Ήμουν έξι χρόνων, όταν ο πατέρας μου με έγραψε στις ακαδημίες μπάσκετ του Περιστερίου.
Γεννημένος το 1987, τη χρονιά του Ευρωμπάσκετ με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, θυμάμαι τον εαυτό μου από μικρό παιδί με μια πορτοκαλί μπάλα στο χέρι.
Το Περιστέρι, από εκείνα τα χρόνια ακόμη, είχε μια πολύ καλή ακαδημία, μέσα στην οποία εγώ μεγάλωσα, εξελίχθηκα κι έφτασα σιγά-σιγά στα αγωνιστικά τμήματα, το Παιδικό και το Εφηβικό.
Κάπου εκεί, πλησιάζοντας στη Γ’ Λυκείου, έπρεπε να αποφασίσω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Τι θα σπουδάσω και με τι θα ασχοληθώ.
Το… μικρόβιο της γυμναστικής
Το μπάσκετ και οι προπονητές που είχα όλα αυτά τα χρόνια μού είχαν δώσει το πρώτο ερέθισμα και είναι αλήθεια πως με είχαν επηρεάσει να στραφώ προς το κομμάτι του αθλητισμού και της φυσικής αγωγής.
Από παιδί δηλαδή είχα το όνειρο να γίνω γυμναστής κι αυτό ωρίμαζε σιγά-σιγά μέσα μου, όσο συνειδητοποιούσα ότι δεν είχα το ταλέντο στο μπάσκετ που θα μου επέτρεπε να παίξω επαγγελματικά στην Α1 κατηγορία.
Έπαιξα λοιπόν για ένα διάστημα, όσο ήμουν φοιτητής, στο τοπικό Πρωτάθλημα με την Άμιλλα Περιστερίου και στη συνέχεια αποφάσισα να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στις σπουδές μου.
Στη Γυμναστική Ακαδημία πήρα δύο ειδικότητες: προπονητής μπάσκετ και Ολυμπιακές σπουδές.
Παράλληλα, δούλευα στο Περιστέρι και στην Άμιλλα ως προπονητής σε τμήματα των ακαδημιών. Από τότε θυμάμαι τον εαυτό μου να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ενδυνάμωση και τη φυσική κατάσταση των παιδιών.
Η αλήθεια είναι ότι η ενασχόλησή μου με το μπάσκετ, και ως παίκτης αλλά και ως προπονητής ακαδημιών, βοήθησε στην επαγγελματική μου εξέλιξη ως γυμναστής. Μου έδωσε πολύ γρήγορα κάποια βασικά εφόδια αλλά και μια πρώτη εμπειρία.
Κι έτσι, τελειώνοντας τη σχολή μου, αποφάσισα να ασχοληθώ αποκλειστικά με την εκγύμναση και την ατομική βελτίωση παικτών.
Ανοίγοντας… φτερά στο Περιστέρι
Χρωστάω πολλά στον Αργύρη Πεδουλάκη αλλά και τον Αντώνη Παπαδέλο, οι οποίοι, ως προπονητές τότε στο Περιστέρι, μου άνοιξαν την πόρτα της ομάδας και με επέλεξαν για γυμναστή.
Ο Αργύρης Πεδουλάκης είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ο οποίος προστατεύει τους συνεργάτες του και παράλληλα τους βοηθάει και τους εξελίσσει. Τους στηρίζει, είναι δίπλα τους και μπαίνει μπροστά σε οτιδήποτε κι αν συμβεί.
Είναι ο άνθρωπος που μου άνοιξε τα μάτια και μου έδωσε το ερέθισμα λέγοντάς μου «Νίκο, ξέρω πόσο αγαπάς το μπάσκετ, αλλά ο ρόλος του προπονητή δεν σου ταιριάζει, δεν είναι για σένα. Αν θες τη γνώμη μου, πιστεύω ότι είναι καλύτερο να ασχοληθείς με τη γυμναστική και την ενδυνάμωση, αφού το αγαπάς. Είναι κάτι που υστερούμε στην Ελλάδα. Με το διάβασμα και τη μελέτη, θα εξελιχθείς και θα γίνεις πολύ καλός. Το πιστεύω αυτό που σου λέω και παράλληλα πιστεύω σε σένα». Και όντως είχε δίκιο.
Η ατομική βελτίωση δεν ήταν κάτι διαδεδομένο εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα. Το ανέδειξε με την παρουσία του ο Κώστας Χατζηχρήστος. Άνοιξε δρόμους και ορίζοντες για νέα πράγματα. Μαζί του και ο Παναγιώτης Ζέρβας, ο οποίος έχει γράψει κι αυτός τη δική του ιστορία και είναι από τους καλύτερους γυμναστές ατομικής βελτίωσης στην Ελλάδα.
Οι δύο τους λοιπόν έδωσαν πολλά σε μας, τους νέους γυμναστές, έδωσαν το πρότυπο να ακολουθήσουμε και να γίνουμε όπως κι εκείνοι.
Έτσι, το 2010 ξεκίνησα δειλά-δειλά από τα γυναικεία τμήματα του Περιστερίου με τον κόουτς Παπαδέλο και, αφού κάναμε δύο πολύ καλές χρονιές με διακρίσεις και κύπελλα, με τράβηξαν στο αντρικό τμήμα, στην Α1 κατηγορία.
Εκεί είχα πολύ μεγάλη στήριξη και βοήθεια από τον επικεφαλής γυμναστή της ομάδας, τον Σωτήρη Γραικό. Πρώην παίκτης στο Περιστέρι και τις μικρές Εθνικές ομάδες και πλέον γυμναστής, είναι ο τρίτος άνθρωπος που δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό μου και την καρδιά μου.
Αυτοί οι τρεις, Πεδουλάκης, Παπαδέλος και Γραικός, είναι οι άνθρωποι που μου άνοιξαν τον δρόμο και με βοήθησαν στα πρώτα μου βήματα.
Συνέχισα στο Περιστέρι με τον Δημήτρη Κουστένη, ο οποίος και αυτός με στήριξε, και μετά ήρθε ο Βαγγέλης Ζιάγκος, ο οποίος μου έδωσε την ευκαιρία να μπω σε μια πολύ μεγάλη ομάδα, την ΑΕΚ.
Μια δύσκολη αλλά και δημιουργική περίοδος
Με τον κόουτς Ζιάγκο είχαμε γνωριστεί σε κάποια προπονητικά καμπ που έκανε τότε. Θυμάμαι ακόμη εκείνο το μεσημέρι πολλά χρόνια πριν, στο 2014, όταν με πήρε τηλέφωνο. Μου ζήτησε να συναντηθούμε, να μιλήσουμε και μου έκανε την πρόταση να είμαι μαζί του στην ΑΕΚ.
Πράγματι, ήταν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για μένα. Ωστόσο, ερχόταν σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για την οικογένειά μου, καθώς ο πατέρας μου νοσηλευόταν πολύ άρρωστος στο νοσοκομείο. Ήταν μια κατάσταση δυστυχώς χωρίς επιστροφή.
Είπα στον κόουτς Ζιάγκο ότι θέλω πολύ να δουλέψουμε μαζί, αλλά δεν θα μπορέσω να είμαι στην προετοιμασία, γιατί θέλω να είμαι κοντά στον πατέρα μου. «Πάρε όση άδεια θέλεις. Μείνει κοντά του. Εγώ πιστεύω σε σένα, πάρε τον χρόνο σου κι εμείς είμαστε εδώ, σε περιμένουμε», μου είπε προς τιμήν του και είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο ανθρώπινα μου φέρθηκε, μου έδωσε τον χρόνο να ηρεμήσω, να μείνω ένα διάστημα εκτός, γιατί λίγο μετά ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή και σίγουρα ήταν μια περίοδος που δεν είχα το μυαλό να δουλέψω όπως έπρεπε. Και πραγματικά η ομάδα πήγε στην προετοιμασία με τον τότε συνεργάτη μου, τον Νίκο Αλεξίου.
Όταν η συνεργασία του Ζιάγκου με την ΑΕΚ ολοκληρώθηκε, μου είπε ότι εγώ θα μείνω στην ομάδα, γιατί το έχω κερδίσει με τη δουλειά μου.
Έτσι, είχα την ευκαιρία να συνεχίσω και να μάθω πολλά στο πλευρό ενός πολύ μεγάλου προπονητή, του Ντράγκαν Σάκοτα. Η αλήθεια είναι ότι την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ένιωσα δέος. Δεν ήταν και λίγο, τον έβλεπα μικρό παιδάκι να είναι προπονητής σε μεγάλες ομάδες και τώρα ήμουν συνεργάτης του.
Η πρώτη μας επαφή ήταν μια τυπική χειραψία. Οι άμεσοι συνεργάτες του ήταν ο Νίκος Δημητρίου, ένας εκπληκτικός άνθρωπος που δυστυχώς έφυγε πρόωρα από τη ζωή, και ο Άγγελος Κορωνιός. Με έπιασαν από την πρώτη στιγμή και μου είπαν «μην έχεις άγχος, Νίκο. Να είσαι ο εαυτός σου και να κάνεις τη δουλειά σου».
Πράγματι, ο Σάκοτα με εμπιστεύτηκε. Με φώναξε στο γραφείο του και, με αυτόν τον αργό και επιβλητικό τόνο της φωνής του, μου είπε χωρίς περιστροφές, ορθά-κοφτά, τι θέλει από εμένα, τις απαιτήσεις που έχει. Έκτοτε, δεν έκανε καμία παρέμβαση στο κομμάτι της εκγύμνασης.
Ήταν μια δύσκολη και απαιτητική σεζόν, η οποία όμως εξελίχθηκε καλά. Μπήκαν οι βάσεις για μια εξαιρετική τριετία για την ΑΕΚ, ενός κύκλου που ολοκληρώθηκε με το Champions League και το Διηπειρωτικό.
Το δίλλημα
Είχε έρθει για μένα η ώρα το αποφάσεων. Έπρεπε να διαλέξω αν θα συνεχίσω σε ομάδες ή αν θα ανοίξω τον δικό μου χώρο, αρχίζοντας να δουλεύω με παίκτες σε ατομικό επίπεδο πια.
Δεν ήταν μια δύσκολη απόφαση, ομολογώ. Ήταν δύο πράγματα ξεχωριστά που δεν μπορούσαν να συνδυαστούν, αν ήθελα να είμαι καλός σε αυτό που κάνω, κι έτσι ανάμεσα στην ομάδα και το γυμναστήριο επέλεξα το δεύτερο.
Είναι μια εντελώς διαφορετική δουλειά σε σχέση με ό,τι έκανα μέχρι τότε στους συλλόγους. Μια ομάδα αποτελείται από 14-15 παίκτες, αλλά πρακτικά δεν μπορεί να έχει έξι-επτά γυμναστές. Είναι ένας για όλους.
Δεν έχουν όμως όλοι οι αθλητές τις ίδιες ανάγκες στο κομμάτι της εκγύμνασης. Συνεπώς, δεν έχεις εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα να ασχοληθείς με όλους το ίδιο.
Επιπλέον, δεν είναι εύκολο να έχεις βαθιά προσωπική επαφή με τον καθένα. Χάνεις την επικοινωνία και τη σύνδεση, με αποτέλεσμα να χάνεις πράγματα και εσύ και ο αθλητής.
Αντίθετα, στην ατομική εκγύμναση είσαι συνέχεια με τον παίκτη σου. Επικοινωνείς, γνωρίζεστε καλύτερα, βλέπεις καθαρά τα θετικά του και τα αρνητικά του στοιχεία και δουλεύεις πάνω σ’ αυτά.
Κυρίως όμως μιλάς μαζί του, μπορείς -ειδικά στους νεότερους- να “δουλέψεις” ακόμα και στον χαρακτήρα τους, γιατί η αλήθεια είναι πλέον ότι, με τον ανταγωνισμό που υπάρχει, δεν αρκεί να είσαι καλός παίκτης και να έχεις ταλέντο, αλλά μετράει σε μεγάλο βαθμό και το πνευματικό κομμάτι. Το πόσο έτοιμος είσαι να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις.
Είναι πολλά πράγματα που πρέπει να συνδυαστούν για να δώσουν το καλύτερο αποτέλεσμα.
Ξεκίνησα λοιπόν σιγά-σιγά να δουλεύω στον δικό μου χώρο στο Περιστέρι και μέσα από τη δουλειά ο ένας παίκτης μετά τον άλλον έρχονταν κοντά μου.
Ήταν σημαντικό για μένα ότι ήδη είχα δουλέψει στο Περιστέρι και την ΑΕΚ, είχα μια βάση δηλαδή από την οποία ξεκίνησα και, παρότι νέος, είχα μια σχετική εμπειρία, δουλεύοντας σε υψηλό επίπεδο.
Το μυστικό της επιτυχίας
Νιώθω πολύ τυχερός, γιατί όλοι οι αθλητές που έχω συνεργαστεί μέχρι τώρα στο τοπ επίπεδο δεν είναι μόνο επαγγελματίες στο αθλητικό κομμάτι αλλά και πολύ καλά παιδιά.
Όταν ένας αθλητής είναι καλός χαρακτήρας, η δική μου δουλειά γίνεται πιο εύκολη, γιατί είναι δεκτικός σε όσα του λες.
Η επιτυχία απαιτεί πολλή δουλειά, όχι μόνο από τον αθλητή αλλά και από μένα: πολλή υπομονή, προσαρμογή στο δικό του πρόγραμμα και διάβασμα πάνω στις ανάγκες του, για να φτιάξουμε το πιο σωστό πρόγραμμα ώστε να βγει το καλύτερο αποτέλεσμα.
Με όλους τους παίκτες που έχω συνεργαστεί κάνω πρώτα μια συζήτηση. Η επικοινωνία είναι πολύ σημαντική. Τους εξηγώ τι μπορώ να τους δώσω, τι μπορώ να προσφέρω στη βελτίωσή τους.
Η συζήτηση και η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι το παν σε μια καλή συνεργασία.
Ο αθλητής πρέπει να καταλάβει γιατί έρχεται και τι πρέπει να πετύχουμε. Μέσα από τη δουλειά, είναι φυσιολογικό να έρθει στη συνέχεια και μια πιο στενή προσωπική επαφή, κάτι φυσιολογικό από ένα σημείο και μετά, καθώς περνάμε πολλές ώρες καθημερινά μαζί.
Οι μεγάλοι και φτασμένοι αθλητές ξέρουν σίγουρα τι θέλουν. Οι μικρότεροι σε ηλικία είναι πιο ενθουσιώδεις, έρχονται και σου λένε για παράδειγμα «θέλω σε έναν μήνα να καρφώνω με τα δύο χέρια», «θέλω να γίνω γρήγορος σαν τον Τολιόπουλο» ή «θέλω να γίνω σαν τον Ναν».
Εκεί τους προσγειώνεις. Αυτό που τους εξηγώ είναι ότι δεν είμαι Θεός, τίποτα δεν γίνεται με μαγικό τρόπο. «Θα προσπαθήσουμε, θα δουλέψουμε και θα βελτιωθούμε», τους λέω . Δεν γίνεται να έχεις άλμα δέκα πόντους κι εγώ να στο κάνω ένα μέτρο!
Η… ποδοσφαιρική πρόκληση
Άλλωστε, από άθλημα σε άθλημα η ατομική εκγύμναση διαφέρει. Άλλα χαρακτηριστικά έχει ο ποδοσφαιριστής, άλλα ο μπασκετμπολίστας κι άλλα ο βολεϊμπολίστας.
Ήταν λοιπόν πολύ μεγάλο βήμα για μένα το γεγονός ότι μπήκα και στο ποδόσφαιρο. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί ο πρώτος που με εμπιστεύτηκε ήταν ένας αθλητής πολύ υψηλού επιπέδου και παράλληλα εξαιρετικό παιδί, ο Μπάμπης Λυκογιάννης, ο οποίος αγωνίζεται στην Ιταλία.
Ομολογώ ότι έριξα πολύ διάβασμα για να ανταποκριθώ στην πρόκληση. Και αυτό, γιατί το ποδόσφαιρο έχει άλλες απαιτήσεις. Πρώτο και βασικό οι διαστάσεις του γηπέδου! Στο μπάσκετ κινείσαι σε λίγα τετραγωνικά, στο ποδόσφαιρο σε πολύ μεγαλύτερο χώρο. Χρειάζονται άλλα πράγματα λοιπόν, όπως για παράδειγμα λιγότερα άλματα και περισσότερα σπριντ.
Η γυμναστική είναι μία, αλλά οι απαιτήσεις του κάθε αθλήματος -και από κει και πέρα του κάθε αθλητή- είναι διαφορετικές. Άρα και διαφορετικός ο τρόπος που θα χρησιμοποιήσεις το σώμα του αθλητή στη δουλειά.
Αυτό που έκανα λοιπόν πρώτα απ’ όλα ήταν να δω πολλούς αγώνες του Μπάμπη, να καταγράψω πράγματα και στη συνέχεια να διαβάσω πολύ, ώστε να προσαρμόσω τη γυμναστική που έπρεπε να κάνει στις δικές του ανάγκες.
Δουλέψαμε πολύ ατομικά, έξτρα από την ομάδα, και μέσα από αυτή τη δουλειά θεωρώ ότι βελτιώθηκε και τελικά ξεχώρισε!
Ο ρόλος του ίντερνετ και των ΜΚΔ
Η πληροφορία γύρω από την εκγύμναση και την ατομική βελτίωση είναι πλέον σε αφθονία στο ίντερνετ. Πολλά βίντεο, ασκήσεις, τρόποι να γίνεις καλύτερος “εύκολα”, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Πώς θα γίνεις ταχύτερος, πώς θα πηδάς ψηλότερα.
Θεωρώ πως όλοι οι συνάδελφοί μου θα συμφωνήσουν σε αυτό που θα πω κι εγώ: δεν είναι κακό που υπάρχουν όλες αυτές οι πληροφορίες διαθέσιμες για όλους, το κακό σε όλο αυτό είναι ότι μπορεί πολύ εύκολα να σε μπερδέψει.
Και αυτό, γιατί δεν είναι όλα για όλους. Δεν ξέρεις, αν δεν έχεις την ειδική γνώση, τι ταιριάζει στο κορμί σου, τι αντέχεις μυοσκελετικά, αν μια άσκηση μπορεί να σε βελτιώσει πραγματικά (αν και εφόσον φυσικά την εκτελέσεις σωστά) ή να σου φέρει κάποιον τραυματισμό! Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Θέλει λοιπόν αρκετή μελέτη για να δούμε αν ταιριάζει σε μας.
Ο απολογισμός, το μέλλον, οι άνθρωποι
Ξεκίνησα να κάνω αυτή τη δουλειά πολύ μικρός. Κάθε μέρα ευχαριστώ τον πατέρα μου και τη μητέρα μου που με παρότρυναν καθημερινά να προσπαθώ. «Διάβαζε, ασχολήσου με αυτό που θέλεις και, αν το αγαπάς πραγματικά, θα πετύχεις», μου έλεγαν και οι δύο.
Δεν ξέρω αν το έχω καταφέρει, αλλά προσπαθώ καθημερινά. Και είμαι χαρούμενος, όταν βλέπω την ικανοποίηση στο πρόσωπο των αθλητών μου μετά από μια σκληρή προπόνηση και τη βελτίωση που μου λένε κι εκείνοι ότι αισθάνονται στο σώμα τους με την καθημερινή δουλειά.
Προσπαθώ καθημερινά να εξελίσσομαι, να γίνομαι καλύτερος γυμναστής αλλά και άνθρωπος. Και αισθάνομαι τυχερός που έχω δίπλα μου ανθρώπους που τους εμπιστεύομαι και με βοηθούν, λέγοντάς μου όχι μόνο τα θετικά αλλά και τα αρνητικά.
Από την πρώτη μου μέρα στη δουλειά, για παράδειγμα, έχω δίπλα μου την αδελφή μου, τη Θεοδώρα, που με στηρίζει αλλά και με “μαλώνει”, εκεί που χρειάζεται.
Έχω δίπλα μου τη γυναίκα μου, την Ηλιάνα, η οποία είναι πάντα εκεί για τα παιδιά μας και καταλαβαίνει πόσες ώρες ενασχόλησης απαιτεί η δουλειά που κάνω.
Έχω δίπλα μου τη μητέρα μου φυσικά, στήριγμά μας στην οικογένεια μετά τον θάνατο του πατέρα μου.
Και τέλος, έχω δίπλα μου την Ευαγγελία Θεοδωρακοπούλου, τον άνθρωπο που είναι το δεξί μου χέρι στη δουλειά εδώ και πολλά χρόνια. Δεν έχει φύγει από δίπλα μου ούτε μια στιγμή και σίγουρα έχει πολλή υπομονή, για να είμαστε μαζί τόσα χρόνια!
Δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον, λένε ότι, όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει. Ένα πράγμα θέλω, να έχουμε υγεία και να “φτιάχνουμε” καλύτερους αθλητές και καλύτερους ανθρώπους. Μάλιστα, στη σημερινή εποχή το δεύτερο ίσως να είναι πιο σημαντικό και απαραίτητο.
Ο Νίκος Γλεντής είναι γυμναστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κώστας Χατζηχρήστος: Στον πλανήτη των γυμναστών
Αντώνης Σαριόγλου: Ταξίδι στο Κέντρο της Γης
Παναγιώτης Βούλγαρης: Γυμναστής Τριών Ηπείρων
Δημήτρης Μπουρουτζήκας: 33 χρόνια, μία ανάσα