«Είναι στιγμές που το θέατρο γίνεται πιο αδυσώπητο από την πραγματικότητα, επιβάλλοντας τη δική του αλήθεια. Τι θέλετε περισσότερο; Ρεαλισμό ή μαγεία; Επάγγελμα ή τέχνη»;
Εάν επιχειρούσαμε να παραφράσουμε σε μία ποδοσφαιρική εκδοχή τα λόγια του Τένεσι Ουίλιαμς στον «Γυάλινο Κόσμο», θα επιλέγαμε τον Τζάλμα Φεϊτόσα Ντίας να τα απαγγείλει.
Μαγεία και ρεαλισμός! Δύο λέξεις που συνήθως δεν μπορούν να συμβιβαστούν και να υπάρξουν ταυτόχρονα, διότι η μία αναιρεί την άλλη. Από τη μία πλευρά έχουμε την πραγματικότητα και από την άλλη την φαντασία, η οποία πολλές φορές γίνεται αχαλίνωτη.
Ο όρος «Realismo Mágico» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό ιστορικό, Φραντς Ροθ, το 1925 και γρήγορα βρήκε την πρακτική και επιτυχημένη εφαρμογή του στη λογοτεχνική παραγωγή της Λατινικής Αμερικής. Εκεί δηλαδή που επεκτάθηκε με κάποιον τρόπο ως δίλημμα σε κάθε πτυχή της ζωής. Και κάπως έτσι έφτασε να κυλάει και πάνω στην πράσινη τσόχα της μπάλας.
«Αλλά, γιατί πρώτα εκεί;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Όπως και κάθε καλλιτεχνικό ρεύμα, έτσι και ο «Μαγικός Ρεαλισμός» χρειάζεται ένα πρόσφορο κοινωνικό και πολιτιστικό έδαφος για να εμφανιστεί και να αναπτυχθεί. Ιδιαίτερα στη Βραζιλία της αποικιοκρατίας και των σκλάβων, αναμίχθηκαν πολλές κουλτούρες, αντιλήψεις, θρησκείες, ήθη και έθιμα. Πάνω σε αυτό το γόνιμο έδαφος, μαγεία και ρεαλισμός βρήκαν κοινούς δρόμους, δίνοντας ένα έξοχο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Στον Μαγικό Ρεαλισμό συνυπάρχουν ενσωματωμένα στοιχεία μαγικά και μη ρεαλιστικά, τα οποία, εντούτοις, δεν ξαφνιάζουν τους ήρωες, τους πρωταγωνιστές της καθημερινής ζωής.
Εάν λοιπόν επιχειρήσουμε να επικεντρωθούμε στο ποδοσφαιρικό κομμάτι της εν λόγω εξέλιξης, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως τα μαγικά στοιχεία προέρχονται συνήθως από το μεγαλειώδες και τη φαντασία που υπάρχουν πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Από την επιθυμία για όσα θα θέλαμε να συμβούν.
Για τον χορό, την ομορφιά, τη διασκέδαση, την ελευθερία της ψυχής, του σώματος και του πνεύματος. Γι’ αυτό που ο ιστορικός του παιχνιδιού έσπευσε να περιγράψει ως «Jogo bonito». Γι’ αυτό που ο Τζαλμίνια έσπευσε να ξεδιπλώσει στα γήπεδα του κόσμου…
Ο μπαμπάς κολλητός του Πελέ
Η αφετηρία αυτής της ζωής δεν περιλαμβάνει την πολυδιαβασμένη, σχεδόν αναμενόμενη, περιπέτεια των συμπατριωτών του μπαλαδόρων. Δεν βρέθηκε ποτέ σε φαβέλα, δεν πείνασε και είχε πάντοτε καινούργια ρούχα και παπούτσια. Ο λόγος που ένα Βραζιλιανάκι, γεννημένο το 1970 στο Σάντος, την ευρύτερη περιοχή του Σάο Πάουλο, μεγάλωσε άνετα οφειλόταν στο DNA που θα του κληροδοτούσε ο διάσημος πατέρας.
Ο Τζάλμα Ντίας υπήρξε από τους κορυφαίους αμυντικούς της χώρας στα 60s. Στα τέλη της δεκαετίας βρέθηκε στη Σάντος, παίζοντας παρέα με τον Πελέ και τους μετέπειτα Πρωταθλητές Κόσμου, Κάρλος Αλμπέρο, Κλοντοάλντο, Κουτίνιο, Εντού. Ένας τραυματισμός στο γόνατο τού κόστισε τη θέση στο Μουντιάλ του Μεξικού, καθώς ήταν σταθερός στη «Seleção» για την τετραετία 1965-1969 (23 συμμετοχές).
Κάπως έτσι λοιπόν, ο μικρός Τζάλμα, δηλαδή ο Τζαλμίνια, μεγάλωσε ανάμεσα στα ποδοσφαιρικά μεγαθήρια που είχε για κολλητούς ο πατέρας. Ο Πελέ και ο Γκαρίντσα, με τον οποίον επίσης έπαιξαν μαζί σε Μποταφόγκο και Φλαμένγκο, ήταν συχνά στο σπίτι για τα αγαπημένα τους churrasco (παραδοσιακό μπάρμπεκιου). Εκεί ο «Βασιλιάς» έβλεπε τον πιτσιρικά με την μπάλα στα πόδια και το είχε προβλέψει στον μπαμπά.
«Τον είχα καταλάβει από μωρό αυτόν τον παικταρά. Το έλεγα στον πατέρα του “αυτός, φίλε μου, θα σε ξεπεράσει”», θα εξηγήσει χρόνια πολλά αργότερα σε μία τηλεοπτική εκπομπή που συνευρέθηκε με τον Τζαλμίνια.
Και είχε πέσει μέσα για τα καλά.
Η πρώτη μαγεία και ο πρώτος τσαμπουκάς
Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν μπήκε στις ακαδημίες της Φλαμένγκο. Ο μπαμπάς Τζάλμα ήταν το μέσο για να εισέλθει σε μία από τις πιο ακριβοθώρητες ποδοσφαιρικές σχολές της χώρας, όπου εκτός από τα μυστικά τη μπάλας τα παιδιά μάθαιναν φιλοσοφία, ποίηση και χρειαζόταν κάθε τόσο να περνούν από ψυχολογικά τεστ. Ο μικρός ωστόσο βρήκε εύκολα τον δικό του δρόμο, δείχνοντας από την πρώτη στιγμή ότι ήταν αυθεντικό ταλέντο. Ρεγκάτες, ακροβατικές κινήσεις, ποδιές και κάθε λογής φαντεζί ενέργειες τον έκαναν να ξεχωρίσει.
Είχε φτάσει 16 ετών, όταν βρέθηκε μαζί με τον πατέρα του σε ένα φιλανθρωπικό φιλικό με μεγάλα αστέρια. Εκεί έκανε ποδιά στον ίδιο τον Πελέ, ο οποίος είδε με “σκληρό” τρόπο να δικαιώνεται εκείνη η προφητεία του για την εξέλιξη του νεαρού.
Δύο χρόνια αργότερα από εκείνη την παράσταση, ο θρυλικός κόουτς, Τέλε Σαντάνα, του έδωσε θέση στην πρώτη ομάδα της Φλαμένγκο. Εκείνη η «Φλα» ήταν ένα φοβερό σύνολο με Μπεμπέτο, Ζίνιο, Ζορζίνιο, Ζε Κάρλος και Αΐλτον. Ήταν το τέλειο ξεκίνημα για επαγγελματική καριέρα. Του δόθηκε από την πρώτη στιγμή το «10» στην πλάτη κι εκείνος με επτά γκολ σε 41 ματς σε όλη τη σεζόν συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάκτηση του Κυπέλλου. Απαραίτητος πλέον και από τους καλύτερους ενδιάμεσους στη χώρα, θα πανηγυρίσει το 1992 το Πρωτάθλημα.
Ήταν 22 ετών και η μαγεία του είχε ήδη αρχίσει να είναι αδιαπραγμάτευτη. Το ίδιο όμως θα συνέβαινε και με τον θυμό που θα τη συντρόφευε σε όλη την καριέρα του. Η αχίλλειος πτέρνα του, οι ανεξέλεγκτες αντιδράσεις ενός “εγώ” στο όριο του αχαλίνωτου.
Ενός αντιδραστικού χαρακτήρα που αρνούνταν να υποταχθεί σε μεγέθη, προπονητές και πιθανά δικά του μεγαλεία. Ένα φιλικό ντέρμπι με τη Φλουμινένσε στην Ιαπωνία θα αποτελέσει και το τέλος του στη Φλαμένγκο, καθώς θα βρίσει τον ηγέτη της ομάδας, Ρενάτο Γκαούτσο. Το συμβόλαιό του θα λυθεί την αμέσως επόμενη μέρα.
Τα χρόνια της ευτυχίας
Η Γκουαρανί είναι μία μικρομεσαία ομάδα και θα αποτελέσει το ησυχαστήριό του. Εκεί θα τον αγαπήσουν και θα τον κάνουν να αισθανθεί σημαντικός. Μαζί με το δικό του αστέρι θα ανατείλει εκείνα των Μάρσιο Αμορόζο και Λουιζάο. Οι τρεις τους θα οδηγήσουν την Γκουαρανί στην κορυφαία πορεία της στη Serie A και αυτό θα αποτελέσει διπλό όχημα.
Είμαστε στα μέσα των 90s και οι Ιάπωνες έχουν αποφασίσει να ρίξουν δολάρια στο παιχνίδι, με τη Βραζιλία να αποτελεί τον μεγάλο αιμοδότη τους. Τα χρήματα που προσφέρει για μισή σεζόν η Σιμίζου Πούλσε είναι τρελά. Παίκτης και ομάδα συμφωνούν στον δανεισμό του. Ο Τζαλμίνια μαγεύει και στη «χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου», μα επιθυμεί να επιστρέψει στην πατρίδα.
Τα 47 γκολ σε 97 ματς με τη Γκουαρανί, οι αμέτρητες στιγμές ποδοσφαιρικής πανδαισίας και η δεύτερη θέση στο Brasileirão θα πείσουν ένα ανερχόμενο αστέρι της προπονητικής να τον πάρει κοντά του. Ο Βάντερλεϊ Λουσεμπούργο, στα καλύτερά του, δημιουργεί μία από τις υπερομάδες όλων των εποχών για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και αγοράζει πακέτο Τζαλμίνια και Λουιζάο, ενώ ο Αμορόζο παίρνει το αεροπλάνο για την Ουντινέζε, εκτοξεύοντας τη δική του καριέρα.
Πίσω στη «χώρα του καφέ» η Παλμέιρας του 1996-1997 είναι μία οπτασία. Κλέμπερ, Γκαλεάνο, Καφού, Φλάβιο Κονσεϊσάο, Αμαράλ, Σάντρο, Μίλερ και Ριβάλντο θα παίξουν φανταστική μπάλα. Θα βάλουν τα περισσότερα γκολ (102), θα δεχτούν τα λιγότερα (17), αλλά θα χάσουν το Πρωτάθλημα από μία άλλη φοβερή ομάδα.
Η Βάσκο Ντα Γκάμα των Ρομάριο, Ζουνίνιο Περναμπουκάνο, Βάγκνερ, Βαβά και Ζε Μαρία θα τους το πάρει στο τσακ, ενώ θα ηττηθούν και στον Τελικό του Κυπέλλου από την Κρουζέιρο. «Ηταν αναμφίβολα η πιο διασκεδαστική χρονιά που έζησα ποτέ. Παίξαμε αδιανόητα χαρούμενο ποδόσφαιρο. Βγαίναμε έξω μόνο για το γκολ και το χαμόγελο. Ήταν απίστευτο συναίσθημα», θα θυμηθεί, μεγάλος πια, για μία σεζόν που τον ψήφισαν κορυφαίο παίκτη του Πρωταθλήματος.
Η τρομερή χρονιά του Τζαλμίνια (12 γκολ, επτά ασίστ σε 25 ματς) θα υποχρεώσει τον θρυλικό Μάριο Ζαγκάλο να τον καλέσει για το Copa America. Στα γήπεδα της Βολιβίας θα πάρει αμέσως θέση βασικού και θα δικαιώσει.
Το πρώτο γκολ της Βραζιλίας στο τουρνουά είναι δικό του (5-0 την προσκεκλημένη Κόστα Ρίκα). Θα κεράσει από ένα σε Ρονάλντο και Ρομάριο και θα βρει ξανά δίχτυα στο τρελό 7-0 του ημιτελικού με το Περού. Στον Τελικό όμως θα μείνει στον πάγκο. Η Εθνική θα καθαρίσει 3-1 την οικοδέσποινα και θα κατακτήσει για πρώτη της φορά ever εκτός συνόρων τη διοργάνωση. Ο Τζαλμίνια μόλις έχει κρεμάσει στο στήθος του το καλύτερο χρυσαφικό της καριέρας του. Εκεί είναι που τα φιλαράκια του, Μάουρο Σίλβα και Φλάβιο Κονσεϊσάο, θα αρχίσουν το ψηστήρι για τη Γαλικία.
«Super Depor»
Η Λα Κορούνια τού έχει κάνει πρόταση. Η στιγμή για να γνωρίσει τα μαγικά του και η Ευρώπη έχει φτάσει. Για τρίτη φορά (Γκουαρανί, Παλμέιρας) θα συνεχίσει να παίζει μαζί με τον Λουιζάο.
Τον περιμένουν οι τέως συμπαίκτες του, Κονσεϊσάο, Ριβάλντο, αν και με τον τελευταίο θα κάνουν παιχνίδι μόνο στην προετοιμασία. Η Μπαρτσελόνα έχει μοσχοπουλήσει τον Ρονάλντο στην Ίντερ και την ύστατη στιγμή θα πληρώσει τη ρήτρα και θα πάρει στη θέση του τον «Ρίμπο».
Ωστόσο, η βραζιλιάνικη παροικία στην ισπανική ομάδα παραμένει μεγάλη και πανίσχυρη, με τους φοβερούς Μάουρο Σίλβα, Ντονάτο να υποδέχονται τους νεοφερμένους. Η απώλεια του Ριβάλντο θα αποτελέσει τεράστιο χτύπημα, με την Ντεπορτίβο να τερματίζει 12η και να αποκλείεται στο UEFA από την Οσέρ. Είναι η στιγμή που ο διαβόητος Πρόεδρος, Αουγούστο Θέσαρ Λεντόιρο, θα δώσει τα ηνία στον Χαβιέρ Ιρουρέτα. Για τον Τζαλμίνια όμως η κακή χρονιά της ομάδας θα του κοστίσει προσωπικά τη θέση στο Μουντιάλ της Γαλλίας.
Ο Ιρουρέτα ξεκινάει αμέσως το χτίσιμο της θρυλικής «Super Depor» και ο Βραζιλιάνος μάγος είναι το βασικό “δεκάρι” του.
Στην πρώτη επίδειξη αυτού που ερχόταν, θα διαλύσουν 4-0 την κάτοχο του Champions League, Ρεάλ Μαδρίτης. Η δουλειά που γίνεται και το φαντεζί ποδόσφαιρο θα τους φέρουν τους καρπούς δύο χρόνια αργότερα. Η Ντεπορτίβο έχει επιστρέψει το 1991 στη μεγάλη κατηγορία, έπειτα από 20ετή απουσία.
«Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, ερχόμαστε», θα πει τότε ο Λεντόιρο και όλη η Ισπανία θα τον χλευάσει. Ωστόσο, το 1994, στις καθυστερήσεις της τελευταίας αγωνιστικής, ο Μίροσλαβ Τζούκιτς θα χάσει πέναλτι και μαζί θα χαθεί το θαύμα του τίτλου, ο οποίος θα καταλήξει στην “Dream Team” του Γιόχαν Κρόιφ. Έξι χρόνια πιο μετά η κούπα θα γίνει δική της.
Το ρόστερ είναι κάτι περισσότερο από γεμάτο. Δίπλα στον παντοτινό αρχηγό, Φραν, και τις παλιοσειρές θα βρεθούν σπουδαίοι παίκτες και “εργαλεία”, όπως ο Βίκτορ (θα περάσει ένα φεγγάρι στον Παναθηναϊκό), Γκάμπριελ Σούρερ (ένα φεγγάρι στον Ολυμπιακό), Μανουέλ Πάμπλο, Νουρεντίν Ναϊμπέτ, Σλάβισα Γιοκάνοβιτς, Λιονέλ Σκαλόνι, Σαλαχεντίν Μπασίρ, Πέδρο Παουλέτα και ο χρυσός σκόρερ της Ευρώπης, Ρόι Μακάι.
Ο Τζαλμίνια θα κάνει την κορυφαία σεζόν της καριέρας του και με 10 γκολ (επτά ασίστ) θα οδηγήσει τη «Ντέπορ» στο όνειρο. Είναι ίσως η πιο παράξενη La Liga. Η Πρωταθλήτρια θα τερματίσει με μόλις 69 βαθμούς και μόλις 27 από την τελευταία στη βαθμολογία.
Η ομαδάρα του Ιρουρέτα θα ρίξει τρία στην «Μπάρτσα», τέσσερα στην Ατλέτικο (υποβιβάστηκε) και από πέντε σε Ρεάλ Μαδρίτης, Σεβίλλη (υποβιβάστηκε). Θα γνωρίσει όμως και 11 ήττες και θα πάρει τρίποντο μόνο τέσσερεις φορές εκτός έδρας. Σε ατομικό επίπεδο όμως ο Βραζιλιάνος μάγος θα αφήσει το στίγμα του για πάντα στην ιστορία του Ισπανικού Πρωταθλήματος. Είναι η lambretta του στο ματς με τη Ρεάλ, η οποία δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Καταστροφική ιδιοφυΐα
«Ήταν ιδιοφυΐα. Δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη για εκείνον. Αυτά που έκανε στους αγώνες δεν τα έχω ξαναδεί παρά μονάχα μετέπειτα από τον Ροναλντίνιο. Σε κάθε ανοικτή προπόνησή μας έρχονταν εκατοντάδες οπαδοί μόνο και μόνο για να τον δουν να κάνει τις τρέλες του με την μπάλα», θα περιγράψει ο Βίκτορ, με τον ηγέτη Φραν να συμφωνεί, παρουσιάζοντας όμως και την πιο δύσκολη εκδοχή της ιδιαίτερης περσόνας του Τζαλμίνια:
«Δεν έχω ξαναδεί άλλον σαν αυτόν. Η ταχύτητα σκέψης και η ικανότητά του με την μπάλα ήταν κάτι αδιανόητο. Δεν ήταν γρήγορος, αλλά ο τρόπος που χειριζόταν την εναλλαγή ρυθμού και το κορμί του τον έκαναν απρόβλεπτο και του έδιναν προβάδισμα απέναντι σε κάθε αντίπαλο. Ήταν βέβαια και τρομερά πεισματάρης και δεν ήθελε με τίποτα να χάνει. Αυτό μερικές φορές τον εξόργιζε και μπορούσε να τα βάλει με όλους και με όλα. Και ίσως ήταν και αυτό που δεν τον άφηνε να δείξει με ηρεμία όσα θα μπορούσε να κάνει».
Το 2000-2001 θα βρει την «Ντέπορ» με φοβερές μεταγραφές. Ντιέγο Τριστάν και Βάλτερ Παντιάνι στην επίθεση και ένας εκπληκτικός εγκέφαλος για τη μέση και μπροστά.
Ο Χουάν Κάρλος Βαλερόν, κάποιοι μικροτραυματισμοί και μία συνεχής κόντρα με τον προπονητή θα αφήσουν πολλές φορές τον Τζαλμίνια στον πάγκο. Ο Ιρουρέτα θα τον βάλει να παίξει λίγο πιο πίσω, δίπλα στον Μάουρο Σίλβα, και αυτό δεν θα του αρέσει. Θα κάνει αρνητικές δηλώσεις δημόσια: «Τον κόουτς δεν θα τον ενοχλούσε ακόμα και αν τερματίζαμε τέταρτοι, πέμπτοι. Εμένα όμως με πειράζει πολύ», θα πει και κάπου εκεί θα χαλάσουν όλα.
Ο Τζαλμίνια θα κάνει λάθος και θα είναι άδικος. Στο Champions League θα φτάσει στα προημιτελικά, μα θα πληρώσει μία κακή βραδιά στο Elland Road. Η Λιντς θα της κάνει ένα 3-0 και το 2-0 στο Riazor δεν θα είναι αρκετό. Το φινάλε θα τη βρει δεύτερη πίσω από τη Ρεάλ και καθιερωμένη στη μάχη για τον τίτλο. Το ίδιο ακριβώς θα της συμβεί την αμέσως επόμενη περίοδο, με Πρωταθλήτρια τη Βαλένθια. Είναι η χρονιά του κακού…
Το 2001-2002 θα το περάσει κυρίως στον πάγκο. Θα παίξει 18 φορές και μόλις 11 βασικός (ένα γκολ). Είναι τόσο εκνευρισμένος με τον προπονητή του, ώστε δεν θα αντέξει και θα ξεσπάσει, βιώνοντας και τη χειρότερη συνέπεια της πράξης του.
Η χρονιά βρίσκεται στο τέλος της και σε λίγες μέρες έπεται ο Τελικός Κυπέλλου στο Santiago Bernabéu με τη Ρεάλ.
Σε μία προπόνηση θα διαφωνήσει για ένα πέναλτι με τον βοηθό προπονητή, Πάκο Μέλο. Ο Ιρουρέτα θα θυμώσει. Θα του βάλει τις φωνές, κραδαίνοντας μία μπαγκέτα. Ο Τζαλμίνια δεν θα αντέξει. Θα πλησιάσει και θα του ρίξει μία ψιλή κουτουλιά. Εκτός όσων θα συμβούν στη Λα Κορούνια, όπου δεν θα παίξει στον νικηφόρο Τελικό, η εικόνα θα φτάσει στη Βραζιλία, όπου θα παρθεί η απόφαση να μείνει εκτός Μουντιάλ.
Η θέση του στην Εθνική που ήταν δεδομένη τελικά θα δοθεί από τον Λουίς Φελίπε Σκολάρι σε έναν πιτσιρικά που βγάζει μάτια. Το τρόπαιο στα γήπεδα της Ασίας θα το σηκώσει ο Κακά και όχι εκείνος. «Ποτέ δεν θα πάψω να στεναχωριέμαι που έχασα αυτή τη στιγμή με τη “Seleção”, αλλά από την άλλη δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα. Ο Ιρουρέτα με έβρισε και θα το ξανάκανα. Ίσως να έκανα και λίγα μάλιστα», θα πει σχεδόν γελώντας σε συνέντευξή του 15 χρόνια μετά το περιστατικό.
Συναρπαστική και αντιφατική μοναδικότητα
Ίσως αν ήταν στο χέρι του, θα είχε σβήσει από τον χάρτη σχεδόν όλους τους προπονητές με τους οποίους δούλεψε.
Για εκείνον το παιχνίδι αυτό καθ’ αυτό ήταν κάτι μεταξύ επίδειξης και υπερηφάνειας. Ήταν ένα όμορφο και συναρπαστικό σεμινάριο όπου έπρεπε να δείξει υπεροχή. Γι’ αυτό φαινόταν σαν ένας τύπος που επέλεγε ακόμα και ημερομηνίες και μεγάλα ραντεβού. Απογείωνε την απόδοσή του, όταν αντιμετώπιζε έναν από τους δύο γίγαντες ή έπαιζε στο ντέρμπι της Γαλικίας με τη Θέλτα. Δεν είχε όμως την απαιτούμενη συνέπεια. Του έλειπε και κάμποση ανοχή και υποταγή σε όλα όσα συνδέονται με τακτική και τα “πρέπει”.
Ακόμα και με αυτές τις αδυναμίες όμως, στην περίπτωσή του, η νοσταλγία δεν είναι απάτη. Ο Τζαλμίνια υπήρξε μία συναρπαστική μα αντιφατική μοναδικότητα, της οποίας η εξαιρετική τεχνική ποιότητα και η παιδική φαντασία τέθηκαν αποκλειστικά στην υπηρεσία της νίκης και της απόλαυσης.
Καθώς δεν μπόρεσε να χωρέσει στα συστήματα και τους περιορισμούς που του επέβαλε ο Ιρουρέτα, ο οποίος δικαιολογημένα δεν γινόταν να αφήσει εκτός τους καλπασμούς του υπέροχου Βαλερόν, θα αποχωρήσει το 2004 σχεδόν ταπεινωμένος. Η ιδιοσυγκρασία του δεν μπορεί να αντέξει τα 11 μόλις ματς.
Θα φύγει δανεικός στην Αούστρια Βιέννης, θα πάρει το Πρωτάθλημα και, έπειτα από ένα ανούσιο πέρασμα από την Αμέρικα στο Μεξικό, θα πάρει τη μεγάλη απόφαση. Είναι 34 ετών, αλλά πλέον θέλει άλλο. «Το παιχνίδι και η χαρά του. Μόνο αυτό είχε σημασία. Βαρέθηκα, δεν ήθελα καν να πηγαίνω για προπόνηση και απλώς σταμάτησα. Έτσι απλά»!
Στη μνήμη όσων των χάζεψαν να είναι ο πιο Βραζιλιάνος των Βραζιλιάνων θα μείνει πάντα με δύο τρόπους. Ο ένας έχει να κάνει με την αδιαμφισβήτητη μαγεία. Ο άλλος με την αίσθηση ότι ποτέ δεν μας έδειξε όσα μπορούσε. Το πού θα γινόταν να φτάσει, εάν κατάφερνε να δαμάσει τα θηρία ή, αν θέλετε, την τελειομανία και την απουσία ορίων που νικούσε τα πάντα μέσα του.
Όσοι έπαιξαν στο πλευρό του ορκίζονται ότι ουδέποτε, πριν ή μετά, είδαν κάτι αντίστοιχο στο χορτάρι. Όπως έλεγε αστειευόμενος ο Παουλέτα, «Όταν έπαιζε με τους αναπληρωματικούς, πείσμωνε και πάντοτε νικούσαν εκείνοι τους βασικούς».
Τέλος χωρίς αντίο
Γενναιότητα, τόλμη, ταλέντο, αναρχία και διασκέδαση. Τα παντοτινά χαρακτηριστικά της βραζιλιάνικης σχολής τα κουβαλούσε πάντοτε μέσα του και τα έφτανε στο τέρμα τους, όλα.
«Το ξέρετε. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Εγώ όμως το έζησα στο έπακρο. Ο κόσμος το ξέρει και με θυμάται. Ακόμα και εάν στο ποδόσφαιρο δεν υπήρξε ποτέ αποχαιρετισμός για μένα. Δεν με απασχόλησε ποτέ όμως αυτό. Εγώ έπαιξα όπως ήξερα και, όταν ήρθε η ώρα, απλώς έφυγα. Ο σκοπός μου άλλωστε ήταν να περάσω όμορφα. Πέρασα φανταστικά και όλα τα άλλα δεν έχουν καμία σημασία».
Στην ιστορία του παιχνιδιού υπήρξαν διαχρονικά παικταράδες που έμειναν στη μνήμη όχι τόσο ως σούπερ σταρ αθλητές αλλά περισσότερο ως μία αμετροεπής ιδέα. Ο Τζαλμίνια ανήκε αναμφίβολα σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία. Δεν αντιλήφθηκε ποτέ το ποδόσφαιρο ως επάγγελμα ή καριέρα παρά μονάχα ως το δικό του πεζοδρόμιο.
Και πάντοτε σε αυτές τις αλάνες του κόσμου κουβαλούσε και τις δύο εκδοχές του χαρακτήρα του. Συμβιβασμένος και με τους δύο εαυτούς του, έμαθε να αγαπάει και τον άγγελο και τον δαίμονα μέσα του. Και γνώριζε πως, εάν ξεφορτωνόταν τον έναν, θα έχανε και τον άλλον.
Και τότε όλοι εμείς θα χάναμε αυτόν τον Μαγικό Ρεαλισμό που μας χάρισε στο χορτάρι ή στον αέρα πάνω από αυτό…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μπεμπέτο: Στο λίκνο της αιωνιότητας
Η δολοφονία χαρακτήρα του Βίκτορ Σάντσεθ
Πέδρο Παουλέτα: Δεν χαμήλωσε ποτέ φτερά