Ο Όμηρος ισχυριζόταν ότι δεν ήταν άνθρωποι.
Ούτε όμως Κύκλωπες. Ανασκαφές που έχουν γίνει από παλαιοντολόγους έχουν αφήσει υπόνοιες για ύπαρξη γιγάντων κάπου, κάπως, κάποτε, στη ρωγμή του χρόνου.
Στην «Οδύσσειά» του, ο θρυλικός ποιητής τούς φανταζόταν να ζουν στις τραχιές και απόκρημνες περιοχές του Νησιού αλλά και κοντά στη θάλασσα, όπου τους άρεσε να… ψαρεύουν τα θύματά τους. Είχαν τεράστια και απρόβλεπτη δύναμη και η παρουσία τους ήταν αναμφίβολα τρομακτική.
Σίγουρα έτσι τους είδαν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, καθώς πάλευαν να επιστρέψουν στην Ιθάκη, αλλά τα κύματα τούς είχαν οδηγήσει πολύ μακριά από το σπίτι και την Πηνελόπη. Τους είχαν στείλει στον απόλυτο κίνδυνο, στην αχαρτογράφητη επικράτεια. Εκεί που το απρόβλεπτο και το μυστήριο συναντούν την σφοδρότητα της φύσης. Είχαν βρεθεί στη Γη των Λαιστρυγόνων. Αυτή τη Γη που σήμερα θεωρούμε ότι είναι η υπέροχη Σαρδηνία.
Οι Λαιστρυγόνες, κατά τον Όμηρο, έμοιαζαν ακατανίκητοι. Είχαν ένα ανεξήγητο είδος δύναμης που άλλαζε τον κόσμο γύρω τους. Κοιτάζοντας σε πρώτο πλάνο τον Τζανφράνκο Τζόλα, η εμφάνισή του δεν μπορεί να θυμίσει τίποτα από τους πιθανώς μυθικούς προγόνους του. Ωστόσο, παρά τα μόλις 168 εκατοστά του, γεννημένος κι εκείνος σε ένα από τα απομακρυσμένα ορεινά χωριά του καταπληκτικού αυτού νησιού της Μεσογείου, εμφάνισε μία ιδιαίτερη ικανότητα. Αυτή που του επέτρεπε να επηρεάζει- έως και να διαφεντεύει- τα πάντα γύρω του.
Το μπόι μικρό. Υπήρχε όμως ο συνδυασμός της ποδοσφαιρικής ιδιοφυΐας με ένα παιχνίδι γεμάτο στρατηγική και χάρη αλλά και μία έκφραση ακατέργαστης δύναμης και της απρόβλεπτης φύσης της μάχης. Αν και με το “ευγενικό” και “αριστοκρατικό” στιλ του δεν φοβήθηκε ποτέ τις δυσκολίες στο χορτάρι. Επιτέθηκε με τη δική του δύναμη και αντίληψη και αντιμετώπισε το παιχνίδι με μαγεία, πάθος και έξυπνες κινήσεις, καταστρέφοντας τις αντιφάσεις και τα εμπόδια με τη δική του μοναδική προσέγγιση. Αυτή που έδειχνε να πηγάζει από τους γίγαντες που πάτησαν κάποτε τα χώματα της Σαρδηνίας.

Ο Τζανφράνκο Τζόλα με τη φανέλα της Νάπολι.
Με τον Ντιεγκίτο
Δεν του ήταν όλα στρωμένα. Παρά το ότι από νωρίς ξεχώρισε το ταλέντο του με τις τοπικές Νουορέζε και Τόρες, γνώρισε απογοητεύσεις. Ήταν αδύνατο και πολύ κοντό παιδάκι και αυτό οδήγησε σε απορρίψεις. Η Τορίνο και Σαμπντόρια τού είπαν ότι δεν θα μπορούσε να παίξει με τους μεγάλους, πως η σωματοδομή του δεν θα του επέτρεπε ούτε καν να τους αντιμετωπίσει.
Χρειάστηκε να φτάσει 23 ετών για να του δοθεί η πρώτη σημαντική ευκαιρία. Και δεν θα την άφηνε να του ξεφύγει. Και εκείνο που τον εντόπισε να τους ντριμπλάρει όλους στα… τοπικά Πρωταθλήματα ήταν το κορυφαίο μάτι του νεαρού ακόμη Λουτσιάνο Μότζι.
Με δύο εκατομμυριάκια τον πήρε στη Νάπολι, όπου αυτονόητα δεν υπήρχε και πολύς χώρος για να κάνει το ξεπέταγμά του. Η φανέλα με το «10» ήταν καπαρωμένη και δοσμένη σε θεϊκές πλάτες. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα όμως χάρηκε τόσο, όταν τον είδε, που ξεστόμισε το αμίμητο: «Τι ωραία, επιτέλους θα έχουμε έναν κοντύτερο από εμένα στην ομάδα».
Πέρα όμως από τον χαβαλέ, ο Ντιεγκίτο θα τον γούσταρε πολύ αυτόν τον κοντοπίθαρο που του έφεραν για αντικαταστάτη. Μαζί θα έμεναν για ώρες μετά τις προπονήσεις, ακόμα και μετά τους αγώνες, και θα έπαιζαν στοιχήματα στο ποιος θα βάλει περισσότερα φάουλ, ταλαιπωρώντας τους άμοιρους πορτιέρι των «Partenopei», οι οποίοι δεν ήξεραν από ποιον τα πρωτομάζευαν, μιας και ο Τζόλα αποδεικνυόταν άξιος ανταγωνιστής του ινδάλματός του.
«Έμαθα τα πάντα από τον Ντιέγκο. Αυτό το λίγο που περάσαμε μαζί, για εμένα, θα έχει πάντα την αξία της αιωνιότητας», θα παραδεχτεί και θα βάλει στο παιχνίδι του κάθε εικόνα που μπόρεσε να ξεκλέψει, κάθε κίνηση που μπορούσε να ξεπατικώσει.
Δύο γκολ σε 18 αγώνες, τους περισσότερους ως αλλαγή. Αυτή ήταν η συνεισφορά του, καθώς η πρώτη του σεζόν στον Νότο ολοκληρωνόταν θριαμβευτικά με το Scudetto (1990), το δεύτερο του συλλόγου. Για εκείνον βέβαια έμελλε να είναι το ένα και μοναδικό, όπου και να πήγε να παίξει.
Κάπου εκεί θα ξεσπούσε όμως απρόσμενα το σκάνδαλο με τον Μαραντόνα και ο Τζόλα θα βρισκόταν βασικός παρτενέρ του Ρικάρντο Καρέκα στην επίθεση, με τους δυο τους να οδηγούν την ομάδα στην κατάκτηση Super Cup.
Χωρίς τον Ντιέγκο, έπρεπε να βγει μπροστά. Να γίνει αυτό που είχε δει σε εκείνον ο Μότζι. Αρχικά δυσκολεύτηκε, παρά τις ευλογίες του «Pibe de Oro» από την Αργεντινή: «Η Νάπολι δεν χρειάζεται να αναζητήσει αλλού αυτόν που θα παίξει στη θέση μου. Τον έχει ήδη».
Ο Τζόλα θα τα κάνει όλα φανταστικά. Και τα έκανε, η αλήθεια είναι, πολύ καλά στις δύο τελευταίες σεζόν του, σκοράροντας από 13 και 14 συνολικά φορές.

Τζανφράνκο Τζόλα και Ντιέγκο Μαραντόνα, συμπαίκτες στη Νάπολι.
Εκείνη η Πάρμα
Η Πάρμα, η οποία ξαφνικά είχε βρεθεί στις αρχές των ’90s να βάζει δύσκολα στους μεγάλους, ήταν στη διαδικασία να χτίσει κάτι καταπληκτικό και ο Σαρδηνός μάγος ταίριαζε κουτί σε αυτό που είχε στο κεφάλι του ο Νέβιο Σκάλα.
Η αλήθεια είναι ότι την είχε αγαπήσει τη Νάπολι, δεν ήθελε να φύγει. Οι Ναποτλιτάνοι tifosi είναι γνωστό ότι κάτι τέτοιες αναχωρήσεις δεν τις παίρνουν ποτέ με καλό μάτι και τον αποκάλεσαν «προδότη». Δεν ήταν όμως. Η μετά Μαραντόνα εποχή έφερε και τεράστια χρέη στον σύλλογο και ο διαβόητος Κοράντο Φερλαΐνο χρειάστηκε να ξεπουλήσει. Μαζί του έφυγαν και οι Τσίρο Φεράρα, Γιόνας Τερν, Ντανιέλ Φονσέκα. Μόνο που τα 13 εκατ. ευρώ που έφερε ο Τζόλα ήταν και τα περισσότερα από κάθε άλλον.
Οι πρώτες δύο χρονιές του στο Ennio Tardini τον τοποθέτησαν ανάμεσα στους κορυφαίους Ιταλούς της εποχής. Δεν ήταν μόνο ο μεγάλος αριθμός γκολ (18 το 1993-1994, 19 το 1994-1995) και οι διακρίσεις που τα συνόδευσαν. Περισσότερο απ’ όλα ήταν αυτή η φινέτσα που αράδιαζε ξέχειλα στο χορτάρι.
Έμπαινε στο γήπεδο για να υφάνει, απογειώνοντας αυτό που οι συμπατριώτες του αποκαλούν «μπρίο» και που στην πραγματικότητα δεν έχει ξεκάθαρη μετάφραση σε καμία άλλη γλώσσα. Μία καλλιτεχνική αρτιότητα, ένα πείσμα, ένας χορός που έμπλεκε την ταχύτητα της σκέψης με την αρμονία της κίνησης, τα μετέτρεπε σε ένταση και ξανά πάλι σε ηρεμία και απλότητα. Πολλές φορές ο αντίπαλος δεν προλάβαινε να καταλάβει πώς, τι, γιατί. Άφηνε τους αμυντικούς γεμάτους αναπάντητα υπαρξιακά-αγωνιστικά ερωτήματα. Από πού σκόραρε, με ποιον τρόπο το έκανε, ποιο πόδι ήταν το καλύτερό του;
Κάπως έτσι οδήγησε την Πάρμα στην πρώτη κούρσα τίτλου της ιστορίας της, αλλά η Γιουβέντους ήταν τρομερά ισχυρή στο φινάλε του 1995. Σήκωσε όμως το Ευρωπαϊκό Super Cup του 1993, το UEFA του 1995 και έφτασε μέχρι τον χαμένο Τελικό του Κυπελλούχων του 1994.
Σε μία ομάδα που ακόμη μνημονεύεται, γεμάτη υπέρλαμπρα αστέρια, όπως οι Φερνάντο Κόουτο, Νέστορ Σενσίνι, Ντίνο Μπάτζο, Στέφανο Φιόρε, Φαουστίνο Ασπρίγια, Τόμας Μπρολίν, στην οποία σταδιακά προστέθηκαν οι Τζίτζι Μπουφόν, Αλεσάντρο Νέστα, Πίπο Ιντζάγκι, Φάμπιο Καναβάρο, ο Τζόλα παρέμενε το σπουδαιότερο κόσμημα.
Όλα αυτά βέβαια έως το καλοκαίρι του 1995, όταν παραδόξως ο Σκάλα έφερε στην ομάδα έναν -η αλήθεια είναι- σπουδαιότερό του. Ο Χρίστο Στόιτσκοφ, προερχόμενος από την Μπαρτσελόνα, τον παραγκώνισε αμέσως και αδίκως και την επόμενη σεζόν ο νέος κόουτς, Κάρλο Αντσελότι, ουσιαστικά τον άφησε στον πάγκο, καθώς είχε φέρει μαζί του τους Ερνάν Κρέσπο, Ενρίκο Κιέζα, τους οποίους προτιμούσε . Είχε φτάσει ο καιρός για τη μεγαλύτερή του περιπέτεια.

Ο Τζανφράνκο Τζόλα με τη φανέλα της Πάρμα κόντρα στον Τσίρο Φεράρα της Γιουβέντους.
Η πληγή της «Squadra»
Πριν όμως συμβεί το ομορφότερο κομμάτι της καριέρας του, πρόλαβε να ζήσει μία μεγάλη απογοήτευση με την Εθνική.
Γενικά, η «Squadra Azzurra» δεν του ταίριαξε, δεν της ταίριαξε κι αυτός.
Η αλήθεια είναι ότι έπεσε και στην εποχή του μεγαλύτερου ανταγωνισμού στη θέση του. Από τον Ρομπέρτο Μπάτζο πήγε στους Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο, Φραντσέσκο Τότι. Και τριγύρω τους ένας σωρός δαντελένιοι δεύτεροι επιθετικοί ή «trequartisti» που μπορούσαν να βρουν δίχτυα και να ανακατέψουν το παιχνίδι.
Όπως για παράδειγμα συνέβη στο Μουντιάλ του 1994 στις ΗΠΑ. Ο Αρίγκο Σάκι τον πήρε μαζί του, αλλά το διάσημο δίλημμα της εποχής ήταν το εάν θα έπρεπε να ξεκινάει ο Μπάτζο ή ο Μπέπε Σινιόρι. Ο Τζόλα μπήκε αλλαγή στο ματς με τη Νιγηρία, αλλά λίγα λεπτά αργότερα αποβλήθηκε. Δεν έπαιξε ποτέ ξανά μέχρι τον χαμένο Τελικό.
Στο Euro της Αγγλίας δύο χρόνια αργότερα, βρέθηκε μέσα στα ματς του ομίλου, έχασε πέναλτι στο 0-0 με τη Γερμανία και κάπου εκεί ολοκληρώθηκε η σύντομη παρουσία του σε διεθνή τουρνουά, μετρώντας το δυσανάλογο για την ποιότητά του νούμερο των 10 γκολ σε 35 συμμετοχές.
«Σέξι ποδόσφαιρο»
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς θα επιστρέψει στην Αγγλία. Τα Νησιά φαίνεται ότι του πήγαιναν και λόγω καταγωγής. Εκεί θα χτίσει έναν υπέροχο θρύλο και θα λατρευτεί όσο πουθενά.
Ο Ρούουντ Γκούλιτ, ως προπονητής πλέον, έχει υποσχεθεί «σέξι ποδόσφαιρο» και παίρνει μαζί και τον Τζανλούκα Βιάλι. Το παιχνίδι των «Μπλε» δεν είναι τόσο «σέξι», αλλά ακόμα και έτσι καταφέρνουν να κατακτήσουν το Κύπελλο, με τον Τζόλα να γίνεται ο πρώτος παίκτης της Τσέλσι και μοναδικός που δεν έχει αγωνιστεί από το ξεκίνημα της σεζόν και ψηφίζεται κορυφαίος της χρονιάς.
Έχει φροντίσει πρωτίστως να εντυπωσιάσει τον Άλεξ Φέργκιουσον, ο οποίος, αφού τον βλέπει να κρεμάει κοτζάμ Πέτερ Σμάιχελ, βγάζει κάτι άναρθρα επιφωνήματα θαυμασμού.

Ιούλιος 1990: Ο Τζανφράνκο Τζόλα με τη φανέλα της Εθνικής Ιταλίας στο Μουντιάλ (δίπλα του ο Πάολο Μαλντίνι) σε αναμέτρηση με τη Γιουγκοσλαβία / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Η επόμενη σεζόν είναι ακόμα καλύτερη, καθώς οδηγεί την ομάδα σε ένα ιδιαίτερο Τρεμπλ. Μαζί με τα εγχώρια League Cup και Super Cup, θα φτάσουν και στην κούπα του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Ο Τζόλα είναι τραυματίας για το μεγάλο ραντεβού με την Στουτγκάρδη. Είναι στον πάγκο, αλλά, μόλις μπει στον αγώνα, θα χρειαστεί μόλις 30 δευτερόλεπτα και δύο επαφές για να σκοράρει το νικητήριο και να χαρίσει στους Λονδρέζους τη δεύτερη ευρωκούπα τους.
Πλέον η Τσέλσι έχει στο τιμόνι της τον Βιάλι, παίζει στο Champions League και ο Τζόλα είναι ο αγαπημένος όλων. Θα βάλει φαουλάρες στην Μπαρτσελόνα, την Άστον Βίλα, τη Λίβερπουλ, θα αφήσει άφωνους φίλους και εχθρούς με ένα φοβερό τακουνάκι με την Ίπσουιτς, θα ντριμπλάρει, θα ντριμπλάρει, θα ντριμπλάρει, θα σκοράρει με κάθε τρόπο, εκτός από το κεφάλι.
Ωστόσο, από το 2000 σταδιακά θα δει τη θέση του να αποδυναμώνεται. Οι Έιντουρ Γκούντγιονσεν, Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ παίρνουν προβάδισμα και χτίζουν μία φοβερή συνεργασία με κλειστά μάτια. Βέβαια, παρά τη λογική φθορά που επέφερε ο χρόνος, οι οπαδοί των «Μπλε» έσπευσαν στην αλλαγή του αιώνα να τον ψηφίσουν τον πιο αγαπημένο τους παίκτη στην ιστορία του συλλόγου. Ίσως να ακούγεται υπερβολικό για κάποιον που έμεινε εκεί επτά χρόνια και τα τρία τελευταία δεν ήταν αναντικατάστατος.
Αυτό που τους “έφτιαχνε” σε εκείνον ήταν το κάτι αναπάντεχο που είχε να τους προσφέρει. Κάτι που δεν είχαν μάθει να το έχουν στο παρελθόν. Οι απρόσμενες- εκτός πεπατημένης -κινήσεις του τους έκανε να εκστασιάζονται και να έχουν έναν ακόμα λόγο να πάνε στο γήπεδο. Εκείνος ο κοντός Ιταλός είχε γίνει ο ήρωας της Κυριακής τους.
Και δεν ήταν μόνο οι δικοί του οπαδοί. Αυτό το ξεσηκωτικό που είχε έπιανε και με τους… απέναντι, οι οποίοι ζήλευαν, επειδή δεν τον είχαν δικό τους. Σε σχετική ψηφοφορία του 2007, οι φίλαθλοι τον τοποθέτησαν μόλις στη δεύτερη θέση όλων των εποχών σε ένα top 10 σπουδαίων φαντεζί ντριμπλέρ που έπαιξαν στο Νησί. Ο μοναδικός που στάθηκε μπροστά του ήταν ο Τζορτζ Μπεστ.

Μάρτιος 2001: Ο Τζανφράνκο Τζόλα με τη φανέλα της Τσέλσι / Photo by: Eurokinissi (AP).
Καθώς το 2003 είχαν αφιχθεί ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς και μαζί το πλήρωμα του χρόνου για να φύγει, ο σύλλογος απέσυρε το «25». Μέχρι το 2023, οπότε ο Μοϊσές Καϊσέδο επικοινώνησε προσωπικά μαζί του και ζήτησε την άδειά του, κανείς δεν το είχε φορέσει για 20 χρόνια.
Στους Λαιστρυγόνες
Είχε φτάσει τα 37 χρόνια, μα ένιωθε πως ακόμη είχε κάμποσο ποδόσφαιρο μέσα του. Η Γη των Λαιστρυγώνων τον καλούσε πίσω. Του ζητούσε να την πατήσει, να την ιδρώσει, να την τιμήσει με λίγη από τη μαγεία του.
Φόρεσε τη φανέλα της Κάλιαρι το 2003 και το τέλος της σεζόν τούς βρήκε Πρωταθλητές πίσω στη Serie A. Μία ακόμα χρονιά θα έπαιζε και τέλος. Ένα τέλος βέβαια που ήρθε γεμάτο από εκείνο το δικό του μπρίο. Πώς θα μπορούσε να πει «αντίο» στο ποδόσφαιρο; Μα φυσικά με μία χορταστική ντομπλέτα απέναντι στη Γιουβέντους.
Καθώς έβγαζε τα εξάταπά του για πάντα, τα κιτάπια γέμιζαν με εκτελέσεις γκολ-φάουλ. Τα 20 που έβαλε στα ιταλικά γήπεδα τον αφήνουν πίσω μόνο από τους Πίρλο (26), Ντελ Πιέρο (22), Μπάτζο, Τότι (21). Μόνο που εκείνος μέτρησε και ακόμα 12 στην Αγγλία, όπου μόνο οι Μπέκαμ, Γουόρντ-Πράουζ (17) τον προσπερνούν.
Εάν τα αθροίσει όμως, τους αφήνει όλους πίσω και στις δύο χώρες, αποδεικνύοντας ότι εκείνες οι στιγμές με τον Μαραντόνα μόνο χαμένες δεν πήγαν.
Και όπως τον γούσταρε, όταν τον γνώρισε, ο Ντιεγκίτο, έτσι τον αποχαιρέτησε στο φινάλε και ο Ζινεντίν Ζιντάν, με τα λόγια του να αποτυπώνουν απόλυτα το μπαλαδόρικο μεγαλείο ενός μικρόσωμου γίγαντα:
«Ο Τζόλα έκανε το ποδόσφαιρο να μοιάζει σαν να χορεύει το νερό»…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η σιωπηλή τελειότητα του Αλεσάντρο Νέστα
Η μαγεία της μελαγχολίας του Ρομπέρτο Μπάτζο
Άλεξ Ντελ Πιέρο, ο «Pinturicchio»
Τα post-it του Τζιανλούκα Βιάλι
Αρίγκο Σάκι: Η γέννηση του «διαβόλου»
Φραντσέσκο Τότι: Το παραμύθι που λέμε στα παιδιά μας / Αρκούν όσοι καταλαβαίνουν (τον Φραντσέσκο Τόττι)