Ήταν το έτος 1935, όταν, μετά τον θάνατο ενός φίλου του ταυρομάχου στην αρένα, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα συνέθεσε το «Llanto por Ignacio Sánchez Mejías» («Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας»).
Ήταν ένα ποίημα που έγινε διάσημο για μία στιγμή του, το «A las cinco de la tarde» («Στις πέντε το απόγευμα»). Είναι εκείνη η στιγμή που σηματοδοτεί και περιγράφει κάθε κίνηση του δύσμοιρου toreador, ελάχιστα πριν τον τρυπήσουν τα κέρατα του ταύρου. Η φράση έχει ακριβές νόημα. Οι λέξεις προκαλούν τη μυρωδιά του ιδρώτα, των ηλιοκαμένων μετώπων, της έντασης και της πρόκλησης. Της μάχης μέχρι θανάτου.
Και ήταν ακριβώς την ίδια ώρα, το ίδιο «A las cinco de la tarde», όταν στις 5 Ιουλίου 1982 η Ιταλία και η Βραζιλία βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο του παλιού σταδίου Sarria στη Βαρκελώνη για να παίξουν τον αγώνα που θα αποφάσιζε ποια θα προκρινόταν στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου (σ.σ.: διαφορετικό σύστημα, τέσσερεις όμιλοι των τριών ομάδων, με τους νικητές να παίζουν στα ημιτελικά).
Μία ταυρομαχία χωρίς μπαντρίλες ή κόκκινες κάπες αλλά με φανέλες, ποδοσφαιρικές αιχμές και… γάντια. Αν οι Βραζιλιάνοι μπορούσαν να βασίζονται σε παίκτες όπως ο Ζίκο, ο Φαλκάο και ο Σόκρατες, οι ιταλικές ελπίδες είχαν ως επί το πλείστον εναποτεθεί στη δυνατή άμυνα και στα σίγουρα χέρια του παράξενου γηραιού αρχηγού. Και μπορεί ο Πάολο Ρόσι, ο οποίος μόλις είχε βγει από τη ναφθαλίνη της ποινής για στημένα παιχνίδια, να σημείωνε το χατ τρικ που θα γιγάντωνε τον δικό του μύθο, αλλά ήταν ο τερματοφύλακάς του που θα πάγωνε τον χρόνο την ύστατη στιγμή.
Με το σκορ 3-2 στο 89′, αν και σοκαρισμένη, η Βραζιλία χρειαζόταν μόνο ένα γκολ για να περάσει εκείνη, μα οι θεοί του ποδοσφαίρου είχαν κρατήσει τον ρόλο του απόλυτου πρωταγωνιστή για τον Ντίνο Τζοφ.
Ο Έντερ εκτέλεσε ένα φάουλ και η μπάλα διέσχισε όλην την περιοχή από αριστερά προς τα δεξιά. Ο Όσκαρ, ελάχιστα μακριά από το τέρμα, τη βρήκε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο σχολιαστής της «RAI», Νάντο Μαρτελίνι, παρέμεινε σιωπηλός, λαχανιασμένος, διακόπτοντας τη ζωντανή μετάδοση. Όλη η Ιταλία, από το Μιλάνο έως τη Σικελία, πάγωσε μαζί του.
Το δίχτυ στην εστία παρέμενε ακίνητο, η μπάλα έμεινε κολλημένη στο χορτάρι, ακριβώς πάνω πάνω στον ασβέστη, στη γραμμή που οριοθετεί την ποδοσφαιρική χαρά από τη λύπη. Παρά τον καύσωνα του ισπανικού Ιουλίου, άπαντες ένιωσαν το αίμα να κόβεται μουδιασμένο.
Ο Τζοφ, ως αληθινός αρχηγός, πετάχτηκε όρθιος. Στο ένα χέρι κρατούσε την μπάλα. Το άλλο χέρι ήταν σηκωμένο στον ουρανό, με τον δείκτη να κουνιέται προς τον διαιτητή, «όχι, όχι, όχι». «Φοβόμουν ότι ο διαιτητής δεν μπορούσε να δει καθαρά αν είχε περάσει τη γραμμή», εξήγησε κάποια χρόνια αργότερα, ερμηνεύοντας εκείνη την ασυνήθιστη συμπεριφορά του, η οποία ήταν τόσο διαφορετική από τον -κανονικά- κομψό και διακεκριμένο εαυτό του.
Το ρολόι έδειχνε 17:00 και, μαζί με την μπάλα, στα χέρια του κρατούσε και το εισιτήριο για την… αιωνιότητα.
Οκτώ αβγά την ημέρα
Ο πατέρας Μάριο, αγρότης που τα έφερνε δύσκολα βόλτα μέσα στη δίνη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ήθελε ο πρωτότοκός του να σπουδάσει Μηχανικός. Το παιδί ομως είχε δύο μεγάλες πρώτες αγάπες και του έκανε αντίλογο. Ο θρυλικός ποδηλάτης για τους Ιταλούς, Φαούστο Κόπι, και ο δρομέας Αμπντόν Πάμικ αποτελούσαν τα ινδάλματά του στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Κόντρα όμως στις αρχικές επιθυμίες, τον κέρδισε το ποδόσφαιρο.
Ήταν ένα παράξενο παιδί που δεν ήθελε να σκοράρει και να μοιράζει ομορφιά στο άθλημα, αλλά να χαλάει το παιχνίδι των άλλων. Αποφάσισε ότι θα γινόταν τερματοφύλακας. «Αυτός ο ρόλος με έκανε να νιώθω ασφαλής. Μπορούσα να νιώθω ότι ήμουν υπεύθυνος για ένα μέρος συγκεκριμένα. Ένα μέρος που έπρεπε να προστατεύσω και με τη σειρά του με προστάτευε κι εκείνο. Ήταν η θέση μου στον κόσμο».
Μαζί με τις πρώτες μεγάλες δοκιμές στην εφηβεία ήρθε και η απογοήτευση. Ίντερ, Μίλαν και Γιουβέντους θεώρησαν ότι ήταν πολύ κοντός για να παίξει κάτω από τα δοκάρια. Επέστρεψε ταπεινωμένος στο μικρό Μαριάνο, λίγο έξω από το Μπέργκαμο.
Τότε ήταν που θα έπρεπε να αναλάβει και πάλι δράση η γιαγιά Αντελάιντε. Εκείνη ήταν άλλωστε που στα μικράτα του του πετούσε δαμάσκηνα και τον υποχρέωνε σε θεαματικές αποκρούσεις. Τώρα είχε και πάλι το… γιατρικό. «Μου έβαζε με το ζόρι να τρώω κάθε μέρω οκτώ αβγά για να ψηλώσω. Και πέτυχε».
Υπερήρωας
Έχοντας πλέον το κατάλληλο ύψος, θα τον προσέξει η μεγάλη ομάδα της περιοχής. Ωστόσο, στο ντεμπούτο του με την Ουντινέζε, σε ηλικία 19 ετών, θα δεχτεί πέντε γκολ και στο τέλος της χρονιάς οι «Bergamaschi» θα υποβιβαστούν. Ακόμα μία καταστροφή. Το 1963, στα 21 του, θα τον αποκτήσει η Μάντοβα, στην οποία θα αρχίσει να δείχνει τα βασικά στοιχεία του.
Θα είναι όμως η πενταετία στη Νάπολι (1967-1972) που θα τον τοποθετήσει στο κάδρο. Στον Νότο θα τον λατρέψουν τόσο πολύ που θα τον αποκαλέσουν «Nembo Kid», την προσφώνηση δηλαδή που οι Ιταλοί έχουν για τον Σούπερμαν. Μόνο που μαζί με το όνομα θα του τραγουδούν και ένα στιχάκι: «Εδώ δεν υπάρχουν θαύματα και κάπες. Εδώ οι υπερήρωες φορούν μόνο γάντια».
Το ίδιο θα του τραγουδήσουν, όταν θα τον δουν και με τα χρώματα της «Squadra Azzurra». Το 1968 θα βρεθεί αναπληρωματικός του Ενρίκο Αλμπερτόζι, αλλά θα του κλέψει τη φανέλα του βασικού στα προημιτελικά του Euro. Με τις επεμβάσεις του θα οδηγήσει την Εθνική Ιταλίας στην κατάκτησή του, έχοντας μόλις τέσσερεις συμμετοχές με το εθνόσημο.
Ο Αλμπερτόζι θα του την πάρει πίσω στο Μουντιάλ του 1970, με τον Τζοφ να βλέπει από τον πάγκο την πορεία μέχρι τον χαμένο Τελικό. Είναι η στιγμή που σκέφτεται ότι κάποια στιγμή θα τους νικήσει αυτούς τους δαίμονες τους Βραζιλιάνους. Μία υπόσχεση που μελλοντικά θα υλοποιήσει, κόντρα ακόμα και στον πανδαμάτορα χρόνο.
Γιουβέντους
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το καλοκαίρι του 1972 ότι η μεταγραφή του στη Γιουβέντους θα είναι από τις κορυφαίες όλων των εποχών για το club. Είναι ήδη 30 ετών και αποτελεί κίνηση για το παρόν. Θα εξελιχθεί όμως και σε μελλοντική επένδυση, καθώς θα μείνει εκεί για τα επόμενα 11 χρόνια.
Την αμέσως επόμενη χρονιά θα αγγίξει το ανέφικτο. Η «Γιούβε» θα κατακτήσει τα πάντα στην Ιταλία, αλλά θα ηττηθεί από τον θρυλικό Άγιαξ στον Τελικό του Πρωταθλητριών και ο Γιόχαν Κρόιφ θα τον αφήσει δεύτερο στην ψηφοφορία για την Χρυσή Μπάλα, πάνω από τον Γκερτ Μίλερ, τον Φραντς Μπεκενμπάουερ και τον Εουσέμπιο.
Είναι η πρώτη φορά που τερματοφύλακας σχεδόν ακουμπάει το βραβείο, μετά την κατάκτησή του από τον ανυπέρβλητο Σοβιετικό, Λεβ Γιασίν, το 1963.
Ήδη σκέφτεται σαν προπονητής. Θα κολλήσει στο πλευρό του Τζοβάνι Τραπατόνι και εκείνος θα του αναθέσει τον ελεύθερο ρόλο να κατευθύνει την ομάδα από πίσω. Έχει το πρόσταγμα να δίνει εντολές στην ώρα των αγώνων και άπαντες τις δέχονται με προσήλωση.
Το έχει κερδίσει με τον τρόπο του. Δεν είναι ο πιο εντυπωσιακός πορτιέρε που έχει δει το παιχνίδι. Δεν απογειώνεται συχνά και παραμένει προσεκτικός στις εξόδους του. Εάν μετρούσαν μόνο τα skills, το ποδόσφαιρο θα τον τοποθετούσε αρκετά χαμηλότερα στο alltime ranking του. Εκείνος γνωρίζει ότι για την επιδίωξη των πιο μεγάλων στόχων απαιτείται ηρεμία και σιγουριά. Ακόμα και στις πιο ζορικες στιγμές τα χαρίζει και τα δύο στην ομάδα του. «Δεν είμαι ψυχρός. Απλώς επιλέγω τη γαλήνη, αλλά βάζω όλη μου την καρδιά και το πάθος για να πετύχουμε όσα ονειρευόμαστε», θα αιτιολογήσει εκείνος.
Όπως ο βασιλιάς
Στην πορεία προς το Μουντιάλ του 1974 θα χτίσει ένα μυθικό απαραβίαστο ρεκόρ με τη «Squadra». Τα 1.143 λεπτά χωρίς να δεχτεί γκολ θα του τα ξεπεράσει μελλοντικά μόνο ο Εμάνουελ Σάνον, ένας απίθανος συνάδελφός του από την Αϊτή, παίζοντας όμως με αντιπάλους από την Καραϊβική. Σε εκείνο το τουρνουά ωστόσο οι Ιταλοί θα πάνε σπίτι τους νωρίς. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα γήπεδα της Αργεντινής, θα τα πάνε καλύτερα, μα και πάλι θα τερματίσουν στην τέταρτη θέση.
Τα ’70s είναι η απόλυτα δική του 10ετία. Είναι ο καλύτερος στον κόσμο και το οφείλει στη σταθερότητα και στο ότι κάνει τα λιγότερα λάθη από κάθε άλλον στην ιστορία της θέσης. Με τη «Γιούβε» θα αγωνιστεί σε ένα τρελό σερί 332 αγώνων Πρωταθλήματος και θα υποχρεώσει τον τότε Πρόεδρο της χώρας, Σάντρο Πετρίνι, να πει τιμητικά: «Στα χέρια του Τζοφ οι αμφιβολίες γίνονται βεβαιότητες και έπειτα μετατρέπονται σε όνειρα».
Όλα τα παραπάνω δυνατά στοιχεία του θα τα μεταφέρει και στους συμπαίκτες του. Οι αρχαίοι συμπατριώτες του έλεγαν το περίφημο «Qualis rex, talis grex» («Όπως ο βασιλιάς, τέτοιος και ο λαός») και ο Τζοφ μπόρεσε να διαμορφώσει τον χαρακτήρα της άμυνας τόσο της «Γιούβε» όσο και της Εθνικής.
Η αλήθεια είναι βέβαια πως στα τέλη της καριέρας του, τότε δηλαδή που σφυρηλατήθηκε ο μύθος, είχε την πολυτέλεια να τοποθετούνται μπροστά του αμυντικοί που διαμόρφωσαν την ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου, προεξέχοντος του αδικοχαμένου Γκαετάνο Σιρέα.
Στα χρόνια που θα παίξει για τους «Bianconeri», θα μαζέψει μπόλικο εγχώριο ασημικό, έξι Πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα, θα του μείνει όμως και το… μαράζι στην Ευρώπη. Θα πάρουν το Κύπελλο UEFA του 1977, μα θα μετρήσουν σημαντικούς χαμένους Τελικούς. Μετά από εκείνον του 1973, θα ξαναχάσουν το Πρωταθλητριών το 1983, με το Αμβούργο να πετυχαίνει μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις όλων των εποχών στον θεσμό.
Αυτό θα είναι και το οριστικό φινάλε του. Θα κλείσει σε ηλικία 41 ετών, μα θα το κάνει ως βασικός.
Ο μύθος
Ενδιάμεσα, από το 1975, εκτός της συναστροφής του με τον Τραπατόνι, έχει γίνει ο άνθρωπος και του Έντσο Μπεαρζότ. Ο Ιταλός εκλέκτορας παντρεύει την τακτική ευφυΐα με τον δυναμικό αλλά ήρεμο χαρακτήρα. Μαζί με τον Τζοφ θα γίνουν οι δύο ισχυρές προσωπικότητες, κοντοχωριανοί από τη Λομβαρδία, που θα ανυψώσουν και πάλι τη χώρα.
Στο Euro του 1980 θα βρεθεί και πάλι στην allstar 11άδα της διοργάνωσης και θα επιβεβαιώσει ότι, όσο μεγαλώνει, τόσο καλύτερος γίνεται. Ειδικά μετά το σκάνδαλο στις αρχές των ’80s, μαζί θα καταστρώσουν το πλάνο. Είναι μάλιστα η πρόταση του Τζοφ που θα εισακουστεί και παρά την καταδίκη του ο Πάολο Ρόσι θα ταξιδέψει στο Μουντιάλ της Ισπανίας και θα σκοράρει συνολικά έξι γκολ.
Το τουρνουά δεν έχει ξεκινήσει πάντως καθόλου καλά και, με τις τρεις ισοπαλίες στον όμιλο, η Ιταλία θα προκριθεί μόνο και μόνο χάρη στο ένα περισσότερο γκολ από το ισόβαθμο Καμερούν. Ο Τζοφ θα δεχθεί αμφισβήτηση. Άλλωστε, έχει ήδη μπει στην πέμπτη 10ετία της ζωής του. Στην επόμενη φάση όμως θα νικήσουν την Αργεντινή του Μαραντόνα και εκείνη την υπερταλαντούχα Βραζιλία, μία από τις πιο όμορφες ομάδες που έχουν εμφανιστεί ποτέ.
Στον Τελικό δεν θα αφήσουν καμία αμφιβολία στη Γερμανία. Το 3-1 θα κάνει τον Τζοφ τον πρώτο τερματοφύλακα που σηκώνει ως αρχηγός το Παγκόσμιο Κύπελλο και τον γηραιότερο που το έχει κατακτήσει ποτέ.
Είναι αυτό το ύψιστο τρόπαιο που θα οδηγήσει το κοινό να τον ψηφίσει ως τον τρίτο καλύτερο τερματοφύλακα του 20ού αιώνα, πίσω μόνο από τους Λεβ Γιασίν και Γκόρντον Μπακνκς, αλλά και ως κορυφαίο Ιταλό ποδοσφαιριστή γενικά.
Αρχικά δεν θέλει να γίνει προπονητής. Θα περάσουν πέντε χρόνια, όταν θα του ζητήσει η Γιουβέντους να τη βοηθήσει. Θα την οδηγήσει στην κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA το 1990, μα θα απολυθεί. Η Λάτσιο θα του δώσει την επόμενη ευκαιρία. Θα την οδηγήσει σε ένα Κύπελλο και στον χαμένο από την Ίντερ εμφύλιο Τελικό του Κυπέλλου UEFA του 1998. Δύο χρόνια αργότερα θα αγγίξει κάτι απρόσμενο. Ωστόσο, ενώ η δική του Ιταλία έχει στην αγκαλιά της το Euro του 2000, ο Σιλβέν Βιλτόρ στις καθυστερήσεις και ο Νταβίντ Τρεζεγκέ στην παράταση θα του κλέψουν το όνειρο. Ένα μικρό πέρασμα ξανά από τη Λάτσιο και το οριστικό “αντίο” με τη Φιορεντίνα το 2005.
Δεν θέλει άλλο, έχει κουραστεί πλέον. Ξέρει όμως πως, όσα κι να πέτυχε στη φανταστική καριέρα του, όλα επιστρέφουν ξανά και ξανά στον καυτό Ιούλιο του 1982. Ο αγώνας με τη Βραζιλία έχει τελειώσει και τα αστέρια της επιστρέφουν με σκυμμένο το κεφάλι, ενώ η Ιταλία έξι μέρες αργότερα θα εμφανιστεί στο Santiago Bernabéu. Μετά την υποταγή και των Γερμανών, εκείνος θα εμφανιστεί χωρίς γάντια αυτή τη φορά. Τα γυμνά χέρια του θα υψώσουν το τρόπαιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου στον ουρανό της Μαδρίτης. Είναι η πιο φωτεινή στιγμή στην καριέρα ενός παραδειγματικού αθλητή και ηγέτη.
Περισσότερο από ποδοσφαιριστής, ο Ντίνο Τζοφ είναι εκείνος ο επίμονος πιτσιρικάς που, για να εξασκηθεί, του πετάει δαμάσκηνα η γιαγιά του. Είναι ταυτόχρονα και ο σοβαρός, τελειομανής, επίμονος εργάτης, σύμβολο μιας Ιταλίας που μπορεί κάθε φορά να σηκώνεται και πάλι στα πόδια της.
Στο ταξίδι αυτό ανάμεσα στις 10ετίες που υπηρέτησε το παιχνίδι, ο Ντίνο Τζοφ έχει κάνει τα πάντα ολόσωστα. Στην αυτοβιογραφία του ο ίδιος επέλεξε για τίτλο το «Dura solo un attimo la gloria» («Διαρκεί μόνο για μία στιγμή η δόξα»). Ίσως βέβαια να είναι μόνο αυτό το λάθος του. Μία λανθασμένη εκτίμηση για τον τίτλο του βιβλίου. Επειδή εκείνες τις αποκρούσεις στα δαμάσκηνα της γιαγιάς Αντελάιντε αλλά και το ρολόι στις 17:00 του καυτού μεσημεριού στη Βαρκελώνη θα τα συνδέει στην αιωνιότητα μία αόρατη παντοτινή κλωστή…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Βάλτερ Ζένγκα, το χτικιό του Σπάιντερμαν