Μια ζωή προσπαθούσε να ξεφύγει. Από το πεπρωμένο, πάντως, δεν τα κατάφερε, όσο κι αν το προσπάθησε.
Αντίθετα με τον πατέρα, τον παππού και τους θείους του (όλοι τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές), δεν έψαχνε να βρει δίχτυα, μα επεδίωξε να τα αποφύγει.
Μεγάλο ταλέντο στα παιδικά του χρόνια στο τένις, το φιλέ δεν θα μπορούσε, φυσικά, να αποτελεί σύμμαχό του. Γι’ αυτόν, όμως, τα σχέδια της μοίρας δεν τον τοποθετούσαν στα κορτ.
Καθυστερημένα, ακολούθησε κι αυτός την οικογενειακή παράδοση, ου μην και το ριζικό του, φορώντας εξάταπα και πατώντας το πόδι του στον καμβά της στρογγυλής θεάς. Δεν προσπάθησε να την υπηρετήσει, μα, αντίθετα, επεδίωξε να την εκμεταλλευτεί. Ίσως γι’ αυτό τον παίδεψε τόσο πολύ, υποχρεώνοντάς τον να παλέψει, να παλέψει αφάνταστα, για να αποδιώξει το γέλιο που κάθε φορά συνόδευε το άκουσμα της θέσης του στον αγωνιστικό χώρο. Επιθετικός-τενίστας, έδινε την εντύπωση στο ξεκίνημά του πως τα δίχτυα εξακολουθούν να αποτελούν αντίπαλό του.
Η πρώτη του διετία στα ευρωπαϊκά γήπεδα λίγο έλειψε να “κάψει” την καριέρα του. Μια καριέρα που -τελικά- εξελίχτηκε, είχε γκολ, πολλά γκολ, διακρίσεις, μια καριέρα που τον έκανε τοτέμ για τους συμπατριώτες του, αλλά και του έφερε -τελικά- αναγνώριση, σίγουρα παράταιρη των όσων άκουγε στην Γηραιά Αλβιόνα. Για δαύτην, δεν χρειάζεται υπενθύμιση. Νωπή. Μέχρι και το 2019, άλλωστε, μπάλα έπαιζε, κάνοντας την πλάκα του, μέχρι και σε Ιαπωνία, Ινδία και Χονγκ Κονγκ.
Για εκείνη την πρώτη διετία, όμως, στο «Old Trafford», αξίζει τον κόπο η αναφορά. Για εκείνη τη διετία, κατά την οποία ο κύριος Ντιέγκο Φορλάν, αυτός που χρειάστηκε οκτώ ολόκληρους μήνες για να πετύχει το παρθενικό του γκολ με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, μετατράπηκε σε περίγελο των αγγλικών γηπέδων.
Τόσο, ώστε -ακόμα και όταν, την αμέσως επόμενη σεζόν από την στιγμή που αποχώρησε κακήν κακώς από το Νησί, μετακόμισε στη Βιγιαρεάλ και αναγορεύτηκε σε πρώτο σκόρερ της Γηραιάς Ηπείρου, μοιραζόμενος το Χρυσό Παπούτσι με τον Τιερί Ανρί– μέχρι και πρωτοσέλιδα διάβαζε που του υπενθύμιζαν, παραφράζοντας μια φημισμένη αγγλική παροιμία, σύμφωνα με την οποία «Κάθε σκυλί έχει την… χρονιά του».
Το έκανε ξανά και ξανά, όμως. Κυνηγούσε σε όλη του την καριέρα να ξεφύγει από εκείνο το “χτικιό”. Άλλη μία φορά (2008-09) κέρδισε το Χρυσό Παπούτσι, στη δεύτερη, κατά την οποία αναδείχτηκε κορυφαίος σκόρερ της Primera. Πήρε την Χρυσή Μπάλα της FIFA το 2010. Τερμάτισε πρώτος σκόρερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 (στην ξέφρενη πορεία της Εθνικής Ουρουγουάης ως την τετράδα) και, έναν χρόνο αργότερα, πανηγύρισε το Copa America.
Πολλούς, η αλήθεια είναι, συλλογικούς τίτλους δεν έχει να δείξει στην πορεία του. Όσους κατέκτησε σε εκείνη την φοβερή και τρομερή διετία στο Μάντσεστερ (3), δεν κέρδισε σε ολάκερη την υπόλοιπη (ευρωπαϊκή, δύο μόλις: το Europa League και το Ευρωπαϊκό Super Cup με την Ατλέτικο το 2010) σταδιοδρομία του.
Στη δική του περίπτωση, δεν είχε άλλον τρόπο. Γκολ, γκολ και πάλι γκολ. Όσο περισσότερα γίνονταν. Και μόνο γκολ.
Αν αυτά χάριζαν τίτλους στις ομάδες του, είχε καλώς. ακόμα καλύτερα, όχι, όμως, και γρηγορότερα.
Για τον ίδιο, όμως, κάθε ένα αποτελούσε απλώς και ένα ακόμα ξήλωμα -υπομονετικό, βασανιστικό, βελονιά την βελονιά- του κουστουμιού τού λίγου, του ανεπαρκή, του ανέκδοτου που του φόρεσαν στο Νησί.
Αλεσάντρα…
Στα μέσα του 1991, ένα τροχαίο υποχρεώνει τη μεγαλύτερη αδερφή του, Αλεσάντρα, να δώσει σκληρή μάχη για να παραμείνει στη ζωή, αναγκάζοντάς την παράλληλα να ζήσει το υπόλοιπό της καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. Ο -12χρονος τότε- Ντιέγκο αφήνει τη ρακέτα και υπόσχεται στην κατάκοιτη αδερφή του να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, προκειμένου να αναλάβει τα έξοδα συντήρησής της.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, υπογράφει το πρώτο του συμβόλαιο στην Πενιαρόλ, σύλλογο όπου ανδρώθηκε ο πατέρας του, Πάμπλο, φημισμένος κεντρικός αμυντικός της δεκαετίας του ’70, με συμμετοχή μάλιστα στο Μουντιάλ του 1974. Τα 30 ευρώ των μηνιαίων απολαβών του είχαν μία και μόνο αποδέκτρια…
Ύστερα από ένα φεγγάρι στην Ντανούμπιο, ακολουθεί τον Ρίο ντε λα Πλάτα (Ρίβερ Πλέιτ, το δεύτερο μεγαλύτερο σε έκταση ποτάμι της Ν. Αμερικής) πέρα από τα σύνορα της Ουρουγουάης, καταλήγοντας το 1998 στο Μπουένος Άιρες και την ομάδα, όπου μεγαλούργησε ο παππούς του, Χουάν Κάρλος Κοράτσο, τη δεκαετία του ’30, την Ιντεπεντιέντε. Ο επιχειρηματίας Σάμουελ Λίμπερμαν πιστεύει στο ταλέντο του πιτσιρικά και εξαγοράζει τα δικαιώματά του έναντι 250.000 ευρώ. Τριάμισι χρόνια αργότερα, ο Λίμπερμαν αποσβένει την επένδυσή του, αφού η Γιουνάιτεντ, έχοντας ως μόνες επιθετικές λύσεις τους Φαν Νιστελρόι και Σόλσκιερ, θαμπώνεται από τις επιδόσεις του «Κατσαμπάτσα» και τον φέρνει, 23 χρονών μόλις, στο «Θέατρο των Ονείρων», καταβάλλοντας 11 εκατ. ευρώ στους Αργεντινούς.
Το ένα εκατομμύριο που προκαταβολικά λαμβάνει ο Φορλάν, πιστώνεται αμέσως στον οικογενειακό λογαριασμό προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες νοσηλείας της αδερφής του (σ.σ.: περνάει πέντε μήνες τον χρόνο σε ειδική νοσοκομειακή πτέρυγα), ενώ ένας όρος της συνεργασίας με τους «Κόκκινους Διαβόλους» συνίσταται στην ειδική διαμόρφωση του σπιτιού του στο Μάντσεστερ, προκειμένου να είναι συμβατό με την κατάσταση της Αλεσάντρα, όταν τον επισκέπτεται.
Μάντσεστερ, κατά λάθος
Εξέλιξη που, όπως όλα στη ζωή του Ντιέγκο, είχε έντονη την αύρα του πεπρωμένου.
Ο αδερφός του σερ Άλεξ, ο Μάρτιν, ταξιδεύει έως την Αργεντινή, προκειμένου να παρακολουθήσει από κοντά τον Αντρές ντ’ Αλεσάντρο. Η εντυπωσιακή κόμη του -21χρονου τότε- επιθετικού έλκει το βλέμμα, αλλά η ευχέρεια στο χειρισμό της μπάλας, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητά του αναγκάζουν τον Φέργκιουσον να καταγράψει το όνομα «Φορλάν» πρώτο στο μπλοκάκι του.
Δεν ήταν ο μόνος, όμως. Η Μίντλεσμπρο “μπαίνει σφήνα”, και, μάλιστα, Ιανουάριο του 2002, ο εκτελεστικός διευθυντής της, Κιθ Λαμπ, καταφθάνει στο Μπουένος Άιρες για να κλείσει τη μεταγραφή. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Φορλάν προσγειώνεται στο αεροδρόμιο «Γκάτγουικ» του Λονδίνου, περιμένοντας την ανταπόκριση για Νιούκαστλ, προκειμένου να επικυρώσει με την υπογραφή του τη συμφωνία.
Εκεί, όμως, σε μια πύλη του αεροδρομίου, στελέχη της Γιουνάιτεντ τον υποδέχονται με τα… στιλό στο χέρι, έχοντας, μάλιστα, αποδεχτεί την άμεση καταβολή του αντιτίμου που αξίωνε για την παραχώρησή του η Ιντεπεντιέντε (σ.σ.: εν αντιθέσει με τη Μίντλεσμπρο, η οποία θα κατέβαλλε το ποσό σε δόσεις), με αποτέλεσμα το αεροπλάνο για Νιούκαστλ να μη φιλοξενήσει ποτέ επιβάτη με το όνομα «Ντιέγκο Φορλάν».
Χλευασμός και αποθέωση
Ο Ουρουγουανός παρουσιάζεται επίσημα από τους «Κόκκινους Διαβόλους» στις 22 Ιανουαρίου, πριν από έναν αγώνα με τη Λίβερπουλ. Κόντρα στους «Μερσεϊσάιντερς», έντεκα μήνες αργότερα στο Anfield, δημιουργεί το χαϊλάιτ της θητείας του στο «Old Trafford», όταν με τα δύο γκολ του χαρίζει τη νίκη στη Μάντσεστερ, κρατώντας τη ζωντανή στη διεκδίκηση ενός πρωταθλήματος, το οποίο εν τέλει κατέκτησε.
Χαϊλάιτ μα και παρένθεση της σταδιοδρομίας του στο Νησί. Χρειάζεται είκοσι ολόκληρα παιχνίδια για να σπάσει το ρόδι, σκοράροντας το παρθενικό γκολ του στα μέσα του Σεπτεμβρίου, στην εντός έδρας αναμέτρηση της Γιουνάιτεντ με τη Μακάμπι Χάιφα για το Champions League. Μα κι αυτό ενισχυτικό του χλευασμού που ήδη… απολαμβάνει, αφού προέρχεται από την άσπρη βούλα! Περιμένει ακόμη έξι εβδομάδες για να πανηγυρίσει τέρμα σε κανονική ροή παιχνιδιού, κόντρα στην Άστον Βίλα, είναι, όμως, ήδη αργά.
Οι συσχετισμοί με τον Γκάρι Μπιτλς, απόκτημα των «Διαβόλων» στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για τις τραγικές επιθετικές επιδόσεις του, το πλέον εύηχο στα αφτιά του Φορλάν σχόλιο, το πικάρισμα ακόμα και των αντίπαλων οπαδών που έφτασαν να τον αποθεώνουν, όταν σκόραρε ακόμα και κόντρα στην ομάδα τους, εφιάλτης.
Ολοκληρώνει την πρώτη του πλήρη, αγωνιστικά, χρονιά με 38 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις και 7 γκολ στο… ενεργητικό του. Η δεύτερη αποδεικνύει τη… βελτίωσή του, αφού μπορεί να σημείωσε ένα τέρμα λιγότερο, ωστόσο τα παιχνίδια στα πόδια του ήταν κατά οκτώ λιγότερα. Και παρότι συμπεριλαμβάνεται στην κορυφαία ενδεκάδα των χειρότερων μεταγραφών του σερ Αλεξ, ο Σκωτσέζος, στις αρχές της τρίτης σεζόν του, τον προετοιμάζει για πάγκο.
Η πρόταση της Βιγιαρεάλ “μάννα εξ ουρανού” για όλους. Έστω και για ένα… ανέκδοτο, η προσφορά των 2 εκατ. ευρώ, την οποία υπέβαλαν οι Λεβαντίνοι, ελάχιστη και, παράλληλα, η αποδοχή της ενδεικτική της “πρεμούρας” της Γιουνάιτεντ να τον ξεφορτωθεί.
Σε οικείο για τον ίδιον περιβάλλον («Είναι πολύ σημαντικό να μπαίνεις στα αποδυτήρια και να ακούς τη γλώσσα σου»…), εξοικειώνεται επιτέλους με τα δίχτυα, αποτελώντας τον ιδανικό εκφραστή των εμπνεύσεων του «δεκαριού» των Λεβαντίνων, Χουάν Ρομάν Ρικέλμε.
Τέσσερα γκολ στις δύο τελευταίες αγωνιστικές της Primera, αφενός, οδηγούν τη νέα ομάδα του για πρώτη φορά στην ιστορία της στο Champions League, αφετέρου, φτάνουν τον λογαριασμό του στα 25 συνολικά, επίδοση που του χαρίζει τόσο τον τίτλο του «Πιτσιτσί» (σ.σ.: πρώτος σκόρερ) στην Ισπανία, όσο κι εκείνον του «Χρυσού Παπουτσιού» στην Ευρώπη.
Έκτοτε, μετά από εκείνη τη σεζόν στο «Madrigal», βρήκε ξανά την ηρεμία και την αυτοπεποίθηση που του έλειπε. Ναι, δεν κράτησε για πάντα, αφού, από την στιγμή κιόλας που τριαντάρισε, έγινε ξεκάθαρο πως δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον ρυθμό στα ευρωπαϊκά γήπεδα. Γι’ αυτό και, μόλις στα 32 του, πήρε την απόφαση να ξεκινήσει την παγκόσμια τουρνέ του, ξεκινώντας από την Ιαπωνία (και την Οζάκα). Περισσότερο συντήρησε και συντηρήθηκε μέσω της «Τσελέστε», με την οποία είναι ο μόνος διεθνής στην ιστορία της που έχει ξεπεράσει το ορόσημο των 100 συμμετοχών.
Αρκεί μια διετία να αποδομήσει έναν επιθετικό, έναν ποδοσφαιριστή; Αρκεί, έκτοτε, μια πενταετία να τον αναγορεύσει σε έναν από τους κορυφαίους; Προφανώς ούτε το ένα ισχύει, ούτε το άλλο. Είτε κομήτης, όπως ακόμα και σήμερα οι πείσμωνες Άγγλοι θεωρούν πως είναι, είτε κλάση, διαβατήριο για κάθε φορ είναι τα γκολ του. Και είναι αδιαμφισβήτητο πως τέτοια βρήκε μπόλικα στην πορεία της καριέρας του ο Ντιέγκο Φορλάν.
Στο τέλος-τέλος, ανεξαρτήτως πού τον κατατάσσει έκαστος στη συνείδησή του ή πού τον τοποθετεί η συλλογική μνήμη και η κοινή αξιολόγηση, για τον ίδιο είναι ξεκάθαρο στην πορεία των χρόνων και των επιλογών του πως αυτό που ήθελε να πετύχει, το πέτυχε. Έπαιξε μπάλα, σκόραρε και κατάφερε να ξεφύγει από τα “χτικιά” του πεπρωμένου και των δαιμόνων που τον κυνήγησαν ανελέητα, στα όρια της εξάντλησης, στο ξεκίνημά του.
Και αυτό, ναι, μπορεί να μην αρκεί για να τον κατατάξει στο πάνθεον (έστω και αν οι συμπατριώτες του διαφωνούν), μα όμως, όπως, άλλωστε, έχει και ο ίδιος απαντήσει σχετικά, ποιος νοιάζεται;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φερνάντο Τόρες, το τελευταίο σύμβολο
Ντιέγκο Σιμεόνε, κάτι παραπάνω από ένας προπονητής
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη