Το σπίτι, όπου μετακόμισε η φαμίλια του, όταν ήταν 4 χρονών πιτσιρίκι, δεν είχε θέρμανση. Και αυτό, στη Βασιλεία, είναι ανάθεμα. Μεγάλο.
Από ανάγκη, λοιπόν, το τρέξιμο. Να ζεσταθεί έψαχνε και ανεβοκατέβαινε ορόφους, προσπερνούσε δωμάτια, σαν τρελός.
Η μπάλα, την οποία έδωσε η μάνα του σε αυτόν και στα δύο του αδέρφια, περισσότερο αποσκοπούσε στο να την αφήνουν στην ησυχία της. Τρέξιμο, ναι. Μπάλα, όμως, έξω από το σπίτι. Χειμώνα-καλοκαίρι.
Οι γονείς του Κοσοβάροι, έφυγαν για την Ελβετία, έχοντας οσμιστεί τον πόλεμο που ερχόταν. Εύκολα, όμως, δεν τους ήρθαν. Λάντζα ο πατέρας το βράδυ, εργάτης οδοποιίας τα πρωινά, καθαρίστρια σε δημοτικά κτήρια η μητέρα, με τους (τρεις) γιους της και την κόρη βοηθούς. Άλλος στα παράθυρα, άλλη στο σφουγγάρισμα, δαύτος ήταν επιφορτισμένος με την ηλεκτρική. Του άρεσε ο ήχος.
Το πάρκο καταφύγιο ταιριαστό. Άπλετος χώρος να τρέξεις, κανένας φόβος να ενοχλήσεις και από ήχους άλλο τίποτα. Παράλληλα, και καθρέφτης. Της δικής του, νέας του πατρίδας. Όλες οι φυλές που μαζεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελβετία, εκεί απαντώνταν. Και εκεί, κοντράρονταν. Με δύο, νοητά συνήθως, τέρματα αντίκρυ και μια μπάλα στο κέντρο. Μπάλα. Μπάλα του δρόμου. Μπάλα, χωρίς διαιτητές και με ελαστικούς κανόνες.
Για ένα παιδί, για ένα κοντοπίθαρο και λιπόσαρκο παιδί, ζόρικο. Δεν μασούσε και εκεί προσπαθούσε να μιμηθεί τον Ρονάλντο, «το Φαινόμενο», το μόνο είδωλο της παιδικής του ηλικίας (ακόμη και τώρα, μια μαϊμού-φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας, με το «9» στην πλάτη, ως δώρο των έβδομων γενεθλίων του, το θεωρεί το καλύτερο που έχει πάρει στη ζωή του).
Εκεί, έμαθε την ντρίμπλα. Εκεί, ανέπτυξε τεχνική. Στοιχεία που ξεχώρισαν οι scouts της Βασιλείας, και 14 χρονών τον ενέταξαν στις ακαδημίες της. Μεγάλος. Μαζί του και τα αδέρφια του.
Τα ζόρια, όμως, παρέμεναν. Μεγαλύτερο το οικονομικό. Τα έξοδα και για τους τρεις δυσβάσταχτα. Χρειάστηκε να δουλέψουν. Δουλειές του ποδαριού, εφηβικές, μα αρκετές για να τον κρατήσουν στο ποδόσφαιρο.
Σε λιγότερο, όμως, από μια χρονιά, τα πάντα άλλαξαν. Ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα, το ένα καλοκαίρι (ως αριστερός μπακ, μάλιστα…), φτάνοντας, το αμέσως επόμενο, στην αποστολή της Εθνικής Ελβετίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010.
Όσα φέρνει ο χρόνος, λοιπόν. Και οι υπόλοιποι ήταν απλώς νομοτέλεια το τι θα έφερναν στον Σερντάν Σακίρι. Μπάγερν, Ίντερ, Στόουκ, Λίβερπουλ, με μεταγραφές που ξεπερνάνε συνολικά τα 65 εκατ. ευρώ, μα, το κυριότερο, μέλος και αναπόσπαστο μέρος, αν όχι το πλέον αναγνωρίσιμο, της πολυεθνικής, πολυφυλετικής άνθισης του ελβετικού ποδοσφαίρου.
🇨🇭💪🏼⚽️⚽️ #XS23 #hoppschwiiz @nati_sfv_asf @EURO2020 pic.twitter.com/k5JSUEV5Ai
— Xherdan Shaqiri (@XS_11official) June 20, 2021
Όπως τότε, στο πάρκο, μια νέα γενιά Ελβετών, με καταγωγή από κάθε γωνιά του πλανήτη, μαζεύτηκαν για να παίξουν μπάλα, δίνοντας υπόσταση σε ένα άθλημα που -κακά τα ψέματα- δεν λογιζόταν, πριν από την εμφάνιση αυτής της γενιάς, μεταξύ των αγαπημένων της χώρας. Κάθε άλλο.
Γι’ αυτό και όσο αγαπήθηκε για τις επιτυχίες, άλλο τόσο στοχοποιήθηκε. Εδώ και τρία χρόνια, είναι το πρόσωπο με τις περισσότερες αναζητήσεις -ετησίως- στο google, στην Ελβετία. Εν μέρει, και γιατί ποτέ δεν αποκήρυξε την καταγωγή του. Κάθε άλλο. Την ανέδειξε. Έχει πανηγυρίσει με σημαίες Αλβανίας, Κοσόβου και Ελβετίας. Αγωνίστηκε στο τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο, έχοντας στο ένα του παπούτσι τη σημαία του Κοσόβου και στο άλλο την ελβετική. Είναι μουσουλμάνος, μα γιορτάζει τα Χριστούγεννα.
Όχι δεν είναι διχασμένη προσωπικότητα. Μεγαλωμένος Ελβετός είναι. Η μπάλα αποτελεί απλώς την κυριαρχία του βαλκανικού του γονιδίου. Έτσι κι αλλιώς, η υστεροφημία του μέσω αυτής εξασφαλισμένη είναι.
Πιότερη μετά και τα δύο του γκολ στο 3-1 επί της Τουρκίας και όχι μόνο γιατί κρατάει ολοζώντανες τις ελπίδες πρόκρισης της ομάδας του στα νοκ-άουτ, αλλά γιατί έτσι έγινε μέλος μιας τετράδας (Ρονάλντο, Λουκάκου, Πέρισιτς οι άλλοι τρεις) που σκοράρει συνεχώς στις τέσσερεις τελευταίες μεγάλες διοργανώσεις.
Και ακόμη δεν έχει τριανταρίσει…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η αθέατη πλευρά της ιστορίας του Σερντάν Σακίρι