Όταν ήμουν μικρός, παίζαμε μπάλα με τους φίλους μου στις αλάνες του Κάπο Βέρντε, από το οποίο έχω φύγει πολλά χρόνια.
Μαζί με άλλο ένα παιδί, τον Βίνια, ο οποίος ήταν και δύο μέτρα, ήμασταν οι καλύτεροι της γειτονιάς, επιλέγαμε εμείς τις ομάδες, μιλάγαμε με τους παίκτες και κάναμε και μεταξύ μας πλάκα. Εκείνος υποστήριζε Σπόρτινγκ, εγώ Μπενφίκα και λέγαμε ότι, όταν θα μεγαλώσουμε, θα παίξουμε σε αυτές τις ομάδες. Τελικά, ο φίλος μου έπαιξε στις μικρές ομάδες της Πόρτο, χωρίς να κάνει μεγάλη καριέρα, και εγώ… ήρθα στην Ελλάδα!
Κάποια στιγμή πήγαμε οικογενειακά στο Ρότερνταμ. Εγώ ήμουν άπειρος σε θέματα ποδοσφαίρου, ούτε μάνατζερ είχα ούτε κάποιον να με καθοδηγήσει. Στην Ολλανδία όμως υπήρχε Πρωτάθλημα στο οποίο λάμβαναν μέρος ομάδες στελεχωμένες μόνο με παιδιά από το Κάπο Βέρντε, οπότε πήγα να παίξω εκεί.
Πήγα να δοκιμαστώ και στην ακαδημία της Φέγενορντ, αλλά δεν είχα αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Αυτοί μού έλεγαν να παίξω φιλικό για να με δουν στην Α’ ομάδα και εγώ απαντούσα «δεν πάω, γιατί θα φάω ξύλο από τον πατέρα μου». πήγαινα σχολείο και έπρεπε να κάνω κοπάνα για να πάω να παίξω. Μου το είπαν μία, μου το είπαν δύο, μου το είπαν τρεις, ίσως να πίστεψαν ότι δεν είχα πολύ όρεξη, ότι δεν με ενδιέφερε. Ήταν λάθος μου.
Εκεί είδα από κοντά τον περίφημο Γιόχαν Κρόιφ, όταν είχαμε προπόνηση, στα αποδυτήρια. Ήταν και ο Γκούλιτ, ο Χόεκστρα, ο Μάριο Μπέιν, παίκτες της Α’ ομάδας, μάλιστα ο Μπέιν έπαιζε συνέχεια μαζί μου, όπως επίσης πολύ καλός τύπος ήταν και ο Βίλεμ Φαν Χάνεχεμ, κι αυτός της Εθνικής Ολλανδίας.
Έβλεπα λοιπόν τον Κρόιφ, αυτό το ίνδαλμα, μπροστά μου, ζωντανά, στην προπόνηση, να παίζει, αλλά ήμουν ντροπαλός και δεν πήγαινα να του μιλήσω. Λέω σήμερα τι χαζός που ήμουν τότε και δεν πήγαινα να του πω κάτι, αλλά εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν και τα κινητά, να του πω να βγάλουμε μια φωτογραφία.
Δεν είχα αυτοπεποίθηση και σιγουριά τότε, αυτό όλο μού ήρθε μετά. Στη Φέγενορντ από κάποια στιγμή και έπειτα βέβαια πίστεψα ότι μπορώ να κάνω το μεγάλο βήμα, αλλά μου δόθηκε η ευκαιρία και την έχασα.
Στη συνέχεια μετακόμισα στην Εξέλσιορ του Ρότερνταμ, ομάδα που βρισκόταν σε συνεργασία με τη Φέγενορντ. Δυστυχώς εκεί είδα και βίωσα κάποιες αδικίες, δεν με έβαζαν να παίζω. Κάποιες φορές τα παιδιά έπαιζαν φιλικό με την Α’ ομάδα, αλλά ο προπονητής δεν έπαιρνε εμένα, έπαιρνε τους γιους των παραγόντων. Οπότε τσαντίστηκα, σταμάτησα και ήρθα στην Ελλάδα!

Photo by: Χάρης Κολχούρης.
Από την Ολλανδία στην Ελλάδα
Ερχόμενος στην Ελλάδα, μιλούσα τη γλώσσα μου, πορτογαλέζικα, και λίγο ολλανδικά. Άρχισα να μιλάω με τον κόσμο περισσότερο στα αγγλικά, αλλά στη συνέχεια, στην προετοιμασία με τον Εθνικό, άρχισα να μαθαίνω, γιατί οι περισσότεροι παίκτες δεν μιλούσαν καλά αγγλικά, οπότε αναγκαζόμουν να μιλάω ελληνικά.
Επίσης, ποτέ, ούτε στις αρχές ούτε στη συνέχεια, με αποκάλεσε ποτέ κάποιος «μαύρο». Μόνο μια φορά στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, στον Πανιώνιο, ήταν ένα παιδάκι με τη μαμά του, τότε δεν υπήρχαν και πολλοί μαύροι στην Ελλάδα και ο το παιδάκι μάλλον δεν είχε δει ποτέ άλλον, οπότε λέει «μαμά, μαμά, κοίτα έναν μαύρο». Εγώ γέλαγα, δεν με πείραζε, το παιδάκι το είπε αυθόρμητα, όχι για κακό.
Όταν έπαιζα στον Εθνικό, είχα φίλο τον Ιλουνγκά, ο οποίος είχε πολλούς μαύρους φίλους και καμιά φορά πηγαίναμε βόλτα μαζί στον Πειραιά. Επειδή λοιπόν μας κοίταγαν λίγο οι άνθρωποι γύρω μας, τσαντιζόντουσαν, «με κοιτάνε, επειδή είμαι μαύρος», και τους έλεγα «ηρεμήστε, βλέπουν μια παρέα μαύρων και μπορεί να παραξενεύονται, μην αγχώνεστε, δεν σας κάνουν τίποτα». Άλλωστε, κι εγώ ποτέ δεν είχα το κόμπλεξ, είμαι μαύρος.
Όσον αφορά στο σώμα μου, πάντα είχα τον συγκεκριμένο σωματότυπο, το πολύ γυμνασμένο σώμα, φαινόταν και πόσο προπονημένος ήμουν, οπότε ίσως όλο αυτό να προκαλούσε τους αντίπαλους ποδοσφαιριστές που με μάρκαραν.
Θα έλεγα δηλαδή ότι με έπαιζαν βρόμικα, κάποιες φορές πολύ βρόμικα, και πιστεύω ότι, εάν δεν ήμουν τόσο γυμνασμένος, θα μου είχαν κόψει την μπάλα από πολύ νωρίς. Μην ξεχνάμε και ότι παλαιότερα οι κανονισμοί και οι ποινές ήταν διαφορετικοί, πχ στο άσχημο και επικίνδυνο παιχνίδι, στο κλάδεμα, πολλές φορές δεν έδιναν καν κίτρινη κάρτα.
Για παράδειγμα, στις Σέρρες μού έλεγαν «να προσέχεις πολύ, εκεί έχει έναν που κλαδεύει πολύ» και όντως ήταν κάποιος πολύ σκληρός, ο Περγαμηνός, ο οποίος φόραγε δύο καλαμίδες και βαρούσε αντιαθλητικά. Αλλά, και όταν πηγαίναμε να παίξουμε με τον Ηρακλή στο Καυτανζόγλειο ή με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, είχε κάτι παίκτες που καλύτερα να μην τους χαρακτηρίσω.
Σκληρότερος όλων ήταν ο φίλος μου, ο Γιάννης Καλιτζάκης. Ο «Νίντζα» μού έριχνε πολύ ξύλο, μου είχε κόψει τα πόδια στα τρία. Κάναμε πολλές μονομαχίες, ήταν από αυτούς που συναντούσα πολλές φορές σε παιχνίδια και με ΑΕΚ και με Εθνικό. Ειδικά στον Εθνικό, έρχονταν κι άλλοι από πίσω και με “έκοβαν στα δύο”, έπαιρναν πόδια και μπάλα μαζί. Και οι διαιτητές έλεγαν «παίξε, παίξε»…

Νοέμβριος 1988: Ο Ντανιέλ Μπατίστα στον πάγκο του Εθνικού -αριστερά ο προπονητής Αντώνης Γεωργιάδης και δίπλα του ο γυμναστής Δημήτρης Μπουρουτζήκας / Photo by: INTIME.
«Αν (με άφηνε ο Εθνικός)»
Η ομάδα που με έφερε Ελλάδα, για να δοκιμαστώ, ήταν ο Πανιώνιος, αλλά δεν με πήραν, γιατί έλεγαν ότι ήμουν μεν καλός αλλά μικρός και άπειρος.
Εγώ ήθελα μια ομάδα να αρχίσω να παίζω για να αποδείξω ότι μπορώ. Όταν λοιπόν υπέγραψα στον Εθνικό με τον Μουρκάκο, με ρώτησε «πόσα χρόνια θες να κάτσεις στον Εθνικό;», και του απάντησα «Πρόεδρε, θέλω έναν χρόνο, γιατί μετά θα πάω σε μεγαλύτερες ομάδες», το θυμάμαι και γελάω. Μου λέει «α, όχι έναν χρόνο, τρία χρόνια» και επέμεινα εγώ «έλα, ρε Πρόεδρε, μετά θα πάω σε Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, αφού μπορώ», αλλά δεν με πίστευε.
Πραγματικά το πίστευα, γιατί ο φίλος που με έφερε στην Ελλάδα, ο Τόνι, με πήγε να δω ένα παιχνίδι της ΑΕΚ, ΑΕΚ-Απόλλων Καλαμαριάς, στο Ολυμπιακό στάδιο, με Γιάτσεκ Γκμοχ τότε. Το θυμάμαι σαν τώρα, μου λέει «Τι είδες; Μπορείς να παίξεις σε αυτήν την ομάδα της ΑΕΚ; Μεγάλη ομάδα!» και του απαντάω «Εγώ είμαι καλύτερος! Θα παίξω στην ομάδα και θα είμαι ο καλύτερος παίκτης!». Γέλασε και μου είπε «μπράβο, ρε παιχταρά μου!». Το πίστευα. Το ίδιο έλεγα και στον καλό μου φίλο, τον Μάκη Μίχα.
Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή και η καριέρα μου, αν ξεκινούσα πρώτα από τον Ολυμπιακό, αλλά πιστεύω ότι ίσως μπορούσα να έχω καλύτερη καριέρα, αν είχα φύγει πιο νωρίς από τον Εθνικό. Με εμπόδισε πολύ ο Εθνικός να εκτοξευτώ και να πάω σε μεγαλύτερες ομάδες. Με ζητούσαν, αλλά αυτοί δεν με έδιναν.
Θεωρώ ότι τότε στην Ελλάδα δεν είχαν όραμα, δεν έβλεπαν αν μπορούν να αξιοποιήσουν έναν νεαρό παίκτη. Με έβλεπαν να παίζω γύρω-γύρω συνέχεια, αλλά… Οι πιο έξυπνοι προπονητές στην Ελλάδα πιστεύω ότι ήταν ο Γιάτσεκ Γκμοχ και ο Ευγένιος Γκέραρντ του ΟΦΗ. Μάλιστα, ο Γκέραρντ ήταν ο πρώτος που με ζήτησε, αλλά δεν με άφησαν απ’ τον Εθνικό. Τους έδιναν 100 εκατ. για να με πάρουν έξι μήνες, πριν τελειώσει το συμβόλαιό μου, και δεν έπαιρναν τα λεφτά.

Δεκέμβριος 1988: Ο Ντανιέλ Μπατίστα στην τρίτη και τελευταία του σεζόν με τη φανέλα του Εθνικού / Photo by: INTIME.
ΑΕΚ -χωρίς- ουίσκι
Ο Γιδόπουλος είχε πάρει την ομάδα της ΑΕΚ, είχε έρθει και ο Μπάγεβιτς και ο Πρόεδρος είχε αρχίσει να με κυνηγάει να πάω κι εγώ. Αλλά ο Γιδόπουλος ήξερε τι πρόβλημα είχα.
Αρχικά είχα υπογράψει στον Κοσκωτά. Τον Δεκέμβριο του 1988 εγώ έπρεπε να πάω στον Ολυμπιακό. Νομίζω ότι είχαν πληρώσει τον Εθνικό, αλλά εγώ, ως φιλόδοξος ποδοσφαιριστής, ήθελα να πάω σε μια μεγάλη ελληνική ομάδα, δεν με ένοιαζε αν ήταν ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός ή η ΑΕΚ, με ενδιέφερε να πάω σε μια μεγάλη ομάδα που με πίστευε.
Στον Ολυμπιακό όμως με έτρεχαν σε γιατρούς, γιατί έλεγαν ότι είμαι «κουτσό άλογο», ότι είχα πρόβλημα στο πόδι. Ρωτούσα τον γιατρό του Ολυμπιακού «τι με τρέχετε από δω και από κει;» και μου απαντούσε «τι να σου κάνω; Εμένα μου είπαν ότι έχεις πρόβλημα, ότι έχεις ένα πόδι πιο κοντό απ΄το άλλο». «Παίζω στο Καραϊσκάκης όπως και ο Ολυμπιακός, δεν παίζω στην Βραζιλία ούτε στην Ουγκάντα, με βλέπετε κάθε μέρα, πώς γίνεται να είμαι κουτσός, αλλά να παίρνω την μπάλα και να τους περνάω όλους σαν σταματημένους;».
Είπα στον Ρούσσο, ο οποίος ήταν στη διοίκηση, να μου δώσει τα λεφτά μου για να πάω, αλλά εκείνος δεν μου τα έδωσε και τελικά πήραν τον Αναστόπουλο! Κατάλαβα ότι δεν με πίστευαν.
Αντιθέτως, ο Γιδόπουλος μού λέει «εγώ σε πιστεύω, είσαι ένας από τους καλύτερους παίκτες στην Ελλάδα», ενώ στη συνέχεια και ο Μπάγεβιτς μου είπε «σε θέλω στην ομάδα». Εφόσον λοιπόν με ήθελε ο προπονητής, με ήθελε ο Πρόεδρος, με ήθελαν οι φίλαθλοι, εκεί πρέπει να πάω.
Με τον Στράτο Γιδόπουλο είμαστε πολύ φίλοι, αλλά κάποια στιγμή είχα θέμα, γιατί μου χρώσταγε λεφτά έξι μηνών, αναβολή στην αναβολή συνεχώς. Τσαντίστηκα, δεν πήγα στην προπόνηση, μίλησα με τον Μπάγεβιτς και μου είπε «δεν πειράζει, αφού δεν σου δίνει λεφτά, μην έρθεις, σε στηρίζω», ο Σαββίδης το ίδιο, «μην έρθεις, ρε».
Τελικά μου έδωσαν τα λεφτά και αγωνίστηκα. Ήταν το παιχνίδι Πρωταθλήματος με τον Ολυμπιακό που έγινε στη Ρόδο λόγω αναβολής. Πήγα, έβαλα το γκολ, ο Γιδόπουλος με κοιτάει στραβά και μου λέει «θα σου έκοβα το συμβόλαιο, αν δεν ήσουν παικταράς», «έλα, ρε Στράτο, αφού με κοροϊδεύεις», του απαντάω.

Οκτώβριος 1989: Ντανιέλ Μπατίστα και Ντούσαν Μπάγεβιτς στην πρώτη τους κοινή σεζόν στην ΑΕΚ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Όσον αφορά στον Μπάγεβιτς, για να πω την αλήθεια, δεν ήξερα τότε ποιος είναι, ούτε ως παίκτης ούτε ως προπονητής, τότε άρχισα να μαθαίνω. Μου μίλησε τότε και μου φάνηκε πολύ καλός και ντόμπρος τύπος. Ήξερε ποιοι παίκτες είναι δουλευταράδες αλλά και καλά παιδιά, γνώριζε ακριβώς πού μπορείς να αποδώσεις, ήξερε να χρησιμοποιεί τους παίκτες σε κατάλληλες θέσεις, ήταν έξυπνος και έμπειρος προπονητής, γιατί είχε παίξει μπάλα, ήρεμος, δίκαιος, έβλεπε την ομάδα πρώτα απ’ όλα και δεν έπαιζε ρόλο εάν είχε τσακωθεί με κάποιον. Αν έπρεπε να παίζει, θα έπαιζε.
Σε εμένα δεν έλεγε και πολλά-πολλά, δεν είχα ποτέ πρόβλημα μαζί του, ποτέ δεν τσακωθήκαμε, απλώς με στενοχώρησε μια φορά, πολύ αργότερα, όταν πια είχαμε σταματήσει την μπάλα και ήμουν στην ΑΕΚ ως προπονητής ακαδημιών. Με έδιωξε από την ομάδα, ήμασταν πολλά χρόνια μαζί και δεν έπρεπε να το κάνει αυτό, γιατί ήμουν πολύ καλός στη δουλειά μου. Αλλά ως προπονητής παραδέχομαι ότι ήταν πολύ σωστός, με πειθαρχημένη ομάδα, ήξερε τι έπρεπε να κάνει και παίζαμε φοβερή μπάλα.
Πιστεύω πάντως ότι και ως παίκτης έφυγα από την ΑΕΚ λόγω Μπάγεβιτς, δεν ήθελαν να μου δώσουν τα λεφτά που είχαμε συμφωνήσει τότε με τον Κώστα Γενεράκη.
Εγώ αρχικά είχα ζητήσει 100 εκατ. και ο Γενεράκης μού είχε πει «επειδή είσαι από τους παίκτες που αγαπάω πολύ, σαν παιδί μου, εγώ βάζω και 10 εκατ. από την τσέπη μου». Συμφωνήσαμε δηλαδή στα 110 εκατ. Στη συνέχεια όμως μού είπε «δεν μπορώ να σου δώσω αυτά τα λεφτά, γιατί κάποιοι δεν θέλουν». Έτσι, με τα λεφτά που τελικά μου πρότεινε, είπα «φεύγω, αυτά θα μου τα δώσει ο Ολυμπιακός» και ο Γενεράκης έκλαιγε.
Τον Γενεράκη διαδέχτηκε ο Μελισσανίδης, αλλά λίγο αργά για εμένα στην ΑΕΚ, είχα ήδη υπογράψει στον Ολυμπιακό και δεν μπορούσα να αλλάξω κάτι. Το γνώριζε το θέμα μου, δεν το αγνοούσε. Ήμασταν φιλαράκια τότε, πήγαινα στο γραφείο του και μιλούσαμε. Μετά παρεξηγήθηκε μαζί μου. Αν πάντως είχα Πρόεδρο τον Μελισσανίδη, θα έπαιζα περισσότερα χρόνια στην ΑΕΚ και θα είχα πάρει περισσότερα Πρωταθλήματα, πρόκειται για πολύ μεγάλο παράγοντα στο ποδόσφαιρο, ξέρει τα εξωαγωνιστικά κόλπα και τα παιχνίδια που παίζονται, είναι μάγκας.

Photo by: Χάρης Κολχούρης.
Στην ΑΕΚ το κλίμα ήταν ωραίο, ο κόσμος τρελαμένος μαζί μου, ήμουν πολύ καλά. Απλώς παρουσιάστηκαν αυτά τα προβλήματα τότε με τον Γιδόπουλο, ο οποίος δεν είχε να πληρώσει τους παίκτες. Μιλούσα και με τα υπόλοιπα παιδιά, μιλούσα και με τον Μανωλά, αρχηγό τότε, και όλοι έλεγαν «θα έχουμε πρόβλημα από δω και πέρα, δεν θα πληρωνόμαστε». Αυτό όλο με άγχωσε λιγάκι, δεν είχα ασφάλεια. Αλλά σε γενικότερο επίπεδο ήμουν πολύ χαρούμενος στην ομάδα, είχα πάρει και Πρωτάθλημα, δεν θα έφευγα, εξάλλου είχα συμφωνήσει, αλλά έγινε ό,τι έγινε τότε με τον Γενεράκη.
Με όλους είχα καλές σχέσεις, αλλά κολλητός ήμουν με τον Φράνκ Κλόπα. Ήμασταν δύο ξένοι, εγώ από το Κάπο Βέρντε και εκείνος από την Αμερική. Μάλιστα, θεωρώ ότι η παρέα που κάναμε τον βοηθούσε να παίζει καλά.
Αγαπούσα και τον Μανωλά, ήταν πολύ επαγγελματίας παίκτης, έδινε το παράδειγμα σε όλους, πρώτος στη γραμμή κρούσης στην προπόνηση, τον ενδιέφερε πάρα πολύ η ομάδα, δεν ήθελε να βλέπει παίκτες τεμπέληδες, αλλά είχε πολύ μεγάλο άγχος για το αποτέλεσμα των αγώνων, δεν ήθελε να μας βρίζει ο κόσμος.
Πολύ κολλητός του Μανωλά ήταν ο Σαβέβσκι, ο οποίος δεν μιλούσε πολύ.
Ο Γιώργος Σαββίδης, ο αρχηγός, όλο γέλαγε, πολύ καλός τύπος, τρομερός παίκτης, η ΑΕΚ δεν έπρεπε να τον αφήσει να φύγει, για εμένα ήταν έγκλημα, δεν καταλάβαιναν ότι αυτόν τον παίκτη έπρεπε να τον κρατήσουν οπωσδήποτε. Μάλιστα, έπαιρνε πολύ λίγα λεφτά για την αξία του.
Έτσι άφησαν και εμένα να φύγω, δεν έπρεπε, αξίζαμε τα λεφτά που ζητούσαμε.
Ο Αντώνης Μήνου ήταν λίγο κλειστός αλλά καλός.
Ο Ατματσίδης ήταν έξω καρδιά, χαβαλές, εκρηκτικός, ο καλύτερος στην Ελλάδα τερματοφύλακας με την μπάλα στα πόδια, στην προπόνηση έτρεχε σαν τρελός και μας έλεγε «έλα, πάμε, τρέξτε» και έσκαγε στα γέλια, τρελοκομείο.
Ο Σαμπανάτζοβιτς ήταν πολύ κολλητός με τον Δημητριάδη, ο καθένας με την παρέα του, αλλά στα αποδυτήρια ήμασταν φιλαράκια.

Ιανουάριος 1991: Ντανιέλ Μπατίστα, Στέλιος Μανωλάς και Τόνι Σαβέφσκι / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Με τον Βασίλη Δημητριάδη δεν έχω καλές σχέσεις, δεν τον θεωρώ καλό παιδί. Όταν παίζαμε μαζί δεν είχαμε προβλήματα, αλλά κάποια στιγμή έμαθα ότι έλεγε κουβέντες στον Ραβούση, «γιατί βάζεις τον Μπατίστα να παίζει, είναι αλήτης, ξενυχτάει» κτλ. Πού με είδε να ξενυχτάω!
Είχαν τη μανία να γράφουν ότι ήμουν λίγο αλήτης, ξενύχτης, ότι πήγαινα από δω κι από κει. Όταν τελειώναμε τη σεζόν, πήγαινα όντως καμιά φορά στα κλαμπ, παιδί ήμουν, καμιά φορά πήγαινα και για φαγητό στο «Τζάκσον» στο Κολωνάκι, έκανα μια βόλτα και 00:00-01:00 επέστρεφα σπίτι. Άσε που δεν έπινα και δεν πίνω ποτέ.
Για να κάνω πιο νωρίς προπόνηση μάλιστα, ξυπνούσα στις 07:00, γιατί πίστευα ότι έτσι έπρεπε να κάνω. Ο Αντώνης Ξαγοράρης είχε ένα φυσικοθεραπευτήριο στο Χαλάνδρι, κοντά στο Μαρούσι όπου έμενα. Κάθε πρωί λοιπόν πήγαινα εκεί, έκανα προπόνηση και μετά πήγαινα Θρακομακεδόνες.
Πώς θα άντεχα λοιπόν να παίζω συνέχεια τόσα παιχνίδια μέσα σε 15 χρόνια; Πώς θα έκανα καριέρα, αν ήμουν του ξενυχτιού; Οι παίκτες αυτοί δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους. Και στην τελική, γιατί να πω τόσα χρόνια μετά, τώρα που “γέρασα”, ψέματα;
Όταν πήγα στην ΑΕΚ, ο Μανωλάς με κοιτούσε στραβά. Όταν όμως κάποια στιγμή μιλήσαμε, μου εξομολογήθηκε «σε κοιτούσα στραβά, γιατί νόμιζα ότι ήσουν αλήτης. Μετά, σε είδα στην προπόνηση, δεν πιάνεσαι, είσαι πολύ επαγγελματίας». Και του απάντησα «ακούς τι λένε και γράφουν οι εφημερίδες; Εγώ δεν δίνω σημασία!».

Φεβρουάριος 1992: Ο Ντανιέλ Μπατίστα στην τρίτη και τελευταία του σεζόν της πρώτης θητείας του στην ΑΕΚ κόντρα στον Μιχάλη Βλάχο, τότε παίκτη του Ολυμπιακού / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Όταν υπέγραψα πια στον Ολυμπιακό, δεν ένιωσα τον φόβο ότι οι ΑΕΚτζήδες θα με πουν προδότη, θα με γιουχάρουν, θα με βρίζουν στον δρόμο. Μέσα μου ήμουν καθαρός ότι δεν έφταιγα εγώ, αλλά βέβαια ο κόσμος δεν ήξερε τι είχε συμβεί.
Αυτό λοιπόν με στενοχωρούσε, με έβλεπαν στον δρόμο ΑΕΚτζήδες και καμιά φορά μού έλεγαν κουβέντες ή με αποκαλούσαν προδότη, αλλά αυτά συνέβησαν τον πρώτο χρόνο. Μέχρι και στο Φάληρο, όπου μετακόμισα μετά το Μαρούσι (ως παίκτης της ΑΕΚ δεν έμενα Νέα Φιλαδέλφεια), με έβρισκαν και μου έλεγαν «Μπατίστα, προδότη» κι εγώ τους απαντούσα «παιδιά, εγώ φταίω;».
Η πρώτη φορά που αντιμετώπισα την ΑΕΚ ως παίκτης του Ολυμπιακού ήταν σε Super Cup στο Ολυμπιακό στάδιο. Χάναμε 1-0, κερδίσαμε 3-1, έβαλα κι ένα γκολ με το κεφάλι ανάποδα στον Ατματσίδη. Η αλήθεια είναι ότι με γιούχαραν οι ΑΕΚτζήδες, αλλά το θεωρούσα πολύ νορμάλ. Είχα δει τι έγινε, για παράδειγμα, όταν ο Ρουντ Γκούλιτ έφυγε από τη Φέγενορντ και πήγε στην Αϊντχόφεν, του πέταγαν πράγματα στο κεφάλι στο Ρότερνταμ.
Οι φίλαθλοι δένονται με τους παίκτες πολύ και, αν αισθανθούν προδομένοι, έχουν – δεν έχουν δίκιο οι παίκτες για τον λόγο που έφυγαν, θα τους κράξουν. Οι οπαδοί δεν ξέρουν ότι υπάρχουν διάφορα από πίσω, διοικητικά, συμφωνίες κτλ.
Με εμένα υπήρχε μια συμφωνία, εγώ στην ΑΕΚ θα έμενα, δεν ήθελα να φύγω, εκείνοι πίστευαν ότι δεν με ήθελε άλλη ομάδα, αλλά έκαναν λάθος. Μάλιστα, εκτός των άλλων με ζητούσαν και στο Βέλγιο, ο Χενκ Χάουαρντ, είχα φάει μαζί του, αλλά το σκέφτηκα και δεν ήθελα να πάω εκεί, πίστευα ότι ήταν καλύτερα για εμένα στην Ελλάδα.

Photo by: Χάρης Κολχούρης.
Στον Ολυμπιακό αναρωτιόμουν «πού ήρθα;»
Η βασική αιτία που πήγα στον Ολυμπιακό ήταν ο Μπλαχίν, αυτός με ήθελε. Ήταν όμως λίγο περίεργος άνθρωπος.
Κάποια στιγμή είχα φάει μια κλωτσιά, απ’ αυτές που έτρωγα πχ στις Σέρρες, και είχα πάθει μηνίσκο. Ήταν ένα εντελώς αντιαθλητικό χτύπημα και στα δύο τελευταία παιχνίδια με την ΑΕΚ δεν μπορούσα να παίξω. Όταν ξεκίνησε λοιπόν η προετοιμασία στον Ολυμπιακό, έκανα εγχείρηση στο γόνατο με τον κύριο Πρίφτη. Δυο-τρεις εβδομάδες μετά ξεκινάω προετοιμασία, να τρέχω σιγά-σιγά. Πρηζόταν το γόνατο και ο φυσικοθεραπευτής, ο Θόδωρος Μπαλίδης, μου έλεγε «πρέπει να πας σιγά-σιγά, γιατί το πόδι δεν είναι καλά ακόμη».
Έρχεται ο Μπλαχίν μέσα στο φυσικοθεραπευτήριο, στη Γερμανία ήμασταν, και λέει «ο Μπατίστα με αυτόν και αυτόν αύριο κανονικά». Του λέω «μίστερ, δεν είμαι καλά ακόμη, πονάει το πόδι μου, πρήζεται». «Τι είναι αυτά που λέτε, τεμπέληδες;», απάντησε κι εγώ άρχισα να τσαντίζομαι, τα πήρα στο κρανίο. Άρχισε μια ψιλοκόντρα μαζί του, αλλά εντάξει. Στη συνέχεια, ξεκίνησα κανονικά, αλλά δεν ήμουν σε πολύ καλή κατάσταση, δεν ήμουν καλά στην προετοιμασία, το γόνατο πονούσε.
Παράλληλα, δεν είχα και σπίτι να μείνω, μου είχαν πει ότι θα μου έβρισκαν, αλλά δεν το είχαν κάνει. Ο Ολυμπιακός ήταν πολύ αδιοργάνωτος τότε διοικητικά και τα βρήκα πολύ-πολύ σκούρα στις αρχές.
Ταυτόχρονα, οι συμπαίκτες μου μου έλεγαν ότι είχαν πολύ άγχος, γιατί τους έκραζε ο κόσμος, ό,τι και να έκαναν. Ο Καραπιάλης μού έλεγε πχ ότι «κρύβονταν απ’ την μπάλα» και σκεφτόμουν «πού ήρθα;». Στον Ολυμπιακό δηλαδή ένιωθα χαρά, μόνο όταν κερδίζαμε, η νίκη ήταν ανακούφιση. Όταν χάναμε, αισθανόμουν ότι έπρεπε να ανοίξει η γη να με καταπιεί, πολύ πρόβλημα.
Καθόλου καλό το κλίμα στα αποδυτήρια, τσακωνόντουσαν πολλές φορές οι παίκτες, ο κόσμος έμπαινε μέσα στο γήπεδο κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι φίλαθλοι πετούσαν κορνέ κατά τη διάρκεια της προπόνησης στους παίκτες και τον προπονητή μας, Αντώνη Γεωργιάδη, όπως συνέβη το 1993.
Τα λέω αυτά για να καταλάβει και ο κόσμος που μπορεί να σκέφτεται «γιατί δεν αποδίδεις;». Πώς να παίζεις σε αυτήν την κατάσταση, πώς να αποδίδεις με τέτοιο κλίμα; Πήγαινα προπόνηση και… σαν να μην ήθελα να πάω, σκεφτόμουν «πω, πρέπει να πάω στου Ρέντη, γαμώ το». Πολλές φορές περίμεναν αυτοκίνητα και έβριζαν τους παίκτες.
Εμένα βέβαια γενικά μου συμπεριφέρονταν καλά. Για παράδειγμα, μια μέρα που πέρναγα από εκεί, πήγαν κάποιοι να με βρίσουν, αλλά ο Τσουκαλάς, το βαρύ πυροβολικό εκεί, τους είπε «Αφήστε τον Μπατίστα, ρε. Είναι ο μόνος που παίζει».
Παρόλ’ αυτά, στον Πειραιά είχα την τύχη να συνεργαστώ με μεγάλους προπονητές, όπως για παράδειγμα ο Αντώνης Γεωργιάδης, τον οποίον είχα και στον Εθνικό. Πολύ μεγάλη μορφή, εξαιρετικός προπονητής, αλλά δεν του δόθηκε η ευκαιρία να δείξει την αξία του. Είχε έναν πολύ δυναμικό τρόπο δουλειάς, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα γυμναζόσουν πολύ καλά, αλλά ήσουν παράλληλα και ξεκούραστος, δεν το έχω ξαναδεί αυτό, μου έκανε μεγάλη εντύπωση.

Μάρτιος 1993: Ο Ντανιέλ Μπατίστα στην πρώτη από τις τρεις σεζόν του στον Ολυμπιακό απέναντι στον Αντώνη Μήνου της ΑΕΚ / Photo by: INTIME.
Πολύ καλός προπονητής ήταν και ο Πέτροβιτς.
Ο Λίμπρεχτς το ίδιο, αλλά είχε προβλήματα στη σχέση του με τους παίκτες. Δεν το λέω για εμένα. Γενικά, με όλους, με τους πάντες. Τον καημένο τον Σαπάνη πχ τον έκραζε, τον έκανε σκουπίδι, του έλεγε «ρε Σαπάνη, από πού ήρθες; Απ’ το χωριό; Απ’ τη Νάουσα; Τι είναι αυτά; Μαλώνεις με την μπάλα».
Κάποια στιγμή είδε κι εμένα με μια Mercedes που είχα φέρει από την Ολλανδία, ρωτάει «ποιου είναι αυτό;», απαντάω «δικό μου είναι», λέει «ο Μπατίστα με Mercedes!» και ξαναπαντάω «τι σε νοιάζει; Δικό σου είναι; Με δικά σου λεφτά το πήρα;».
Πιστεύω ότι δεν με ήθελε ιδιαίτερα, κάποια στιγμή μάλιστα με έβγαλε εκτός 18άδας! Εκτός 18άδας! Εγώ; Του λέω «ρε μίστερ, αφού δεν με θέλεις, να φύγω, να πάω Ολλανδία διακοπές, να δω τη μάνα μου, τα αδέρφια μου, να έρθω με άλλη ψυχολογία, καλύτερα», μου λέει «όχι, δεν πας πουθενά, οι παίκτες του Ολυμπιακού παίρνετε πολλά λεφτά και είστε τεμπέληδες!», και απαντάω «εγώ τεμπέλης; Πού το είδες;»!
Ο μεγάλος λόγος που έφυγα απ’ τον Ολυμπιακό ήταν αυτός. Όταν τελείωσε το συμβόλαιό μου, εκείνος ήθελε να μου κάνει παζάρι ο ίδιος, μου λέει «τον πρώτο χρόνο δεν έπαιξες καλά, τον δεύτερο έτσι κι έτσι, τον τρίτο χρόνο έπαιξες καλά, θα πάρεις τόσα». Εγώ, μόνος μου, δεν έβαζα άλλον, κακό κι αυτό, του λέω «Τι; Εσύ δεν είσαι μάνατζερ, εσύ είσαι προπονητής».
Μου είπε και ο Λούβαρης τότε ένα ποσό, αλλά απάντησα «κύριε Λούβαρη, με αυτό το ποσό που μου δίνετε, είναι σαν να μου λέτε “Μπατίστα, η πόρτα είναι ανοιχτή να φύγεις”. Ευχαριστώ πολύ, με αυτά τα λεφτά δεν μένω. Αν δεν μου δώσετε τα λεφτά που πρέπει να πάρω, adiós». Μου λέει «άμα φύγεις από αυτήν την πόρτα, δεν ξανακάνω πρόταση» και του είπα ότι υπάρχουν ομάδες που με θέλουν.
Έκανα φιλίες εκεί, πχ με τον Εστάι, τον Νταμπίζα, τον «Νταμπιζούλα», όπως τον φώναζε η κόρη μου και γελάγαμε, αλλά ο παιχταράς, αυτός που του βγάζω το καπέλο, ήταν ο Καραπιάλης, τρομερός παίκτης. Αλλά στην Ελλάδα δεν τους φτιάχνουν τους παίκτες, τους καταστρέφουν.
Άλλη μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο πιο κολλητός μου στον Ολυμπιακό, ο Τάκης Γκώνιας. Τον θεωρούσα πολύ μεγάλο ταλέντο, δεν τον βοηθούσε κανένας, εγώ προσπαθούσα να τον βοηθήσω να εξελιχθεί και τον κατέστρεψαν. Ούτε ο Λίμπρεχτς τον βοήθησε, ο μόνος προπονητής που τον πίστεψε, και μάλιστα από την προετοιμασία που είχε έρθει ο Τάκης, ήταν ο Πέτροβιτς, αλλά φυσικά όλοι μας παραδεχόμασταν ότι ήταν μεγάλο ταλέντο. Από ζήλια, επειδή δεν ήθελαν να εξελιχθεί ο μικρός, οι προπονητές δεν τον έβαζαν να παίζει. Εάν του έδιναν σημασία, θα ήταν ο επόμενος ηγέτης του Ολυμπιακού. Είχε έρθει πολύ μικρός, 18 ετών, του φώναζα «είσαι ο Ματέους του ελληνικού ποδοσφαίρου».

Σεπτέμβριος 1997: Ο Ντανιέλ Μπατίστα ανάμεσα στους Τάκη Γκώνια και Αλέκο Αλεξανδρή σε αποστολή της Εθνικής Ελλάδος / Photo by: INTIME.
«Ρε Ντανιέλο» – Η μεγάλη επιστροφή
Έφυγα από τον Ολυμπιακό, δεν με είχε πάρει κανείς τηλέφωνο, ήμουν με την Εθνική, με προπονητή τον Κώστα Πολυχρονίου. Ο Αποστολάκης μού έλεγε «να μιλήσεις με τον Πρόεδρο να έρθεις σε εμάς, μαζί με τον Βαζέχα θα κάνετε ένα δίδυμο φωτιά! Πω πω πω!». Του λέω να μιλήσει, αν θέλει, να το κάνω, μου απαντά ότι θα με πάρει τηλέφωνο.
Κι εκεί που είμαι στο ξενοδοχείο, χτυπάει το τηλέφωνο και ρωτάω «ποιος είναι;». «Τροχανάς, ο Πρόεδρος της ΑΕΚ είμαι», μου λέει και συνεχίζει «πού είσαι;». «Με την Εθνική ομάδα στην Φινλανδία», απαντάω και μου λέει «όταν έρθεις, θα υπογράψεις στην ΑΕΚ». «Κάτσε, Πρόεδρε, να μιλήσω με τον Μπάγεβιτς, να με θέλει. Αν με θέλει, δεν λέω “όχι”». του λέω και μου απαντάει «Ποιος Μπάγεβιτς, ρε; Εγώ αποφασίζω!».
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, όταν άκουσα ότι με θέλουν πίσω στην ΑΕΚ, ήθελα πολύ να γυρίσω, γιατί ήξερα ότι υπήρχε πολύ καλό κλίμα στην ομάδα, αλλά είχα πρόβλημα. Πώς θα με δεχτούν πίσω ο κόσμος και ο Μπάγεβιτς; Λέω «Λοιπόν Πρόεδρε, εγώ δεν έρχομαι, αν δεν μιλήσω με τον Μπάγεβιτς, να μου πει τι με θέλει».
Όταν έφτασα Ελλάδα, με πήρε τηλέφωνο ένας κολλητός του Μπάγεβιτς και μου είπε ότι με θέλει να μιλήσουμε. Πήγα στο σπίτι του στον Διόνυσο και μου είπε «εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί σου, αυτά γίνονται στο ποδόσφαιρο, σε πιστεύω, είσαι καλό παιδί και καλός παίκτης, σε θέλω στην ομάδα, αλλά εσύ αποφασίζεις». Μου είπε μάλιστα ότι, εάν είχα πρόβλημα με τον κόσμο, θα με βοηθούσε αυτός. Κι έτσι επέστρεψα στην ΑΕΚ.
Ο Μπάγεβιτς ήξερε, τι ήθελε εκείνος, τι κάνω εγώ, τι χρειαζόταν η ομάδα. Όταν δηλαδή πήγα στην προετοιμασία, είχε τον Σαραβάκο, τον Δημητριάδη, τον Κωστή, ο οποίος έπαιζε μπροστά, αλλά μετά άλλαξε το σκηνικό με εμένα μέσα, έβαλε τον Κωστή αριστερά, έβαλε και τον Τσιάρτα δεξιά και έγινε η ομάδα πύραυλος.

Photo by: Χάρης Κολχούρης.
Έπρεπε όμως να φέρω τον κόσμο κοντά μου. Όταν μου είχε πει ο Μπάγεβιτς ότι θα με βοηθούσε σε αυτό το θέμα, του είχα απαντήσει «μίστερ, εγώ έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ο κόσμος θα μου βαράει παλαμάκια, γιατί θα είμαι ο καλύτερος παίκτης».
Στην προετοιμασία όντως είχα πάει πάρα πολύ καλά, είχα βάλει γκολ αβέρτα και είχε αρχίσει ο κόσμος να ζεσταίνεται, να ακούγομαι. Παίζουμε κι ένα φιλικό με την Παρτιζάν, μου λέει και πάλι ο Μπάγεβιτς να μην έχω άγχος, του λέω και πάλι εγώ ότι δεν έχω κανένα άγχος και ότι πιστεύω στον εαυτό μου. Φιλικό το παιχνίδι, αλλά ο κόσμος το ήθελε και τελικά δεν με γιούχαρε.
Βέβαια, υπήρξαν αντιδράσεις από κάποιους παράγοντες, είχα διαβάσει και δηλώσεις του Κώστα Γενεράκη, «να μην γυρίσει αυτός στην ΑΕΚ», αλλά δεν με πείραζε καθόλου. Το ποδόσφαιρο είναι αυτό, πρέπει να αποδείξεις ότι αξίζεις. Αν αξίζεις, θα σε χειροκροτούν. Αν όχι, θα σε γιουχάρουν.
Σκεφτόμουν λοιπόν ότι, επιστρέφοντας από τον Ολυμπιακό, για να με αγαπήσει ξανά ο κόσμος, έπρεπε να κάνω παιχνιδάρα στο πρώτο μου ματς κόντρα στην πρώην μου ομάδα, ενώ ταυτόχρονα ήθελα να αποδείξω ότι είμαι ο καλύτερος, ότι “με είχατε και με χάσατε”, ότι είμαι ο άρχοντας του παιχνιδιού. Περίμενα το παιχνίδι λοιπόν πώς και πώς.
Κύπελλο Ελλάδος, προημιτελικός γύρος, στο Ολυμπιακό στάδιο, έδρα του Ολυμπιακού τότε. Κερδίσαμε 1-3, με δύο γκολ δικά μου και ένα του Κωστή, και εγώ ήμουν από τους καλύτερους παίκτες. Ήταν το παιχνίδι της χρονιάς, το οποίο έπρεπε να το κάνω και τελικά το έκανα.
Τότε βγήκε και το σύνθημα «έκανες το στάδιο μπ@@λο, ρε Ντανιέλο», το θυμάμαι ακόμη. Οπότε λέω ότι τώρα είναι μαζί μου ο κόσμος.
Ήταν ωραία, αλλά δεν είναι θέμα εκδίκησης, επειδή φεύγεις από τη μία ομάδα και πας στην άλλη. Είναι θέμα εγωισμού, να αποδείξεις ότι αξίζεις, γιατί αισθάνθηκα ότι είχα αδικηθεί και στον Ολυμπιακό.
Μάλιστα, όταν αργότερα έφυγε ο Μπάγεβιτς από την ομάδα για τον Πειραιά, εμείς βλέπαμε μόνο την ομάδα μας και θέλαμε να κερδίζουμε τον Ολυμπιακό. Θέλαμε να αποδείξουμε ότι μπορούμε και χωρίς τον Μπάγεβιτς, να αποδείξουμε ότι είμαστε οι καλύτεροι. Παραμονή του παιχνιδιού της πρώτης επιστροφής του Μπάγεβιτς ως αντιπάλου μάλιστα, είχε έρθει 10.000 κόσμος στο ξενοδοχείο να φωνάζει!

Ιανουάριος 1996: Ο Ντανιέλ Μπατίστα πρωταγωνιστής σε μεγάλη εκτός έδρας νίκη της ΑΕΚ επί του Ολυμπιακού για το Κύπελλο Ελλάδος / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Όταν κατακτήσαμε το Κύπελλο, πήρα μεγάλη χαρά. Βέβαια, σε μια ομάδα δεν σε κάνουν χαρούμενο μόνο οι τίτλοι. Εγώ ήμουν πάντα χαρούμενος στην ΑΕΚ. Ειδικά τη δεύτερη χρονιά της επιστροφής ένιωθα πολύ ευτυχισμένος, η ομάδα ήταν σαν οικογένεια, πήγαινες στην προπόνηση με πολύ καλή διάθεση, καλαμπούριζες με τους συμπαίκτες σου. Πράγματα πχ που δεν τα είχα στον Ολυμπιακό. Αλλά και την πρώτη χρονιά το κλίμα ήταν φοβερό, τα παιδιά, οι προπονητές, ο κόσμος, όλοι με υποδέχτηκαν ζεστά, έβγαινα έξω και όλοι με αγκάλιαζαν.
Θυμάμαι, είχε έρθει ένας φίλος μου από το Κάπο Βέρντε, δικηγόρος, είχε και ομάδες στην πατρίδα μου, και τον φέρνω στη Νέα Φιλαδέλφεια να δει πού παίζω. Πρώτη προπόνηση το 1996, με χιλιάδες κόσμο στο στάδιο. Είχα αφήσει το αυτοκίνητο 100 μέτρα πιο πέρα, πίσω από την «Σκεπαστή», και βλέπω στο πεζοδρόμιο να μην πέφτει καρφίτσα.
Έρχεται ο κόσμος πάνω μου, με παίρνουν στην αγκαλιά τους και με πάνε μέσα στο γήπεδο, στα αποδυτήρια. Έχασα και τον φίλο μου, αλλά τον βρήκα αργότερα. Αυτές είναι στιγμές που μου έχουν μείνει από τα χρόνια που είχαμε την καλύτερη ομάδα, παίρνοντας και το Κύπελλο με 7-1 με τον Απόλλωνα.
Αλλά και στην πρώτη παρουσίασή μου στους Θρακομακεδόνες, ήταν εκατό φίλαθλοι που με περίμεναν να με πάνε μέσα κι εγώ ντράπηκα.
Τη δεύτερη φορά έφυγα από την ΑΕΚ, γιατί… γέρασα. Ανέλαβε και ο Δημητριάδης πόστο, Τεχνικός Διευθυντής, και ήθελε να με απομακρύνει από την ομάδα, δεν ήθελε να τελειώσω την καριέρα μου στην ΑΕΚ. Εγώ μπορούσα ακόμη να προσφέρω, απλώς είχα ένα προβληματάκι, μετά τον χιαστό που είχα πάθει στην προετοιμασία με τον Τουμπάκοβιτς.

Νοέμβριος 1998: Ο Ντανιέλ Μπατίστα λίγο πριν την τελευταία επίσημη εμφάνιση του με τη φανέλα της ΑΕΚ σε αναμέτρηση με τον Άρη (6-0) – αριστερά οι Χρήστος Μαλαδένης και Χρυσόστομος Μιχαηλίδης / Photo by: INTIME.
Ο Τουμπάκοβιτς τρελός, θυμάμαι μια τρελή προετοιμασία, από την πρώτη μέρα τρέχαμε πολλά χιλιόμετρα, τρέχαμε τη μια μέρα, την άλλη σπριντ, κάτι που δεν είναι σωστό, κατά τη γνώμη μου, όλοι ξέρουν ότι, για να ξεκινήσεις την προπόνηση, πρέπει να κάνεις και λίγο ζέσταμα πρώτα, να πας σταδιακά, όπως πχ συνέβαινε με τον Μπάγεβιτς, με τον οποίον τα πράγματα πήγαιναν σιγά-σιγά, ενώ και ο Μπουρουτζήκας ήταν πολύ νορμάλ και πολύ καλός. Τον Δεκέμβριο βέβαια έφυγα εγώ, αλλά ο Τουμπάκοβιτς έκαψε την ομάδα!
Όσον αφορά στους συμπαίκτες μου, ο Βασίλης Τσιάρτας ήταν πολύ μεγάλο ταλέντο, απίστευτο πόδι, μάγος με την μπάλα, τις πάσες, τα φάουλ αλλά πολύ εγωιστής προς τους άλλους παίκτες.
Πιστεύω ότι η μη κατάκτηση του Νταμπλ το 1996 οφείλεται στους εγωισμούς του Τσιάρτα. Το χάσαμε από τον Παναθηναϊκό, γιατί στο παιχνίδι ο Τσιάρτας δεν ήταν ομαδικός. Έχει τη μπάλα από δεξιά, βγαίνουμε τρεις, αυτός, εγώ και ο Τιμούρ, εναντίον του Βάντσικ, είναι από πλάγια και δεν δίνει την μπάλα σε εμένα να βάλω γκολ και να καθαρίσω το παιχνίδι. Χάσαμε εκεί και χάσαμε το Πρωτάθλημα.
Αλλά είχαμε παρεξηγηθεί και στα πέτρινα χρόνια της ΑΕΚ, όταν η ομάδα έπεσε κατηγορία, τότε που είχε έρθει ο Μαύρος. Μου μίλησε λίγο άσχημα και τσακωθήκαμε λιγάκι. Κακό παιδί δεν μπορώ να πω ότι είναι, αλλά έχει έναν τρόπο πολύ χαζό να αντιμετωπίζει κάποια πράγματα.
Με τον Ντέμη Νικολαΐδη, τον «Ντεμίνιο», τον «ΑΕΚάρα», τον αγαπημένο της εξέδρας, ο οποίος από μικρός δήλωνε ΑΕΚτζής, είχαμε καλή σχέση. Στην αρχή μάλιστα, εγώ τον έβαλα στο κλίμα της ομάδας και στην Ελβετία όπου είχαμε πάει για προετοιμασία ήμασταν μαζί στο δωμάτιο. Πολύ καλός γκολτζής, δεν το συζητάω, έχουμε συνεργαστεί τρομερά στην ΑΕΚ όλα τα χρόνια, είχαμε κάνει ένα δίδυμο πολύ καλό, γιατί εγώ ήμουν ο περιφερειακός και εκείνος μέσα στην περιοχή. Έκανε πολύ μεγάλη καριέρα, του άξιζε.

Σεπτέμβριος 1996: Ντανιέλ Μπατίστα και Ντέμης Νικολαΐδης, σκόρερ στην εκτός έδρας νίκης της ΑΕΚ επί της Χέμλον Ούμενε στην Σλοβακία για το Κύπελλο UEFA. Ο ένας πέτυχε το πρώτο του ευρωπαϊκό γκολ και ο άλλος το νικητήριο / Photo by: INTIME.
Τα πέντε λεπτά στον Άρη!
Στον Άρη με πήρε ο Κοντομηνάς. Μου είχε πει τότε «δεν με ενδιαφέρει τόσο να παίξεις, θέλω να είσαι ηγέτης στην ομάδα, να φτιάξεις τα αποδυτήρια, ως μεγάλο όνομα που είσαι, να φέρεις τα παιδιά κοντά», αλλά ήταν δύσκολες οι συνθήκες.
Προπονητής είχε έρθει ένας Γιουγκοσλάβος, ο Πέτκοβιτς. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιον προπονητή, καθόλου καλός, με πήρε με πολύ άσχημο μάτι, δεν με έβαζε να παίζω καθόλου, ακόμα και οι παίκτες με ρωτούσαν γιατί δεν με βάζει, αλλά εγώ σκεφτόμουν «τι να πάω τώρα να τσακωθώ μαζί του, στην ηλικία που είμαι;». Δεν μου φέρθηκε καθόλου καλά, οπότε κάποια στιγμή πήγα τελικά και του μίλησα. «Κοίτα να δεις, βρε φίλε, ξέρεις ότι είμαι ο Μπατίστα, έχω ένα όνομα, δεν θέλω να δημιουργώ προβλήματα, αλλά αυτά που κάνεις δεν είναι σωστά, να μην παίζω στην ομάδα του Άρη», γιατί πραγματικά μπορούσα να παίξω.
Ήταν ένα παιχνίδι ΑΕΚ-Άρης. Μου λέει ο Παναγιωτάκης, ο οποίος ήταν κολλητός του προπονητή, «ετοιμάσου, γιατί θα σε βάλει να παίξεις». Εγώ ήθελα να αγωνιστώ και να με δει ο κόσμος της ΑΕΚ. Πέρναγαν οι μέρες, «ετοιμάσου να παίξεις». Και πόσο με έβαλε; Πέντε λεπτά!
Δεν ήθελα να μπω και μου έλεγε «έλα, σε παρακαλώ», χάναμε 1-0. Μπαίνω μέσα και από την τσαντίλα μου παίρνω μια μπάλα απ’ το κέντρο, κάνω σουτ και πάει στο δοκάρι. Και μου έλεγε ο κόσμος «γιατί δεν σε βάζει αυτός;».

Μάρτιος 2000: Ντανιέλ Μπατίστα και Αλκέτας Παναγούλιας στο περιθώριο αναμέτρησης Άρης – ΑΕΚ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Τα παιδιά στον Άρη ήταν καλά, είχα μάλιστα τον Χαριστέα, κατάλαβα ότι είναι παίκτης που μπορούσε να κάνει καριέρα και το έλεγα στον Κοντομηνά, «έχετε έναν τέτοιο παίκτη και τον πετάτε από δω, τον πετάτε από κει, δεν του δίνετε σημασία». Δεν με άκουγαν ούτε ο προπονητής ούτε ο Παναγιωτάκης.
Ο κόσμος ήταν καλά μαζί μου, πάρα πολύ ζεστός, παρόλο που δεν αγωνίστηκα, με εξαίρεση δυο-τρία παιχνίδια. Δεν θυμάμαι καν πώς έπαιξα, πέρασαν όλα τόσο γρήγορα.
Και το κακό είναι ότι δεν θυμάμαι πότε έπαιξα ποδόσφαιρο τελευταία φορά! Δεν θυμάμαι, γιατί δεν ήθελα να σταματήσω!
Σε μια προπόνηση με τον Άρη παθαίνω κάτι στο γόνατο, δεν ήξερα τι ήταν, πήγα να κάνω σουτ και μένω, δεν μπορούσα να πατήσω κάτω το πόδι. Μου λένε τελικά ότι έχει πρόβλημα ο χόνδρος. Τελειώνω τη σεζόν, έκανα κάτι διακοπές και άρχισα προετοιμασία μαζί με τον Τεννέ. Τρέχω, τρέχω, τρέχω, με πονούσε πιο πολύ. Βέβαια, έτρεχα πιο πολύ απ’ τους μικρούς, μου έλεγαν «πιο σιγά, ρε Μπατίστα» και τους απαντούσα «είμαι γέρος και τρέχω πιο πολύ από εσάς, τρέξτε, ρε κοπρίτες».
Κάποια στιγμή δεν μπορούσα. Μίλησε ο Κοντομηνάς με έναν γιατρό και έκανα εγχείρηση στον χόνδρο με τον Σαμαρά. Νόμιζα ότι θα ξαναγυρίσω να παίξω, ξεκίνησα θεραπείες, αλλά νομίζω έκανα ένα λάθος. Έκανα ποδήλατο και το πόδι άρχισε πάλι να πρήζεται. Δεν μπόρεσα να γίνω καλά, έκανα εγχείρηση με τον Μήτσου, αλλά δεν γινόταν καλά με τίποτα. Οπότε σταμάτησα. Φανταστείτε ότι πήγα να παίξω με τους παλαίμαχους πέντε χρόνια μετά και δεν μπορούσα λόγω του προβλήματος που είχα.

Οκτώβριος 1994: Ο Ντανιέλ Μπατίστα γνωρίζει την αποθέωση στο ντεμπούτο του με την Εθνική Ελλάδος, σε εντός έδρας αναμέτρηση με τη Φινλανδία για τα προκριματικά του Euro / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Το «Μαύρο Διαμάντι» της Εθνικής
Σταμάτησα έτσι το ποδόσφαιρο, χωρίς να ξέρει ο κόσμος. Με σταματούσαν στον δρόμο πχ μετά από δύο χρόνια και με ρωτούσαν «γιατί δεν παίζεις, ρε Μπατίστα; Σε ποια ομάδα είσαι;» και έλεγα «ρε παιδιά, έχω σταματήσει». Το ίδιο και αργότερα. Το ίδιο και… δέκα χρόνια μετά.
Αυτό που έχω να θυμάμαι πάνω απ’ όλα, η μεγαλύτερη επιτυχία που πέτυχα στην καριέρα μου, είναι ότι φόρεσα το εθνόσημο, όταν πια πήρα την ελληνική υπηκοότητα. Το να έρθω από το πουθενά και να παίξω με τα χρώματα μιας χώρας, όπως η Ελλάδα, στην οποία έως τότε δεν είχε παίξει ποτέ ξανά ξένος, μη Έλληνας, ήταν κάτι πολύ δύσκολο τότε.
Δεν πιστεύω ότι είχαν τότε στο μυαλό τους οι Έλληνες ότι θα μπορούσε να παίξει κάποιος σαν εμένα στην Εθνική. Και ήταν πολύ συγκινητικό που από την πρώτη προπόνηση ο κόσμος μιλούσε για εμένα.
Το κλίμα ήταν πολύ ωραίο και στα αποδυτήρια, ήξερα όλους τους παίκτες, σαν να είμαστε αδέρφια, γνωριζόμασταν όλοι, αισθανόμουν άνετα, καθώς δεν ήμουν μια περίπτωση που ήρθε από το εξωτερικό και έπαιζε στην Εθνική, ήμουν εδώ. Καλαμπουρίζαμε και με τα παιδιά, θυμάμαι έλεγε ο Αποστολάκης «ε ρε Μαύρο Διαμάντι» και πέθαινε στα γέλια.
Εντάξει, ήμασταν λίγο χαβαλές ως ομάδα, η αλήθεια είναι, και στενοχωριόμουν, γιατί δεν ήμασταν πολύ συγκεντρωμένοι στα παιχνίδια μας, πολλά παιδιά έβλεπαν τα παιχνίδια και σαν φιλικά, πολύ χαλαρά, ώστε να μην κουράζονται και για τα ντέρμπι που είχαν με τις ομάδες τους.
Εμένα, πάντως, με παραδέχονταν όλοι, φίλαθλοι, δημοσιογράφοι, συμπαίκτες, πράγμα που σημαίνει ότι ήμουν… κάπως καλός. Οπότε μόνο υπερηφάνεια μπορώ να αισθάνομαι!

Photo by: Χάρης Κολχούρης.
Ο Ντανιέλ Λίμα Μπατίστα είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
Photo Credits: Χάρης Κολχούρης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: