Αρχές φθινοπώρου του 2010. Η ΑΕΚ ψάχνει προπονητή να διαδεχτεί τον Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Ο τότε Πρόεδρός της, Σταύρος Αδαμίδης, έχει ξεχωρίσει τρεις υποψηφίους: τον Μανόλο Χιμένεθ, τον Πολ λε Γκουέν και τον Πάουλο Σόουζα. Επιδιώκει να συναντηθεί με όλους, προκειμένου να καταλήξει στον εκλεκτό.
Ένας τέταρτος τού έχει προταθεί. Αργεντινός, μετρώντας λίγα χρόνια μόνο στους πάγκους, με έναν τίτλο Apertura και έναν Clausura στο προπονητικό του παλμαρέ και, άνεργος τότε για περίπου έξι μήνες, αναζητώντας απεγνωσμένα διέξοδο στην Ευρώπη.
Δεν αρνήθηκε ποτέ την ΑΕΚ. Απλώς, η ΑΕΚ, σε σχέση με τις υφιστάμενες επιλογές που εξέταζε, ποτέ δεν επιδίωξε να πάει ένα βήμα παρακάτω στην διαπραγμάτευση, να δει αν μπορεί να προχωρήσει, αν μπορεί να γίνει. Οι δικαιολογίες στην πορεία των χρόνων ποικίλουν. Άλλοι αναφέρουν την ανεργία, άλλοι το ότι δεν γνώριζε τα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου (σε επίπεδο πάγκων), όντας τελείως άπειρος.
Δέκα χρόνια (παρά κάτι) μετά, η ΑΕΚ έχει ακόμη τον Μανόλο Χιμένεθ στον πάγκο της, στην τέταρτη, όμως, θητεία του. Από την άλλη, αυτός ο Αργεντινός, ο Ντιέγκο Σιμεόνε, έχει δημιουργήσει μια δική του -ποδοσφαιρική- “θρησκεία”, μεταμορφώνοντας ριζικά τις τύχες μιας ομάδας, αλλάζοντας τελείως το δέρμα και το dna της.
«Cholismo»
Παραμονές Χριστουγέννων 2011. Η Ατλέτικο μόλις έχει αποκλειστεί από την Αλμπαθέτε, ομάδα 3ης κατηγορίας, στο Κύπελλο Ισπανίας. Όχι πως στην Primera πάει καλύτερα, ούσα μόλις στο +4 από την γραμμή του υποβιβασμού.
Από την χρονιά του τελευταίου της πρωταθλήματος (1996), δεν έχει κερδίσει παρά ένα Europa League (2010). Και, αμέσως μετά, ενδεικτικά, οι τρεις καλύτεροί της παίκτες (Αγκουέρο, Ντε Χέα, Φορλάν), όλοι ένας-ένας διαδοχικά έφυγαν. Γρήγορα και τρέχοντας μακριά.
Μακριά από ένα χρεοκοπημένο club. από έναν σύλλογο, στον οποίον αγαπημένη συνήθεια όλων, εντός και εκτός τοίχων, ήταν το “σταύρωμα” των πολλών προπονητών που έκαναν πασαρέλα ανθρωποφαγίας στο Vicente Calderón. από μια ομάδα, της οποίας όλα τότε τα περιουσιακά στοιχεία, όλοι της οι ποδοσφαιριστές ήταν ουσιαστικά “υποθηκευμένοι” σε ένα επενδυτικό fund προς αντάλλαγμα για την -κομβική για επιβίωση- ρευστότητα.
Χειρότερη δεν θα μπορούσε να είναι η κατάσταση. Ο πάτος του βαρελιού δεν ξυνόταν απλώς, είχε σπάει. Το ρίσκο, συνεπώς, δεν ήταν απλώς λελογισμένο, αλλά ούτε καν μετρήσιμο. Δημοφιλής, δημοφιλέστατη γαρ η επιλογή ως νέου προπονητή του ανθρώπου που ήταν αρχηγός της ομάδας του Νταμπλ του 1996. Δημοφιλής και δημαγωγική. Ιδανικό αλεξικέραυνο. Και από την άλλη, ένας άγουρος προπονητής, με τέτοια «Ροχιμπλάνκο» παράδοση, το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν θα έφερνε και πολλές αντιρρήσεις, ακόμα και αναλαμβάνοντας αυτήν την Ατλέτικο.
«Η ομάδα είναι πιο σημαντική από οποιοδήποτε άτομο», διακηρύσσει ως πρώτη, απαράβατη και θεμελιώδη εντολή του «Cholismo» (της “θρησκείας” που εγκαθίδρυσε), από τότε, από την πρώτη στιγμή, ο πάντα μαυροφορεμένος Ντιέγκο Σιμεόνε στην παρουσίασή του.
Διαλύοντας το «τίκι-τάκα»
Μια ματιά στον περίγυρο της εποχής, πέραν του μικρόκοσμου της Ατλέτικο, όταν στον πάγκο της έκατσε ο Σιμεόνε.
Η κυριαρχία της ποδοσφαιρικής Ισπανίας αδιαμφισβήτητη. Κυριαρχία με συγκεκριμένο τρόπο, με συγκεκριμένο στιλ και αρχές, με συγκεκριμένη φινέτσα. Το (όπως αποκλήθηκε) «τίκι-τάκα» δεν ήταν μόνο θελκτικό στο μάτι, ήταν και αποτελεσματικό. Θριαμβευτικό για την ακρίβεια. Τόσο για τη «Ρόχα», όσο και για τον γενεσιουργό (τουλάχιστον στον αιώνα μας) εκφραστή του, την Μπαρτσελόνα.
Τόσο, ώστε τότε, στην Ισπανία ειδικά, η διαχωριστική γραμμή είναι ξεκάθαρη: ποδόσφαιρο είναι ό,τι και μόνο προσομοιάζει στο «τίκι-τάκα». Όλα τα υπόλοιπα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, κρινόμενα μόνο από την αισθητική άποψη της μπάρας που έθετε το λατρεμένο για μια δεκαετία ισπανικό στιλ, είναι -απλώς- «αντιποδόσφαιρο».
Το «τίκι-τάκα» παρουσιάστηκε, προβλήθηκε ως η συλλογική, ομαδική προσπάθεια στον αγωνιστικό χώρο, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να εκφραστεί, να ανθίσει και να ξεχωρίσει το ατομικό ταλέντο.
Όπως πάντα (και) στην ποδοσφαιρική ιστορία, υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή, κατά την οποία το κυρίαρχο φθίνει, αντιμετωπίζεται, ξεπερνιέται και, εν τέλει, νικιέται.
Για το «τίκι-τάκα», αυτή η στιγμή προέκυψε τότε, στους πρώτους μήνες της θητείας του Σιμεόνε στην Ατλέτικο Μαδρίτης.
Ο αποκλεισμός της Μπαρτσελόνα στα ημιτελικά του Champions League από μια Τσέλσι του Ρομπέρτο ντι Ματέο, βγαλμένη από τις χρυσές θεωρητικές σελίδες του κατενάτσιο, η αποχώρηση στο τέλος της χρονιάς του απόλυτου εκφραστή του «τίκι-τάκα», Πεπ Γκουαρντιόλα, από τη Βαρκελώνη και ο τελευταίος -για αρκετά χρόνια- τίτλος της Εθνικής Ισπανίας στο Euro 2012 αποτελούν τα σημεία που, πλέον, αναδρομικά μπορεί να θεωρηθούν ως καθοριστικά για την υποχώρηση του κυρίαρχου.
Όσο για τα σημάδια ανάδειξης του νέου; Μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες από την πρόσληψη του Σιμεόνε, η Ατλέτικο που πάλευε για να μείνει εκτός επικίνδυνης ζώνης της Primera, κατακτούσε εμφατικά το Europa League (2012), διαλύοντας στον Τελικό μια ακόμα πρέσβειρα της αισθητικής του ποδοσφαίρου, την Μπιλμπάο του Μαρσέλο Μπιέλσα, και, στο τέλος του καλοκαιριού, σκορπίζει και την Τσέλσι στον Τελικό του Ευρωπαϊκού Super Cup.
𝓕𝓲𝓷𝓪𝓵𝓼 𝓸𝓯 𝓽𝓱𝓮 𝓭𝓮𝓬𝓪𝓭𝓮
🏆 2012 🏆
⚽️ @Atleti 3-0 Athletic #UELdecade pic.twitter.com/yop1HPKqW2— UEFA Europa League (@EuropaLeague) December 24, 2019
Θυσία, ιδέα και αντίφαση
Νέο, με ρίζες τρεις δεκαετίες νωρίτερα.
Ο Σιμεόνε ποτέ δεν έκρυψε πως η προπονητική του φιλοσοφία επηρεάστηκε καταλυτικά από την -όλη κι όλη- μονοετή του συνύπαρξη στη Σεβίλλη, τη σεζόν 1992-93, με τον συμπατριώτη του, Κάρλος Μπιλάρδο. Αρχές του; Τακτική πειθαρχία, απόλυτη τάξη, στιβαρότητα, θυσία του ατόμου για το καλό της ομάδας. Θυμίζει κάτι;
Η εξέλιξη, μια ακόμα δομική εντολή του «Cholismo», είναι η θυσία. Η αυτοθυσία. Για το αντίβαρο του «τίκι-τάκα» η επιτομή της αυτοθυσίας στο γήπεδο είναι η προβολή, όχι η ντρίμπλα. Η διάθεση για μάχη, όχι για επίδειξη. Το κουράγιο, όχι η τεχνική. Η αλληλεγγύη για την ανάδειξη της συλλογικότητας, όχι η συλλογικότητα για την προβολή του ενός, όσο ταλαντούχος και προικισμένος να είναι. Η λέξη που περιγράφει τη νέα “θρησκεία”, εφευρίσκεται στον ισπανικό Τύπο, εκεί στα μέσα του 2012.
Τέτοια η άμεση δυναμική της λέξης που αποτυπώνει αυτή τη θεωρία, αυτήν την “θρησκεία”, τέτοια η θεωρητική της προέκταση σε κοινωνικό επίπεδο (βρισκόμαστε, άλλωστε, στην καρδιά της οικονομικής κρίσης στην Ισπανία, η οποία οδήγησε σε κρίση εθνικής ταυτότητας και κοινωνικής συνείδησης, πέραν της αδυσώπητης οικονομικής), ώστε από την επόμενη κιόλας χρονιά η Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας την περιλαμβάνει στις υποψήφιες για τη λέξη της χρονιάς.
Κόντρα σε μια φθίνουσα οικονομική και πολιτική πραγματικότητα και κατεστημένο, το «Cholismo» ξεπερνάει το ποδόσφαιρο. Γίνεται πεποίθηση, έννοια, ιδέα, γίνεται τάση, γίνεται κατάκτηση, γίνεται μόδα, σε οποιονδήποτε χώρο, αποκτώντας φανατικούς πιστούς, οι οποίοι ταυτίζουν τη (γενικευμένη) θεωρία με μια επαναστατικότητα που περισσότερο -κακά τα ψέματα- ο ίδιος ο Σιμεόνε με τη συμπεριφορά του απέπνεε.
Άλλωστε, είναι μάλλον προφανές, αλλά παρά ταύτα αγνοείται μπροστά στη σαρωτική επέλαση λέξης και έννοιας, το πόσο αντιφατικό είναι να θεωρείται κάτι επαναστατικό, καινοτόμο, όταν δομικά η θεωρητική του προσέγγιση είναι άκρως συντηρητική, με την τοποθέτηση δηλαδή του ατόμου στην υπηρεσία του συνόλου.
Αλλάζοντας το dna
Και όλα αυτά, χωρίς η Ατλέτικο καν να είναι μόδα. Χωρίς καν να είναι η κυρίαρχος του παιχνιδιού. Γίνεται, όμως. Τον Μάιο του 2014, στην Πλατεία του Ποσειδώνα στην Μαδρίτη, δεκάδες χιλιάδες «Ροχιμπλάνκος», δεκάδες χιλιάδες «Cholistas», γιορτάζουν τη δική τους “Ανάσταση”. Ανάσταση που περίμεναν 18 χρόνια και σηματοδοτείται με την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Το προηγούμενο με τον Σιμεόνε αρχηγό στο γήπεδο, αυτό με τον Σιμεόνε αρχιτέκτονα στον πάγκο!
«Δεν είναι μόνο ένα πρωτάθλημα. Είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό που αυτοί εδώ οι τύποι μας διδάσκουν όλους: αν πιστεύεις και αν δουλεύεις, τότε μπορείς». Μια ακόμα εντολή του «Cholismo», τόσο δυνατή, ώστε αυτή η ατάκα του Αργεντινού προπονητή -μπροστά στο πλήθος των εκστασιασμένων οπαδών της Ατλέτικο- χαράκτηκε στο τούνελ, το οποίο οδηγεί στον αγωνιστικό χώρο του Wanda Metropolitano, του νέου γηπέδου των Μαδριλένων.
Προς υπενθύμιση. Προς ξεκαθάρισμα. Προς κατανόηση. Προς εμπέδωση. Στον… ναό του «Cholismo», δεν χρειάζεται καμία επιγραφή, καμία χάραξη, για να επισημανθεί το αυτονόητο. Δεν χρειάζεται κανείς να υπενθυμίσει σε κανέναν, φιλοξενούμενο και αντίπαλο, πως αυτό είναι το «Σπίτι της Ατλέτικο». Τα λόγια που βλέπει ο οποιοσδήποτε βγαίνει στον αγωνιστικό χώρο, προϊδεάζουν για το ποια είναι η Ατλέτικο.
Ποια είναι πλέον η Ατλέτικο. Γενεές επί γενεών υποστηρικτών της χαρακτηρίστηκαν από την ικανότητά τους να αποδέχονται τις δυσκολίες με παραίτηση. Ιστορικά, οι εμπειρίες του συλλόγου είναι ποτισμένες με στωική αποδοχή της σκληρής επώδυνης μοίρας. Το απρόσμενο μοιραίο, η αναπόφευκτη αποτυχία μετατράπηκε διαχρονικά σε δεύτερη φύση για την Ατλέτικο. Ο θρυλικός της Πρόεδρος της δεκαετίας του ’70, ο Βιθέντε Καλντερόν, το απέδωσε, χαρακτηρίζοντας όσους αγαπάνε την Ατλέτικο ως «El Pupas» (=«Οι πληγωμένοι», δηλαδή, σε ελεύθερη απόδοση δηλαδή)
Και ξαφνικά, έρχεται κάτι, κάποιος, μια “θρησκεία”, ένας “Μεσσίας”, ο οποίος όχι μόνο κηρύττει, αλλά καταφέρνει να ξεριζώσει τον έμφυτο, γονιδιακά μεταδιδόμενο θαρρείς, πεσιμισμό, τη μοιρολατρία, την αποδοχή μιας παθογένειας που έχει εξελιχτεί σε δεύτερη φύση και διατηρεί σύλλογο και οπαδούς σε καθεστώς μόνιμης, σχεδόν προσκαλώντας την κιόλας, ηττοπάθειας. Το κάνει, κερδίζοντας. Επτά τίτλοι σε διάστημα εννιά ετών διαμορφώνουν την πιο επιτυχημένη περίοδο της ιστορίας της Ατλέτικο.
Ούτε καν οι δυο χαμένοι -διαδοχικοί- Τελικοί Champions League από την άσπονδη συμπολίτισσα Ρεάλ μπορούν να αναστρέψουν την πορεία αναδιαμόρφωσης του dna των «Ροχιμπλάνκος». Απώλειες επώδυνες, ειδικά με τον τρόπο, με τον οποίον συνέβησαν και προέκυψαν, μα, από την άλλη, για την Ατλέτικο μιλάμε.
Την Ατλέτικο που πάλευε να μην υποβιβαστεί (ξανά), όταν την ανέλαβε ο Σιμεόνε, και έκλεισε την περασμένη δεκαετία ούσα -εκτός Ρεάλ και Μπάγερν- αυτή με τις περισσότερες παρουσίες σε Τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης.
Την Ατλέτικο που δεν είχε γήπεδο να κάνει προπόνηση και έχτιζε -ιδίοις εξόδοις- το πλέον σύγχρονο γήπεδο στη χώρα.
Την Ατλέτικο που από εκεί που υποθήκευε ποδοσφαιριστές και οτιδήποτε περιουσιακό στοιχείο είχε μια κάποια αξία, έδινε 126 εκατ. ευρώ για την αγορά ενός και μόνο ποδοσφαιριστή, του Ζοάο Φέλιξ.
117 años creciendo, sumando, y haciendonos más fuertes juntos! Un gran sentimiento! de generación en generación… @Atleti pic.twitter.com/UgMg8ySzCW
— Diego Pablo Simeone (@Simeone) April 26, 2020
Αλλαγή κατεύθυνσης
Το εντυπωσιακό, όμως, η μεγαλύτερη πιθανότατα επίδραση του «Cholismo» ήταν η ευρύτατη διεισδυτικότητά του.
Αφήνοντας στην άκρη τα περί ποδοσφαιρικής αισθητικής, έχοντας βρει κατάλληλο timing για να μην επηρεαστεί από τη συζήτηση «ποδόσφαιρο-αντιποδόσφαιρο», μπόρεσε και προκάλεσε τη συμπάθεια εξ αρχής. Η “μικρούλα” Ατλέτικο τα έβαζε με την καθεστηκυία τάξη, με τους γίγαντες του ισπανικού ποδοσφαίρου. Και τους ενοχλούσε. Συνέχεια. Και τους κέρδιζε. Ενίοτε, αλλά τακτικά, ανεκτά. Με τον τρόπο της, με το στιλ της.
Με τον προπονητή της να ευχαριστεί δημοσίως τις μητέρες των ποδοσφαιριστών του, επειδή τους γέννησαν με μεγάλα… «Cojones», και να μην διστάζει δημοσίως, σε αγώνα Champions League, να τα δείξει κιόλας, αποθεώνοντας τη δομική αγωνιστική λογική και φιλοσοφία της ομάδας του. Τη διαφορά της πάλης, της μάχης, του μόχθου, της δύναμης, της ισότητας. Όλα, για την εποχή, οπότε παρουσιάστηκαν, ταιριαστά, απαντητικά σε οτιδήποτε η κοινωνία -είτε απλώς ποδοσφαιρική είτε όχι- αναζητούσε.
Ο Σιμεόνε αντιλήφθηκε γρήγορα τη δυναμική, χαρακτηρίζοντας την Ατλέτικο ως «την ομάδα του λαού». Σε εποχή κοινωνικής αμφισβήτησης -ελέω πολυεπίπεδης κρίσης- κάθε αρχής, δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Η Ατλέτικο ποδοσφαιρικά και το «Cholismo» θεωρητικά έδιναν, προσέφεραν μια απαραίτητη -ψυχολογικά- αλλαγή κατεύθυνσης. Είτε σε όσους έβλεπαν μόνο το άθλημα, είτε σε όσους έψαχναν μέσω αυτού προεκτάσεις.
Ο ίδιος αυτονόητα προσωποποίησε την αλλαγή, τη μετάβαση. Το πήρε πάνω του ουσιαστικά όλο. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, άλλωστε. Για «Cholismo» μιλάμε και αυτός είναι ο «Cholo».
Ενδεικτικό και αυτό του πόσο δυνατό ήταν το μήνυμα που εξέπεμπε. Δεν διαλύεται μια “όμορφη” στο μάτι ηγεμονία (όπως αυτή του «τίκι-τάκα»), από κάτι που ήταν ταυτισμένο με το «αντί», χωρίς να ξεχειλίζει δύναμη και σιγουριά.
Και η δική του τονιζόταν σε κάθε ευκαιρία, πέρναγε με κάθε τρόπο. Πρώτα και κύρια στο ποίμνιο του, στα αποδυτήρια. Μνημειώδη έχουν μείνει τα ευχετήρια, κάθε Χριστούγεννα, μηνύματά του στους παίκτες, με τα οποία λαξεύεται περαιτέρω η ποδοσφαιρική (και όχι μόνο) κοσμοθεωρία που πρεσβεύει ή, έστω, που έμαθε να λανσάρει πως πρεσβεύει.
«Ένας απαισιόδοξος βλέπει δυσκολία σε κάθε ευκαιρία. Ένας αισιόδοξος, ευκαιρία σε κάθε δυσκολία», έγραψε το 2017, παραφράζοντας τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. «Είμαστε αυτό που κάνουμε κάθε μέρα, συνεπώς, η τελειότητα δεν είναι μια πράξη, αλλά συνήθεια», το αντίστοιχο μήνυμά του δύο χρόνια αργότερα, παραφράζοντας αυτή τη φορά τον Αριστοτέλη.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το ποδόσφαιρο που διδάσκει, αρέσει είτε όχι, είτε ο τρόπος του και όσα παρουσιάζουν στο γήπεδο οι ομάδες του, είναι θελκτικά ή όχι, ο Ντιέγκο Σιμεόνε, επιζητώντας συνεχώς στον πάγκο της Ατλέτικο και τις ευκαιρίες και τις δυσκολίες, εξακολουθεί να κυνηγά μια τελειότητα, αλλάζοντας ριζικά τις συνήθειες, την αντίληψη και την οπτική ολάκερου του ποδοσφαίρου. Αλλά μέσα από αυτή τη διαδικασία, όχι μόνο του ποδοσφαίρου.
Και αυτό, διάολε, είναι κατόρθωμα…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φερνάντο Τόρες, το τελευταίο σύμβολο
Ντιέγκο Γκοντίν, ο Τελευταίος των Βυσσινί
Ντιέγκο Φορλάν: Ξηλώνοντας το παλτό
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη