Ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ στο 47ο Γυμνάσιο Αθηνών. Είχαν έρθει δύο προπονητές, ο Θοδωρής Κυπριώτης και ο Μιχάλης Σταυρόπουλος, οι οποίοι μάζεψαν τα παιδιά του σχολείου και δημιούργησαν την ομάδα του Άτλαντα Θυμαρακίων.
Ο σύλλογος ήταν μία σύζευξη του Ολυμπιακού Αθηνών και του Άρη Αθηνών και γι’ αυτό τα χρώματά μας ήταν κόκκινο και μαύρο.
Το μπάσκετ έγινε η διέξοδός μου και ομολογώ ότι από μικρός σκεφτόμουν μία επαγγελματική καριέρα σ’ αυτό. Πιτσιρικάς, βεβαίως, όπως όλα τα παιδιά, ονειρευόμουν να παίξω ποδόσφαιρο.
Το έβαλα στόχο διότι είχα πολλά συναισθηματικά αδιέξοδα από το σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας και η μητέρα μου Γερμανίδα και στην αρχή είχα μαθησιακές δυσκολίες, καθώς μιλούσα κυρίως γερμανικά και είχα πρόβλημα με τα ελληνικά. Ο πατέρας ήταν όλη μέρα στη δουλειά και παρότι η μητέρα μου ήθελε να μεγαλώσω σαν Έλληνας, δεν γνώριζε τη γλώσσα και μου μιλούσε στη μητρική της.
Επιπλέον, στην Γ΄ δημοτικού έχασα ένα μεγάλο μέρος της χρονιάς, λόγω μίας πολύμηνης θεραπείας για μολυσμένες αμυγδαλές και έχασα πολλά ουσιώδη μαθήματα, κυρίως στην ορθογραφία.
Ωστόσο, ήμουν καλός στα μαθηματικά, αλλά ακόμη και στο γυμνάσιο έγραφα ακόμη και τότε τη λέξη «εφθία»…
Γι’ αυτό, μεγαλώνοντας, στις ομάδες που εργάστηκα ως προπονητής, είχα μία ευαισθησία με τα αφρικανόπουλα, τα οποία καλούνται στο ελληνικό σχολείο να δώσουν εξετάσεις σε μία άλλη, δύσκολη γλώσσα. Ταυτίζομαι σ’ αυτό το πρόβλημα μαζί τους.
Γνώριζα μικρός ότι δεν μπορώ να κάνω ακαδημαϊκή καριέρα και επένδυσα συναισθήματα, όνειρα και χρόνο στον αθλητισμό, αν και οι γονείς μου δεν το πίστευαν πολύ.
Τα παιδικά χρόνια μου, αν εξαιρέσω κάποιες συνθήκες, ήταν καλά.
Ακόμη και όταν οι δάσκαλοι σκοπίμως μου ζητούσαν να περιγράφω τα εγκλήματα των Γερμανών, γνωρίζοντας για την καταγωγή μου. Αυτό, φυσικά, με ενοχλούσε, παράλληλα, όμως, μου έδωσε κίνητρο να διαβάζω ιστορία.
Μέσα από τις δυσκολίες, όταν αυτές δεν σε καταστρέφουν, παίρνεις αυτοπεποίθηση. Ακόμη και άδικη να είναι η ζωή, δεν πρέπει να το χρησιμοποιούμε ως άλλοθι και δικαιολογία.
Αυτά έλεγα αργότερα και στον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος αγωνιζόταν στον Φιλαθλητικό και ήταν στενοχωρημένος που δεν τον καλούσαν αρχικά στις «μικρές» εθνικές. Του τόνιζα πως σημασία έχει, στα 18 του, να είναι επαγγελματίας και τον συμβούλευα να μην στέκεται στις αδικίες.
Οι γονείς μου είχαν έναν κοινό κώδικα ζωής. Δεν δέχονταν το ψέμα και το καταλάβαιναν όταν τους το έλεγες. Δεν είχες δικαιολογία όταν επέλεγες το ψέμα. Είχαν κοινή ηθική, παρότι προέρχονταν από άλλες χώρες και διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο.
Η μητέρα μου ήταν από μία μεσοαστική γερμανική οικογένεια και ο πατέρας μου από μία φτωχή φαμίλια του χωριού.
Γνωρίστηκαν στη Γερμανία, όπου ο πατέρας μου, ένας θαρραλέος και εργασιομανής αγρότης -αλλά δίχως να ξέρει ανάγνωση και γραφή-, πήγε για μεροκάματο. Η μάνα μου ήταν μέλος του Δ.Σ. και διευθύντρια ενός πολυκαταστήματος, με προσωπικό 3.000 ατόμων!
Στο κτίριο που εργαζόταν, έκανε εκπομπή στο ραδιόφωνο της Deutsche Welle, στην κορυφή του κτιρίου, ο Παύλος Μπακογιάννης. Είχαν συναντηθεί και στην Αθήνα, πριν εκείνος δολοφονηθεί.
Στη Γερμανία, ήταν λίγο μετά την εποχή του πολέμου και στη χώρα αντιστοιχούσε ένας Γερμανός για δέκα γυναίκες. Ήταν δύσκολο να βρεις ταίρι και οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν μείνει με πολλά ψυχικά τραύματα από τον πόλεμο και είχαν καταντήσει αλκοολικοί…
Σε ηλικία 40 ετών, με στόχο να κάνει οικογένεια, η μάνα μου προτίμησε να αφήσει την καριέρα της και να έρθει στην Ελλάδα να κάνει την ανώνυμη νοικοκυρά, για το όνειρο της μητρότητας. Κάτι που δεν ήταν εύκολο.
Από 13 ετών, ήθελα να φύγω από το σπίτι.
Ήμουν καλός στις θετικές επιστήμες και σκεφτόμουν πως πρέπει να μάθω μία τέχνη και όχι να πάω στο πανεπιστήμιο. Οι γονείς, επηρεασμένοι από το κλίμα της εποχής, ήθελαν να σπουδάσω, όμως εγώ ήξερα ότι δεν μπορώ να το κάνω με «φτωχά» ελληνικά.
Από ταξίδια στο εξωτερικό, στη Γερμανία και στην Ολλανδία, σε συγγενείς, μου εξιστορούσαν κατορθώματα τους και το μυαλό «ταξίδευε». Ένας θείος μου, στην Ολλανδία, ο Πιτ Μπούμαν, θεωρείται ο «Τζέιμς Μποντ της χώρας».
Όταν πήγαινα στην Ολλανδία, από «γιος του φτωχού Έλληνα» στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας μου έτρωγε ακόμη χώμα στην κατοχή για να διασκεδάσει την πείνα του, πήγαινα με τον θείο μου στα υπουργεία και όλοι στέκονταν σούζα!
Δεν φοβόμουν τη ζωή στο εξωτερικό. Στη Γερμανία πήγα φαντάρος, έχοντας αυτό το δικαίωμα ως διπλός υπήκοος. Εκεί είδα μία χώρα με λιγότερα προβλήματα, γραφειοκρατικά και μη, από όσα στην Ελλάδα.
Πριν από τον στρατό μού δημιουργήθηκε το ερέθισμα να πάω σχολείο στην Αμερική, αν και οι γονείς μου δεν με άφηναν να πάω μέχρι την Κόρινθο, σε τεχνικό λύκειο ηλεκτρολόγων.
Ήθελα να μετατρέψω τη φιλοδοξία των γονέων μου ότι θα γίνω κάτι σπουδαίο, σε κάτι πιο απτό για μένα, έστω και από δύσκολο μονοπάτι. Γι’ αυτό πίστευα ότι είναι πιο εύκολο να κυνηγήσω το όνειρό μου στον αθλητισμό στην Αμερική, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, από το να βελτιώσω τους βαθμούς και τα ελληνικά.
Από τότε παρακολουθούσα ΝΒΑ με κασέτες τις οποίες έφερνε από την Αμερική ο φίλος μου, Μανώλης Βροντής. Βλέπαμε μαζί τις επικές μονομαχίες Μάτζικ Τζόνσον εναντίον Λάρι Μπερντ.
Ήταν τότε που βρήκα μία φίλη της μητέρας μου, η οποία είχε ταξιδέψει στο Μιλγουόκι με πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, και τη συνάντησα για να μου πει τι να κάνω. Για δύο χρόνια προσπαθούσα να «ψήσω» τον πατέρα μου.
Η γλώσσα ήταν το εμπόδιό μου στην Ελλάδα και όχι το θάρρος. Και με προβλημάτιζε γιατί στην Ελλάδα μετρούσε περισσότερο η γνωριμία και όχι οι κανόνες.
Στα 16 μου, έφυγα για τη Φλόριντα.
Με διάλεξε η οικογένεια Λονγκ για την πρώτη χρονιά και την δεύτερη με φιλοξένησε η οικογένεια Όλσον.
Ήμουν τόσο αποφασισμένος να πάω στις Η.Π.Α. που έπρεπε πρώτα να περάσω τις εξετάσεις της Α΄ λυκείου.
Στην έκθεση και τα αρχαία ήξερα πως θα έχω πρόβλημα και για να μην ρισκάρω το ταξίδι, ξενύχτησα πέντε μέρες, δίχως ούτε μία ώρα ύπνου, για να διαβάσω.
Έμαθα τα πάντα «παπαγαλία», όλες τις μεταφράσεις των αρχαίων, και τρεις ώρες πριν γράψω, ήπια έναν καφέ για να μην με πάρει ο ύπνος… Πήγα, έγραψα και πέρασα.
Για το ταξίδι μου στην Αμερική, όλη η δυσκολία ήταν αυτές οι πέντε μέρες «παπαγαλία» και για χρόνια σκεφτόμουν την αποφασιστικότητά μου.
Στη Φλόριντα άνοιξε το μυαλό μου. Με γοήτευσαν οι καθηγητές μου, καθώς με αγκάλιασαν σαν να ήμουν ξεχωριστός.
Ήμουν κακός μαθητής για τα αμερικανικά δεδομένα, ενώ στην Ελλάδα ήμουν του «15,5», και στην αρχή έμεινα εκτός ομάδας μπάσκετ, λόγω βαθμού στο μάθημα των αγγλικών.
Όμως, σε ένα σχολείο 2.500 μαθητών, με διάλεξαν σε μία ομάδα γνώσεων και ευφυίας, με άλλους 19 συμμαθητές μου, λόγω της σφαιρικής αντίληψης των πραγμάτων και της κλίσης στις θετικές επιστήμες.
Σε έναν διαγωνισμό βγήκαμε τρίτη στην πολιτεία και έπειτα από ιδιαίτερα μαθήματα σε γλωσσολογία και ανάλυση κειμένου, έπαθα σοκ όταν απάντησα στο 35% των ερωτήσεων, σε ένα γκρουπ καλύτερων μαθητών από εμένα.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της προσέγγισης της μητέρας μου, η οποία στη Γερμανία ήταν και εκπαιδευτικός. Δεν ήθελε να μαθαίνω τυποποιημένα πράγματα και με έβαζε να παρακολουθώ ειδήσεις και να αναλύω όσα άκουσα.
Ζούσα στον Νότο των Η.Π.Α., σε μία πολιτεία, όμως, με έντονη παρουσία Βορειοαμερικανών.
Εκεί θυμάμαι τους Αφροαμερικανούς μαθητές που δεν έμεναν σε γειτονιές των λευκών, όμως αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να έχω μία σφαιρική εικόνα των κατοίκων της χώρας.
Στο προαύλιο υπήρχαν ομάδες λευκών αγοριών, λευκών κοριτσιών, μαύρων αγοριών και μαύρων κοριτσιών. Η πιο υποβαθμισμένη ήταν η τελευταία, γιατί στα μαύρα κορίτσια δεν μιλούσαν ούτε τα μαύρα αγόρια.
Αυτό με άγγιξε και όταν επιχείρησα να βγω με μαύρη κοπέλα, μου έλεγαν οι φίλοι πως αυτό θα με στιγματίσει… Μου έκανε εντύπωση, διότι λέγαμε ότι υπάρχουν καταστάσεις που έχουν ξεπεραστεί εκεί, όμως αυτό δεν είναι αλήθεια.
Η μαύρη κοινότητα με αγκάλιασε και όταν επέστρεψα στην Ελλάδα είχε «σπάσει ο πάγος». Δεν είχα πρόβλημα να τους συναναστραφώ. Για μένα δεν υπήρχε διαφορά στην συνύπαρξη, ούτε στη ζωή ούτε στο μπάσκετ.
Στην Αμερική υπάρχει υποκρισία. Ευγένεια στη «βιτρίνα», αλλά «παγωμάρα» σε πολλές καταστάσεις. Έτσι εξηγούνται οι περιπτώσεις οπλοκατοχής και οι επιθέσεις σε σχολεία. Ή, τουλάχιστον, έτσι τα ερμήνευα εγώ.
Φοβόμουν πως αυτό μπορεί να συμβεί και στο δικό μου σχολείο. Όταν παρατηρούσα κάποιον «περίεργο», ντυμένο παράξενα με κάποιο παλτό ή πολύ απόμακρο, πήγαινα και του μιλούσα.
Οι καθηγητές το παρατήρησαν και ο δάσκαλος ψυχολογίας το εκτίμησε. Στο τελικό διαγώνισμα δεν είχα διαβάσει και από το να κοροϊδέψω τον εαυτό μου, έδωσα λευκή κόλλα.
Στους βαθμούς, ο κύριος Τζέιμσον, μου έβαλε «Α-» (κάτι σαν «19») και τον ρώτησα σχετικά, γιατί δεν το πίστευα. Θα έπαιρνα απολυτήριο και όταν του είπα πως ο βαθμός είναι υπερβολικός, μου απάντησε «τι να τα κάνω τα πτυχία ψυχολογίας, όταν εσύ απλώς τα εφάρμοσες»; Σε παρακολουθούσα να μιλάς στους απόμακρους και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από ένα διαγώνισμα».
Πολλοί καθηγητές κρύβονται πίσω από κανονισμούς και δεν κοιτούν στο κέντρο ενός θέματος, αλλά μόνο στο «περιτύλιγμα».
Όταν τελείωσα το λύκειο στη Φλόριντα, έψαχνα να βρω μία υποτροφία, γιατί δεν ήθελα να παίρνω πια χρήματα από τον πατέρα μου και έπρεπε να πάω και φαντάρος.
Σκέφτηκα πως αφού η θητεία στη Γερμανία είναι έμμισθη, έχω μία ευκαιρία να γνωρίσω και τη χώρα της μητέρας μου καλύτερα, χωρίς να είμαι βάρος στους δικούς μου.
Υπηρέτησα 15 μήνες, κάνοντας αίτηση για διετή θητεία, αντί χιλίων μάρκων τον μήνα. Μιλάω γερμανικά, αλλά δεν καταλάβαινα συχνά τις διαφορές ενικού και πληθυντικού ευγενείας.
Στα αγωνίσματα, στις εξετάσεις, έσπαγα τα ρεκόρ λόγω αντανακλαστικών από το μπάσκετ και με τοποθέτησαν στις τηλεπικοινωνίες. Στο ψυχολογικό τεστ πέρασα και τις πονηρές ερωτήσεις, όπως το αν νιώθω Έλληνας ή Γερμανός.
Είχα κάνει «προπόνηση» για το τεστ με φίλο που είχε υποβάλει αίτηση για τη Σχολή Ικάρων στην Ελλάδα και όταν άκουσα την ερώτηση, πλησίασα τον ψυχολόγο και του είπα: «Πώς τολμάς να με ρωτάς τέτοιο πράγμα;»!
Συνέχισα λέγοντας ότι «σε όλη τη ζωή μου, ως Γερμανός στο εξωτερικό, έπρεπε να ομολογώ τα πολεμικά εγκλήματα των Γερμανών και με ρωτάς κάτι τέτοιο; Με ρωτάς πόσο Γερμανός είμαι;»…
Αυτό που με γοήτευσε στον γερμανικό στρατό, όμως, είναι η αξιοκρατία. Όσο ανέμενα τα αποτελέσματα των εξετάσεων, οι υποψήφιοι έτρωγαν με τους φαντάρους και εμένα με προσκάλεσαν στα τραπέζια των αξιωματικών, γιατί εκτίμησαν την ειλικρίνειά μου και την τόλμη στο περιστατικό με τον ψυχολόγο.
Εκεί διαπίστωσα πως σε μηχανισμούς που δεν ελέγχεις, καταφέρνεις και περνάς από μέσα τους, όπως στη διαδικασία της ψυχολογικής εξέτασης.
Ένα άλλο περιστατικό στον γερμανικό στρατό, σε βάση του ΝΑΤΟ στην οποία με τοποθέτησαν, συνέβη στο μάθημα των αγγλικών. Ο διοικητής μού ζήτησε να καθίσω στην πρώτη σειρά γιατί είχε υπηρετήσει με Έλληνες κομάντο, τους οποίους θεωρούσε από τους πιο γενναίους, αν κι εγώ ήμουν απλώς φαντάρος.
Άλλο ένα μοναδικό γεγονός στον στρατό ήταν το πρώτο προσκλητήριο στο προαύλιο, όπου ένας αξιωματικός με φώναξε και εγώ του απάντησα στον ενικό.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή για έναν Γερμανό αξιωματικό… Αλλά δεν ήθελα να τον προσβάλω. Δεν ήξερα τον πληθυντικό ευγενείας, τι να έκανα;
Ή θα επιχειρούσα να μιλήσω στον πληθυντικό, με ρίσκο να κάνω γραμματικό λάθος και θα γέλαγε μαζί μου όλο το στράτευμα ή θα ήμουν ο εαυτός μου. Προτίμησα το δεύτερο, τον ενικό, που γνώριζα.
Ο αξιωματικός άλλαξε πέντε χρώματα! Του απάντησα πως «και την μητέρα μου, στην οποία μιλάω στον ενικό, δεν την σέβομαι;».
Αυτό ήταν ορθολογιστική εξήγηση. Το δέχτηκε, αλλά ενώ οι ανώτεροι αξιωματικοί με υποδέχτηκαν ως Γερμανό, οι κατώτεροι δεν με συμπάθησαν και προσπάθησαν να μου κάνουν την παραμονή στον στρατό δύσκολη.
Σιγά-σιγά, πάντως, με συμπάθησαν και αυτοί, κυρίως όταν άρχισα να τους φέρνω ούζο από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί έχουν τη νοοτροπία να πιστεύουν στο σύστημα και τα καψώνια ήταν τύπου να γράψεις 100 φορές «δεν θα αργήσω πάλι», αν καθυστερούσες σε μία άσκηση.
Στα καψώνια, ωστόσο, απαντούσα και με ανυπακοή. Οι άλλοι στρατιώτες με διπλή υπηκοότητα μού «έκαναν πλάτες» όταν έβγαινα από το στρατόπεδο για να ανακαλύψω την πόλη της Κολωνίας.
Αυτή η αλληλοϋποστήριξη δεν ήταν προσχεδιασμένη. Απλώς μας έβγαινε.
Ακόμη συγκινούμαι όταν σκέφτομαι αυτό το αίσθημα αλληλεγγύης με άλλους «μισο-Γερμανούς», με Γερμανο-Ρώσους, Γερμανο-Ιταλούς. Μία αίσθηση οικογένειας, αν και δεν γνωριζόμασταν καθόλου.
Παράλληλα με τον στρατό αγωνίστηκα και σε ομάδα μπάσκετ στο Βούπερταλ, φτάνοντας στον τελικό της Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Εκεί χάσαμε από τη Λεβερκούζεν, που είχε την πολιτική να στέλνει παιδιά σε αμερικανικά κολέγια, για βελτίωση.
Στο Βούπερταλ, αρχικά δεν με δέχτηκε η κλίκα της ομάδας, εκτός από τον Γερμανο-Γιουγκοσλάβο προπονητή, που ήξερε πως εκτός από ομαδικός παίκτης, είμαι και καλός αμυντικός και με την πείρα μου θα «κουβαλούσα» την ομάδα.
Έδειχνα σε όλους, μιλώντας στα τάιμ-άουτ και εξηγώντας τους πράγματα, ότι «είμαι εδώ για εσάς» και με αυτό τον τρόπο «κέρδισα» και τους πιο διστακτικούς συμπαίκτες μου.
Εκεί κατάλαβα και την προδιάθεσή μου για την προπονητική.
Ένα ωραίο επεισόδιο ήταν στον τελικό με τη Λεβερκούζεν. Ο κανόνας της ομάδας ήταν πως επειδή όποιος ερχόταν έπρεπε να παίξει και πολλές φορές οι παίκτες έκαναν μόνοι τους αλλαγές.
Φτάσαμε να χάνουμε με είκοσι πόντους, χωρίς να έχουμε επιθετικό σύστημα. Αναρωτήθηκα πώς θα «σπάσουμε» την άμυνα «ζώνης». Δεν είχαμε και καλούς αθλητές.
Αποφάσισα σε ένα σημείο του ματς να… ξαπλώσω στο έδαφος, τελείως θεατρικά! Έκανα ντρίμπλα και φώναζα στους αντιπάλους «είστε κότες και δεν μπορείτε να μου πάρετε τη μπάλα».
Ο κόουτς τούς έλεγε να μην «τσιμπήσουν». Άλλωστε, έπαιζαν και με τον χρόνο, αφού ήταν μπροστά. Τους φώναζα: «Ακούτε και τον προπονητή. Τι είστε, δούλοι του;».
Καταφέραμε να μειώσουμε από τους είκοσι στους πέντε, αλλά τελικά χάσαμε με είκοσι, γιατί «έπρεπε» να μπουν ένα-δύο παιδιά που δεν ήταν σε υψηλό επίπεδο, αλλά είχαν έρθει στο ματς έπειτα από απουσία πολύ χρόνου.
Στην Κολωνία, όπου υπηρετούσα στον στρατό έπειτα από έναν χρόνο, με «πέτυχαν» οι τότε αντίπαλοι και με κέρασαν ποτά, όταν θυμήθηκαν τι έκανα. Σεβάστηκαν ότι έκανα τα πάντα, μέσα στους κανόνες, για να κερδίσει η ομάδα μου!
Αυτή η αθλητική αλληλεγγύη δεν πληρώνεται και είναι πολύτιμες αναμνήσεις.
Μέσα από τις εμπειρίες μου κατάλαβα ότι είχα έναν καλό βαθμό αυτοκυριαρχίας. Αυτό οφείλεται ίσως στο ότι μπορούσα να ελέγχω τα νεύρα μου, έπειτα από ένα ιδιότυπο δώρο.
Μικρός, στη Γερμανία, είχα χτυπήσει άσχημα έναν ξάδερφό μου όταν ήμουν πέντε ετών και οι θείοι μου πίστευαν πως θα γίνω φονιάς…
Ένας από τους θείους μου, που είχε πολεμήσει και στον Παγκόσμιο Πόλεμο, μου χάρισε έναν σουγιά. Όμως έλεγε ότι η μάνα μου θα μου τον δώσει όταν πάω 18 και μόνο αν συμπεριφέρομαι καλά.
Ίσως αυτό να με έκανε να ηρεμήσω. Ο σουγιάς ήταν ένα τίποτα, ωστόσο στη φαντασία του παιδιού έκανε καλό να έχω έναν στόχο, για το δώρο από τον θείο μου, που τον αγαπούσα πολύ και πίστευα πως το άξιζα.
Αυτή είναι η διαφορετική νοοτροπία των Γερμανών, στη διαπαιδαγώγηση.
Σταμάτησα να μπλέκω και έλεγχα τα νεύρα μου, αν και εκνευριζόμουν, δίχως όμως να ξεπερνάω τα όρια.
Εκείνη την τακτική την εφάρμοσα πολλά χρόνια αργότερα, σε μία συνομιλία με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Τότε που του έθεσα έναν μεγάλο στόχο να εκπληρώσει, πριν αποφασίσει να φορέσει το σκουλαρίκι που ήθελε να βάλει από τα 17 του…
Η επιστροφή μου στην Ελλάδα ήταν δύσκολη, έπειτα από τέσσερα χρόνια στο εξωτερικό. Στη χώρα μας ισχύουν άλλα το πρωί, άλλα το μεσημέρι και άλλα το βράδυ…
Ασχολήθηκα με την προπονητική και γι’ αυτό έκανα αγώνα να εντάξω μεταναστόπουλα, στην κοινωνία, καθώς έχουν τόσες δυσκολίες να προσαρμοστούν εδώ.
Θεώρησα καθήκον να τα βοηθήσω τον Μανώλη Περρή στον Εθνικό Πατησίων, για να μαζέψει τα παιδιά. Ο Περρής είχε πάντα όνειρο να «βγάλει» τον «νέο Πέτροβιτς» ή τον «νέο Κούκοτς» στην Ελλάδα. Με βοήθησε να σκέφτομαι πώς «βγαίνουν» οι παίκτες, παρότι εκείνος θεωρούσε πρωτεύον στοιχείο τον χαρακτήρα και εγώ πίστευα στα φυσικά προσόντα.
Τα «πάντρεψα» και προχώρησα, αν και χρειαζόμασταν μηχανισμό στήριξης. Κατάλαβα πώς πρέπει να προσεγγίζει ένας προπονητής έναν παίκτη, ώστε να τον κάνει μεγάλο.
Ο Περρής μού εξιστορούσε την πορεία του Χόλγκερ Γκέσβιντνερ, προπονητή και μέντορα του Ντιρκ Νοβίτσκι, τη στάση του Μοχάμεντι Άλι που έγινε πυγμάχος γιατί του έκλεψαν ένα ποδήλατο, αλλά του Κας Ντ’ Αμάτο, γυμναστή του Μάικ Τάισον.
Όλες οι ιστορίες είχαν κοινό παρονομαστή το σχέδιο και τον μηχανισμό στήριξης. Έτσι προχωρούσε το αμερικανικό και το ρωσικό μοντέλο μπάσκετ. Το σκεφτόμουν πολύ πριν από το 2005, πριν συναντήσω τον Γιάννη και όταν, τότε, εντόπισα αρχικά τον Θανάση Αντετοκούνμπο.
Κάποιοι με θεωρούσαν «τρελό με όραμα».
Όταν δεν καταλαβαίνεις κάτι, θα το ονομάσεις «κρεμαστάρι» και θα πεις τον άλλον «τρελό», χωρίς να γνωρίζεις το υπόβαθρό του. Η συνέχεια, όμως, θα ήταν συναρπαστική…
Ο Σπύρος Βελλινιάτης είναι προπονητής μπάσκετ και υπεύθυνος ακαδημιών της ομάδας Ρουφ ’80.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: