Ομόνοια Καλαμάτας. Η πρώτη μου ομάδα.
Από εδώ ξεκίνησα, με όνειρο να παίξω στην ομάδα της πόλης μου, την Καλαμάτα. Δεν το κατάφερα, αλλά έκανα άλλα πολλά.
Στην Ομόνοια ήμουν από την πρώτη μου μέρα στο ποδόσφαιρο, στα έξι-επτά μου, και έφτασα να παίξω μέχρι και την ανδρική ομάδα.
Πώς βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη;
Όλα έγινα μέσα από μια μεικτή ομάδα της Πελοποννήσου. Είχε διοργανωθεί ένα τουρνουά στο Λιτόχωρο, στο οποίο έδωσαν το παρών μια ομάδα της Πελοποννήσου, μια της Στερεάς Ελλάδας και μια της Μακεδονίας.
Σε τέτοια τουρνουά πολλές ομάδες έχουν δικούς τους ανθρώπους που παρακολουθούν αυτούς τους αγώνες, αλλά έχουν και από πριν σημειωμένους παίκτες στα μπλοκάκια τους.
Από τον ΠΑΟΚ είχε βρεθεί στο Λιτόχωρο ο Σταύρος Σαράφης. Με είδε σε δυο παιχνίδια και με πήρε κατευθείαν στην πρώτη ομάδα.
Το κουβάρι βέβαια άρχισε να ξετυλίγεται από τον προπονητή μου στην Ομόνοια Καλαμάτας, τον Αντώνη Μαυρέα. Εκείνος είχε τηλεφωνήσει στον ΠΑΟΚ και τον Σαράφη και του είχε μιλήσει για μένα.
Σε εκείνα τα δυο παιχνίδια στο Λιτόχωρο τα είχα πάει καλά και έτσι βρέθηκα στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ.
Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Υπέγραφες δύο χρόνια ως ημιεπαγγελματίας και γινόταν αυτόματη ανανέωση για άλλα πέντε.
Σε αυτό το πρώτο πέρασμα από τον ΠΑΟΚ δεν είχα αγωνιστεί. Με είχε πάρει ο Άρι Χάαν σε δυο αποστολές, ένα ματς με την Καβάλα και ένα ακόμα που δεν θυμάμαι.
Όταν ήρθε ο Μπάγεβιτς στον ΠΑΟΚ, εισηγήθηκε να πάω δανεικός και βρέθηκα στην Καλλιθέα για έξι μήνες.
Στην Καλλιθέα πήγα τέλη Ιανουαρίου και το Πρωτάθλημα τελείωνε Μάρτιο, με αποτέλεσμα να μην προλάβω πολλά παιχνίδια. Παρόλ’ αυτά, από τα 12 παιχνίδια έπαιξα στα οκτώ.
Είχα κάνει καλή εμφάνιση εναντίον του Αιγάλεω και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Το ποιος ήταν αυτός στου οποίου το μάτι μπήκα και ζήτησε να αποκτηθώ από την ομάδα, δεν έχω μάθει. Πήγε όμως το Αιγάλεω και με ζήτησε από τον ΠΑΟΚ.
Το πώς έφτασα εγώ να βρεθώ ως ελεύθερος στο Αιγάλεω, δεν το γνωρίζω. Ήταν θέμα ανάμεσα στον Θωμά Μητρόπουλο και τον Γιώργο Μπατατούδη.
Αυτό που ξέρω είναι πως ο Μπάγεβιτς είχε πει πως ήθελε να πάω δανεικός και όχι ελεύθερος στο Αιγάλεω, ώστε να γυρίσω στον ΠΑΟΚ, και βρέθηκα να υπογράφω για πέντε χρόνια με το Αιγάλεω.
Πέντε χρόνια στο Αιγάλεω. Πέντε γεμάτα χρόνια.
Μια παρέα που ξεκίνησε από τη Β’ Εθνική και έφτασε να παίξει στους ομίλους του UEFA, με Λάτσιο Και Βιγιαρεάλ.
Ήμασταν μια καλή φουρνιά ποδοσφαιριστών. Παίκτες εργατικοί, καλοί χαρακτήρες, με ταλέντο και προσωπικότητα. Με αυτά τα στοιχεία γίνεσαι ομάδα, αλλά το πιο σημαντικό είναι πως ήμασταν μια οικογένεια. Μια παρέα. Χωρίς υπερβολή.
Βγαίναμε για καφέ και ήμασταν 10-15 άτομα. Βγαίναμε για ποτό και ήμασταν 10-15 άτομα. Δεν είχαμε και πολλούς ξένους τότε και δεν τους αφήναμε απ’ έξω. Όταν κανονίζαμε, παίρναμε και τον Σιντιμπέ και τον Εντουσέ.
Ψωμάς, Παπουτσής, Χλωρός, Αγρίτης, Σκοπελίτης, ήμασταν μια φουρνιά παικτών που δουλέψαμε, που ενωθήκαμε.
Ζήσαμε ωραίες στιγμές, έχω ωραίες αναμνήσεις. Ήμασταν παιδιά, όταν βρεθήκαμε, και αρχίσαμε να μεγαλώνουμε μαζί.
Και αυτό θυμάται και ο κόσμος από το Αιγάλεω, έτσι συστηθήκαμε στον κόσμο, ως μια ομάδα, ως μια παρέα, καθώς όλοι μάς έμαθαν μέσα από το Αιγάλεω.
Πάντα λένε για τα μυστικά μιας ομάδας. Ποια μυστικά; Εξωαγωνιστικά ήμασταν ένα, ο ένας έδινε τα πάντα για τον άλλον.
Πέρασα μοναδικά χρόνια εκεί.
Προς το τέλος του συμβολαίου μου, είχα μια δικαστική διαμάχη με το Αιγάλεω.
Βρέθηκα στην Σκωτία για έξι μήνες, αλλά δεν μπόρεσα να αγωνιστώ, διότι δεν είχε βγει η μπλε κάρτα μου.
Στο τέλος αυτής της διαμάχης, δικαιώθηκα.
Αναγκάστηκα να επιστρέψω στην Ελλάδα και τότε βρέθηκε η ΑΕΛ.
Ήταν ένα βήμα παραπάνω. Μιλάμε για μια ιστορική ομάδα, την οποία την τοποθετώ στις τοπ πέντε-έξι της Ελλάδας. Αυτό πιστεύω, με βάση αυτά που έζησα εγώ στη Λάρισα, την ομάδα και την πόλη.
Πέρασα τρία χρόνια, τρία σημαντικά χρόνια ως ποδοσφαιριστής. Είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της ζωής μου, καθώς κατέκτησα και τίτλο με την ομάδα.
Στο τέλος της τριετίας μου στη Λάρισα, ήρθε ο ΠΑΟΚ. Ουσιαστικά εξαργύρωσα τα τρία χρόνια μου στην ΑΕΛ.
Εκείνος που με προσέγγισε ήταν ο Ζήσης Βρύζας και μου εξήγησε πως είμαι επιλογή του Φερνάντο Σάντος.
Συζητήσεις είχαμε ξεκινήσει από τον Ιανουάριο της τελευταίας μου σεζόν στην ΑΕΛ και είχα πει από την πρώτη στιγμή πως θα ήθελα πολύ να δουλέψω με τον Σάντος. δεν νομίζω να υπήρχε κάποιος που δεν θα το ήθελε.
Ο Φερνάντο Σάντος είναι ο καλύτερος προπονητής με τον οποίον είχα δουλέψει και η πορεία του μιλάει από μόνης της.
Δικαιώθηκε, έφτασε να κατακτήσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Το πιο σημαντικό είναι πως ο τρόπος με τον οποίον δουλεύει σε βοηθάει να κάνεις πράξη αυτά που σου λέει στη θεωρία.
Του αρέσει η σκληρή δουλειά, δεν του αρέσουν τα πολλά λόγια.
Το μεγαλύτερό του προσόν είναι η διορατικότητα.
Κι έχει και κάτι ακόμα. είναι ένας άνθρωπος που, όταν κάνει ένα λάθος, το διορθώνει.
Υπήρχε ένα παιχνίδι, εκείνο με την Τσεχία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2012, στο οποίο δεν έπρεπε να αγωνιστώ. Είχα χτυπήσει το πόδι μου και δεν ήμουν 100% έτοιμος. Ήμουν οριακά να παίξω ή να μην παίξω. Το ήξερα και εγώ ότι δεν είμαι έτοιμος.
Τελικά έπαιξα. Αποφάσισε να με βάλει και στο ημίχρονο με αντικατέστησε. Πίστευε πως θα μπορέσω να παίξω και το προσπάθησε. Έγινε το λάθος και το διόρθωσε.
Πρόκειται για έναν άνθρωπο τον οποίον σέβομαι και εκτιμώ, διότι με βοήθησε και στο να φτάσω στο υψηλότερο επίπεδο για εμένα, να φορέσω τα χρώματα της Εθνικής ομάδας, με την οποία μάλιστα αγωνίστηκα σε προημιτελικό ενός Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, εκείνον απέναντι στη Γερμανία.
Μεγαλύτερη τιμή και υπερηφάνεια από το να φοράω τη φανέλα με το εθνόσημο και να αγωνίζομαι για αυτήν δεν έχω ζήσει!
Ήμουν στο γήπεδο, φορούσα τη φανέλα, άκουγα τον Εθνικό ύμνο και μου σηκωνόταν η τρίχα, ένιωθα ότι δεν πατάω στο έδαφος. Αυτό δεν το έχω ξανανιώσει!
Η Εθνική δεν ήταν στόχος για μένα εξαρχής, αλλά ήρθε. Μέσα από τη δουλειά έκανα τα βήματά μου και κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω ότι μπορώ να φτάσω μέχρι εκεί. Δούλεψα και έφτασα. Ήταν μια δικαίωση της δουλειάς μου!
Αν μου έλεγε κάποιος, όταν ξεκίνησα το ποδόσφαιρο, ότι θα φτάσω να παίξω σε προημιτελικό Euro με την Εθνική, δε θα το πίστευα.
Όταν ξεκίνησα το ποδόσφαιρο, είχα στόχο να παίξω στην ομάδα της πόλης μου, την Καλαμάτα. Δεν το έκανα τελικά, αλλά έκανα άλλα πράγματα, τα οποία ήρθαν μέσα από την προπόνηση και τη δουλειά.
Ήμουν πάντα χαμηλών τόνων. Δεν τα έχω καλά με τον ντόρο. Είμαι κλειστός χαρακτήρας.
Και η αλήθεια είναι ότι ντρέπομαι. Ντρέπομαι, για παράδειγμα, να βγαίνω έξω. Και θα μου πεις «καλά ρε, και πώς βγαίνεις και παίζεις μπροστά σε 30.000 κόσμο;», αλλά εκεί ήταν αλλιώς, τι να σου πω;
Το διάστημα που ήμουν στον ΠΑΟΚ και τη Λάρισα, υπήρχε δημοσιότητα, οι δημοσιογράφοι ήθελαν μια συνέντευξη, μια δήλωση.
Κάποια παιδιά το έχουν το επικοινωνιακό, βγαίνουν και μιλούν συχνά και καλά κάνουν.
Εγώ δεν ήμουν από εκείνους που μιλούσαν, δεν ξέρω αν αυτό είναι σωστό ή λάθος, αλλά δεν είναι του χαρακτήρα μου. Μιλούσα μια-δυο φορές μετά από ένα παιχνίδι και μέχρι εκεί.
Προφανώς, δεν σνόμπαρα τα Μέσα ή τους δημοσιογράφους. Νομίζω ότι κανείς δεν είπε κάτι τέτοιο. Άλλωστε, από τη διαδρομή μου φάνηκε ο χαρακτήρας μου πάνω σε αυτό το θέμα.
Ο ΠΑΟΚ του Φερνάντο Σάντος ήρθε στην ποδοσφαιρική ζωή μου το 2009. Είχα και άλλες προτάσεις, αλλά αποφάσισα να πάω στον ΠΑΟΚ.
Είχαμε μια ομάδα που δεν την φοβόμουν στα δύσκολα παιχνίδια ή στα Ευρωπαϊκά, διότι εκεί δεν είχαμε την πίεση που είχαμε στο Πρωτάθλημα.
Για παράδειγμα, η νίκη επί της Τότεναμ στο Λονδίνο. εκεί, και να χάναμε, δεν θα μας έλεγε κανένας κάτι. Αυτό αυτομάτως σημαίνει πως δεν έχεις πίεση.
Εμείς είχαμε σχεδιάσει να κάνουμε το παιχνίδι μας. Και αυτό έγινε.
Παίξαμε μάλιστα με παίκτη λιγότερο σε όλο το δεύτερο ημίχρονο και αντέξαμε. Είναι πολύ δύσκολο να παίξεις μέσα στην Τότεναμ, σε ματς που το θέλει ο αντίπαλος, με 10 παίκτες και να μη χάσεις.
Είχαμε παίκτες με προσωπικότητα, οι οποίοι έφτιαξαν ένα δυνατό σύνολο.
Ίσως τότε να μην διαχειριστήκαμε σωστά τις καταστάσεις.
Και μετά το εξαντλητικό παιχνίδι στην Αγγλία, πήγαμε στα Γιάννενα με σχεδόν την ίδια 11άδα…
Όταν ολοκληρώθηκε το συμβόλαιό μου με τον ΠΑΟΚ, πήγα στην Τουρκία και την Σανλιούρφασπορ.
Τώρα που το σκέφτομαι, μετά από τόσα χρόνια, ήταν μια λάθος κίνηση.
Συμβαίνουν αυτά.
Είχα στα χέρια μου μια πολύ καλή πρόταση και δεν είχα κάτι καλύτερο από αυτή. Την δέχτηκα, σκεπτόμενος το μέλλον μου και την οικογένειά μου.
Ποδοσφαιριστής 15 χρόνια, μετά πρέπει να ξεκινήσεις από το μηδέν.
Είναι ελάχιστοι οι ποδοσφαιριστές που έχουν σπουδάσει και έχουν μέσω αυτού τον τρόπο να κάνουν ένα ξεκίνημα.
Στα 35 σου είσαι μεγάλος για ποδόσφαιρο και μικρός για όλες τις άλλες δουλειές.
Βέβαια, στην Ελλάδα έχουμε και κάτι άλλο. Στο ποδόσφαιρο, 25 χρόνων είσαι νέος και 30 χρόνων τελείωσες.
Στο εξωτερικό, στα 18 σου δεν είσαι πια ταλέντο και στα 32-33 σου έχεις ακόμα ένα συμβόλαιο, θεωρούν ότι έχεις να δώσεις ακόμη πράγματα.
Όταν τελείωσε το συμβόλαιό μου με τον ΠΑΟΚ λοιπόν, ήμουν στα 31 και κοίταξα και το οικονομικό κομμάτι.
Όταν δέχθηκα την πρόταση της Σανλιούρφασπορ, ήταν μια ομάδα με φιλοδοξίες και όνειρα, αλλά για μένα όλα στράβωσαν.
Εγώ πήγα τον Αύγουστο του 2013 και ο προπονητής που με πήρε στην ομάδα έφυγε τον Σεπτέμβριο. Έβγαλε-δεν έβγαλε μήνα στην ομάδα. Έφυγε ο προπονητής που με πήγε, ήρθε ένας άλλος που δεν με “έβλεπε”.
Είπαμε, συμβαίνουν αυτά στο ποδόσφαιρο.
Το να πάω στην Τουρκία ίσως να ήταν ένα λάθος, αλλά, ακόμα κι αν γύριζα τον χρόνο πίσω, σκέφτομαι ότι μάλλον θα το ξανάκανα, διότι ήμουν σε μια ηλικία που σκεφτόμουν το οικονομικό, το “μετά”.
Ήταν η καλύτερη πρόταση που είχα, στα 31 μου, με τους ποδοσφαιριστές να έχουμε ημερομηνία λήξης στα 34-35.
Επέστρεψα στην Ελλάδα και πέρασα από Ατρόμητο, Παναιτωλικό, Πανθρακικό και Παναχαϊκή.
Τελευταίο παιχνίδι της καριέρας μου ήταν η αναμέτρηση της Παναχαϊκής με τον Αιγινιακό.
Όταν σταμάτησα, σκέφτηκα να μείνω στο ποδόσφαιρο.
Κατευθείαν πήγα για το δίπλωμα που αφορά στις ακαδημίες, το UEFA C. Ξεκίνησα και για άλλα διπλώματα, αλλά λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν μπορούσα να συνεχίσω τις σχολές.
Για μια διετία ήμουν εκτός ποδοσφαίρου και το τηλέφωνό μου δεν είχε χτυπήσει. Είναι η στιγμή που πρέπει να πάρεις αποφάσεις για το τι θα κάνεις στη ζωή σου.
Ασχολήθηκα λοιπόν με άλλους επαγγελματικούς τομείς και, αν προκύψει κάτι, θα το σκεφτώ.
Πλέον έχω αφοσιωθεί στη δουλειά μου, στην επιχείρηση που έχω, διότι πρέπει να μάθω πράγματα.
Ήμουν 10 χρόνια σε ακαδημίες και άλλα σχεδόν 20 χρόνια έπαιζα. Πέρασα 30 χρόνια στο ποδόσφαιρο και ήταν αυτό που ήξερα να κάνω. Τώρα πρέπει να μάθω κάτι άλλο.
Όπως αφοσιώθηκα για να μπορέσω να γίνω καλός στο ποδόσφαιρο και να προχωρήσω, να πετύχω, έτσι έχω αφοσιωθεί και στην τωρινή μου δουλειά.
Ο Γιώργος Φωτάκης είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Τσακαλέας
CHECK IT OUT:
Στέλιος Ηλιάδης: Γιατί σταμάτησα στα 28 μου
Δημήτρης Πέλκας: Ροντέο / Ολική Επαναφορά
Φάνης Γκέκας: Εθνική Υπόθεση / Τα Γκολ Της Ζωής Μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’ το Τέρμα
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
Σωτήρης Μπαλάφας: Κόκκινη Στα Πέναλτι
Πέτρος Κανακούδης: Εδώ (δεν) είναι Βαλκάνια!
Γιώργος Κυριαζής: Ταξίδια Στο Άγνωστο
Δημήτρης Κωνσταντινίδης: Αν πας στον Άρη, δεν ξαναμιλάμε!
Αλέξανδρος Μανιάτογλου: Κερδισμένοι στη μετάφραση
Γιάννης Τοπαλίδης: Παιχνίδι με το παιχνίδι / Εγώ και ο Ότο
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο