Έξι σύμφωνα, στην ελληνική του απόδοση, για ένα μονάκριβο φωνήεν.
Επώνυμο σχεδόν άηχο, με το πνιγηρό όμικρον ακριβώς στη μέση (ακόμα και της σλοβενικής γραφής) να υπάρχει σχεδόν για πρακτικούς λόγους. Για να μπορεί να βγει απνευστί από το λαρύγγι το κύριο όνομα.
Έτσι και μέσα στις τέσσερεις γραμμές των αγωνιστικών χώρων ήταν ο Γιούρι Ζντοβτς. Σχεδόν δεν τον άκουγες, ιδίως όταν συμπλήρωνε μια πεντάδα με κάτι… Ντράζεν Πέτροβιτς, Τόνι Κούκοτς, Ντίνο Ράτζα, Βλάντε Ντίβατς δίπλα του. Δεν τον έβλεπες να βάζει καλάθι σε Τελικό Ευρωλίγκας, παρά ένα μονάκριβο. Μα οι μεγαλύτεροι θρύλοι των ευρωπαϊκών γηπέδων έμπαιναν σε… σειρά χάρη στο μαεστρικό του παιχνίδι. Μα η μεγαλύτερη έκπληξη της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης έγινε λόγω της δικής του (αμυντικής, δημιουργικής, γενικότερα) παρουσίας.
Ο ορισμός του κόμπο γκαρντ, προτού καθιερωθεί στις ΗΠΑ ο συγκεκριμένος όρος. Και “άσος” και “2άρι” και ικανός να μαρκάρει αντίπαλους φόργουορντ. Εγκεφαλικός περιφερειακός, σούπερ αμυντικός, άνω του μέσου όρου εκτελεστικά και φτιάχνοντας μια χαρά μακρινό σουτ, προϊόντος του χρόνου. Ένα “κομπιούτερ”, όταν ακόμη (στην αρχή της δεκαετίας του ’80, που ξεκίνησε την πορεία του) οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν είχαν μπει στα σπίτια μας.
Αυτός μπήκε στα δικά μας στην Ελλάδα, την εποχή που στο Πρωτάθλημα συνέρρεαν παικταράδες ακόμα και από το ΝΒΑ. Τον χάρηκε, απόλαυσε τις υπηρεσίες του για τριάμισι χρόνια, ο Ηρακλής. Προσελκύοντάς τον, όταν ο Ζντοβτς ήταν Πρωταθλητής Ευρώπης, έτσι;
Έχει και Πανιώνιο, έχει και περάσματα με την προπονητική ιδιότητα από τα μέρη μας. Ένα απλώς μικρό κεφάλαιο από την ιστορία που έγραψε σε εθνικό και διασυλλογικό επίπεδο, σημαδεύοντας (αυστηρά, παρά τις σειρήνες από ΝΒΑ μεριά) τη «Γηραιά ήπειρο» με τα κατορθώματά του.
Άλογο, σχεδόν παράλογο
Σλοβένσκε Κονίτσε (Slovenske Konjice) λέγεται η κωμόπολη της Στυρίας στην οποία γεννιέται ο Γιούρι Ζντοβτς στις 13 Δεκεμβρίου 1966. Ο επιθετικός και συνάμα τοπικός προσδιορισμός της έχει μείνει από εκείνη την εποχή, βρισκόμαστε ακόμη στην Ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Η δεύτερη λέξη οφείλει την ετυμολογία της στο άλογο («konj») στη σλοβενική γλώσσα.
Άτι πάνω στα παρκέ, ο ξανθομάλλης «Γιούρε» (όπως όλοι τον φωνάζουν) δεν αργεί να ξεχωρίσει -και να μετακομίσει, στη Λιουμπλιάνα, για χάρη της μεγάλης ομάδας της ευρύτερης περιοχής. Της Ολίμπια. Στο… χωριό του ο ψηλόλιγνος γκαρντ, ο οποίος θα φτάσει τα 198 εκατοστά, βάζει και 60 και 70 πόντους στα παιχνίδια. Δεν πολυασχολείται με την άμυνα, έχει όμως “γρήγορα” χέρια και κλέβει μπάλες συνεχώς.
Στην πόλη αντιλαμβάνεται ότι θα βρει χρόνο αρχικά με τις αμυντικές του επιδόσεις. Αποδεικνύει ότι μπορεί να μαρκάρει παίκτες κάθε θέσης, ότι (του αρέσει να) βάζει χέρια και κορμί στη φωτιά -και γίνεται αρχηγός του ιστορικού συλλόγου ήδη από τα 20 του. Έχει καταθέσει άλλωστε περίτρανα διαπιστευτήρια επανειλημμένως σε εθνικό επίπεδο.
Χρυσός το 1983 στο Ευρωμπάσκετ Παίδων του Τίμπινγκεν στη Δυτική Γερμανία, πετάει έξω στον ημιτελικό την Ελλάδα του Κώστα Παταβούκα. Στο ψηλότερο σκαλί ανεβαίνει με τη νίκη επί της Ισπανίας, στην οποία ο ίδιος σημειώνει 20 πόντους. Δίπλα του στην περιφέρεια υπάρχει ο Μπάνε Πρέλεβιτς αλλά και ο Λούκα Παβίτσεβιτς. Στους φόργουορντ ο Ζάρκο Πάσπαλι. Στη φροντ λάιν ο Μίρο Πετσάρσκι. Όλοι τους, αργά ή γρήγορα, θα κατηφορίσουν στο Ελληνικό Πρωτάθλημα.
Είναι τόσο καλός, τόσο πολυσύνθετος στο παιχνίδι του, τόσο εξελίξιμος, ώστε μερικές εβδομάδες αργότερα συμμετέχει και στο Παγκόσμιο U19 με τη Γιουγκοσλαβία. Σε διοργάνωση που η συντριπτική πλειονότητα των συμμετέχοντων αθλητών είναι τρία χρόνια μεγαλύτεροί του! Παίζει ελάχιστα, μα γνωρίζει και τους Ντάνκο Τσβετίτσιανιν, Βέλιμιρ Περάσοβιτς, Γκόραν Σόμπιν. Στην ήττα στο καλάθι από τις ΗΠΑ, απέναντί του παρατάσσεται κι ένας πάουερ φόργουορντ με κάτι σαν σουτ. Δεν μπορεί να φανταστεί φυσικά ότι με τον Γουόλτερ Μπέρι θα συνθέσει αργότερα φονικό δίδυμο στη Θεσσαλονίκη…
Το 1984 είναι Χάλκινος στο Ευρωπαϊκό U18, εντός των τειχών επαναφέρει την Ολίμπια του Ζμάγκο Σάγκαντιν στην πρώτη κατηγορία, το 1988 πιάνει την ανδρική ευκαιρία από τα πλούσια ακόμη μαλλιά του. Ο Ζόραν Ράντοβιτς τραυματίζεται και, στη θέση του ηγέτη του Ερυθρού Αστέρα, αυτός που καλείται από τον Ντούσαν Ίβκοβιτς για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ είναι ο νεαρός Σλοβένος. Εξ ου και το «10» στην πλάτη, προτού κάνει καριέρα με το «9». Το συγκεκριμένο νούμερο το έχει ακόμη ο συγκάτοικός του τα επόμενα καλοκαίρια. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Πρόβατο και λύκος, μαζί
Η χρυσή φουρνιά των Γιούγκων είναι εδώ και ο Ζντοβτς εξελίσσεται στον αφανή της ήρωα. Είναι ο πλέι μέικερ που κάνει τη βρόμικη δουλειά. Που μοιράζει παιχνίδι, που “σβήνει” τον καλύτερο αντίπαλο της περιφερειακής γραμμής. Αργυρό Ολυμπιακό μετάλλιο, Χρυσό στα Ευρωμπάσκετ 1989 και 1991 με αναβαθμισμένο ρόλο. Πρώτος και στον κόσμο ενδιάμεσα, το ‘90, στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής.
Εντάξει, εκείνο το «Χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ 1991» μην το πάρετε και τοις μετρητοίς. Στο στήθος του, τέλος πάντων, δεν το περνάει. Τρεις ημέρες πριν τον ημιτελικό κόντρα στη Γαλλία του Ρισάρ Ντακουρί, η Σλοβενία έχει διακηρύξει την ανεξαρτησία της. Μόλις την παραμονή, ο Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός έχει στείλει στράτευμα να αποτρέψει το -εν τέλει- αναπόφευκτο, σε μια κίνηση που προκαλεί τον λεγόμενο Δεκαήμερο Πόλεμο στα σλοβενικά εδάφη.
«Σήμερα τα όνειρα επιτρέπονται, αύριο είναι μια καινούργια μέρα», η τελευταία φράση στην ιστορική ομιλία του Μίλαν Κούτσαν, πρώτου Προέδρου της Σλοβενίας, κατά τη διακήρυξη της ανεξαρτητοποίησης. Ένας συνεργάτης του τηλεφωνεί στη Ρώμη να ανιχνεύσει έδαφος και προθέσεις σχετικά με την επικείμενη συμμετοχή του Ζντοβτς στο κρίσιμο ματς. Του Γιουγκοσλάβου Ζντοβτς…
Σύμφωνα με τον ίδιο τον μπασκετμπολίστα, η απόφαση είναι (ολο)δική του. Κρίνει ότι δεν πρέπει να συμμετάσχει στον ημιτελικό.
Το ανακοινώνει στον «Ντούντα» και τους άλλους διεθνείς, μένει στο ξενοδοχείο. Στο PalaEUR δεν πηγαίνει ούτε στον Τελικό. Το μετάλλιο θα το πάρει 14 ολόκληρα χρόνια αργότερα. Του το φέρνουν, δώρο ακριβό, οι φίλοι του, όταν ο «Γιούρε» έχει σταματήσει το μπάσκετ και διοργανώνει το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του.
Είμαστε στο καλοκαίρι που φεύγει από τη χειμαζόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο πατρίδα του (αν και η Σλοβενία τον πέρασε ξώφαλτσα, σε σχέση με το τι έγινε παραδίπλα…) και ξεκινάει διεθνή καριέρα σε διασυλλογικό επίπεδο. Για αρχή, Μπολόνια. Βίρτους. Κνορ, όπως τη λέγαμε από τον χορηγό της.
Προκύπτουν τραυματισμοί και ασθένειες, παίζει πολλή ώρα στο “3” αντί του Ρικάρντο Μοραντότι. Δεν του αρέσει. Ξεκινάει κι ο ίδιος (ευρισκόμενος) στα πιτς την προημιτελική σειρά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Γυρίζει, βάζει 14 πόντους στο τρίτο ματς, μα δεν αρκούν.
Στο Final 4 περνάει και το σηκώνει η ξεσπιτωμένη Παρτίζαν των αμούστακων παικτών και του ρούκι προπονητή. Του Ομπράντοβιτς! Στις πρώτες του κουβέντες με τον Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς το περασμένο καλοκαίρι, σχετικά με το να βγάλει ο «Ζοτς» τη φανέλα και να γίνει προπονητής, είναι μάρτυς ο (συγκάτοικός του, είπαμε) Ζντοβτς…
Το επόμενο θέρος, του 1992, οι Ιταλοί επενδύουν στον θριαμβευτή του Final 4 της Κωνσταντινούπολης, Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς. Θεωρητικά, για τον Σλοβένο συνιστά υποβάθμιση η υπογραφή στη Λιμόζ. Ξεκίνημα με διαδοχικές ήττες από ΠΑΟΚ και… Μπολόνια, επτάωρες προπονήσεις καθημερινά! «Και τι άλλο να κάνουμε, αφού βρέχει όλη την ώρα;», λέει ανασηκώνοντας τους ώμους (και εξαγριώνοντας, υποψιαζόμαστε, τους παίκτες του) ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς.
Η επιλογή δείχνει λανθασμένη, αλλά ο ψηλόλιγνος γκαρντ με το ξανθό τσουλούφι δεν μασάει. Σκύβει το κεφάλι, δουλεύει, βάζει σε μια αναμέτρηση της γαλλικής λίγκας με τη ΛεΜαν 8/8 τρίποντα, εξελίσσεται στον Νο.1 εξολοθρευτή των… εξολοθρευτών. Οι Λιμουζό απαρτίζονται σχηματικά από οκτώ ξυλοκόπους (pardon monsieur Dacoury), τον σούπερ σκόρερ, Μάικλ Γιανγκ, και τον “τα κάνω όλα”, Ζντοβτς. Τον μοναδικό άλλο διψήφιο (οριακά) στο σκοράρισμα παίκτη τους στην Ευρώπη.
Στους «8», αντίπαλός του τώρα είναι ο Ολυμπιακός. Ο φίλος του, ο Πάσπαλι, πατάει την πλάγια γραμμή, ο Ζντοβτς παίρνει την μπάλα. Περνάει τον Ζάρκο, χάρη και σε ένα… αθέλητο σκριν του Γιώργου Σιγάλα στον Μαυροβούνιο, προσποίηση, καλάθι: 60-58 στα 2.8’’, 2-1 η Λιμόζ, αυτή στο Final 4. Στο σπίτι των «Ερυθρολεύκων»! Στο ΣΕΦ κρατάει τη Ρεάλ στους 52 πόντους, την Μπένετον στους 55.
Την τελευταία άμυνα τη βγάζει, ναι, αυτός. Στέλνει τον Κούκοτς εκτός ισορροπίας πάνω στον Φρεντερίκ Φορτέ, ο οποίος κλέβει. Στα χέρια του ψυχρού Σλοβένου η μπάλα. Φάουλ. Μέσα οι δύο βολές, 59-55, για πρώτη φορά ένας γαλλικός σύλλογος είναι Πρωταθλητής Ευρώπης.
Με παθητικό 61.8 πόντων, με… δεύτερο βιολί εκτελεστικά και πρώτο σε όλα τα υπόλοιπα τον Ζντοβτς. Τούτη τη φορά δεν μένει σε κανένα ξενοδοχείο. Βγάζει δόντια και προκαλεί σεισμό με επίκεντρο το Φάληρο.
Ξανθό σκυλί, στον Ηρακλή
Υποβάθμιση το να πάει από τη Βίρτους στη Λιμόζ, ε; Πώς… Δεν παύει να εκπλήσσει με τις επιλογές του και ως κατακτητής της ευρωπαϊκής κορυφής βάζει τζίφρα στον Ηρακλή, ο οποίος δεν παίζει καν στην Ευρώπη! Σύμφωνα με άρθρο του Βασίλη Σκουντή στο «Sport24», κατά βάθος δεν γούσταρε το μπάσκετ του Μάλκοβιτς και, όταν ο «Μπόζα» ανανέωσε, εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε.
Έχοντας ακούσει λίγο καιρό πριν τον Ντράγκαν Σάκοτα μεταξύ σοβαρού και (περισσότερου) αστείου να του προτείνει να τον ακολουθήσει στον «Γηραιό», ο Ζντοβτς επανέρχεται και λέει «μέσα»! Τσιμπιούνται μέχρι και ο μεγαλομέτοχος Κώστας Χαΐτογλου και οι συν αυτώ, μέχρι να τον δουν με σάρκα και οστά στο Ιβανώφειο και να το πιστέψουν. Σημειωτέον ότι το ίδιο καλοκαίρι έχει δοκιμαστεί από τους Νικς. Δεν πείθει, δεν ευοδώνεται ούτε το φλερτ των Τρέιλ Μπλέιζερς τον επόμενο χρόνο.
Ο Ηρακλής επανέρχεται και στα ευρωπαϊκά Κύπελλα, φτάνοντας στο “αμήν” την Ταουγκρές/Μπασκόνια στους ημιτελικούς του Κυπελλούχων/EuroCup. Βγαίνει ακόμα και στο Πρωταθλητριών μέσω της τρίτης θέσης στην Α1. Ημιτελικοί ξανά στη δεύτερη τη τάξει ευρωπαϊκή διοργάνωση, χορταστικό μπάσκετ δίπλα σε ξένους όπως ο Μπέρι (που στο μεταξύ τον έχει στεναχωρήσει σε εκείνα τα Λιμόζ-Ολυμπιακός), φιλίες ζωής.
Κολλάει με τον Λευτέρη Κακιούση και εκτός παρκέ, απολαμβάνει το ελληνικό του παρατσούκλι, δηλαδή το «ξανθό σκυλί», όπως και τη λατρεία των οπαδών και τη συνεργασία με τον (διάδοχο του Σάκοτα) Λευτέρη Σούμποτιτς των επίσης σλοβενικών καταβολών.
Φτάνει σε Τελικό Κυπέλλου, στα χάιλαϊτ του συγκαταλέγονται τάπες στους Παναγιώτη Γιαννάκη και Νίκο Γκάλη (!), κομίζει ένα εντελώς διαφορετικό προφίλ ξένου παίκτη, σε εποχές που ξένος σήμαινε σκόρερ.
Ο Σλοβένος ρίχνει και 25άρες, αν χρειάζεται, μα κάνει τη διαφορά “βιδώνοντας” αντιπάλους. Βρίσκει συμπαίκτες με πάσες από το ένα καλάθι στο άλλο, βάζει κρίσιμα τρίποντα με το χαρακτηριστικό του στιλ, φέρνοντας την μπάλα μπροστά στο μέτωπο για να σουτάρει -και αμέσως μετά σκουπίζει τις ιδρωμένες παλάμες του στο σορτσάκι. Εκτελεί και μετά από ντρίμπλα και βγαίνοντας από σκριν.
Από το… κάδρο των «Κυανολεύκων» βγαίνει μεσούσης της περιόδου 1996-1997. Είναι απλήρωτος για μήνες, ταλαιπωρείται επίσης για κάμποσο καιρό από πόνους στην πλάτη και τη μέση, αποχωρεί. Αντικαθιστά στη Ρασίνγκ Παρί τον Πάσπαλι (!), μα δεν μακροημερεύει στη γαλλική πρωτεύουσα. Μετρώνται στα δάχτυλα οι εμφανίσεις του, προτού βγει κι αυτός νοκ άουτ λόγω τραυματισμού. Οι Παριζιάνοι πάντως φτάνουν στον τίτλο! Έχουν από Ντακουρί (που έχει κάνει το κονέ για να αποκτηθεί ο «Γιούρε») και Στεφάν Ριζασέ μέχρι Λοράν Σιαρά και Αρσέν Άντε Μενσά. Θριαμβεύουν και ερήμην Ζντοβτς.
Η επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη για τον Άρη χαλάει, επειδή ο Σούμποτιτς φεύγει από τον «Αυτοκράτορα» και πάει στον Παναθηναϊκό. Λίγο Τόφας στην Τουρκία, περισσότερο Ολίμπια. Ξανά, στη Λιουμπλιάνα. Τη σεζόν 1998-1999 ρίχνει 24άρα στη Ρεάλ, αλλά χάνει εντός έδρας. Πάει στη Μαδρίτη και κερδίζει!
Μουλάρι, δίχως χαλινάρι
Αφήνει τον Άριελ ΜακΝτόναλντ στην περιφέρεια του σλοβενικού συλλόγου και μας ξανάρχεται. Δικός του μέντορας ήταν μια φορά κι έναν καιρό ο συμπατριώτης του, Γιάνεζ Ντρβάριτς, Ομοσπονδιακός (επί «Plavi») τεχνικός μεταξύ άλλων σε μικρές Εθνικές. Ο ίδιος ο Ζντοβτς, αν και παίκτης ακόμη, γίνεται μέντορας του Θοδωρή Παπαλουκά.
Έχει να λέει ο «Τεό» για το πόσο τον βοηθάει η συνύπαρξη με τον Σλοβένο την περίοδο 2000-2001 στον Πανιώνιο. Η περιφερειακή τριάδα, σε σχήμα δίχως σμολ φόργουορντ, συμπληρώνεται με τον σούπερ σκόρερ, Γιώργο Διαμαντόπουλο, και ώρες-ώρες οι «Κυανέρυθροι» του «Πίξι» (ε, ναι, πάλι ο Σούμποτιτς τεχνικός…) είναι απολαυστικοί.
Γυρίζει για τρίτη θητεία στην Ολίμπια, πικραίνει τον «Ερυθρόλευκο» πια Παπαλουκά. Στο παιχνίδι της ζωής του, ο Μπένο Ούντριχ βάζει 29 πόντους και η παρέα του κερδίζει 89-85 μέσα στο ΣΕΦ. “Ελληνικός” όμιλος, με Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και ΑΕΚ! Την πατάνε από αδιάφορο αντίπαλο οι Πειραιώτες και στο Final 4 της Μπολόνια πηγαίνουν το 2002 και το σηκώνουν οι «Πράσινοι». Ποιος θυμάται όμως ότι «Πράσινοι» της Σλοβενίας έχουν σε εκείνο το ματσάκι και τον γερο-Ζντοβτς των 9 πόντων, των 8 ασίστ, της άμυνας πάνω στον Αλφόνσο Φορντ των 0/5 τριπόντων;
Λίγες εβδομάδες αργότερα κατακτά τη νεοσύστατη Αδριατική Λίγκα. Συνεχίζει στη Σλόβαν Λιουμπλιάνας, τελευταίος του σταθμός το 2003 η Σπλιτ. Παρηκμασμένη η πάλαι ποτέ Γιουγκοπλάστικα μεν, κατακτά το πρώτο και τελευταίο της Κροατικό Πρωτάθλημα δε.
«Nemamo novca al imamo Zdovca», σηκώνεται ένα πανό στην Gripe. Ελληνιστί, «μπορεί να μην έχουμε λεφτά, αλλά έχουμε τον Ζντοβτς»! Α, έχουν και τον Ράτζα εκείνη τη σεζόν οι «Κίτρινοι», στην τελευταία χρονιά στα γήπεδα και του μεγάλου Ντίνο.
«Δουλειά και ξεροκεφαλιά», σε ελεύθερη απόδοση τα στοιχεία που τον έφεραν στην μπασκετική ελίτ της Ευρώπης, κατά τη δική του γνώμη.
Ξεροκέφαλος και ως προπονητής ο Ζντοβτς. Αν ως μπασκετμπολίστας ήταν καλό να μην επηρεάζεται από (συγ)κρίσεις άλλων και συνέχιζε να δουλεύει, ως καθοδηγητής το αγύριστο κεφάλι του δεν του βγήκε πολλές φορές σε καλό.
Σημαντική πάντως η πορεία του και με δαύτη την ιδιότητα. Δύο θητείες στην Εθνική του, με “μπάσιμο” για πρώτη φορά σε τετράδα μεγάλης διοργάνωσης. Το 2009, οπότε του στερούν το μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ η Ελλάδα και ο οδοστρωτήρας Σοφοκλής Σχορτσανίτης των 23 πόντων στον μικρό Τελικό.
Το 2005, σχετικά φρέσκος ως κόουτς, είχε επιστρέψει για μία σεζόν στον Ηρακλή. Το 2012 ψηφίζεται προπονητής της χρονιάς στο EuroCup με τη Σπαρτάκ Αγίας Πετρούπολης του MVP Πατ Μπέβερλι και του Λουκά Μαυροκεφαλίδη, δύο χρόνια αργότερα το όνομά του εξετάζεται από τον Ολυμπιακό ως αντι-Μπαρτζώκας. Τελικά μας έρχεται πάλι για την ΑΕΚ το 2015.
Κλείνει σχεδόν διετία στον «Δικέφαλο». Τεταμένη διετία, στιγματισμένη από ένα… σούπερ τεταμένο δίμηνο το 2016, κατά το οποίο εμπλέκεται σε σοβαρά επεισόδια με παίκτες του εν ώρα αγώνων. Με τον Ντι Τζέι Κούπερ (δις), τον Τζέι Κόβαν Μπράουν, τον Τόριαν Γκριν. Καταφέρεται εναντίον τους, όταν τους κάνει αλλαγή, επικρίνοντάς τους με δριμύτατες παρατηρήσεις στον πάγκο. Ειδικά με τον Γκριν, κάνει και κίνηση να τον γρονθοκοπήσει!
Τυχαίο που όλοι τους είναι γκαρντ; Δύσκολο να έχεις υπάρξει τοπ παίκτης και να βλέπεις πλέον τους υφισταμένους σου να μην μπορούν να βγάλουν αυτά που κατέθετες εσύ πάνω στο παρκέ… Πολλά και συχνά αδικαιολόγητα νεύρα. Αυτά ακριβώς πληρώνει με τη θέση του στην ΑΕΚ, όταν στην ήττα-αποκλεισμό στους «16» του Champions League στο Μονακό ορμάει μαινόμενος στον αγωνιστικό χώρο για να επιτεθεί στους διαιτητές.
Ο καταλογισμός ενός -όντως αυστηρού- επιθετικού φάουλ στον Τσινεμέλου Ελόνου τον βγάζει εκτός εαυτού και εκτός… ΑΕΚ. Αποβάλλεται με δύο τεχνικές ποινές και το ποτήρι ξεχειλίζει για τον Μάκη Αγγελόπουλο. Έκτοτε θα βρει δουλειά ακόμα και στην Ευρωλίγκα, περνώντας νικηφόρα με τη Ζαλγκίρις από το ΟΑΚΑ κόντρα στον “μνημονιακό” Παναθηναϊκό, σε μία πάντως ακόμα χειρότερη χρονιά για τους ουραγούς Λιθουανούς.
Προπονητικά, δεν έγινε Μάλκοβιτς ούτε πολύ περισσότερο Ίβκοβιτς. Ο «Ντούντα», παρεμπιπτόντως, νόμιζε ότι ο μοναδικός παίκτης του στους «Plavi» που δεν κάπνιζε ήταν ο Ζντοβτς. Μέχρι που τον είδε να φουμάρει κι αυτόν σε μια καφετέρια. «Απογοήτευσα τον άνθρωπο που με πίστεψε όσο κανείς και με έκανε γνωστό διεθνώς μέσω της Εθνικής. Το έφερα βαρέως για χρόνια», έχει πει στους συμπατριώτες του.
Παικταράς, αξιόλογος μα και δύστροπος κόουτς. Ιδιαίτερη περίπτωση, το δίχως άλλο, ο άνθρωπος με το ιδιαίτερο, δυσπρόφερτο, επίθετο. Πίνουν νερό στο όνομά του ακόμη στο Λιμόζ, θυμούνται με νοσταλγία τα χρόνια του στον Ηρακλή, τον έχουν στην καρδιά τους και οι εκτός σημερινής Σλοβενίας Γιούγκοι για τη χρυσή προσφορά του.
Υπάρχουν και παίκτες που έχει αναδείξει και ωφελήσει, υπάρχουν και τεχνικοί που θήτευσαν δίπλα του και τον μνημονεύουν σε κάθε ευκαιρία, όπως ο Στέφανος και ο Γιώργος Δέδας.
«Ένα, δύο, τρία, ζντο!», μαζεύονται και φωνάζουν πριν το τζάμπολ, κολλώντας τα χέρια τους, παίκτες και προπονητές στο καθιερωμένο τελετουργικό. Κάποιοι δεν θα είχαν πρόβλημα να προσθέσουν και μερικά σύμφωνα παραπάνω στο επιφώνημα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντράζεν ο άλητης κι ο προφήτης
Τόνι Κούκοτς: Τα κίτρινα άνθη του ασπάλαθου
Ζάρκο Πάσπαλι, ο «σημαδεμένος»
Στόγιαν Βράνκοβιτς: Από μηχανής ψηλός
Ο Βλάντε Ντίβατς έμαθε να πιστεύει στους ανθρώπους