Κάπου ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, εκεί όπου γεννιούνται οι θρύλοι και τα παραμύθια, από εκεί που ξεκινούν για να τρυπώσουν στα μυαλά των ανθρώπων, να μεταδοθούν σαν πανδημία, μέχρι να πάψει να έχει σημασία η αλήθεια τους.
Κάπου εκεί στέκεται και η ιστορία της περίφημης κατάρας της Ράσινγκ Κλουμπ. Μια ιστορία με επτά νεκρές μαύρες γάτες, 35 χρόνια πληγών και μια ομάδα που βασίλευε στο αργεντινικό ποδόσφαιρο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Μέχρι να σταματήσει να το κάνει.
Η Ακαντέμια κατακτούσε τα Πρωταθλήματα για πλάκα, ήταν η απόλυτη κυρίαρχος εντός των τειχών και η λάμψη της δεν άργησε να ξεμυτίσει και εκτός αυτών. Το 1967 επικράτησε της Πρωταθλήτριας Ευρώπης τότε, Σέλτικ, και έγινε η πρώτη ομάδα από την Αργεντινή που κατακτά το Διηπειρωτικό. Οι δρόμοι της Αβεγιανέδα, της γειτονιάς της στο Μπουένος Άιρες, γέμισαν με τα χρώματά της, βάφτηκαν γαλάζιοι και λευκοί, παρασύρθηκαν από τους έξαλλους πανηγυρισμούς της πρωτοφανούς διάκρισης.
Μόνο που η συνθήκη δεν ήταν το ίδιο μεθυστικά χαρμόσυνη για όλους. Βλέπετε, οι άσπονδοι γείτονες της Ράσινγκ, οι φίλοι της Ιντεπεντιέντε, δεν μπορούσαν να χωνέψουν την επιτυχία της και, όπως θρυλείται, επέλεξαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Αποφασισμένοι να βάλουν ένα τέλος στην κυριαρχία της μισητής τους αντιπάλου, ορισμένοι οπαδοί των «Diablos Rojos» ακολούθησαν τη συμβουλή μιας μάγισσας και εκμεταλλεύτηκαν το ότι ο νυχτοφύλακας του σταδίου της Ράσινγκ ήταν κι αυτός φίλος της Ιντεπεντιέντε.
Έτσι, όσο η «blancoceleste» πλευρά της πόλης είχε ξεχυθεί στους δρόμους για να γιορτάσει, εκείνοι τρύπωσαν στο γήπεδο της Ακαντέμια και έθαψαν κάτω από τη μια εστία έξι μαύρες γάτες κι άλλη μια σε μια κρυφή ξεχωριστή τοποθεσία στο χορτάρι, ευελπιστώντας πως θα ποτίσουν με κακοτυχία τη μεγάλη τους αντίπαλο. Και με κάποιον υπερφυσικό κι ανεξήγητο τρόπο τα κατάφεραν. Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τα “πώς” και τα “γιατί”, αλλά κάπως μετά από εκείνο το βράδυ η Ράσινγκ άρχισε να κατρακυλά.
Δεκατρία χρόνια μετά παρέμενε μακριά από τον οποιονδήποτε τίτλο και έβλεπε την Ιντεπεντιέντε να ζει τη δική της χρυσή εποχή. Ο προπονητής της, Χουάν Κάρλος Λορέντσο, αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο και διέταξε να ξεθάψουν τις νεκρές μαύρες γάτες από το El Cilindro.
Βρέθηκαν ωστόσο μόνο οι έξι εξ αυτών, η έβδομη παρέμεινε κάπου θαμμένη στο χώμα του σπιτιού της Ράσινγκ και έτσι τα μάγια συνέχισαν να την κυριεύουν.
Κωμικοτραγικές απώλειες τίτλων, ντροπιαστικές ήττες, υποβιβασμοί, οικονομικά προβλήματα. Για τρεις δεκαετίες η Ακαντεμία δεν κατέκτησε ούτε έναν μεγάλο τίτλο, βρέθηκε παραδομένη σε έναν κυκεώνα αντιξοοτήτων, παραδομένη στην κατάρα της.
Μέχρι να βρεθεί και η έβδομη μαύρη γάτα. Ή μάλλον -για να επιστρέψουμε- στην πραγματικότητα, μέχρι να εμφανιστεί αυτός. Το δικό της παιδί, ο Ντιέγκο Μιλίτο. Για να σπάσει την κατάρα, να εισβάλει ανεπανόρθωτα στις γαλανόλευκες καρδιές. Και έπειτα να κατακτήσει τον κόσμο και να επιστρέψει στο σπίτι του για να λύσει και πάλι τα ίδια μάγια. Και να πείσει κάθε άρρωστο φίλο της Ράσινγκ πως «Μιλίτο είναι μόνο ένας».
Η έβδομη γάτα
Για χρόνια μετά το περιστατικό με τις θαμμένες μαύρες γάτες το μοτίβο ήταν το ίδιο. Η Ράσινγκ βυθιζόταν, η Ιντεπεντιέντε άνθιζε και ο νόμος της Αβεγιανέδα είχε αρχίσει πια να κοκκινίζει επικίνδυνα. Τίποτα δεν έδειχνε να πηγαίνει ποτέ με το μέρος της Ακαντέμια.
Το 1999 ο σύλλογος κήρυξε πτώχευση, καταβροχθισμένος από τα οικονομικά προβλήματά του. Τα ίδια προβλήματα όμως που γέννησαν μοναδικές ευκαιρίες για τους νέους του συλλόγου. Ανάμεσά τους κι εκείνο το παιδί με τη γαμψή μύτη και τη χαρακτηριστική ελιά στο δεξί μάγουλο. Τον βάφτισαν από νωρίς «Πρίγκιπα» εξαιτίας της ομοιότητάς του με τον θρυλικό Έντσο Φραντσέσκολι. Μόνο που εκείνος δεν αγαπούσε τη Ρίβερ Πλέιτ αλλά τη Ράσινγκ, την ομάδα της γειτονιάς του.
Σε αντίθεση με τον μικρό του αδερφό, Γκαμπριέλ, ο οποίος διάλεξε τη μισητή Ιντεπεντιέντε, ο Ντιέγκο ήταν ανέκαθεν πιστός στην Ακαντέμια. Βρέθηκε στα φυτώριά της και περίμενε καρτερικά την ευκαιρία του. Εκείνη ήρθε λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας κι αυτός επιχείρησε να την αρπάξει. Η ομάδα βρισκόταν σε τραγική κατάσταση τόσο οικονομικά όσο και αγωνιστικά, ούσα στο χείλος του γκρεμού του υποβιβασμού, και ο Μιλίτο αναμενόμενα δυσκολευόταν να κάνει τη διαφορά.
Ακόμα κι έτσι πάντως, η ποιότητά του ήταν ολοφάνερη, τόσο που οι φίλοι της Ράσινγκ έτρεμαν και μόνο στην ιδέα πως ο σύλλογος θα τον πουλήσει για να βελτιώσει κάπως την οικονομική του κατάσταση.
Ο Ντιέγκο βάζει γρήγορα φρένο στις φήμες και ξεκαθαρίζει πως θα μείνει για να παλέψει για την ομάδα του, παρά τα προβλήματά της. Υπογράφει στα 21 του το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο και το κάνει στα αλήθεια. Μένει για να παλέψει.
Στο μεταξύ στον πάγκο της Ακαντέμια κάθεται πλέον ο Ρεϊνάλντο Μέρλο, γνωστός για την τέχνη του να βγάζει από τη μύγα ξύγκι σε κάθε του ομάδα αλλά και για το πόσο γραφικά προληπτικός ήταν. Οι θρύλοι άλλωστε λένε πως δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ πέναλτι της ομάδας του δίχως σταυρωμένα δάκτυλα για να διώξει.
Ήταν λοιπόν ο κατάλληλος άνθρωπος για την ομάδα. Γιατί ήταν δύο τα πράγματα που έκανε από την πρώτη στιγμή. Να δώσει χρόνο συμμετοχής στον πολλά υποσχόμενο Ντιεγκίτο και να κάνει τα πάντα για να ξεθαφτεί κρυφά η έβδομη μαύρη γάτα από τα έγκατα του El Cilindro. Και κάπως έτσι να κάνει τα πρώτα δύο βήματα προς την εξιλέωση.
Ο Μιλίτο δεν είναι ο πιο ταλαντούχος παίκτης του κόσμου, αλλά έχει κάτι ξεχωριστό, πονάει στα αλήθεια για αυτή τη φανέλα και δεν αντέχει στη σκέψη του υποβιβασμού. Σε ένα παιχνίδι απέναντι στην Κολόν ο ίδιος ψήνεται στον πάγκο της Ράσινγκ από τον πυρετό, αλλά η Ακαντέμια χάνει 1-0 και μια ενδεχόμενη ήττα μπορεί να τη στείλει ξανά στη δεύτερη κατηγορία. Ο Ντιέγκο πιέζει για να μπει στο ματς και ο Μέρλο δεν διστάζει. Ο μικρός «Πρίγκιπας» περνάει ως αλλαγή και λίγο αργότερα σκοράρει για την κομβική ισοφάριση, προτού αποβληθεί για τους έξαλλους πανηγυρισμούς του!
Ήταν ένας από αυτούς και οι φίλοι της Ράσινγκ το κατάλαβαν πολύ γρήγορα. Έβλεπαν σε εκείνον το πάθος που ένας ολόκληρος οργανισμός είχε ανάγκη.
Τα πράγματα πολύ γρήγορα -σχεδόν ανέλπιστα- θα φτιάξουν μέσα στο χορτάρι και η ομάδα του Μέρλο πρώτα θα αποφύγει τον υποβιβασμό και την επόμενη χρονιά θα δείξει αγνώριστη. Από το χείλος της καταστροφικής επιστροφής στη δεύτερη κατηγορία θα εκτοξευτεί και θα κατακτήσει το Πρωτάθλημα του 2001! Τριανταπέντε χρόνια μετά τον τελευταίο της εγχώριο τίτλο η Ράσινγκ γίνεται ξανά “Βασίλισσα” και διαλύει την περίφημη κατάρα της.
Άλλοι το χρεώνουν στον Μέρλο και την επιμονή του να ξεθαφτεί επιτέλους -όπως ακόμα θρυλείται- αυτή η αναθεματισμένη έβδομη μαύρη γάτα και άλλοι στον «Πρίγκιπα» της Ράσινγκ, στο ανεπανάληπτο πάθος του. Ένα πάθος που τον οδήγησε μέχρι και στο να βρίσει τη μητέρα του αδερφού του (!), να πλακωθεί μαζί του σε ένα ντέρμπι μίσους κόντρα στην Ιντεπεντιέντε.
Για κανέναν πάντως δεν είχε σημασία το πώς η Ράσινγκ έφτασε σε αυτόν τον τίτλο. Και φυσικά ούτε για τον Μιλίτο, ο οποίος έβλεπε τον εαυτό του να πρωταγωνιστεί στο απόλυτα τρελό και λυτρωτικό Πρωτάθλημα της ομάδας της καρδιάς του.
Από τα χωράφια της Ιταλίας στον έρωτα του Μουρίνιο
Η ψυχή του δεν έπαψε ποτέ να κουβαλά τις γαλάζιες και λευκές ρίγες της λατρεμένης του Ράσινγκ, όμως η ώρα του να κάνει το επόμενο βήμα δεν άργησε να έρθει. Άλλωστε, ήταν κάτι παραπάνω από έτοιμος για την ευρωπαϊκή σκηνή. Και φρόντισε να το αποδείξει με συνοπτικές διαδικασίες.
Γκολ, γκολ και πάλι γκολ. Αυτό έκανε ο Μιλίτο από την πρώτη στιγμή. Δεν σταμάτησε να σκοράρει στη δεύτερη κατηγορία της Ιταλίας με την Τζένοα στην πρώτη του ολόκληρη σεζόν και την ανέβασε στη Serie A σχεδόν μόνος του. Ένα σκάνδαλο με στημένα παιχνίδια των Γενοβέζων όμως δεν τους επέτρεψε να αγωνιστούν στα ιταλικά σαλόνια και ο Ντιέγκο αναγκάστηκε να αποχωρήσει.
Βρέθηκε στην Ισπανία και τη Σαραγόσα, συμπαίκτης με τον αδερφό του. Τίποτα δεν άλλαξε, συνέχισε να επιδεικνύει πάντα και παντού τη σχέση του με τα αντίπαλα δίχτυα. Σε κάθε περίσταση. Μέχρι και καρέ τερμάτων απέναντι στους «Galácticos» της Ρεάλ Μαδρίτης πέτυχε.
Το όνομά του πλέον είχε αρχίσει να ακούγεται δεξιά και αριστερά για τα καλά, όλοι είχαν αρχίσει να μαθαίνουν για τον σχεδόν άγνωστο τύπο που με κάποιον τρόπο βρισκόταν πίσω από Φαν Νίστελροϊ και Τότι στη μάχη του Χρυσού Παπουτσιού της Ευρώπης.
Στην Αραγονία πέρασε τρία υπέροχα χρόνια, αλλά ο υποβιβασμός της Σαραγόσα, έβαλε τέλος στην εμπειρία του στην Ισπανία και γύρισε την κλεψύδρα για την πραγματική του εκτόξευση.
Το καλοκαίρι του 2008 ο Μιλίτο επέστρεψε στην Τζένοα για έναν χρόνο και παρέσυρε ό,τι βρέθηκε στο διάβα του. Έβαλε φωτιά στη Serie A, πέτυχε 24 γκολ σε 31 εμφανίσεις και ανάγκασε τον Ζοζέ Μουρίνιο να τον ερωτευτεί. Δεν του έδωσε επιλογή. Ο Ιμπραΐμοβιτς αποχαιρέτησε την Ίντερ και ο «Special One» είδε στα μάτια του Αργεντινού τον ιδανικό αντικαταστάτη. Επέμεινε για τη μεταγραφή του και η διοίκηση των «Nerazzurri» έδωσε 28 εκατ. ευρώ και πέντε παίκτες στην Τζένοα και τον προσγείωσαν στο Μιλάνο. Ο Ζοζέ έτριβε τα χέρια του. Κι αυτό, γιατί κάτι ήξερε.
Κατακτώντας τον κόσμο
Μαδρίτη, Santiago Bernabéu, 22 Μαΐου 2010. Πρώτα πήρε την κεφαλιά από τον Ντεμικέλις μετά το βολέ του Σέζαρ. Έπαιξε το “ένα-δύο” με τον Σνάιντερ κι έφυγε στην πλάτη, πλάσαρε με προσποίηση τον Μπουτ κι έκανε το 1-0. Και μετά έστειλε τον Φαν Μπούιτεν για βρούβες με την κλειστή του ντρίμπλα και έστειλε ξανά την μπάλα στα δίχτυα για το 2-0.
Το άρχισε μόνος του, το τελείωσε μόνος του. Η Ίντερ ήταν Πρωταθλήτρια Ευρώπης για πρώτη φορά στα χρονικά και ο Ντιέγκο Μιλίτο δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα άλλο. Είχε ήδη εξασφαλίσει μια χρυσή θέση στα «nerazzurri» βιβλία της ιστορίας. Μα την ίδια στιγμή είχε κάνει πολλά περισσότερα. Γιατί στη σπουδαιότερη χρονιά της ιστορίας της Ίντερ, τη χρονιά εκείνου του μυθικού Τρεμπλ, αυτός ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής.
Ο Μουρίνιο έστηνε τα πιόνια του, είχε ένα απροσπέλαστο τότε αμυντικό πλάνο. Αλλά κι εκείνον τον τύπο να πετάει φωτιές στην επίθεση. Ήταν φοβερό το πώς ο Μιλίτο ποτέ δεν γέμιζε το μάτι. Δεν εντυπωσίαζε με την τεχνική του, δεν είχε χάρη, δεν είχε ομορφιά στο παιχνίδι του, δεν ήταν καλλιτέχνης, δεν ήταν παντού στο γήπεδο. Όμως ολόκληρη η φύση του οριζόταν από αυτό το στοιχείο των old school επιθετικών, από τη σχεδόν ανεξήγητη ικανότητά του να βρίσκει κάποιον τρόπο να στέλνει την μπάλα στην αγκαλιά των διχτυών.
Αυτός ήταν ο Ντιέγκο και στην Ίντερ απογειώθηκε. Από την πρώτη κιόλας ονειρική του σεζόν στην ομάδα. Κατέκτησε τα πάντα, ό,τι υπήρχε σε τρόπαιο, και βρισκόταν πάντα εκεί σε όλες τις μεγάλες στιγμές, σε όλα τα μεγάλα γκολ. Με τρόπο εκνευριστικό για τους αντιπάλους του και μεθυστικά συναρπαστικό για τους δικούς του.
Και δεν ήταν ψέμα, δεν ήταν υπερβολή. Μπορεί να μην έμεινε στην κορυφή για καιρό. Όμως την πάτησε, έστω και για λίγο, έστω και για εκείνη την εκκωφαντική πρώτη του χρονιά στην ελίτ, ο Ντιέγκο Μιλίτο ήταν ο καλύτερος επιθετικός στον κόσμο. Τα χρόνια είχαν περάσει, είχε φτάσει τα 30, τού πήρε καιρό να εκτοξευθεί, αλλά εν τέλει το έκανε κι έφτασε εκεί που κάθε παιδί ονειρευόταν να φτάσει. Στην κορυφή του κόσμου.
Αυτό ωστόσο αποτυπώθηκε μόνο στις στιγμές του, μόνο στα τεράστια γκολ του κι εκείνες τις φορές που έκανε την απόλυτη διαφορά πάνω στο νήμα. Δεν αποτυπώθηκε σε ατομικές διακρίσεις, ούτε σε συμμετοχές με την Εθνική ομάδα και φυσικά ούτε στη συνέχειά του.
Γιατί αυτή, στην Ευρώπη, δεν ήταν ανάλογη. Οι τραυματισμοί τον χτύπησαν άσχημα, η κατηφόρα ήρθε σταδιακά και δεν του επέτρεψε να είναι ξανά ο Μιλίτο του 2010, να επαναλάβει όσα έκανε τότε.
Μα αυτά δεν είχαν σημασία για τον Ντιέγκο. Γιατί εκείνος ήθελε να επαναλάβει κάτι που είχε συμβεί πριν πολλά χρόνια, να ζήσει όσα έζησε στα πρώτα του βήματα και να νιώσει όσα ένιωσε τότε. Ήταν ήδη 35, όταν έφυγε από την Ίντερ, θα μπορούσε να κυνηγήσει τα λεφτά σε κάποια άλλη ήπειρο. Για τον ίδιο όμως υπήρχε μόνο ένας προορισμός, αυτός που όριζε η καρδιά του. Και μια δεύτερη κατάρα που τον προκαλούσε να τη σπάσει κι αυτή.
«Ο Μιλίτο είναι άρρωστος και ευτυχώς δεν μπορεί να γιατρευτεί»
Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν νεκρές μαύρες γάτες, δεν υπήρχαν κακοτυχία ούτε δεισιδαιμονίες. Μα η Ράσινγκ, όπως και τότε, δεν έλεγε να σηκώσει το κεφάλι της. Όσο ο Ντιέγκο κατακτούσε τον κόσμο, εκείνη βυθιζόταν σε μια κινούμενη άμμο. Από το Πρωτάθλημα του 2001 κι έπειτα δεν μπόρεσε να πανηγυρίσει ούτε μισό τίτλο και για ακόμα μια φορά βρισκόταν μια ανάσα από τον υποβιβασμό. Έκλεισε το πρώτο μισό του 2014 αγκαλιά με τη δεύτερη κατηγορία, με τραγικό βαθμολογικό απολογισμό.
Και τότε, το καλοκαίρι, επέστρεψε εκείνος. Στην παρουσίασή του φορούσε μια μπλούζα που έγραφε «ο ιδιοκτήτης του ονείρου», μα κανένας δεν μπορούσε να ονειρευτεί ό,τι θα ακολουθούσε. Σίγουρα όχι οι φίλοι της Ράσινγκ, παρότι ζούσαν στη δική τους παράνοια για την επιστροφή του δικού τους «Πρίγκιπα». Έξι μήνες μετά ο ίδιος θα έλεγε: «Δείτε το γήπεδο, δείτε αυτόν τον κόσμο. Για μένα η Ράσινγκ είναι τα πάντα, είναι η ζωή μου. Γύρισα πίσω για αυτό, δεν μπορώ να ζητήσω κάτι άλλο».
Μα το «κάτι άλλο» βρισκόταν σαν θαύμα μπροστά τους και άπαντες το ποθούσαν. Κανείς δεν κατάλαβε πώς, αλλά, από τη στιγμή που ο Μιλίτο επέστρεψε στην Ακαντέμια, από όταν φόρεσε ξανά τη φανέλα της, με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο, όλα άλλαξαν.
Εκείνος έπαιζε πάντα, δεν ήταν πια το πολυβόλο που είχε υπάρξει στο παρελθόν, αλλά ήταν ο πιο παθιασμένος τύπος στο γρασίδι και με το πάθος και την ηγετικότητά του τους παρέσυρε όλους στον δικό του ρυθμό. Φάση τη φάση, παιχνίδι το παιχνίδι, μέχρι το απόλυτο θαύμα να ολοκληρωθεί. Ναι, η Ράσινγκ στο τέλος τα κατάφερε, έγινε ξανά Πρωταθλήτρια, έσπασε τη νέα κατάρα της.
Και πάλι από το πουθενά, και πάλι με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν γάτες ούτε προλήψεις, μόνο ο “παππούς” Μιλίτο που το έκανε ξανά.
«Στο πάτωμα. Δίχως δύναμη. Περιμένοντας πως το χειρότερο έρχεται για σένα. Μα ήρθε εκείνος, ένας τύπος, ένας παλιός γνώριμος και σε έπιασε από το χέρι, σου θύμισε πόσο μεγάλος ήσουν. Σε πήγε στην κορυφή και δεν συμβιβάστηκε με αυτό. Ο Ντιέγκο Μιλίτο είναι άρρωστος, όπως λέει το τραγούδι μας, όπως κάθε φίλος της Ράσινγκ. Και ευτυχώς δεν μπορεί να γιατρευτεί», έγραψε για εκείνον, για εκείνο το Πρωτάθλημα, ο Αργεντινός δημοσιογράφος, Λεονάρδο Λαφάς.
Όπως το 2001, έτσι και το 2014 έγινε για τους φίλους της Ράσινγκ το σύμβολο του απρόσμενου θριάμβου. Ένας ήρωας ανάμεσα σε τρελούς συνοπαδούς του, άτομα με το ίδιο ακριβώς πάθος. Τις γαλάζιες και λευκές ρίγες. Οι οπαδοί της Ακαντέμια είχαν πια πειστεί για τα καλά και αποφάσισαν να το εκφράσουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο.
Μετά τους πανηγυρισμούς του τίτλου, τρύπωσαν κι αυτοί στο γήπεδο της μισητής Ιντεπεντιέντε, όπως οι αντίπαλοί τους το είχαν κάνει το 1967. Αντί όμως να ασχοληθούν με μάγισσες και μαύρες γάτες, εκείνοι ζωγράφισαν το πρόσωπο του ήρωά τους με γκράφιτι στους τοίχους του σταδίου και έγραψαν απόλυτα περιεκτικά: «Milito hay uno solo» ή αλλιώς «Ο Μιλίτο είναι μόνο ένας». Ως αντίποινα ή ως εκδίκηση για εκείνη τη θρυλική κατάρα.
Με σύμβολο τον άνθρωπό τους, έναν από εκείνους, ο οποίος τους μετέφερε από την απόγνωση στον θρίαμβο, έφυγε, κατέκτησε τον κόσμο, επέστρεψε κι έκανε ξανά το ίδιο τρελό δρομολόγιο, με επιβάτες όλους τους «αρρώστους» της Ακαντέμια.
Λοιπόν, πώς να μην κλειδωθεί ισόβια στις καρδιές τους;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: