Η μορφή του Χουάν Ντίας ήταν, έτσι κι αλλιώς, απολύτως χαρακτηριστική.
Όταν προσωποποίησε και την περσόνα που δημιούργησε ο Άλντο Καμαρότα, συνέβαλε πλέον στο να την μετατρέψει σε χαρακτηρισμό, σε επίθετο. Σκιτσογράφος ήταν ο Καμαρότα, οπότε εύκολα συνάγεται το πόσο διακριτός θα έπρεπε να είναι αυτός που θα καλούνταν να δώσει σάρκα και οστά στην πλέον μνημειώδη δημιουργία του.
Κουτσουφλίτο λέγονταν ο χαρακτήρας που ενσάρκωσε ο Ντίας. Έγινε όντως πετσί του, ταυτότητά του, αφού κανείς Αργεντινός δεν μνημονεύει τον ηθοποιό με το πραγματικό του όνομα, παρά μόνο με αυτό που για 14 χρόνια (από το 1960 ως το 1974) αποκαλούνταν στην θρυλική σειρά της χώρας, «Telecomicos».
«Μια ανθρώπινη κούκλα, μικροκαμωμένη, αδύνατη και αδύναμη. Χρησιμοποιείται πλέον ως χαρακτηρισμός για όσα άτομα είχαν αυτή την εμφάνιση», είναι πλέον ο ορισμός που συνοδεύει εννοιολογικά το(ν) «Cuchuflito», έχοντας επικρατήσει ως τέτοιος στην καθομιλουμένη των Αργεντινών, χωρίς κατ’ ανάγκη οι σύγχρονοι να γνωρίζουν την προέλευσή του.
‘Ετσι αποκαλούσαν τον Εστέμπαν Καμπιάσο μέχρι το ξεκίνημα της εφηβείας του. Προς χάρη συντομίας έγινε «Κούτσου», μα η ουσία δεν άλλαξε σε ό,τι είχε να κάνει με τους παραλληλισμούς για τον σωματότυπο και το παρουσιαστικό του.
Αν μη τι άλλο, πλέον μοιάζει ειρωνικό. Σίγουρα παράταιρο. Η πορεία του στον χρόνο και στα γήπεδα μοιάζει ικανή να αναθεωρήσει την ετυμολογία του δικού του προσωνυμίου, που για κοντά μισό αιώνα κατέληξε ουσιαστικά να μετατραπεί σε επίθετο στην γλώσσα του.
Δεν το έκανε μόνος του. Αυτός την όψη είχε. Και την πορεία. Άλλοι τον βοήθησαν στο σενάριο και συνέβαλλαν στην αποδόμηση του «Κουτσουφλίτο». Ένας ένας…
Ραμόν Μαντόνι
Θρυλική μορφή στις αλάνες, στα γηπεδάκια, οπουδήποτε παίζεται ποδόσφαιρο και οπουδήποτε στην Αργεντινή κάποιος, κάποιοι, κλωτσάει, κλωτσάνε μια μπάλα. Πιστώνεται, μεταξύ άλλων, την ανακάλυψη του Κάρλος Τέβες και του Χουάν Ραμόν Ρικέλμε. Με τον 10χρονο Καμπιάσο έκανε υπέρβαση. Δεν τον είδε ποτέ να κλωτσάει. Τον είδε να χειρίζεται με τα χέρια του μια πορτοκαλί.
Ο πατέρας του, Κάρλος, ήταν αυτός που του πέρασε τη λατρεία για το μπάσκετ. Η μητέρα του, Τίτα, αγιάτρευτα οπαδός του cestoball (ένα αργεντινικό άθλημα μεταξύ μπάσκετ και χάντμπολ). Η επιρροή λοιπόν προφανής εκεί. Και για τον «Κούτσου», από τότε που θυμάται τον εαυτό του, από τριών χρόνων κιόλας, μόνο οι μπασκέτες και τα παρκέ υπήρχαν.
Και τότε που τον διέκρινε ο Μαντόνι, συνειδητοποιημένα. Είχε ενταχθεί σε ομάδα, είχε πάρει ρόλο, point guard, ξημεροβραδιαζόταν βλέποντας NBA, ταυτιζόταν με την αυτού μεγαλειότητα, τον Μάικλ Τζόρνταν, αλλά είχε μάθει πλέον να ξεχωρίζει και τους αστέρες του εγχώριου Πρωταθλήματος.
Ο γκουρού του scouting τον είδε απλώς να παίζει με συνομηλίκους του. Να τους καθοδηγεί, να ανεβοκατεβαίνει το γήπεδο, να σουτάρει, να, να, να. Τίποτα σχετικό με ποδόσφαιρο. Τίποτα που να παραπέμπει σε αυτό.
Κι όμως. «Δεν ξέρω τι πρόσεξε. Μου είπε αργότερα πως ήταν ο τρόπος που έτρεχα, η κίνησή μου στον χώρο. Δεν τον ήξερα, δεν με ήξερε, δεν γνώριζε την οικογένειά μου. Επέμεινε όμως από την πρώτη στιγμή πως ήμουν ιδανικός για να παίξω ποδόσφαιρο».
Κανείς δεν ήθελε να ακολουθήσει την παρότρυνση. Κανείς. Ο Κάρλος και η Τίτα, μεσοαστοί Αργεντινοί, όχι ανέπαφοι από (μία ακόμα) κρίση της εποχής, κατάφερναν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να προσφέρουν περισσότερο από τα βασικά στους τρεις γιους τους (Φεντερίκο ο μεγαλύτερος, Νικολάς ο μεσαίος). Προτιμούσαν το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο. Όχι γιατί το θεωρούσαν ελιτιστικό, αλλά επειδή εκτιμούσαν ως πιο πολιτισμένο το περιβάλλον.
Ο μικρός; Έφτασε να κρύβεται από τον Μαντόνι, μέσα στο αυτοκίνητο των γονιών του, στην είσοδο του προπονητικού κέντρου της πρώτης ομάδας που δέχτηκε να πάει, όχι με θέρμη, όχι με επιθυμία, απλώς και μόνο λόγω της επιμονής του Μαντόνι και για να επιβεβαιώσει (ή όχι) το ένστικτο του ανθρώπου που τον ανακάλυψε. Τόσο γούστο το έκανε.
Για περίπου τρία χρόνια, παράλληλα. Μία ποδόσφαιρο, μία μπάσκετ. Μία προπόνηση με τα πόδια, μια με τα χέρια. Αλήθεια είναι πως ο χρόνος ήταν πολύς για ένα παιδί που δεν τρελαινόταν να κάνει κάτι. «Έκανα φίλους, πέρναγα καλά, οπότε συνέχισα». Τόσο απλά, τόσο αγνά. Παιχνίδι. Έπαιζε, γούσταρε, το έκανε.
Και έτσι, σιγά-σιγά, το δωμάτιό του γέμιζε και από άλλες αφίσες, καταλαμβάνοντας χώρο δίπλα σε αυτές του «Air». Πρώτα -ποιος άλλος- ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Μετά όμως κάποιος που όλοι, από εκείνα τα πρώτα του, παράλληλα με τα μπασκετικά, ποδοσφαιρικά βήματα, συγκρίνονταν. Φερνάντο Ρεδόνδο.
Ειδικά μάλιστα από τότε που στα 14 άφησε την Χιμνάσια Εσγκρίμα, την πρώτη του δηλαδή ομάδα, για να περάσει στο επόμενο επίπεδο. Για την ακρίβεια, το επίπεδο στο οποίο είχαν ανατραφεί οι δύο προαναφερθέντες, Μαραντόνα και Ρεδόνδο, αλλά και η (μία ακόμα) ανακάλυψη του Μαντόνι, ο Ρικέλμε. Τότε λοιπόν ήταν που εντάχθηκε στους Αρχεντίνος Τζούνιορς.
Και τότε ήταν που τελικά διάλεξε. Τότε πιστεύοντας πως έκανε λάθος. Έκτοτε, σήμερα, αποδείχτηκε τέτοια η τότε εκτίμησή και όχι η απόφασή του.
Χοσέ Πέκερμαν
Δεκατρία χρόνια δήλωνε προπονητής. Δεκατρία χρόνια δεν είχε αναλάβει καμία επαγγελματική ομάδα. Μόνο πιτσιρικάδες, το αναπτυξιακό ποδόσφαιρο ήταν αυτό που τον ενδιέφερε. Όπως -διαχρονικά- ιδιαιτέρως και τους συμπατριώτες του. Έτσι, όταν ύστερα από αυτά τα 13 χρόνια η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Αργεντινής τον μετέτρεψε ουσιαστικά σε υπερ-προπονητή όλων των φυτωριακών Εθνικών της ομάδας και άμεσο υπεύθυνο για τις U17 και U20, ο σκεπτικισμός για την ορθότητα της επιλογής, τουλάχιστον, περίσσευε.
Στα επτά χρόνια που έμεινε στο πόστο, ο Πέκερμαν πανηγύρισε τρεις παγκόσμιους τίτλους με την U20, άλλους δύο ηπειρωτικούς, φτάνοντας παράλληλα και ισάριθμες φορές στον Τελικό. Την εποχή του τη μακαρίζουν πλείστοι όσοι Αργεντινοί, τότε εκκολαπτόμενοι, αστέρες. Αφού αυτά ακριβώς τα επιτεύγματα τους βοήθησαν να ξεπεταχτούν και να περάσουν γρήγορα τον Ατλαντικό.
Κανείς γρηγορότερα από τον Καμπιάσο. Δεν είχε καν συμπληρώσει τα 16 του χρόνια, όταν ο Πέκερμαν -λατρεύοντας την ωριμότητα και την οξυδέρκεια που έδειχνε παίζοντας, όπως το λένε οι Αργεντινοί «πεντάρι», μπροστά δηλαδή από τους στόπερ, λαμβάνοντας την πρώτη πάσα και ορίζοντας από εκεί το build up– τον συμπεριέλαβε στην αποστολή της U20 για το περίφημο τουρνουά της Τουλόν.
Της U20. Χωρίς καν να έχει κλείσει τα 20 του. Δεν ήταν ο μόνος πιτσιρίκος. Μαζί ήταν ο Πάμπλο Αϊμάρ και ο Σίστο Περάλτα, ήταν όμως αυτός που αφενός αγωνίστηκε περισσότερο και αφετέρου αυτός που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στην μισή ποδοσφαιρική Ευρώπη που κάθε χρόνο (και ειδικά εκείνη την εποχή) παρίσταται στο εν λόγω τουρνουά.
Το επόμενο κιόλας καλοκαίρι ήταν αναντικατάστατος, παρότι ο μικρότερος του ρόστερ, στην πορεία της «Albiceleste» στον (πρώτο επί Πέκερμαν) παγκόσμιο τίτλο, πετυχαίνοντας μάλιστα και το πρώτο γκολ στον Τελικό κόντρα στην Ουρουγουάη. Στην επόμενη διοργάνωση -και τελευταία που είχε ηλικιακή δυνατότητα συμμετοχής- ήταν αρχηγός (στη μόνη της επταετίας του Πέκερμαν που δεν κατέκτησαν οι Αργεντινοί).
Διόλου τυχαίο πως ο Καμπιάσο θεωρεί τον Πέκερμαν ως τον πλέον καταλυτικό προπονητή της καριέρας του. Συνεργάστηκαν ξανά στην πρώτη ομάδα τη διετία 2004-2006, φυσικά με τον «Κούτσου»… κολώνα. Κορωνίδα, το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας.
Εκεί, κόντρα στη Σερβία ο 26χρονος τότε Καμπιάσο σημείωσε το ωραιότερο, ομαδικό -μην παρεξηγηθεί ο Θεός- γκολ της Αργεντινής στην ιστορία της, όντας αυτός στον οποίο κατέληξε μια επίθεση με 25 πάσες και την μπάλα να περνάει πρακτικά από όλα τα πόδια των συμπαικτών του.
Στην ίδια διοργάνωση όμως βίωσε και το ναδίρ. Στα προημιτελικά με την οικοδέσποινα «Nationalmannschaft», του ζητήθηκε -δεν ζήτησε, δεν εκτελούσε ποτέ στην καριέρα του- να είναι ένας από τους πέντε που θα αναλάμβαναν την ευθύνη ενός πέναλτι. Την δέχτηκε. Τέταρτος κατά σειρά, με τον Αγιάλα (δεύτερος) να έχει ήδη αστοχήσει. Τον μιμήθηκε, προσυπογράφοντας τον αποκλεισμό.
Αυτή ήταν και η τελευταία του γεύση από Παγκόσμιο Κύπελλο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένα από τα παιδικά του είδωλα, ο εκλέκτορας τότε Ντιέγκο, δεν τον κάλεσε. Επέστρεψε στο Copa America του 2011 (που διοργάνωσε η Αργεντινή), αλλά ούτε εκεί, ούτε αλλού, οπουδήποτε. Ψηλότερα, μακρύτερα σε διοργάνωση από εκείνη την στιγμή δεν έφτασε φορώντας το εθνόσημο.
Λορένθο Σανθ – Σέζαρ Λουίς Μενότι – Χόρχε Βαλντάνο
Καλά-καλά δεν είχε παίξει ούτε λεπτό επαγγελματικά. Ό,τι είχε, ό,τι έδειχνε, στις ακαδημίες. Είτε συλλογικά (Αρχεντίνος), είτε διεθνώς (Αργεντινή). Ο πανταχού παρόντας Άγιαξ και ο Λουίς Φαν Χαάλ δεν περίμεναν να τον δουν σ’ εκείνο το τουρνουά της Τουλόν. Η κορυφαία ομάδα της Ευρώπης εκείνη την στιγμή (διαδοχικές συμμετοχές σε τελικούς Champions League μέχρι το 1995, οπότε και το κατέκτησε και το ’96) ήθελε τον έφηβο Αργεντινό νωρίτερα.
Είχαν γίνει όλα τα προβλεπόμενα (συζητήσεις, ταξίδια στην Αργεντινή των ιθυνόντων του «Αίαντα», ταξίδια και της οικογένειας στο Άμστερνταμ), είχαν συμφωνηθεί ποσά και τρόποι πληρωμής, είχε γενικά προετοιμαστεί όλο το έδαφος. Οι γονείς όμως του Καμπιάσο ήταν διστακτικοί. Όχι για το βήμα, αυτό φαινόταν πως έρχεται, αλλά για το timing και τον συγκερασμό του με το περιβάλλον.
Η Ολλανδία, σε όλα της, δεν θεωρήθηκε φυσική ή έστω συγγενική συνέχεια της ανατροφής, ποδοσφαιρικής και κυρίως ανθρώπινης, του νεαρού Καμπιάσο. Οπότε, παρά την επιμονή του Φαν Χάαλ, αποφασίστηκε -ύστερα από μήνες- να προσπεραστεί η προοπτική του Άγιαξ.
H Μαδρίτη, η Ισπανία, δεν είχε τόσα εγγενή μειονεκτήματα. Κουλτούρα, γλώσσα, αντιλήψεις, τα πάντα ήταν σαφώς εγγύτερα. Αλλά, ακόμα και αν δεν ήταν, ο Λορένθο Σανθ, νεοεκλεγέντας τότε Πρόεδρος της Ρεάλ, φρόντισε να κάνει και τη διαφορά, όταν προσέγγισε τη φαμίλια Καμπιάσο ζητώντας να αναλάβει η «Βασίλισσα» την λείανση του -ακατέργαστου ακόμη- διαμαντιού της.
Η προσφορά λοιπόν του Σανθ (ο οποίος είχε εικόνα από διοικητικά και αγωνιστικά των Μαδριλένων, καθώς ήταν στο οργανόγραμμά τους, σε επιτελικό ρόλο, για 10 χρόνια, πριν αναλάβει Πρόεδρος), ήταν τον Εστέμπαν να τον ακολουθούσε στην ισπανική πρωτεύουσα και ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του, Νίκολας, επίσης ποδοσφαιριστής, τερματοφύλακας ήταν (ο μεγαλύτερος των τριών, ο Φεντερίκο, έπαιζε μπάσκετ ερασιτεχνικά).
Κάτι άλλο δεν χρειαζόταν.
Και έτσι, στα 16 του έφτασε να κάνει προετοιμασία με την πρώτη ομάδα, μαζί με αυτόν που στην ως τότε σύντομη σταδιοδρομία του συγκρινόταν. Τον Φερνάντο Ρεδόνδο.
Ούτε που -τότε- τον πλησίασε παραπάνω. Περίμενε πως θα έπαιζε. Όσο υπερφίαλο ή παιδικά ρομαντικό φαντάζει και ακούγεται, περίμενε πως θα έπαιρνε παιχνίδια στην πρώτη ομάδα της Ρεάλ. Καλά-καλά ούτε καν με την Castilla, την δεύτερη ομάδα της «Βασίλισσας», δεν βρισκόταν σταθερά στο γήπεδο. Δύο χρόνια την γκρίνια του, για τα άλλα που περίμενε και τα άλλα που βρήκε, την μοιραζόταν με τον μεγαλύτερό του (κατά τρία χρόνια), συμπατριώτη του και ήδη στέλεχος της πρώτης ομάδας της Ατλέτικο, Ρομπέρτο Μπιατζίνι.
Διέξοδο, άγνωστο πώς («δεν έχω ιδέα πού και πότε με είδε, δεν έπαιζα σχεδόν καθόλου»), το έδωσε ο Σέζαρ Λουίς Μενότι. Ο «El Flaco» τον εμπιστεύτηκε, η Ρεάλ δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να τον παραχωρήσει δανεικό και, έτσι, σε τελείως οικείο περιβάλλον άρχισε να ανδρώνεται υπό τις οδηγίες του τεχνικού που οδήγησε την Αργεντινή στον πρώτο παγκόσμιο τίτλο της και αποτελεί, εξίσου με τον Πέκερμαν (πάντα σύμφωνα με τον ίδιο τον Καμπιάσο), τον καταλυτικότερο στην εξέλιξη της καριέρας του.
Τρεις σεζόν έπαιξε στην Ιντεπεντιέντε και από εκεί πέρασε για πρώτη φορά τις πύλες της «Albiceleste», χωρίς όμως το στάτους του στη Ρεάλ να αλλάξει. Συνεχώς ανανεωνόταν ο δανεισμός του, ακόμα και όταν η «Rojo» δεν τον επιζήτησε, εύκολα βρέθηκε ο επόμενος που δεν ήταν άλλος, μια τέταρτη και τελευταία χρονιά στην πατρίδα, από τη Ρίβερ Πλέιτ.
Περισσότερο δεν πήγαινε. Στο τέλος-τέλος, τι άλλο να έκανε μετά από τέσσερα χρόνια στην Αργεντινή; Το χειρότερο ήταν πως είχε περάσει τα όρια της αδιαφορίας για τους πάντες στη «Βασίλισσα», φτάνοντας σε εκείνα της λησμονιάς. Κανείς δεν θυμόταν το αλλοτινό πουλέν του Σανθ. Πλέον, στην εποχή των «Galácticos» που δημιούργησε ο διάδοχός του στην Προεδρία, Φλορεντίνο Πέρεθ, δεν υπήρχε χώρος, δεν υπήρχε θέση στη μαρκίζα. Κακά τα ψέματα, δεν ταίριαζε καν εκεί.
Δεν τον έβλεπαν.
Απλώς είχε αποφασιστεί, αντί να περιδιαβαίνει στον τόπο του, να δείξει αν και τι μπορεί στη La Liga. Νέος δανεισμός λοιπόν, αλλά αυτή τη φορά στην Αλαβές. Τα πάντα συμφωνημένα, τα πάντα έτοιμα. Η κόντρα όμως του Πέρεθ με τον Κλοντ Μακελελέ για την ανανέωση του συμβολαίου του σε συνδυασμό με τα προβλήματα που υπήρχαν -πρόσκαιρα, όπως αποδείχτηκαν εκείνο το καλοκαίρι του 2002- στα οικονομικά της «Βασίλισσας» τον έφεραν από το πουθενά στο ρόστερ της πρώτης ομάδας, με τον (συμπατριώτη του, τότε τεχνικό διευθυντή) Χόρχε Βαλντάνο να παίρνει την σχετική απόφαση.
Έξι χρόνια λοιπόν μετά την αγορά του, στα 22 του πλέον, ο Καμπιάσο φόρεσε για πρώτη φορά τα «λευκά» στον Τελικό του Ευρωπαϊκού Super Cup κόντρα στη Φέγενορντ (3-1 επικράτησε η Ρεάλ). Η απόδοσή του εξαιρετική, αλλά ό,τι κι αν επιστράτευε ο επικοινωνιακός μηχανισμός των Μαδριλένων για να τον προωθήσουν, να τον αναδείξουν, να τον επιβάλλουν στη συλλογική συνείδηση, εκεί είχε καταχωρηθεί -ανεπιστρεπτί πλέον- ως… non Galáctico.
Και ας είχε γυρίσει πιο… άγριος, με ξυρισμένο κεφάλι (το έκανε για να πανηγυρίσει την κατάκτηση του Πρωταθλήματος λίγους μήνες νωρίτερα με τη Ρίβερ Πλέιτ. Πέντε χρόνια αργότερα, μετά το πρώτο του scudetto στην Ίντερ, το ξύρισε ξανά. Έκτοτε δεν ήταν επιλογή του αλλά φύση να μένει άτριχο…), με παρέα πλέον όχι τον Μπιατζίνι ή τον αδερφό του αλλά τη μελλοντική σύζυγό του, ωριμότερος, Πρωταθλητής, διεθνής, έτοιμος. Όλα τα είχε, δεν είχε όμως την χρυσόσκονη που τότε και περίσσευε και απαιτούνταν στο Bernabéu.
Την πρώτη χρονιά του Πέρεθ στα ηνία, είχε αποκτηθεί ο Λουίς Φίγκο. Τη δεύτερη, ο Ζινεντίν Ζιντάν. Ως εκείνον τον Τελικό του Super Cup το καλοκαίρι του 2002, ο μόνος νιόφερτος στην ομάδα του Βιθέντε Ντελ Μπόσκε ήταν ο ήδη σιτεμένος στην κοινή γνώμη, ο καθόλου λαμπερός, Εστέμπαν Καμπιάσο. Αντιληπτή η διαφορά, ακόμα και γνωρίζοντας την κατάληξη.
Και δεν τον βοήθησε ούτε καν η συγκυρία, αφού τρεις μέρες μετά, ακριβώς στο φινάλε της τότε καλοκαιρινής μεταγραφικής περιόδου, ο Πέρεθ βρήκε τα χρήματα που όλο εκείνο το καλοκαίρι τού έλειπαν και στην εκπνοή κυριολεκτικά, στο κλείσιμο του παραθύρου, έφερε στη Μαδρίτη τον Ρονάλντο.
Ποιος Καμπιάσο; Και ήδη, από τότε, από εκείνη την στιγμή, ο Αργεντινός μετρούσε αντίστροφα για την αποχώρησή του. Έχοντας μόλις ντεμπουτάρει…
Ντον Στέφανο Βασάλο
Ο Μάσιμο Μοράτι ήταν στα ντουζένια του, 18 χρόνων παλικαράκι, όταν η Ίντερ του πατέρα του, Άντζελο, μετατρεπόταν σε Grande Inter στις αρχές της δεκαετίας του ’60 από έναν Αργεντινό, τον Ελένιο Ερέρα. Από τότε η πατρική ποδοσφαιρική ενασχόληση έγινε δική του καψούρα και η εφηβική αγάπη στους Αργεντινούς μετατράπηκε κατοπινά σε εμμονή.
Ο Μάσιμο ανέλαβε τη διοίκηση των «Nerazzurri» το 1995. Όταν δηλαδή ο Άγιαξ προσπαθούσε να… σαγηνεύσει την οικογένεια Καμπιάσο για να πάρει στο Άμστερνταμ τον πιο ταλαντούχο από τους κανακάρηδες της. Επτά χρόνια αργότερα, κατόπιν τρομακτικής πίεσης από τον ίδιο τον Βραζιλιάνο, παραχωρούσε στη Ρεάλ ένα από τα πλέον λαμπερά πετράδια των όσων είχε πάρει στο San Siro, το «Φαινόμενο».
Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τη «Βασίλισσα», είχε ζητήσει να μπει στη συμφωνία ο 22χρονος Αργεντινός. Σε κανέναν δεν θα έλειπε στο Bernabéu. Θα τον έπαιρνε, δεν προλάβαινε όμως να περιορίσει τον απαιτούμενο αριθμό των ξένων ποδοσφαιριστών και έτσι η μετακόμιση του Καμπιάσο στο Μιλάνο αναβλήθηκε.
Έγινε δύο χρόνια μετά. Χωρίς να κοστίσει στον Μοράτι ούτε ευρώ. Οι Μαδριλένοι τον άφησαν απλώς να φύγει, να πάει όπου θέλει με τη λήξη του συμβολαίου του, με την στάμπα του λίγου, του παραπανίσιου, της κατηγορίας εκείνης που δεν θα έμπαινε ποτέ δίπλα, ισότιμα, στους Φίγκο, Ζιντάν, Ραούλ και Μπέκαμ της «Βασίλισσας».
Τον Μοράτι δεν τον ενοχλούσε που θα έπαιρνε τον περιττό της Ρεάλ. Φρόντισε μάλιστα από το προηγούμενο καλοκαίρι (2003) να μην ρισκάρει. Όσο και αν τον πίστευε τον Καμπιάσο, όσο και αν τον ήθελε, δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει έναν ποδοσφαιριστή που θα επιβάρυνε το ρόστερ, περιορίζοντας την απόκτηση (τότε) μη κοινοτικών, μόνο και μόνο επειδή δεν είχε ευρωπαϊκό διαβατήριο.
Ενημερώθηκε λοιπόν πως ο Αργεντινός είχε ιταλικές ρίζες, με καταγωγή από τη Γένοβα. Και ανέθεσε σε έναν παπά που λειτουργούσε στη Σέρα Ρίκο, ένα μικρό χωριουδάκι της περιοχής, να ψάξει τ’ αρχεία και τα δημοτολόγια προκειμένου να μπορέσει να βρει αποδείξεις που θα πιστοποιούσαν την καταγωγή του Καμπιάσο και έτσι θα δικαιολογούσαν και την απόκτηση ιταλικού διαβατηρίου.
Ο ιερωμένος, ο Στέφανο Βασάλο, μαζί με τον Αργεντινό συλλειτουργό του, πατέρα Γκουλιέλμο Καμπιάσο, ξάδερφο του ποδοσφαιριστή, ο οποίος έκανε τις σπουδές του στην Ιταλία, ανέλαβαν τη δουλειά. Ξεσκόνισαν τα πάντα, φτάνοντας στα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε και διαπίστωσαν πως ο Φρανσέσκο Καμπιάσο είχε φύγει για το Μπουένος Άιρες μαζί με τη σύζυγό του και τα 11 παιδιά τους.
Εκεί, εξαιτίας ενός λάθους στην καταγραφή το επίθετό του αποδόθηκε με δύο «s».«Cambiaso» είχε φύγει για την Αργεντινή, «Cambiasso» έγινε εκεί. Μικρό το κακό και σίγουρα όχι ικανό να περιορίσει την έρευνα των δύο ιερωμένων, οι οποίοι κατάφεραν να προσκομίσουν τίτλους ιδιοκτησίας, ληξιαρχικές πράξεις που έφεραν το οικογενειακό δέντρο των Καμπιάσο ως τον Εστέμπαν.
Οι πρόγονοι των Καμπιάσο ήταν αυτοί που είχαν θεμελιώσει ουσιαστικά την Villa del Parque, τη γειτονιά στην πρωτεύουσα της Αργεντινής όπου κοντά έναν αιώνα αργότερα γεννήθηκε ο κατοπινός διεθνής ποδοσφαιριστής. Χαρακτηριστικά κομμάτια της γενοβέζικης τοπολαλιάς ακόμη χρησιμοποιούνται στην περιοχή, ενώ η Μαντόνα της Γένοβας, η Madonna della Guardia, λατρεύεται από γενιά σε γενιά μεταναστών στο ομώνυμο εκκλησάκι του Μπουένος Άιρες.
Έτσι λοιπόν αποδείχτηκε η ιταλική καταγωγή του Εστέμπαν και φόρεσε τα «nerazzurri», αποτελώντας έναν από τους Αργεντινούς που ο γιος του Άντζελο Μοράτι έχτισε τη δική του version της Grande Inter, της κυριαρχικής Ίντερ του 21ου αιώνα, με πέντε σερί κατακτήσεις του Campionato (από το 2005 ως το 2010), τέσσερα Κύπελλα, το Champions League του 2010 που σηματοδότησε και το περίφημο Τρεμπλ των Μιλανέζων και ένα (την ίδια χρονιά) Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων.
Με τον «Κούτσου», στη μέση των πάντων. Κυριολεκτικά. Με όποιον και αν βρισκόταν στον πάγκο. Μαντσίνι και Μουρίνιο στο πρώτο μισό της επάργυρης δεκαετίας και μετά, στο δεύτερο της νομοτελειακής πτώσης, τους Μπενίτεθ, Λεονάρντο, Γκασπερίνι, Ρανιέρι, Στραματσιόνι, Ματσάρι. Είτε στα 24 ξεκινώντας, είτε στα 34 φεύγοντας.
Εκεί, αφεντικό. Στο κέντρο του γηπέδου. Χωρίς να ξεχωρίζει ούτε για την ταχύτητα, ούτε για τη δύναμη, ούτε για την τεχνική του. Είχε όμως μια μοναδική ικανότητα να είναι εκεί όπου έπρεπε, την στιγμή που έπρεπε, είτε με την μπάλα στα πόδια του (ενδεικτικό το ότι σε 431 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις με την Ίντερ πέτυχε 51 γκολ) είτε χωρίς αυτήν (ενδεικτικότερο ότι κατά μέσο όρο δέχτηκε λιγότερες από τρεις κίτρινες κάρτες στις σεζόν που αγωνίστηκε στην Ιταλία, ενώ αποβλήθηκε μόλις μία φορά σε αναμέτρηση Serie A).
Είχε την ευλογία των ξεχωριστών που πατάνε, επιβιώνουν και διακρίνονται στο χορτάρι, να κάνει το παιχνίδι πιο αργό για δαύτον. Και έτσι, συνδυάζοντάς την με το ασταμάτητο τρέξιμό του, μπορούσε να καλύπτει όχι μόνο τις δικές του αδυναμίες μα και τις αδυναμίες όλων των υπολοίπων.
Γι’ αυτό και από περιττός έγινε πολύτιμος.
Κλαούντιο Ρανιέρι
Τέτοιος ήθελε να παραμείνει. Κάπου. Η Λέστερ, καλοκαίρι του ’14, μόλις είχε επιστρέψει στην Premier League. Το σημείο αναφοράς που ζητούσε ο τεχνικός της, Νάιτζελ Πίρσον, το βρήκε στη διαθεσιμότητα του -34χρονου τότε- Αργεντινού. Συναντήθηκαν, μίλησαν, ξεκαθάρισαν ρόλους και αρμοδιότητες και συμφώνησαν.
Αμφότεροι τον λόγο τους τον τήρησαν. Ο στόχος, η παραμονή δηλαδή των «Αλεπούδων», επιτεύχθηκε. Το επόμενο καλοκαίρι όμως ερχόταν ο Κλαούντιο Ρανιέρι. Μαζί του ο «Κούτσου» δεν τα είχε πάει καλά στη σύντομη συνύπαρξή τους στην Ίντερ. Προεξοφλούσε πως δεν θα τα πήγαινε καλά ούτε στο Νησί.
Και έτσι ζήτησε να λύσει κοινή συναινέσει το συμβόλαιό του και να μην εξαντλήσει και τον δεύτερο χρόνο του. Αν έμενε, όπως και αν έμενε, όσο και αν έπαιζε, με όποιον τρόπο και αν κατόρθωνε να συνυπάρξει με τον Ιταλό, θα αποτελούσε κομμάτι του πιο τρελού σεναρίου στην ιστορία της Premier League, της κατάκτησης δηλαδή του Πρωταθλήματος της σεζόν 2015-2016 από τη Λέστερ.
Τίτλο πανηγύρισε. Τίτλους. Διαδοχικούς. Στην Ελλάδα. Με τον Ολυμπιακό. Θρυλείται πως ο τότε τεχνικός των «Ερυθρολεύκων», Μάρκο Σίλβα, δεν ήταν ιδιαίτερα ένθερμος ούτε στην προοπτική της απόκτησής του αλλά και πως έναν χρόνο αργότερα η παραμονή του ήταν κόντρα στις επιθυμίες του Πορτογάλου και ένας από τους λόγους της ξαφνικής αποχώρησής του από τον πάγκο του Ολυμπιακού.
Όπως και να ‘χει, τα ένσημα στα μέρη μας ήταν τα τελευταία της καριέρας του, μιας και μετά κρέμασε τα εξάταπα. Και εκείνα τα δύο Πρωταθλήματα οι τελευταίοι τίτλοι του. Πανηγύρισε συνολικά 25. Όσους έχουν Αλφρέδο Ντι Στέφανο και Χαβιέρ Μασκεράνο. Έναν παραπανίσιο μετράνε οι Κάρλος Τέβες και Λούτσο Γκονζάλες, με τον μακράν πρωτοπόρο Μέσι να συνθέτει την εξάδα των πλέον παρασημοροφημένων Αργεντινών όλων των εποχών.
Καθόλου άσχημα.
Αδέρφια Μιλίτο, Νικολάς Μπουρδίσο, Ντιέγκο Φορλάν, Μαριάνο Περνία: Οι καλύτεροι φίλοι που έκανε στο ποδόσφαιρο.
Λιονέλ Μέσι, Ζινεντίν Ζιντάν: Οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές με τους οποίους βρέθηκε σε γήπεδο.
Κακά: Ο πιο δύσκολος αντίπαλος που κλήθηκε να μαρκάρει.
Ραούλ: Ο πιο γοητευτικός, συνολικά, ποδοσφαιράνθρωπος με τον οποίο συναναστράφηκε εκτός γηπέδων.
Κλαούντια: η σύντροφός του από τότε που πέρασε -για να μείνει- τον Ατλαντικό και σύζυγός του.
Βικτόρια και Ντάντε: η κόρη και ο γιός του. Η πρώτη γεννήθηκε ανήμερα ενός Derby d’ Italia κόντρα στη Γιουβέντους το 2008. Δύο μέρες μετά τη γέννηση του δεύτερου, στις 26/9/2013, πέτυχε ένα από τα τελευταία του γκολ με τη φανέλα της Ίντερ κόντρα στη Φιορεντίνα.
Είναι κι άλλοι. Δεν γίνεται να μην είναι, όταν μιλάμε για μια σταδιοδρομία που ήδη πλησιάζει τις τρεις δεκαετίες. Η λίστα των ανθρώπων του δεν σταματάει. Συνεχώς εμπλουτίζεται, ανανεώνεται. Για παράδειγμα, ο Πέκερμαν, ο οποίος ήταν αυτός που τον σύστησε σε επαγγελματικό επίπεδο, ήταν αυτός που του έδωσε και την πρώτη προπονητική ευκαιρία, παίρνοντάς τον βοηθό του στην Εθνική Κολομβίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018.
Θα προκύψουν περισσότεροι. Νομοτελειακά θα γίνει. Το μαρτυρούν όσοι, λιγοστοί, αναφέρθηκαν και συνέβαλαν, οδηγώντας τον, εκούσια ή όχι, στην πορεία που είχε μα και στην σταδιοδρομία που συνεχίζει.
Έχει μπροστά του άλλη τόση για να αλλάξει ολοκληρωτικά τον ορισμό, την ετυμολογία, τη σημασία στο παρατσούκλι που τον συνοδεύει σε ολάκερη την καριέρα του.
Μετρημένοι -και αν- όσοι έχουν πετύχει κάτι τέτοιο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χαβιέ Μαστσεράνο: Όλοι ήξεραν ποιος είναι ο Αρχηγός
Το τελευταίο τραίνο του Άνχελ Ντι Μαρία
Η χαμένη νοσταλγία του Κάρλος Τέβες
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη