Αν με ρωτούσατε σήμερα τι έχει αλλάξει στη ζωή μου, δύο χρόνια μετά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κ20 στο Τάμπερε και το χρυσό μετάλλιο, θα σας απαντούσα, «δύσκολη ερώτηση, αλλά, ενδιαφέρουσα».
Ποτέ δεν έχω μπει στη διαδικασία να σκεφτώ και να αναλύσω τι έχει αλλάξει στη ζωή μου από εκείνο το καλοκαίρι του 2018.
Ίσως γιατί διαπιστώνω, τώρα που το σκέφτομαι, πως δεν έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα.
Με εξαίρεση την επιστροφή μου στην Ελλάδα, έπειτα από δύο χρόνια παραμονής στην Αμερική λόγω σπουδών, και την πρόσφατη μετεγγραφή μου από τον Ποσειδώνα Λουτρακίου στον Ερμή, τα υπόλοιπα παραμένουν ίδια.
Οι παρέες που έκανα, οι οποίες είναι κλειστές κι ελάχιστες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είμαι κοινωνικός.
Οι άνθρωποι που βρίσκονται στη ζωή μου και ο τρόπος με τον οποίο μου συμπεριφέρονται.
Ο τρόπος με τον οποίο ζω την καθημερινότητά μου.
Οι προπονήσεις μου…
Όλα είναι ίδια!
Το μόνο που έχω παρατηρήσει ό,τι έχει διαφοροποιηθεί, σε σύγκριση με την προ μεταλλίου περίοδο, είναι ο τρόπος με τον οποίο με βλέπουν οι «τρίτοι». Όσοι βρίσκονται, δηλαδή, έξω από τον κλειστό κύκλο των συναθλητών, των φίλων και των συγγενών μου.
Όταν βρίσκομαι σε κάποιο γήπεδο ή σε κάποια κοινωνική εκδήλωση και αναφερθεί ότι έχω βγει πρώτος σε παγκόσμιο πρωτάθλημα, παρατηρώ πώς κάποιοι με κοιτούν λίγο διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σας το περιγράψω με λόγια. Απλά, διαφορετικά…
Ακόμα και τα μικρά παιδιά που ασχολούνται με τον στίβο κι έρχονται στις προπονήσεις, διακρίνω ότι με κοιτούν με ένα βλέμμα που κι αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω με λόγια.
Σε κοιτούν στα μάτια, καταλαβαίνεις πως θέλουν να σε πλησιάσουν και να σου μιλήσουν, όμως, για κάποιον λόγο, δεν το κάνουν.
Ίσως γιατί στα δικά τους μάτια είμαι ο αθλητής Αντώνης Μέρλος και όχι ο Αντώνης.
Εν μέρει το καταλαβαίνω. Στο παρελθόν είχα βρεθεί κι εγώ σε αντίστοιχη θέση.
Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρός και πήγαινα από τα Ίσθμια στην Αθήνα, παρακαλούσα τον θείο μου, που ήταν αθλητής στο δέκαθλο, να με παίρνει μαζί του στις προπονήσεις του στο στάδιο.
Στις αρχές δεν με έπαιρνε. Στην πορεία, όμως, από την Β’ Δημοτικού και μετά, τον ακολουθούσα συχνά. Κι εκεί είδα, για πρώτη φορά μπροστά μου, «ζωντανή» την εικόνα των αθλητών που μέχρι τότε έβλεπα μόνο στην τηλεόραση.
Ξέρετε πως φαίνεται στα μάτια ενός οκτάχρονου παιδιού αυτή η εικόνα; Μεγάλη! Πολύ μεγάλη!
Αυτή η εικόνα, όμως, ήταν για μένα το ερέθισμα να ασχοληθώ με τον στίβο.
Μία από τις ημέρες που πήγα με τον θείο μου στο στάδιο, έτυχε να δω και τον Κυριάκο Ιωάννου.
Ο Κυριάκος, ήταν το είδωλό μου!
Φυσικά, δεν έχασα την ευκαιρία. Είδα όλη την προπόνησή του.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι σε ποιο ύψος είχε τότε τον πήχη. Μπορεί να ήταν στα 2 μέτρα. Ίσως και στα 2,20μ. Δεν θυμάμαι ακριβώς.
Αυτό που θυμάμαι με ακρίβεια, είναι πως τον είδα να «πετάει».
«Τρελάθηκα», και μόλις ολοκλήρωσε την προπόνησή του, πήγα αμέσως στο στρώμα να κάνω το πρώτο μου άλμα!
Ο θείος μου που με παρακολουθούσε, διέκρινε ότι ήμουν «αλτικός», όμως, όταν επέστρεψα στο χωριό, δεν ασχολήθηκα ξανά.
Εκεί, άλλωστε, δεν υπήρχαν ούτε αθλητικές υποδομές, ούτε κάποιο στρώμα για να προσπαθήσω ξανά.
Γύρισα, λοιπόν, σε αυτό που έκανα πάντα. Ποδόσφαιρο με τους φίλους στην γειτονιά.
Τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν από τη Β’ Γυμνασίου και μετά. Ο θείος μου, έχοντας στο μυαλό του το άλμα που είχα επιχειρήσει τότε, άρχισε διαρκώς να μου λέει πώς έπρεπε να αξιοποιήσω αυτό το ταλέντο.
Παράλληλα, ξεκίνησε η «πίεση» και από την μητέρα μου, καθώς, εκείνη την περίοδο είχε μάθει πως στο Λουτράκι, που απέχει 20 λεπτά με το αμάξι από το χωριό μου, είχε τοποθετηθεί σε κάποιο γήπεδο ένα στρώμα για αθλητές του άλματος εις ύψους.
Έχοντας, λοιπόν, από τη μία τον θείο μου, κι από την άλλη τη μάνα μου, καταλαβαίνετε προς τα πού πήγαιναν τα πράγματα…
Κάποια στιγμή, το πήρα απόφαση! Πήγα στο γήπεδο να κάνω προπόνηση. Έφτιαξα και δελτίο στον Ισθμιακό ενώ στην πορεία ακολούθησε ο Α.Ο. Ποσειδών Λουτρακίου.
Ώσπου, ήρθε ώρα να λάβω μέρος στους πρώτους μου αγώνες.
Ο πρώτος από αυτούς, ήταν σκέτη αποτυχία!
Τρεις άκυρες προσπάθειες, και οι τρεις με τον πήχη στο 1,45μ. Μεγάλη απογοήτευση! Δεν το περίμενα γιατί στις προπονήσεις είχα περάσει το 1,50μ., και ήλπιζα πως κάτι ανάλογο θα έκανα και στους αγώνες.
Τότε, η παρέμβαση του παλιού προπονητή μου, Γιάννη Δαμβουνέλη, ήταν καταλυτική. Μου ζήτησε να μη το βάλω κάτω και με προέτρεψε να συνεχίσω την προσπάθεια.
Πράγματι, έδειξα υπομονή, συνέχισα, κι άρχισα σιγά σιγά να ανεβαίνω. Μέχρι που κάποια στιγμή «έπιασα» το όριο για το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, που τότε ήταν 1,70μ., χωρίς, μάλιστα, να το ξέρω.
Όταν πέρασα τα 2 μέτρα, ήμουν πια στην Γ’ Γυμνασίου και κατάλαβα πως είχα μια καλή βάση για το άθλημα. Μόλις διαπίστωσα δε ότι μπορούσα να πάω καλύτερα είπα, «τώρα θα μείνεις εδώ». Αποφάσισα να αφοσιωθώ στο άλμα εις ύψος, βάζοντας στην άκρη το ποδόσφαιρο με τους φίλους στη γειτονιά μου, όπως βέβαια κι όλα τα υπόλοιπα αθλήματα τα οποία κατά διαστήματα δοκίμαζα.
Στην πορεία, ήρθαν ακόμα καλύτερες επιδόσεις.
Ο πήχης ανέβαινε ολοένα και περισσότερο, εγώ αγαπούσα, πλέον, πολύ αυτό που έκανα και το ύψος είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.
Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Τάμπερε, το καλοκαίρι του 2018, ήταν η δεύτερη συμμετοχή μου -είχε προηγηθεί το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Παίδων το 2016 στην Τιφλίδα- σε μια μεγάλη διοργάνωση.
Πριν από αυτήν είχα αγωνιστεί στις Η.Π.Α. στο κολεγιακό πρωτάθλημα στίβου της χώρας με την ομάδα του πανεπιστημίου όπου φοιτούσα, και ήμουν σε αρκετά καλή κατάσταση.
Το αποτέλεσμα ήταν να πάρω την 5η θέση και να πιάσω το όριο για το Τάμπερε, κι αυτό με έκανε να πιστεύω πως στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα, θα είχα μια εξίσου καλή επίδοση.
Δεν θα κρύψω πως όταν πήγα εκεί, όσο καλά ένιωθα αγωνιστικά, άλλο τόσο ήμουν αγχωμένος. Ειδικά στον προκριματικό, από τον οποίο πέρασα οριακά.
Το ίδιο αγχωμένος ήμουν και την ημέρα του τελικού, κι έτσι αποφάσισα να ακολουθήσω την τακτική που είχα διαβάσει ότι ακολούθησε κάποτε η Κατερίνα Στεφανίδη στους δικούς της αγώνες: Να κάνω τα άλματά μου και να μην βλέπω τις προσπάθειες των αντιπάλων μου.
Όταν, λοιπόν, πέρασα τα 2,23μ., ναι μεν ήξερα ότι είχα σημειώσει μια πολύ καλή ατομική επίδοση, αλλά από την στιγμή που δεν γνώριζα τι είχαν κάνει προηγουμένως οι αντίπαλοί μου, δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί.
Στην αρχή είδα κάποιους να πανηγυρίζουν και να φωνάζουν, κι όταν ένας Γερμανός αθλητής ήρθε να με συγχαρεί, τότε γύρισα προς τον πίνακα να δω τα αποτελέσματα.
Άρχισα να ψάχνω το όνομά μου από τη δεύτερη θέση και κάτω. Πρώτα κοίταξα στην τρίτη. «Καλά, έκανα τόσο κόπο και δεν βγήκα καν τρίτος;», αναρωτήθηκα. Μετά κοίταξα στην τέταρτη. Στην συνέχεια πήγα στην πέμπτη. «Μα τι έγινε; Δεν μπήκα καν στα μετάλλια;», σκεφτόμουν.
Την ίδια ώρα, οι άνθρωποι από την ελληνική ομάδα, συνέχιζαν να φωνάζουν από μακριά και να πανηγυρίζουν.
Εγώ, όμως, με την υπερένταση που είχα και την αγωνία να δω στον πίνακα των αποτελεσμάτων σε ποια θέση ήταν το όνομά μου, δεν καταλάβαινα. Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω μέχρι να συνηδειτοποιήσω τί είχα κάνει.
Ήμουν «χαμένος» στον δικό μου κόσμο.
Γενικά, στη διάρκεια ενός αγώνα, «χάνομαι» σ’ έναν δικό μου κόσμο.
Κάποιοι με ρωτάνε τι μπορεί να σκέφτεται ένας αθλητής στα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν πριν ξεκινήσει την προσπάθειά του για ένα άλμα.
Προσωπικά, «νευριάζω» με τον πήχη! Ναι, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, νευριάζω και γίνομαι, λίγο… επιθετικός, θα έλεγα, μαζί του. Σκέφτομαι πως αν πέσει, θα… τον βαρέσω. Αυτή η σκέψη διαρκεί μόλις ένα λεπτό.
Μετά χαλαρώνω, ηρεμώ και ξεκινώ την προσπάθειά μου χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Για μένα αυτός ο τρόπος, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, είναι αποτελεσματικός.
Μετά την επιτυχία στο Τάμπερε, ξεκουράστηκα από τους αγώνες εκείνης της χρονιάς και μετά μπήκα ξανά τις προπονήσεις.
Ένα από τα πράγματα που με απασχολούσαν έντονα εκείνο το διάστημα ήταν με ποιον τρόπο θα μπορούσα να συνεχίσω στον ίδιο ρυθμό, ώστε να μπορέσω να ανταπεξέλθω στις υψηλές προσδοκίες που ίσως να δημιουργήθηκαν σε τρίτους με την κατάκτηση του μεταλλίου.
Ένιωθα μια πίεση που είχε αρχίσει να με επηρεάζει ψυχολογικά.
Το συζήτησα με τους δικούς μου ανθρώπους και τους φίλους μου και ανακάλυψα ό,τι δεν πρέπει να κάνω τέτοιες σκέψεις, ούτε να επηρεάζομαι από αυτές.
Είμαι ένας άνθρωπος που ασχολούμαι με τον αθλητισμό, όχι για την φήμη και τα λεφτά.
Ασχολούμαι γιατί μ’ αρέσει!
Κι επειδή μ’ αρέσει πραγματικά, είδα πως δεν χρειάζεται να αγχώνομαι χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Ούτε να επηρεάζομαι από τους τρίτους και τα σχόλια. Είτε αυτά είναι θετικά, είτε είναι αρνητικά. Δε λέω, είναι πολύ ωραίο να εισπράτεις το θαυμασμό των ανθρώπων, αλλά μέχρι εκεί…
Αυτό που κάνω, το κάνω για μένα, και αιθάνομαι καλά.
Για μένα, «αισθάνομαι καλά» σημαίνει πως έχω βρει την απάντηση στο ερώτημα γιατί κάνω αυτό που κάνω.
Ξέρετε, κάποιες φορές όταν ακολουθείς κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ το ίδιο πρόγραμμα, αυτομάτως αυτό γίνεται ρουτίνα. Και σ’ εκείνο το σημείο, αρχίζεις να ψάχνεις τους λόγους για τους οποίους το κάνεις.
Στη δική μου περίπτωση, η εξήγηση που έδωσα ήταν πως το ύψος και ο αθλητισμός είναι η ζωή μου. Ζω και αναπνέω μέσα απ’ αυτόν. Όχι οικονομικά. Ψυχολογικά. Σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, που αν αύριο κάποιος μού στερήσει τη δυνατότητα να αθληθώ ή να αγωνιστώ, θα πάθω κατάθλιψη!
Την αναζήτηση αυτή την έκανα πριν από μερικούς μήνες, όταν αποφάσισα να επιστρέψω από την Αμερική στην Ελλάδα, για προσωπικούς λόγους.
Όταν πριν από δύο χρόνια μετακόμισα στην Τζόρτζια, η προσαρμογή μου στην πόλη δεν ήταν εύκολη. Δεν μπορούσα να ταιριάξω στην κουλτούρα των Αμερικανών και αντιμετώπισα αρκετές δυσκολίες. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που τελικά έφυγα.
Ωστόσο, τα δυο χρόνια που έζησα στην Αμερική, ήταν εμπειρία ζωής. Ως παιδί, που μεγάλωσε σ’ ένα χωριό, είχα μάθει σ’ έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Στην Αμερική «άνοιξε» το μυαλό μου.
Ειλικρινά, νιώθω ευγνώμων στον head coach του πανεπιστημίου της Τζόρτζια και προπονητή μου, Πέτρο Κυπριανού, που μού έκανε την πρόταση να πάω και μού έδωσε μια τόσο μεγάλη ευκαιρία.
Η Αμερική είναι μια χώρα στην οποία όταν κάποιος είναι καλός το αναγνωρίζουν. Αναγνωρίζουν τον κόπο σου και την προσπάθειά σου κι ανάλογα σε ανταμείβουν. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, αυτό δεν συμβαίνει. Σε όλους τους τομείς.
Έπρεπε, όμως, να γυρίσω.
Τώρα πια, μένω στην Θεσσαλονίκη.
Συνεχίζω τις σπουδές μου και προπονούμαι υπό την καθοδήγηση του Γιώργου Τσούγκου.
Τον Γιώργο τον ήξερα ως προπονητή του σπουδαίου αθλητή, Κώστα Μπανιώτη.
Τώρα που τον γνώρισα και προσωπικά, διαπίστωσα πως δεν είναι απλά ένας προπονητής που θα βγάλει το πρόγραμμα και θα σου δώσει οδηγίες.
Είναι ο άνθρωπος που θα σε βοηθήσει σε ό,τι χρειαστείς στην καθημερινότητά σου. Για μένα είναι σαν δεύτερος πατέρας…
Γενικά, είμαι πολύ τυχερός, γιατί σ’ όλη τη διαδρομή που έχω κάνει μέχρι σήμερα, είχα μαζί μου σπουδαίους προπονητές. Από τον Γιάννη Δαμβουνέλη στον Ποσειδώνα Λουτρακίου, μέχρι τον Πέτρο Κυπριανού στην Αμερική, και τώρα τον Γιώργο Τσούγκο.
Εκτός, όμως από τους προπονητές μου, είχα τα σωματεία μου, τον Ισθμιακό και τον Ποσειδώνα στο ξεκίνημα και τώρα τον Ερμή, την οικογένειά μου, που με στήριζε και με στηρίζει, και φέτος έχω και τους χορηγούς μου. Την Adidas και το My Market.
Όσοι δεν είναι μέσα στον χώρο του αθλητισμού, δύσκολα θα καταλάβουν πόσο σημαντικό είναι για τους αθλητές να έχουν την στήριξη όλων.
Των προπονητών τους με τους οποίους περνούν ατελείωτες ώρες και είναι τα πρόσωπα που δυστυχώς δεν φαίνονται, των δικών τους ανθρώπων στους οποίους θα απευθυνθούν στις πιο δύσκολες στιγμές τους, και των χορηγών, οι οποίοι , κακά τα ψέματα, είναι εκείνοι που θα βοηθήσουν οικονομικά για την αγορά του απαραίτητου αθλητικού εξοπλισμού.
Ξέρετε τι κόστος έχει για έναν αθλητή η αγορά του κατάλληλου ρουχισμού και των παπουτσιών; Για να καταλάβετε, θα σας πω μόνο αυτό: Ένα καλό ζευγάρι spikes μπορεί να κοστίσει μέχρι και 200 ευρώ.
Εγώ, και ίσως και κάποιοι άλλοι συναθλητές μου, είμαστε οι τυχεροί της υπόθεσης, μια και έχουμε χορηγούς. Υπάρχουν, όμως, κι εκείνοι που πρέπει να δουλέψουν για να αγοράσουν τα ρούχα και τον εξοπλισμό τους.
Κι εγώ, αν δεν είχα χορηγό, θα δούλευα. Τι θα έκανα; Θα περίμενα να μου δώσει τα χρήματα η οικογένειά μου; Πόσο θα άντεχε ο οικονομικός της προϋπολογισμός; Δεν είναι δα και πλούσια! Μια μέση ελληνική οικογένεια είναι, μ’ ένα μέσο ετήσιο οικονομικό εισόδημα.
Από την στιγμή, λοιπόν, που έχω την στήριξη όλων αυτών, το μόνο που θα συνεχίσω να κάνω είναι να παραμείνω προσηλωμένος στους στόχους μου. Να κάνω συνεχώς βήματα προόοδου.
Φέτος, με τον προπονητή μου πιστεύαμε πως θα είχα μια καλή επίδοση. Ίσως κι ένα ατομικό ρεκόρ.
Ήμουν καλά, ανεξάρτητα από τον τραυματισμό που είχα τον Δεκέμβριο του 2019 ο οποίος με κράτησε εκτός μέχρι τον Ιανουάριο του 2020.
Υπό άλλες συνθήκες, οι αγώνες του 2020 θα αποτελούσαν ένα πολύ δυνατό τεστ μέσα από το οποίο θα φαινόταν τί μπορώ να κάνω στο μέλλον.
Τα πράγματα, όμως, εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Η πανδημία και ο φόβος για την εξάπλωση του κορονοϊού, οδήγησε, όπως είναι γνωστό, στην αναβολή όλων των αθλητικών διοργανώσεων και, φυσικά και των Ολυμπιακών Αγώνων. Κάτι που πιστεύω ότι έχει επηρεάσει όλους τους αθλητές, όχι μόνο αγωνιστικά αλλά και ψυχολογικά.
Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει.
Οι προπονήσεις σταμάτησαν, εγώ επέστρεψα από τη Θεσσαλονίκη στο χωριό μου, κι αν στη δική μου περίπτωση είμαι, ας πούμε, προνομιούχος, γιατί εδώ που βρίσκομαι υπάρχει αρκετός ανοιχτός χώρος για να βγω για τρέξιμο και να διατηρηθώ τουλάχιστον σε καλή φυσική κατάσταση, οι αθλητές που μένουν στις μεγαλουπόλεις, δεν έχουν πολλές επιλογές.
Αυτό που προέχει, όμως, τώρα είναι η υγεία.
Όχι μόνο των αθλητών. Όλων μας!
Ελπίζω να τελειώσει σύντομα όλο αυτό.
Να τελειώσει και να επιστρέψουμε στη ζωή!
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου
Τατιάνα Γκούσιν: Με λένε Τατιάνα Γκούσιν
Σπυριδούλα Καρύδη: Ψήφος Εμπιστοσύνης
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι
Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά / Ο Άλλος Εαυτός
Αντιγόνη Ντρισμπιώτη: Σταθερό Βήμα
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Ελένη Κλαούντια Πόλακ: Άλμα Πάνω Από Τον Πήχη
Ελίνα Τζένγκο: Ιδρώτας και κόπος!