Ίσως να είχε βουλωμένα τα αφτιά του, ερμητικά κλειστά, όπως στους μετέπειτα χαρακτηριστικούς πανηγυρισμούς του.
Ίσως να μην ήταν καν μέσα στην τάξη, να τριγυρνούσε με μια μπάλα στα πόδια στο προαύλιο. Το σίγουρο είναι πως ποτέ του δεν άκουσε καμιά δασκάλα, όταν εκείνη κουνούσε το δάκτυλο και ξεστόμιζε σαν ιερή συμβουλή προς τους μαθητές της ένα από τα πιο θεμελιώδη ρητά στην Ολλανδία: «Να είστε απλώς φυσιολογικοί, αυτό είναι ήδη αρκετά τρελό».
Μπα, τώρα που το ξανασκεφτόμαστε, μπορεί και να την άκουσε κι απλώς να την αγνόησε επιδεικτικά, να πήγε με θράσος κόντρα στα λεγόμενά της. Στην Ολλανδία, δεν αρέσουν οι “προεξέχοντες”, αυτοί που δεν χωρούν στα πλαίσια, αυτοί που δεν ακολουθούν τις γραμμές, όσοι σπάνε τα όρια. Αν οι φυσιολογικοί θεωρούνται σχεδόν τρελοί, τότε πώς να αρέσουν οι εκκεντρικοί;
Πώς να αρέσει ο Μέμφις Ντεπάι; Αλαζονικές ντρίμπλες κι ατομιστίες, γεμάτα ρίσκο σουτ, το οποίο πότε θεοποιούν και πότε δαιμονοποιούν, ελάχιστο μαρκάρισμα, αγνοούμενη αυταπάρνηση ή θυσία για την ομάδα. Μέσα στο γήπεδο. Κι έξω από αυτό; Περίεργα σβησίματα, κοτσιδάκια, βαμμένα μαλλιά, επιβλητικά τατουάζ σε όλο το κορμί, ρίμες και ραπς, πανάκριβα αυτοκίνητα, τιμαλφή στον λαιμό και τους καρπούς, αλήτικες συνήθειες, παρανομίες, ασταμάτητο φλεξάρισμα -αφού και στον ίδιο αρέσει η slang.
Στην Ολλανδία τον έχουν για κάποιον που παρά το ταλέντο του δεν έγινε τίποτα εξαιτίας του ταπεραμέντου του. Στην Αγγλία θεωρείται μια απόλυτη αποτυχία, προσωποποίηση των βασάνων της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στη Γαλλία παικταράς και ηγέτης, στην Ισπανία άοσμος και ουδέτερος.
Ο Τζόναθαν Λιου έγραψε κάποτε στον «Guardian» πως ο Μέμφις Ντεπάι «σε προκαλεί να τον παρεξηγήσεις». Στην πραγματικότητα όμως απλώς ήταν πάντα ο περίπλοκος εαυτός του. Και, όταν οι περισσότεροι έσπευδαν να τον σημαδέψουν με το δάκτυλό τους, να τον χρίσουν αποτυχημένο, ο Μέμφις πάντα θυμόταν πως τα δικά του κριτήρια για την επιτυχία ήταν διαφορετικά. Πως δραπέτευσε από μια προβληματική παιδική ηλικία, μια ταραχώδη εφηβεία και όλο το βάρος των ποδοσφαιρικών προσδοκιών που έπεσε στους ώμους του. Για να θριαμβεύσει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, παραμένοντας πιστός στις βουλές κανενός άλλου παρά του ίδιου του εαυτού.
![](https://athletestories.gr/wp-content/uploads/2025/02/depay-memphis-netherlands-euro-2024.jpg)
Ιούνιος 2024: Ο Μέμφις Ντεπάι με τη φανέλα της Εθνικής Ολλανδίας στο Euro της Γερμανίας / Photo by: INTIME.
Τα χρόνια της οργής
Μέτωπο κολλημένο στην άκρη του τελευταίου θρανίου, μια γροθιά που έξαλλη σφίγγεται και πάλλεται, τυλιγμένη στην παλάμη του άλλου χεριού. Δυο ρωγμές έχουν μείνει ανοιχτές στα μάτια του, ίσα-ίσα για να κυλούν σαν ποτάμια τα δάκρυα πάνω στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του. Δεν είναι κλάμα λύπης, δεν είναι φόβος. Είναι οργή, αγνή οργή.
Ο μύθος της φαμίλιας λέει πως, πριν καν προλάβουν οι γιατροί να κόψουν τον ομφάλιο λώρο, ο πρεσβύτερος Ντεπάι, ο Ντένις, σήκωσε τον μικρό του γιο στον αέρα και του φώναξε: «Εσύ θα γίνεις σταρ, θα λάμψεις». Ο Μέμφις τα κατάφερε, εκπλήρωσε την προφητεία, μα ο πατέρας του θα μάθαινε για αυτόν μόνο από τις ειδήσεις. Από δική του επιλογή.
Παράνομος μετανάστης από την Γκάνα, είδε τον έρωτα στα μάτια της Κόρα, με το που τα βλέμματά τους συναντήθηκαν σε μια από τις πλατφόρμες του σιδηροδρομικού σταθμού του Ρότερνταμ. Νίκησαν τα περίεργα βλέμματα, τα τεντωμένα δάκτυλα, τους κουτσομπολίστικους ψιθύρους, κι αυτοί τρελοί, ασύμβατοι με το “φυσιολογικό” πλαίσιο, παντρεύτηκαν, έφτιαξαν την οικογένειά τους στο Μούντρεχτ, ένα μικρό χωριό με λίγες χιλιάδες κατοίκους. Και έναν και μόνο μαύρο τότε, τον Ντένις.
Εκεί γεννήθηκε ο Ντεπάι, εκεί μεγάλωσε με τη μαμά του. Γιατί ο μπαμπάς του, όταν εκείνος ήταν τριών ετών, άφησε για πάντα το σπίτι, την Κόρα, τον Μέμφις. Τους παράτησε, σηκώθηκε κι έφυγε, δεν γύρισε ποτέ. Δεν έμαθε ποτέ τι σημαίνει «πατέρας» ο Μέμφις, η θέση της πατρικής φιγούρας έμεινε κενή στην καρδιά και το μυαλό του.
Και το κενό θα γέμιζε με φόβο και μίσος λίγο μετά. Οι πληγές όχι απλώς θα άνοιγαν και πάλι, θα γίνονταν ακόμα πιο βαθιές, ακόμα πιο επίπονες. Η Κόρα ερωτεύτηκε ξανά, έναν διαζευγμένο γείτονα, ο οποίος τη στήριξε μετά το δικό της διαζύγιο, πήρε τον Μέμφις και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του μαζί με τα δικά του παιδιά.
Ή αλλιώς τους εφιάλτες του Ντεπάι. Η μητέρα του περιέγραψε εκείνο το σπίτι ως «σπίτι του τρόμου». Τα θετά του αδέρφια, δέκα τον αριθμό, περιθωριοποίησαν τον Μέμφις, τον τραμπούκιζαν, τον αποκαλούσαν «μαϊμού», τον χτυπούσαν, ένα απόγευμα τον απείλησαν μέχρι και με μαχαίρι, όπως θυμάται. Του τραβούσαν τα αφτιά με μια πένσα, τον ακινητοποιούσαν και του έριχναν μπουνιές και κλωτσιές. «Είχα αρχίσει να θεωρώ σχεδόν φυσιολογικό το να με χτυπάνε», έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του.
![](https://athletestories.gr/wp-content/uploads/2025/02/depay-memphis-heart-of-a-lion.jpg)
Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας του Μέμφις Ντεπάι.
Ήταν εννέα ετών. Πήγαινε στο σχολείο και έκλαιγε από τα νεύρα και τη συσσωρευμένη πίεση. Δεν ήθελε να γυρνάει πίσω στο σπίτι, δεν ήθελε να μιλάει σε κανέναν. Οι δάσκαλοί του θυμούνται ένα αμίλητο παιδί-φάντασμα. Ο ίδιος θυμάται εκείνη την περίοδο ως τον καιρό που έμαθε να επιβιώνει. Το τίμημα όμως ήταν βαρύ, ήταν η ευτυχία του, η όποια παιδική ανεμελιά που πια είχε πεθάνει.
Μέχρι ένας φίλος της μητέρας του να τους βοηθήσει να δραπετεύσουν, ο Μέμφις ήταν πια ένα κατεστραμμένο παιδί. Άρχισε να πίνει αλκοόλ στα 12, διακινούσε κάνναβη και άλλα μαλακά ναρκωτικά, άραζε με μεγαλύτερους κι εθισμένους στην κοκαΐνη, έμπλεκε σε τσακωμούς στον δρόμο. Έκανε ό,τι μπορούσε για να εξωτερικεύσει την οργή του, να αποσυμπιεστεί.
Δεν μπορούσε να το κάνει αλλιώς, δεν είχε μάθει να μιλάει σε κανέναν, δεν εμπιστευόταν κανέναν. Μόνο εκείνη, την μπάλα. «Το ποδόσφαιρο δεν ήταν απλά η διαφυγή μου, ήταν η απελευθέρωσή μου. Έβγαζα όλον τον πόνο μου στο γήπεδο, έμπαινα μέσα και ήθελα να τους καταβροχθίσω όλους. Ήξερα πως έπρεπε να είμαι ο καλύτερος», έχει πει.
Και πάντα ήταν. Καλύτερος από όλους τους γύρω του, από τον δρόμο μέχρι τα πάρκα, τα προαύλια, τα γήπεδα της ακαδημίας της Σπάρτα Ρότερνταμ μέχρι και την Αϊντχόφεν. Δεν έβλεπε κανέναν. Γιατί ήταν αποφασισμένος πως δεν θα αφήσει κανέναν να είναι καλύτερος.
«Ίσως ακούγεται κλισέ, αλλά το ποδόσφαιρο με έσωσε». Ο Ντεπάι ξέφυγε από την παρανομία και τους μπελάδες, γιατί η PSV τον ενέταξε στα φυτώριά της, γιατί του έδωσε ένα όνειρο για να παλέψει. Κι αν δεν το έκανε, ίσως κι εκείνος να έμενε για πάντα, για όσον καιρό κατάφερνε να επιβιώσει εν πάσει περιπτώσει, κολλημένος ανάμεσα στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, την επικίνδυνη ζωή, την προβληματική του προσπάθειά του να εκφράσει όσα σκοτεινά βρίσκονταν μέσα του.
![blank](https://athletestories.gr/wp-content/plugins/wp-fastest-cache-premium/pro/images/blank.gif)
Ο Μέμφις Ντεπάι (αριστερά) σε παιδική ηλικία στην PSV Αϊντχόφεν.
Πάντα δυσκολευόταν να εκφραστεί, συχνά αντί να μιλάει, ράπαρε μπροστά στη μαμά του ή απλώς μιλούσε πάνω στο χορτάρι. Μα όλα μακριά από αυτό ήταν δύσκολα. Έμπλεκε συνεχώς σε καβγάδες, έκανε συλλογή από αποβολές στα σχολεία και τα άλλαζε σαν να βρισκόταν σε περιοδεία, αφού πουθενά δεν μπορούσε να βρει ένα περιβάλλον που θα τον έκανε να νιώθει άνετα ή έστω αρκετά άνετα για να βγάλει τη σκληρή του πανοπλία. Δάσκαλοι, διευθυντές, προπονητές τον ρωτούσαν ποιο ήταν το πρόβλημα κι εκείνος πάντα έδινε την ίδια απάντηση: «Είμαι θυμωμένος».
Συνέχισε να είναι και στο Αϊντχόφεν, όταν μετακόμισε εκεί για να κυνηγήσει τα όνειρά του. Η PSV τα έβλεπε τα ζητήματά του, η προβληματική κοινωνική του συμπεριφορά δημιουργούσε σοβαρούς τριγμούς στην ακαδημία της, συγκρουόταν συνεχώς -για ψύλλου πήδημα- με συμπαίκτες και προπονητές, αντιδρούσε υπερβολικά και έδειχνε έτοιμος να τα τινάξει όλα, μα οι άνθρωποί της πίστεψαν τόσο σε εκείνον, ώστε τον στήριξαν μέχρι τέλους.
Αφαίρεσαν από τους ώμους του το βάρος του σχολείου, κανόνισαν να ολοκληρώσει νωρίτερα το βασικό στάδιο των σπουδών του, αλλά κυρίως τον έφεραν σε επαφή με τον άνθρωπο που θα του άλλαζε τη ζωή. Όταν του είπαν για αυτόν, ο Μέμφις -τι έκπληξη- εξαφανίστηκε οργισμένος από το δωμάτιο, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί πως χρειαζόταν κάτι τέτοιο, ένιωθε εξευτελισμένος.
Ο Γιουστ Λέεντερς συνάντησε τον Ντεπάι σε μια φάση που έβραζε σαν ηφαίστειο, εκεί στα 14-15 του χρόνια. «Πνευματικός προπονητής» ήταν ο τίτλος του, μα στην ουσία ο Λέεντερς ήταν πολλά περισσότερα. Πότε αυτό, πότε ψυχολόγος, πότε σύμβουλος, πότε φίλος, πότε κάτι σαν τον πατέρα που δεν είχε ποτέ.
Στάθηκε δίπλα του στην πιο μπερδεμένη περίοδο της ζωής του, σαν κοντάρι που στηρίζει τον βλαστό ενός φυτού που πασχίζει να φυτρώσει όμορφα, σαν κηδεμόνας που αργά φέρνει τους σπονδύλους μιας ταλαιπωρημένης πλάτης στη θέση τους.
Ήταν μια πρόκληση για εκείνον, αλλά σταδιακά κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μέμφις, έγινε ο πρώτος άνθρωπος -πέρα από τη μαμά του- που μπόρεσε να περάσει στην άλλη πλευρά, πέρα από το καβούκι του. Τα προβλήματα του Ντεπάι έγιναν προβλήματα και του Λέεντερς, οι σκέψεις, οι ανησυχίες, όλα. Έχτισαν μια ξεχωριστή σχέση, μια σχέση ζωής, χωρίς την οποία ο Μέμφις πιθανότατα δεν θα άνθιζε ποτέ. Λείανε τις μυτερές του γωνίες, λίμαρε την οργή του και διαμόρφωσε σχεδόν σωτήρια το άτομο πίσω από τον ποδοσφαιριστή.
![](https://athletestories.gr/wp-content/uploads/2025/02/depay-memphis-psv-young-1.jpg)
Ο Μέμφις Ντεπάι σε εφηβική ηλικία με τη φανέλα της PSV.
Από το τίποτα στη λάμψη και πάλι πίσω
Υπάρχει καλύτερη σκηνή για την πρώτη σου λάμψη; Υπάρχει πιο μαγικό τουρνουά για να προσγειωθεί κανείς βίαια και ξαφνικά στο ποδοσφαιρικό προσκήνιο; Το Μουντιάλ του 2014 ήταν ξεχωριστό για τον Μέμφις. Εμφανίστηκε από το πουθενά και χάρισε στην Ολλανδία τη νίκη-πρόκριση στα νοκ άουτ κόντρα στην Αυστραλία, με εκείνο το μακρινό σουτ που μόνο κάποιος όπως αυτός θα επιχειρούσε στα πρώτα του βήματα με το εθνόσημο.
Ήταν 20 χρόνων και ελάχιστοι ήξεραν ποιος είναι. Οι περισσότεροι τον είχαν ακούσει ως αυτόν που εξόργισε τον Ρόμπι Φαν Πέρσι σε μια από τις προπονήσεις της Εθνικής. Τον πέρασε με μια εξευτελιστική ντρίμπλα και στη συνέχεια είχε το θράσος να φλεξάρει, ρίχνοντας ένα επιδεικτικό βλέμμα ξοπίσω του. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι;», του φώναξε έξαλλος ο Φαν Πέρσι. «Ένα τίποτα είσαι».
Σίγουρα ερχόταν από τίποτα, μόλις την ίδια χρονιά είχε αρχίσει να καθιερώνεται στην Αϊντχόφεν. Αλλά, ακόμα κι αν ήταν ένα τίποτα, ήταν ένα συναρπαστικό τίποτα. Ο Φαν Χάαλ πίστεψε στο potential του και τον μετέτρεψε στην πνοή των «Oranje», στον παίκτη που ερχόταν από τον πάγκο για να ζαλίσει τους αντιπάλους, να δώσει ενέργεια, σημαντικά γκολ, να κάνει τη διαφορά.
Έλαμψε, ο κόσμος τον έμαθε, τον σημείωσε στις λίστες του με τα ταλέντα που έρχονται και, όταν την επόμενη σεζόν έκανε πράγματα και θαύματα για να οδηγήσει την PSV στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος, άπαντες κατάλαβαν πως η ώρα του είχε φτάσει.
![blank](https://athletestories.gr/wp-content/plugins/wp-fastest-cache-premium/pro/images/blank.gif)
Οκτώβριος 2014: Ο Μέμφις Ντεπάι στην τέταρτη και τελευταία του σεζόν με την Αϊντχόφεν, αγκαλιά με τον Κώστα Τριανταφυλλόπουλο / Photo by: INTIME.
Ο Φαν Χάαλ βρισκόταν ήδη στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες, όπως και κάθε οπαδός της ομάδας που έβλεπε ξανά έναν βιρτουόζο εξτρέμ με έφεση στο γκολ και το «7» στην πλάτη να υπόσχεται να συναρπάσει το παγωμένο Old Trafford. Δεν ένιωθε, 30 εκατ. ξοδεύτηκαν για χάρη του, πήρε με θάρρος τον μυθικό αριθμό του Κριστιάνο Ρονάλντο, πιστεύοντας πως είχε φτάσει η στιγμή του να ενσωματωθεί στην ελίτ. Πίστευε στα αλήθεια πως έχει τα πάντα, την τεχνική, την ταχυδύναμη, τα τελειώματα.
Και ίσως να τα είχε. Μα πριν το καταλάβει, λίγο μετά τα πρώτα του βήματα στους «Κόκκινους Διαβόλους», θα έχανε την όποια ευκαιρία να τα αναδείξει. Η σχέση του με τον Φαν Χάαλ γρήγορα ράγισε, ο Λουίς είχε αρχίσει να αισθάνεται την πίεση της θέσης του, δεν μπορούσε να ανεχθεί κάποιον που δεν έτρεχε σαν σκυλί, που χρειαζόταν κάτι σαν ειδική πνευματική μεταχείριση.
«Με αγόρασαν για την ποιότητα που έδειξα ότι έχω, αλλά μετά ήθελαν να με κάνουν να παίξω με έναν τρόπο που θα εξαφάνιζε αυτή την ποιότητα. Δεν μπορούσα να το καταλάβω», έχει πει.
Ο Μέμφις πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης του σεζόν στο Old Trafford κυνηγώντας ακραία μπακ πάνω στη γραμμή, σπαταλώντας την ενέργειά του, χάνοντας την πίστη του στην ομάδα. Και βασικά, χάνοντας τον εαυτό του. Δεν μπόρεσε να κάνει τη διαφορά που πίστευε πως θα κάνει και βυθίστηκε στην απογοήτευση.
Τα αδηφάγα αγγλικά media τον σταύρωναν για το εκκεντρικό lifestyle του, τα ακριβά του αυτοκίνητα, τη στάση του, τον μετέτρεψαν στην εικόνα όλων όσα πήγαιναν λάθος στους «Κόκκινους Διαβόλους».
Απομακρύνθηκε από τους ανθρώπους γύρω του, έπαψε να μιλάει μέχρι και με τη μητέρα του, η σκληρή και κοφτερή πανοπλία του, η δική του άμυνα, βγήκε ξανά στην επιφάνεια και μετά από χρόνια ο Λέεντερς τού ήταν ξανά αναγκαίος. Εγκαταστάθηκε στο Μάντσεστερ για να σταθεί στο πλευρό του, να τον βοηθήσει στην πιο δύσκολη στιγμή του. Όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει πραγματικά.
Ούτε ο Μουρίνιο τον εμπιστεύτηκε ποτέ, η έξοδος ήταν η μόνη λύση. Δύο -απόλυτα άδοξα- χρόνια μετά τη λαμπερή μεταγραφή του, ο Μέμφις των ελάχιστων καλών στιγμών στην Αγγλία έκλεισε την πόρτα πίσω του, επέστρεψε στο τίποτα, φεύγοντας σχεδόν κρυφά, δίχως να αποχαιρετήσει κανέναν στην ομάδα.
![](https://athletestories.gr/wp-content/uploads/2025/02/depay-memphis-manchester-united.jpg)
Ο Μέμφις Ντεπάι με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Σφραγίδα στη Γαλλία, αόρατος στην Ισπανία
Οι αριθμοί “τρέχουν” γρήγορα. Δεδομένα, αλγόριθμοι, μαθηματικοί τύποι που δουλεύουν με ένα και μόνο ζητούμενο. Όχι ποσοτικό στα αλήθεια αλλά ποιοτικό. Την ανεύρεση της χαράς. Μόνο αυτή έψαχνε ο Μέμφις μετά το ναυάγιό του στη Γιουνάιτεντ, μόνο τη χαμένη χαρά για το παιχνίδι που θα τον βοηθούσε να βρει και τον χαμένο εαυτό του.
Ήταν μια από τις λίγες φορές άφησε το “εγώ” του στην άκρη, εμπιστεύτηκε το επόμενο βήμα της καριέρας του στην επιστήμη και μια εταιρεία στατιστικών από την οποία ζήτησε να του βρει τον ιδανικό σύλλογο, μια ομάδα που έπαιζε επιθετικό ποδόσφαιρο, βασιζόταν δημιουργικά και εκτελεστικά στους εξτρέμ της και τους βάραινε ανασταλτικά στον μικρότερο δυνατό βαθμό.
Οι αριθμοί έδειξαν τη Λιόν. Και όντως ο Ντεπάι μετακόμισε στη νοτιοανατολική Γαλλία. Και όντως βρήκε όσα έψαχνε. Ένα ιδανικό περιβάλλον πιο μακριά από τους προβολείς της προσοχής, πρόσφορο έδαφος για να παίξει το παιχνίδι του και να ηγηθεί. Το έκανε, δίχως την παραμικρή αμφιβολία. Υπήρξαν περίοδοί του στη Λιόν που απλώς έδειχνε αδάμαστος, ντρίμπλαρε και σκόραρε για πλάκα, φτάνοντας τα νούμερά του στα επίπεδα των κορυφαίων της Ευρώπης.
Ήταν δική του η Λιόν, ήταν ο πρωταγωνιστής, ο ηγέτης της, το πρόσωπό της.
Οι τριγμοί δεν έλειψαν ούτε εκεί. Ο Ντεπάι δεν δίσταζε να επικρίνει δημόσια τον Μπρούνο Ζενεσιό, τις λίγες φορές που τον άφηνε εκτός ενδεκάδας, δεν έκρυψε ποτέ ότι θα ήθελε να παίξει σε μια μεγαλύτερη ομάδα, δεν έπαψε να ζει την αγαπημένη του “ηχηρή” ζωή έξω από το γήπεδο. Όσα όμως έκανε μέσα σε αυτό δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησής του. Με εκείνον να κινεί τα νήματά της, η Λιόν έφτασε μέχρι και στα ημιτελικά του Champions League, μα, όσο κι αν κανένας φίλος της δεν ήθελε να το παραδεχθεί, ο Ντεπάι ήταν όντως υπερβολικά καλός για αυτή.
![blank](https://athletestories.gr/wp-content/plugins/wp-fastest-cache-premium/pro/images/blank.gif)
Ο Μέμφις Ντεπάι με τη φανέλα της Λιόν.
Όχι μόνο για αυτή αλλά και για την Εθνική Ολλανδίας. Δεν άρεσε σε πολλούς, μα είχε γίνει το σημείο αναφοράς της, ο φάρος της. Παίζοντας κεντρικά, ως σέντερ φορ με απόλυτη ελευθερία κινήσεων, έκανε τη διαφορά και έπαιρνε από το χέρι τους «Oranje», όποτε το χρειάζονταν. Το όνομά του είχε αρχίσει να συνδέεται ξανά με τους ελίτ συλλόγους της Ευρώπης, οι οποίοι έδειχναν διατεθειμένοι να αγνοήσουν τον “θόρυβο” του πακέτου του για χάρη όσων μπορούσε να τους χαρίσει. Όποιος κι αν ήταν άλλωστε, αποτελούσε έναν από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές στην Ευρώπη, όντας μόνο 27 ετών.
Η Μπαρτσελόνα κινήθηκε πιο αποφασιστικά από όλους τους ενδιαφερόμενους και τον προσγείωσε στη Βαρκελώνη, προκαλώντας ενθουσιασμό στους οπαδούς της αλλά και στον ίδιο τον Ντεπάι, ο οποίος πια ένιωθε πιο έτοιμος από ποτέ να εγκατασταθεί στην ελίτ. Το σύμπαν όμως δεν θέλησε να του κάνει τη χάρη.
Η αποχώρηση του Μέσι λίγο μετά την υπογραφή του Μέμφις ταρακούνησε συθέμελα τον σύλλογο και τα τεράστια οικονομικά προβλήματα έριξαν κατακόρυφα την ποιότητα της ομάδας. Ο Ντεπάι παγιδεύτηκε στην πιο δύσκολη κατάσταση που θα μπορούσε να βρει και είδε τα όνειρά του να παίρνουν γρήγορα την κατιούσα. Υπήρξε σημαντικός στην κάκιστη «Μπάρτσα» του Κούμαν και επί της ουσίας ανενεργός στην αναγεννημένη ομάδα που παρουσίασε ο Τσάβι. Δεν ταίριαξε ποτέ στα “θέλω” του Καταλανού, έψαξε καταφύγιο στην Ατλέτικο του Σιμεόνε, μα δεν το βρήκε ούτε εκεί.
Ο καιρός του στην Ισπανία άρχισε με ηχηρές υποσχέσεις και έληξε με μια αίσθηση αδιάφορη. Δεν θριάμβευσε, δεν καταστράφηκε. Δεν μπόρεσε να αφήσει το -όποιο, θετικό ή αρνητικό- αποτύπωμά του.
Κι έπειτα έφυγε για την περιπέτεια της Βραζιλίας και την Κορίνθιανς. «Ήθελα να ζήσω το αυθεντικό ποδόσφαιρο», είπε.
![](https://athletestories.gr/wp-content/uploads/2025/02/depay-memphis-corinthians.jpg)
Ο Μέμφις Ντεπάι με τη φανέλα της Κορίνθιανς.
Πετυχημένος αποτυχημένος
Και τελικά; Τι έζησε; Πολλά από όσα ονειρευόταν και τίποτα μαζί. Πριν κάποια χρόνια είχε πει: «Δεν έχω πετύχει ούτε τα μισά από όσα θέλω να κάνω. Είναι μεγάλη η λίστα. Θέλω να πάρω το Champions League, τη Χρυσή Μπάλα. Να έχω 100 εκατ. στην τράπεζα στο τέλος της καριέρας μου, να γίνω σταρ στη μουσική, το σινεμά, τη μόδα. Να κάνω οικογένεια, να βοηθήσω κόσμο στην Γκάνα και άλλες λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Θα κατακτήσω βουνά των οποίων τα ύψη δεν ξέρω καν».
Ο Μέμφις για πάντα θα κουβαλάει την ταμπέλα ενός τύπου που δεν πέτυχε τίποτα. Ταλαντούχος μεν, μα αλαζόνας, ψηλομύτης, με τεράστια ιδέα για τον εαυτό του, επικεντρωμένος στα λούσα, τις ανέσεις, τη χλιδάτη εξωγηπεδική ζωή. Και όλα αυτά χωρίς να έχει καταφέρει τίποτα, για να μπορέσει να τα δικαιολογήσει.
Αυτός είναι ο Ντεπάι στην κοινή ποδοσφαιρική συνείδηση, αυτός είναι για τον μέσο ποδοσφαιρόφιλο, ο οποίος τον αφορίζει, με το που βλέπει το προκλητικό του στιλάκι, τα κουρέματά του, με το που βλέπει τις φωτογραφίες της επιδεικτικά λουξ ζωής του, με το που μαθαίνει πως τραγουδάει, πως γράφει τα δικά του ραπς, τους δικούς του στίχους και τους “πατάει” πάνω σε εύθυμα χορευτικά beats.
“Προεξέχοντας”, εκκεντρικός, κάποιος που σε προκαλεί να τον παρεξηγήσεις. Και ταυτόχρονα κάποιος που δεν θα μπορούσε να αδιαφορεί περισσότερο για τη γνώμη των άλλων. Εκείνος ξέρει, εκείνος έχει ζήσει όλο του το ταξίδι και μπορεί να κρίνει, βλέποντας τη μεγάλη εικόνα.
Η πλάτη του είναι καλυμμένη με ένα τεράστιο, επιβλητικό τατουάζ, το κεφάλι ενός λιονταριού. «Το έκανα, γιατί επέζησα και βασίλεψα στη ζούγκλα». Όπου ζούγκλα η παιδική του ηλικία, η απόρριψη από τον πατέρα του, το ξύλο, η οργή, η αδυναμία ένταξης, η ανασφάλεια.
Ναι, εντάξει, δεν έγινε ο καλύτερος στον κόσμο, δεν έγινε καν ο καλύτερος που μπορούσε να γίνει, δεν πήρε τίτλους, δεν, δεν, δεν… Μα αλήθεια, ποιος μπορεί να δει από πού ξεκίνησε και πού έφτασε και όντως να πιστεύει πως ο Μέμφις Ντεπάι απέτυχε;
Και όσοι τον χλευάζουν, όσοι αρνούνται να παραδεχθούν την εξέλιξή του, λαμβάνουν για απάντηση την απόλυτη αδιαφορία του, την επίγνωσή του: «Το μικρό παιδί που έκλαιγε και κρυβόταν κάτω από το θρανίο του είναι πια ένα δυνατό άτομο».
Ο Ντεπάι δεν ταξίδεψε με την πυξίδα κανενός άλλου παρά του εαυτού του. Και έτσι έφτασε τη δική του -την κατά Μέμφις– επιτυχία. Όπως την έχει ορίσει ο ίδιος: «Το να είσαι ξεχωριστός με έναν δικό σου τρόπο, αυτό είναι η πραγματική επιτυχία». Και ό,τι κι αν πει κανείς για αυτόν, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πως ο Μέμφις Ντεπάι υπήρξε -εντός κι εκτός ποδοσφαίρου- απόλυτα ξεχωριστός. Άρα;
![](https://athletestories.gr/wp-content/uploads/2025/02/depay-memphis-netherlands-euro-2020.jpg)
Ιούνιος 2021: Ο Μέμφις Ντεπάι με τη φανέλα της Εθνικής Ολλανδίας στο Euro 2020 / Photo by: INTIME.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νάιτζελ Ντε Γιονγκ: Θρυμματίζοντας τον καθρέφτη