Μια δυνατή φωνή που σκίζει τα πνευμόνια, όσο ταξιδεύει με ταχύτητα για να απεγκλωβίσει από το κορμί τη συσσωρευμένη ενέργεια.
Δύο λέξεις που θα ακούσει κανείς στην Ουρουγουάη, σχεδόν πάντα για χάρη της αγαπημένης του λαού, «Celeste», με το που η μπάλα χαϊδέψει τα αντίπαλα δίχτυα ή με το που καταλήξει στην κερκίδα μετά από ένα σκληρό τάκλιν κι ένα δυνατό διώξιμο. Μια φράση δίχως ξεκάθαρη έννοια, ανοιχτή για πάσης φύσεως ερμηνεία.
Ο λόγος για το περίφημο «Uruguay nomá» που ουδείς γνωρίζει ακριβώς τι σημαίνει. Χοντρικά, «Ουρουγουάη και τίποτα παραπάνω», μα είναι αλήθεια πως η αυστηρή μετάφραση στην προκειμένη περίπτωση δεν οδηγεί κάπου. Πρόκειται για κάτι σαν κραυγή, περίπου αλαλαγμό βαθιά κρυμμένο στην ψυχή του κόσμου. Είναι σχεδόν σαν εθνικό σύμβολο, ένα αυθόρμητο μα όχι κλαψιάρικο αναφιλητό, μια δήλωση υπερηφάνειας που έρχεται να δέσει τέλεια με το εξίσου περίφημο «Garra Charrua», το μαχητικό πνεύμα που διέπει το παιχνίδι σε εκείνο το μικρό κομμάτι γης ανάμεσα στην Αργεντινή και τη Βραζιλία.
Έννοιες που σημαίνουν τόσα πολλά, μα σπάνε το φράγμα της λογικής, το ξεπερνούν για να εκφράσουν κάτι μεγαλύτερο και στην πραγματικότητα αυτό περιγράφουν. Το να ξεπερνάς τα όριά σου όπως εκείνες ξεπερνούν τη στείρα λογική.
Μόνο που εκείνο το παιδί που μεγάλωσε ουρλιάζοντας το «Uruguay nomá», όσο έβλεπε την Εθνική του ομάδα να διαπρέπει, να φτάνει ως τα ημιτελικά του Μουντιάλ του 2010 και έναν χρόνο μετά να σηκώνει το Copa America, το παράκανε. Γιατί ο Φεντερίκο Βαλβέρδε δεν ξεπέρασε απλώς τα εμπόδιά του αλλά -όπως χαρακτηριστικά είπε για εκείνον ο πρώτος σκάουτ που διέκρινε τη λάμψη του- κατάφερε να φτάσει πέραν του πιθανού.
Η πιπίλα, ο φωτογράφος και η Πενιαρόλ
Το Νο 33 κομμένο ακριβώς στη μέση. Δεν γινόταν να φανεί ολόκληρο, από τη στιγμή που ο πιτσιρίκος εκείνος έπρεπε να βάλει μέσα από το σορτσάκι την κατακόκκινη φανέλα της Εστουδιάντες Ντε Λα Ουνιόν, όχι απλώς για να μην την πατάει αλλά για να μην τυλιχτεί μέσα της. Το “γεννήθηκε με μια μπάλα στα πόδια” μπορεί να ακούγεται γραφικό, μια αχρείαστη υπερβολή, ωστόσο στην περίπτωση του Βαλβέρδε αλήθεια είναι ότι δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Μόλις τρία χρόνια για την ακρίβεια. Καθώς τότε, όταν ήταν τριών ετών, ο μικρός «Φέντε» ένιωσε για πρώτη φορά την ανάγκη να αφήσει τα φανταστικά τέρματα του σπιτιού του ή των δρόμων γύρω από αυτό, για να ξεχυθεί σε ένα πραγματικό γήπεδο.
Οι γονείς του εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και σύναψαν τη συμφωνία με τον μπόμπιρά τους. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, όταν γίνω Πρωταθλητής, θα τη βγάλω την πιπίλα», είπε. Καλά-καλά δεν είχε μάθει να μιλάει ακόμη, μα τα τρόπαια ήδη τριγυρνούσαν στο μυαλό του.
Και η υπόσχεση έμελλε να τηρηθεί δυο χρόνια μετά, όταν η Εστουδιάντες της γειτονιάς του θα σήκωνε το Κύπελλο των πιο μικρών κατηγοριών. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται φανερό πως αυτό το παιδί δεν έχει απλώς μια ξεχωριστή σχέση αγάπης με το ποδόσφαιρο αλλά και μια ξεχωριστή ικανότητα σε αυτό.
Οι ψίθυροι για το ταλέντο του άρχισαν να ταξιδεύουν σε όλη την Ουρουγουάη και, όταν συμβαίνει αυτό σε μια χώρα τόσο παθιασμένη με την μπάλα, τότε η οποιαδήποτε πολύτιμη πληροφορία μπορεί να φτάσει στα πιο σημαντικά αφτιά. Έτσι συνέβη και στην περίπτωση του Βαλβέρδε, όταν ένας φωτογράφος σε αγώνες Νέων επικοινώνησε με τον Νέστορ Γκονσάλβες, έναν εκ των επικεφαλής σκάουτ της Πενιαρόλ, για να του προτείνει να τον τσεκάρει. Μαγεμένος από τα όσα είχε δει στα παιχνίδια της Εστουδιάντες Ντε Λα Ουνιόν, ο φωτογράφος δεν είχε να κερδίσει τίποτα, ένιωσε όμως πως αυτό το παιδί δεν μπορεί πλέον να μένει στη σχετική αφάνεια.
Ο Γκονσάλβες ακολούθησε τη συμβουλή και, με το που είδε τον 10χρονο «Φέντε», έτριψε τα χέρια του, διαισθανόμενος πως έχει βρει ένα αληθινό διαμάντι.
Αν εκείνος δούλευε για τη Νασιονάλ, την Ντεφενσόρ ή οποιονδήποτε άλλον σύλλογο, ίσως οι εξελίξεις να μην έτρεχαν με τόσο γοργούς ρυθμούς. Η κιτρινόμαυρη όμως Πενιαρόλ ήταν ανέκαθεν χαραγμένη στην καρδιά του Βαλβέρδε, ο οποίος είπε άμεσα το «ναι» και εντός ημερών εντάχθηκε στις ακαδημίες της.
Ένα παιδί που δεν ήθελε να τρέχει
Μα δεν θα μπορούσε ο δρόμος από εκεί και στο εξής να ανοίξει το ίδιο διάπλατα, τα κομμάτια όλα του παζλ να κολλήσουν χωρίς αναποδιές. Ο «Φέντε» μπήκε άνετα στην ακαδημία της αγαπημένης του ομάδας, κάνοντας αυτό που λάτρευε από παιδί, παίζοντας επί της ουσίας στη γειτονιά του, στη γιγαντιαία Πενιαρόλ, ωστόσο τα πράγματα στην αρχή θα σκούραιναν.
Καμιά μετάβαση δεν είναι εύκολη και ο Βαλβέρδε δυσκολεύτηκε, όταν ως έφηβος χρειάστηκε να αφήσει το “7άρι” για να μπει σε ένα κανονικό μεγάλο “11άρι”». Μέχρι τότε διέπρεπε στους μικρούς χώρους χάρη στην τεχνική και την οξυδέρκειά του, το iq του στο χορτάρι. Όμως ήταν από εκείνα τα παιδιά που άργησαν να αναπτυχθούν σωματικά και αυτό τον ζόρισε. Ψηλόλιγνος, με θαυματουργά μα αδύναμα λεπτά πόδια και ώμους ριγμένους, η απουσία μυικής μάζας τον έκανε να δείχνει σαν φτερό στον άνεμο ανάμεσα στα υπόλοιπα πιο δυνατά αγόρια, ακόμα κι αν ξεκάθαρα εκείνα δεν είχαν το δικό του ταλέντο.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο ίδιος ακόμη προσπαθούσε να βρει την ταυτότητά στο γήπεδο, να ανακαλύψει τι ποδοσφαιριστής είναι και να φαντασιωθεί τι ποδοσφαιριστής θέλει να γίνει. Και, για να τα καταφέρει, έπρεπε πρώτα να “πέσει”.
Ο Τσουέκο Περδόμο, ένας εκ των προπονητών της ακαδημίας της Πενιαρόλ, περίμενε πώς και πώς τον 15χρονο «Φέντε» στο δικό του κλιμάκιο. Τον είχε ήδη δει και θαυμάσει, αλλά κυρίως τον είχε ήδη φανταστεί στον ρόλο που πίστευε πως του ταίριαζε απόλυτα, σε εκείνον του “8αριού” στο δικό του 4-3-3. Ο Περδόμο έπιανε τον Βαλβέρδε από τους ώμους στις προπονήσεις και κατά τη διάρκεια των ασκήσεων τακτικής τον έσερνε πέρα δώθε στο γήπεδο, δείχνοντάς του τους χώρους που θα πρέπει να καλύπτει, τις κινήσεις που θα πρέπει να κάνει για να βοηθά το παιχνίδι της ομάδας του και να μαρκάρει τους αντιπάλους του.
Ο «Φέντε» δεν είχε κανένα πρόβλημα με την κατανόηση των τακτικών υποχρεώσεων ενός τέτοιου “κοστουμιού”, ωστόσο ήταν ξεκάθαρο πως δεν ήθελε να το φορέσει. «Εγώ ήθελα να τον βάζω στην τρύπα πιο πίσω από τον επιθετικό, αλλά εκείνος μου είπε πως δεν του άρεσε αυτή η θέση», θυμάται ο Περδόμο.
Ο Βαλβέρδε ήθελε να είναι το”10άρι” στο γήπεδο, να παίζει ψηλά και να μη ταλανίζει το κεφάλι του σκεπτόμενος τα ανασταλτικά του καθήκοντα. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τον τότε προπονητή του, ο ακόμη έφηβος «Φέντε» -πλήρως ειρωνικά σε σχέση με σημερινό του πακέτο- απλώς δεν ήθελε να τρέχει, προτιμούσε να περιφέρεται γύρω από τους επιθετικούς και να μη γυρνάει πίσω.
Ο Περδόμο έπρεπε απλώς να σκεφτεί έναν τρόπο να τον κάνει δικό του, να τον πείσει, και όλα τα άλλα ήξερε πως θα έρχονταν. Με πατρική αγάπη και σκληράδα μαζί σταμάτησε να τον επιλέγει, τον άφησε για κάποιο διάστημα στον πάγκο, εξηγώντας πως με εκείνον προπονητή δεν θα μπορούσε να παίζει εκεί που θέλει, διότι αυτή η θέση δεν υπάρχει στο σύστημά του.
Λίγο καιρό μετά ο Βαλβέρδε “λύγισε”, πριν από ένα παιχνίδι πήγε στο γραφείο του Περδόμο και του είπε πως κατάλαβε τι θέλει να κάνει και θα το κάνει. Το αναμμένο σπίρτο ήρθε σε επαφή με το φυτίλι και ο πύραυλος «Φέντε» ετοιμαζόταν να απογειωθεί.
«Δεν έχω δει κανένα παιδί με τόση ποιόητητα σε αυτή την ηλικία. Είναι εξαιρετικός», θα δήλωνε για τον 15χρονο ο τότε προπονητής των Ανδρών της Πενιαρόλ, Πάμπλο Μπενγκοετσέα, ανοίγοντάς του τον δρόμο για την πρώτη ομάδα, σχεδόν αμέσως αφότου κατάφερε να προσαρμοστεί στο σύστημα του Περδόμο. Στα αγαπημένα του κιτρινόμαυρα θα ντεμπούταρε στα 17 του και παρά τις μόλις 13 συμμετοχές του θα πανηγύριζε το Πρωτάθλημα Ουρουγουάης το 2016. Η στιγμή είχε φτάσει όμως, η κορυφή τον καλούσε.
Η καταξίωση του παράγοντα Χ
Τα πάντα παγωμένα, 22 κουρασμένα κορμιά που περιμένουν καρτερικά τη λήξη της παράτασης του Τελικού Super Cup Ισπανίας, έχοντας πλήρως αποδεχθεί πως ο νικητής θα κριθεί στα πέναλτι. Μα πέντε λεπτά πριν το τελευταίο σφύριγμα η ευθεία γραμμή της μηδαμινής δράσης χαλάει.
Ο Καρβαχάλ κάνει το λάθος και ο Σαούλ Νίγκεθ ζυγίζει την τέλεια πάσα που χαρίζει το μισό γήπεδο στον Μοράτα. Οι παλμοί σταματούν εκατέρωθεν για λίγο, όσο ο Ισπανός φορ τρέχει με την μπάλα στα πόδια, έτοιμος να βγει στο τετ α τετ με τον Κουρτουά και να χαρίσει στην άσπονδη αντίπαλο, Ατλέτικο, τον τίτλο. Είναι φανερό πως δεν μπορεί να τον προλάβει κανείς, όμως σε εκείνο το σημείο δεν μετράει τίποτα.
Ο Βαλβέρδε σπριντάρει, όσο ο Μοράτα ξεχύνεται προς το τέρμα, και, με το που ανοίγει την μπάλα, εκείνος τον γκρεμίζει από πίσω, χτυπώντας και με τα δύο του πόδια τα δύο πόδια του Ισπανού, ο οποίος μένει στο χορτάρι σφαδάζοντας.
Ο Ουρουγουανός σηκώνεται αμέσως και βλέπει την κόκκινη κάρτα, την αποδέχεται χωρίς διαμαρτυρία, αλλά ζητάει τον λόγο από τους εξαγριωμένους «Rojiblancos» που γρήγορα τον περικυκλώνουν. Ζητά συγγνώμη από τον Μοράτα και αποχωρεί, με τον Ντιέγκο Σιμεόνε να του δίνει το χέρι του σε μια τρομερή στιγμή αναγνώρισης της εκατέρωθεν λατινοαμερικανικής ποδοσφαιρικής τρέλας.
Η Ρεάλ εν τέλει θα κατακτήσει το τρόπαιο στα πέναλτι και κάπως έτσι ο Βαλβέρδε θα απασχολήσει για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό την ποδοσφαιρική Ευρώπη.
Θα κατηγορηθεί ως «βρόμικος», «αλήτης» από πολλούς, μα στην πραγματικότητα θα δείξει σε όλους πως δεν πρόκειται ποτέ να αφήσει το χορτάρι χωρίς να έχει κάνει τα πάντα για την ομάδα του. Οι «Madridistas» από εκείνο το σημείο και μετά θα τον λατρέψουν.
Ίσως γιατί δεν περίμεναν πως το παιδί που προσγειώθηκε από το πουθενά στη Μαδρίτη θα έδειχνε τόσο νωρίς τέτοια αφοσίωση, τέτοια αυτοθυσία για τη «Βασίλισσα». Και το «από το πουθενά» πράγματι ισχύει.
Κανείς δεν νοιάστηκε ιδιαίτερα, όταν ο φημισμένος επικεφαλής σκάουτ της Ρεάλ, Ζούνι Καλαφάτ, επέμεινε όσο σπάνια οι «Merengues» να επενδύσουν 4 εκατ. ευρώ για να κάνουν δικό τους τον 18χρονο Βαλβέρδε της Πενιαρόλ. Κανείς δεν πίστεψε πως θα γινόταν όσα έμελλε να γίνει.
Η πρώτη του σεζόν στην Καστίγια ήταν απαραίτητη για να μπει στο κλίμα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και ο δανεισμός του στην Ντεπορτίβο Λα Κορούνια έναν χρόνο μετά κομβικός για τον πολύτιμο χρόνο συμμετοχής. Όμως γρήγορα, από όταν επέστρεψε στο Βαλντεμπέμπας, ο Ουρουγουανός άρχισε να τραβάει τα βλέμματα, πείθοντας για αρχή τους συμπαίκτες του πως έχει αυτό το κάτι που απαιτείται για να φορέσει την πιο βαριά φανέλα στην Ευρώπη.
Βέβαια, οι συνθήκες δεν τον βοηθούν. Η «Βασίλισσα» αλλάζει προπονητές και ψάχνει ακόμη τα πατήματά της μετά την αποχώρηση του Κριστιάνο Ρονάλντο, προσπαθώντας να μπει σε μια νέα εποχή που θα ακολουθήσει την ασύλληπτα επιτυχημένη τριετία του 2016-2018. Μα, όταν ο Ζιντάν επιστρέφει στην ομάδα, τα άστρα ευθυγραμμίζονται για τον 20χρονο.
Ο «Ζιζού» ψάχνει την ισορροπία και την αγνοούμενη ένταση στον άξονα της ομάδας του και στα ιπτάμενα πόδια του εφήβου βρίσκει ένα παράγοντα Χ, βρίσκει όλα όσα του λείπουν, όλα όσα θα γίνουν η γέφυρα για τη νέα έκδοση της «Βασίλισσας».
Ο Βαλβέρδε τη σεζόν 2019-2020 θα αρχίσει να γίνεται ένα νευραλγικό γρανάζι για τη Ρεάλ και, παίρνοντας ολοένα και περισσότερα παιχνίδια, θα καταφέρει να ετοιμάσει τον εαυτό του για αυτό που ακολουθεί, το να γίνει δηλαδή ένας ασταμάτητος μα αθόρυβος πρωταγωνιστής.
Η προφητεία του Γκαστόν
«Όπου πήγαινε, πήγαινε και η μπάλα. Όπου ήταν η μπάλα, ήταν κι αυτός». Ο Γκαστόν Βαγιές, ένας από τους πιο κοντινούς παιδικούς φίλους του Βαλβέρδε, χρησιμοποιεί αυτές τις λέξεις για να μιλήσει για το πώς ήταν να μεγαλώνει με τον «Φέντε», το πώς εκείνος ο μπόμπιρας πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αλλά με κάποιον υπερφυσικό τρόπο είναι σαν να μιλά για τον παίκτη που ο κολλητός του έγινε στη Μαδρίτη. Κανείς δεν ξέρει αν ο Κάρλο Αντσελότι άκουσε ποτέ τα λόγια του Γκαστόν, μα κάπως τον έπλασε σε αυτό ακριβώς που εκείνος περιγράφει.
Σε ένα θηρίο που τρέχει χωρίς σταματημό, με και χωρίς την μπάλα, μόνο και μόνο για να βρίσκεται πάντα κοντά της. Σε έναν παίκτη που -ακριβώς όπως συμβαίνει με το «Uruguay nomá»– κανείς δεν μπορεί να ορίσει με ακρίβεια, επειδή μέσα στο γήπεδο είναι τόσα πολλά. Ένα υπερταλαντούχο υβρίδιο που μπορεί να -και θα- κάνει τα πάντα.
Θα κουβαλήσει το τόπι σε κάποια από τις χαρακτηριστικές του κούρσες, σε εκείνες που διαπερνά τους αντίπαλους αμυντικούς σαν φλεγόμενη σφαίρα, πριν πασάρει την κατάλληλη στιγμή. Κι αν χρειαστεί, θα χρησιμοποιήσει τα δυνατά του χτυπήματα για να σκοράρει εκείνος. Κι όμως παράλληλα θα τον δεις να σπριντάρει για να κόψει την οποιαδήποτε αντεπίθεση ή να τοποθετείται πανέξυπνα εκεί που πρέπει για να χαλάσει την ανάπτυξη του αντίπαλου. Α, ναι, και όλα αυτά, όσο αφήνει την τελευταία σταγόνα ιδρώτα και αίματός του μέσα στο χορτάρι για το έμβλημα που κουβαλά στο στήθος.
Ο Βαλβέρδε έγινε το πρώτο όνομα της 11άδας του «Καρλέτο», της δεύτερης δικής του υπερεπιτυχημένης Ρεάλ. Πρώτο όνομα όχι βάσει λάμψης αλλά σημασίας. Γιατί έγινε εκείνος που νοηματοδότησε το παιχνίδι της «Βασίλισσας», αυτός που τίκαρε τα κουτάκια, ώστε όλα να συμβαίνουν όπως πρέπει.
Τα προηγούμενα χρόνια τα Πρωταθλήματα και τα Champions League τα έπαιρνε για λογαριασμό της «Βασίλισσας» ο Κριστιάνο και, ναι, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τα όσα το 2022 έκανε στην Ευρώπη ο Μπενζεμά. Αλλά ήταν φανερό πως, χωρίς την πολυπλοκότητα του υπέροχου Βαλβέρδε, αυτή η ομάδα δεν θα έφτανε σε αυτά τα ύψη, δεν θα έπαιρνε το πιο παραμυθένιο, το πιο απρόσμενο ίσως, Champions League, συντρίβοντας τις πιθανότητες.
Μα για το παιδί από το μπάριο του Ουνιόν στο Μοντεβιδέο, αυτό που για καιρό δεν γέμιζε το μάτι κανενός, οι πιθανότητες δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Με βάση αυτές δεν θα κατάφερνε ποτέ να γίνει ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου, ένας πρωταγωνιστής και ηγέτης της Ρεάλ Μαδρίτης.
Αλλά, όπως λέει ο Νέστορ Γκονσάλβες για τον «Φέντε» Βαλβέρδε, «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα πάει τόσο μακριά, γιατί κατάφερε να φτάσει πέραν του πιθανού».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η ρομαντικά νωχελική ευφυΐα του Άλβαρο Ρεκόμπα
Ντιέγκο Γκοντίν, ο Τελευταίος των Βυσσινί
Γκουστάβο Πογέτ: Το πνεύμα του «Garra Charrua»
Σεμπαστιάν «Loco» Αμπρέου: Η ευφυής λιακάδα ενός “τρελού” μυαλού