που τώρα εκπληρώνω».
Ήταν έτσι ακριβώς. Είχε όλα όσα ήθελε από μικρό παιδί, όταν χάζευε από την κερκίδα και τους ώμους του μπαμπά του την αγαπημένη του ομάδα. Ήταν 18 Αυγούστου του 2013, πρεμιέρα στο Ισπανικό Πρωτάθλημα απέναντι στην Μπέτις. Φόρεσε για πολλοστή φορά τη λατρεμένη του φανέλα, μα αγωνίστηκε για πρώτη στο Bernabéu, όλα ήταν αλλιώς.
Κι εκεί, εκεί ακριβώς, όλα βρήκαν το νόημά τους για τον Ντάνι. Σκαρφάλωσε την κορυφή του, έπαιξε με τη Ρεάλ στο Bernabéu, εκπλήρωσε το πιο τρελό του όνειρο, το πιο τρελό όνειρο κάθε οπαδού της. Και ό,τι ακολούθησε για εκείνον δεν ήταν παρά ένα πανέμορφο bonus.
“Ισοκρατώντας”
Αλλού τον λένε «Ισοκράτη» και αλλού «Ισοκράτημα». Μικρή η διαφορά, μεγάλη η σημασία του. Τούτος ο τίτλος στη μουσική θεωρία βαφτίζει αυτή τη νότα που μένει σταθερή σε μια μελωδία. Για όσο χρειαστεί. Γύρω της τα πάντα αλλάζουν, οι υπόλοιπες νότες χορεύουν, εναλλάσσονται πάνω της κι εκείνη με τη σταθερότητά της τους δίνει νόημα, ορίζει το αποτέλεσμα, δημιουργώντας συγχορδίες και ηχοχρώματα. Διακριτική μα πανταχού παρούσα. Σχεδόν αθόρυβη μα κομβική. Ακριβώς σαν την ασταμάτητη πορεία του Ντάνι Καρβαχάλ στη Ρεάλ.
Ο Μουρίνιο ήταν ο μόνος που τον κράτησε κάτω από την επιφάνεια της ιεραρχίας του. Ο Ντάνι επέστρεψε σε μια ομάδα που έψαχνε μια σταθερά στο δεξί άκρο της άμυνας, αφού ο Σέρχιο Ράμος μετατρεπόταν σταδιακά σε στόπερ και ο Αρμπελόα είχε αρχίσει να απομακρύνεται από το κορυφαίο επίπεδο. Κι έγινε ακριβώς αυτή η σταθερά για κάθε προπονητή με τον οποίον δούλεψε. Για τους λαμπερούς και επιτυχημένους, τον Αντσελότι και τον Ζιντάν, αλλά και για όσους δεν μπόρεσαν vα αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις, τον Σολάρι και τον Μπενίτεθ. Από την πρώτη στιγμή “ισοκρατούσε” τα πράγματα στη Ρεάλ, ήταν αυτή η νότα.
Στην πρώτη του σεζόν στην ομάδα τη βοήθησε να επανέλθει στην κορυφή της Ευρώπης, ήταν πολύτιμος στην κατάκτηση του «Decima», του δέκατου Champions League το 2014, ήταν πολύτιμος σε κάθε βήμα προς τη χαλύβδωση του μύθου της Ρεάλ στα αστέρια. Οι «Merengues» έζησαν τις πιο χρυσές ευρωπαϊκές σελίδες της τρομακτικής τους ιστορίας, επιβάλλοντας την αναπόφευκτη ισχύ τους στην πιο σημαντική σκηνή του ποδοσφαίρου, δείχνοντας απλώς ασταμάτητοι σε κάθε τεράστιο ραντεβού.
Κι ο Καρβαχάλ ήταν ο μόνος που δεν έλειψε ποτέ από κανένα τέτοιο ραντεβού. Όχι ο Ράμος, όχι ο Κριστιάνο, όχι ο Μπενζεμά, όχι ο Μπέιλ, όχι ο Μαρσέλο, όχι ο Κασεμίρο, ούτε καν ο Κρόος ή ο Μόντριτς. Από το 2014 έως και το 2024 η Ρεάλ Μαδρίτης κατέκτησε έξι Champions League. Κι ο Ντάνι ήταν ο μόνος που ξεκίνησε βασικός σε όλους αυτούς τους Τελικούς. Πιστός στρατιώτης, εθισμένος στη νίκη, τρομακτικά ισορροπημένος σε άμυνα κι επίθεση, τρομακτικά συνεπής. “Ισοκράτης” στη μαγεία.
Ακόμα κι αν ποτέ δεν τράβηξε τα βλέμματα πάνω του, ακόμα κι αν δεν βρήκε τίποτα στρωμένο. «Η ζωή σού βάζει εμπόδια, μα την προτιμώ με εμπόδια από ό,τι χωρίς αυτά. Μου αρέσουν οι δυσκολίες, μου αρέσει να παλεύω», είπε κάποτε, μετά από έναν από τους πολλούς και δύσκολους τραυματισμούς του. Τα πόδια του ποτέ δεν τον άφησαν ήσυχο, ανέκαθεν τον ταλαιπωρούσαν, μιας και μέχρι και το ίδιο του το σώμα αδυνατούσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς του επιπέδου του.
Ούτε αυτό όμως μπορούσε να τον σταματήσει, ούτε αυτό μπορούσε να τον περιορίσει. Ακόμα κι έτσι, ο Ντάνι ήταν πάντα εκεί, στα λίγα κακά, στα αμέτρητα καλά, να “ισοκρατεί” για χρόνια ολόκληρα στη δεξιά πτέρυγα κάθε -μηδεμιάς εξαιρουμένης- έκδοσης της μεγαλύτερης ομάδας της σύγχρονης εποχής. Η ίδια -σχεδόν τέλεια- νότα.
Το πρόσωπο του «Madridismo»
Ίσως να του το ψιθύρισε στο αφτί, όταν οι κάμερες έκλεισαν εκείνο το λαμπερό πρωινό στα αποκαλυπτήρια του Valdebebas. Ίσως να το διάβασε κάπου μόνος του, να το ανακάλυψε σε κάποια σκονισμένη γωνιά του διαδικτύου. Ό,τι κι αν συνέβη πάντως, εκείνη η φράση του Αλφρέντο Ντι Στέφανο με κάποιον τρόπο καθόρισε ό,τι έκανε ποτέ στο χορτάρι ο Ντάνι Καρβαχάλ. Ρώτησαν κάποτε τον θρύλο των «Merengues», σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις πριν φύγει από τη ζωή, τι είναι η Ρεάλ Μαδρίτης. Του ζήτησαν να την περιγράψει. «Δεν ξέρω αν μπορώ. Νομίζω ότι είναι ένα συναίσθημα», αποκρίθηκε. Και σίγουρα ο Καρβαχάλ ταυτίστηκε με τα λόγια.
Γιατί, στην πραγματικότητα, ήταν αυτό ακριβώς το συναίσθημα που αποτέλεσε το μεγαλύτερό του όπλο. Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για αυτόν, χωρίς να βάλει το συναίσθημα στο επίκεντρο. Υπήρξαν πολλοί καλύτεροι από εκείνον, πιο σκληροτράχηλοι αμυντικά, πιο δαντελένιοι επιθετικά, πιο γρήγοροι, πιο δυνατοί, πιο όμορφοι στο μάτι.
Μα ελάχιστα τόσο συναισθηματικοί στο χορτάρι. Κάθε τάκλιν, κάθε κούρσα, κάθε επαφή, κάθε μονομαχία του ήταν βουτηγμένη σε αυτό το συναίσθημα. Το έχουν βαφτίσει «Madridismo», είναι όλα όσα περικλείουν την έννοια της αγάπης για τη Ρεάλ, όλα όσα ο Ντάνι αντιπροσωπεύει.
Μπορεί οι «Merengues» να συνδέθηκαν άρρηκτα με τους «Galácticos», τις ηχηρές μεταγραφές των μεγαλύτερων παικτών, μα η ταυτότητά τους κρυβόταν και κρύβεται στους παικταράδες όπως ο Καρβαχάλ. Αυτούς που έχουν μάθει να κουβαλούν την πιο βαριά φανέλα του σύμπαντος στους ώμους τους σαν να είναι πούπουλο, αυτούς που δεν θα διανοούνταν να κάνουν έκπτωση ούτε σε μισή ανάσα για χάρη της. Αυτούς που πάντα, όταν χρειάζεται, βγαίνουν μπροστά, για να θέσουν εκλεπτυσμένα σε ισχύ τον νόμο της «Βασίλισσας».
Αυτό έκανε κι ο Καρβαχάλ στην απόλυτη στιγμή της αναγνώρισής του, εκείνο το βράδυ στο Wembley την πρώτη μέρα του καλοκαιριού του 2024. Κόντρα στην απροσδόκητα αξιόμαχη Ντόρτμουντ, η Ρεάλ χρειαζόταν αυτόν που θα γυρνούσε τον διακόπτη. Ο πιο κοντός στη γεμάτη περιοχή πήρε φόρα στα ελατήρια του συναισθήματός του και πήδηξε πιο ψηλά από όλους για να καρφώσει την μπάλα στα δίχτυα και να υπογράψει αυτό το Champions League, το Champions League με το οποίο ξεπέρασε τον Ντι Στέφανο σε κατακτήσεις, 20 χρόνια αφού ευλογήθηκε στο πλάι του. Ποιος το περίμενε; Το Champions League που στη συνέχεια ύψωσε πρώτος στον ουρανό, φορώντας το αγαπημένο του έμβλημα στο στήθος και το περιβραχιόνιο στο μπράτσο.
Κανείς δεν είχε ποτέ περισσότερα από εκείνον. Αλλά το σημαντικότερο ήταν πως κανείς δεν σήμαινε ποτέ περισσότερα από εκείνον για τη Ρεάλ. Ένα σπλάχνο της στην κορυφή του ποδοσφαιρικού κόσμου. Τίποτα λιγότερο από απόλυτος θρύλος, τίποτα περισσότερο από απλός ερωτοχτυπημένος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: