Συναντώ ανθρώπους που μου λένε «ήμουν ταλέντο, αλλά σταμάτησα γιατί τσακώθηκα με τον προπονητή, τον πρόεδρο και δεν μου έδιναν το δελτίο μου…».
Αυτό, βεβαίως, με άλλες συνθήκες, θα συνέβαινε και σε έναν επαγγελματία. Έχω έρθει σε επαφή με αθλητές με απίστευτα σωματικά και διανοητικά προσόντα, οι οποίοι έκαναν πράγματα -δουλεύοντας τα με ελάχιστες επαναλήψεις- αδιανόητα.
Δεν κατόρθωσαν ποτέ, όμως, να παίξουν σε αυτό το επίπεδο ή και σε υψηλότερο ή να διατηρηθούν εκεί για πολλά χρόνια.
Στην Ελλάδα, το ταλέντο είναι θαρρεί κανείς για μία ζωή. «Αυτός είναι ταλέντο», «αυτός ήταν ταλέντο». Έτσι δεν λένε διαρκώς; Το ακούμε συνεχώς.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο πρωταθλητισμός απαιτεί από όλους το 100%, κάθε μέρα, αν επιθυμείς να πετύχεις.
Κανένας δεν θυμάται τι έκανες πριν, στο εφηβικό, ή τι πέτυχες στις «μικρές» Εθνικές ομάδες. Σκόραρα στην Α2, σε ηλικία 20 ετών, 36 πόντους. Ήταν ρεκόρ καριέρας και δεν έβαλα ποτέ ξανά τόσους.
Δεν μπορώ να πληρώνομαι για μία ζωή αυτό το ρεκόρ…
Μπορείς να έχεις οποία γνώμη θέλεις για τον εαυτό σου, όμως είσαι ό,τι παίζεις σήμερα στην προπόνηση.
Το να είσαι κάθε μέρα στο 100% είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Μόνο έτσι επιβεβαιώνεις τις δεξιότητες σου, τις κατοχυρώνεις και μπορείς να «χτίσεις» πάνω σε αυτές νέες, για τη βελτίωση σου.
Παρατηρώ αθλητές που μένουν στάσιμοι για πολλά χρόνια, ενώ έχουν τις δυνατότητες για το κάτι παραπάνω. Δεν γνωρίζουν πώς μπορούν να αλλάξουν κάτι. Δεν είναι κατακριτέο, διότι για να πετύχεις και να γίνεις πρωταθλητής, πρέπει να διαθέτεις και να προσφέρεις όλο το «πακέτο».
Επίσης, πολλοί παίκτες ισχυρίζονται τη μία σεζόν ότι έφταιγε ο προπονητής, την επόμενη πως φταίνε οι συμπαίκτες τους και την τρίτη ότι ευθύνεται η ομάδα… Τον τέταρτο χρόνο απλώς γίνεται αντιληπτό ότι δεν κάνουν για αυτό το επίπεδο. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες στον πρωταθλητισμό. Η ομάδα είναι πάντα το μέσο για να δείξεις τη δουλειά σου. Δεν έχει την υποχρέωση να σε κάνει να φανείς αυτός που πιστεύεις ότι θα γίνεις.
Στο μπάσκετ μπορείς να τρως ό,τι θες, να πίνεις ό,τι θες και να υιοθετείς όποιο lifestyle επιθυμείς, αρκεί να παίζεις καλά. Δεν είναι τίποτα κατακριτέο ούτε υπάρχει εγχειρίδιο με οδηγίες για το πώς θα πετύχεις και πώς θα γίνεις πρωταθλητής για χρόνια.
Το μόνο manual που υφίσταται είναι ότι πρέπει να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου κάθε μέρα. Είναι το μόνο κριτήριο.
Είσαι, απλώς, όσο καλός ήσουν στην προπόνηση της ημέρας που πέρασε ή στον τελευταίο αγώνα.
Ο πρωταθλητισμός και το ανώτατο επίπεδο χρειάζονται θυσίες.
Για μένα, ωστόσο, δεν υπήρχε καμία θυσία. Αυτά τα 40 λεπτά κάθε Τετάρτη και Σάββατο ήταν όλη μου η ζωή. Το μόνο που με ενδιέφερε είναι πόσο καλά θα παίξω για την ομάδα και μόλις τελείωναν άρχιζα να σκέφτομαι τα επόμενα. Μπορούσα να κάνω όλη μέρα προπόνηση γι’ αυτό.
Οι περισσότεροι αθλητές δεν αντέχουν την πίεση, την προπόνηση, τις απαιτήσεις του κόσμου και υπάρχουν δικαιολογίες για πολλά πράγματα.
Στον πρωταθλητισμό, όμως, αυτά δεν ισχύουν. Αν θέλεις να κάνεις κάτι, το μοναδικό πράγμα που δεν μπορείς να ελέγξεις είναι οι τραυματισμοί… Οτιδήποτε άλλο μπορείς να το αλλάξεις, να το διαμορφώσεις και φυσικά να το βελτιώσεις.
Έχω προσωπικό γυμναστή από τα 19 μου και αυτό δεν μου το είπε ή επέβαλλε κανένας. Διαπίστωσα, τότε, πως μένω στάσιμος και έπρεπε να κάνω κάτι για να το αλλάξω. Το ίδιο συνέβη και με την διατροφή μου.
Δεν απαίτησε κανένας από εμένα να αποκτήσω και να έχω αυτή τη ρουτίνα. Το επέλεξα μόνο γιατί ήθελα να παίζω στα όριά μου, σε κάθε μέρα και σε κάθε ματς.
Το πρωί πριν από κάθε αγώνα είχα μία ρουτίνα 30 λεπτών σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Στην άμμο, στην άσφαλτο, σε ένα πάρκο, όπου βρισκόμουν πριν από το ματς.
Το ίδιο ακολουθούσα και κάθε φορά που αγωνιζόμουν λιγότερο από 15 λεπτά. Έκανα κάτι και την ίδια μέρα και το επόμενο πρωί.
Δεν υπήρχε, ουσιαστικά, ρεπό. Κάθε καλοκαίρι έκανα διπλές προπονήσεις δίχως να μου ζητήσει η εκάστοτε ομάδα ή ο κάθε προπονητής, πολλές φορές χωρίς να γνωρίζω ποτέ και τι συμβόλαιο θα υπογράψω.
Ήταν η προσωπική δέσμευση με τον εαυτό μου ώστε να πετύχω τους δικούς μου στόχους. Ήταν προσωπική ανάγκη το να τα καταφέρω.
Το να είσαι ταλέντο, το να φτάσεις στα όριά σου, είναι αυτό που μετρά. Στο NBDL έχω συναντήσει ασύλληπτα ταλέντα, αθλητές που τους κοιτάς και απορείς γιατί δεν παίζουν στο ΝΒΑ.
Η απάντηση είναι, όμως, απλή. Δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε ένα ομαδικό σύνολο και να βάλουν το «εγώ» τους κάτω από το «εμείς».
Έχω δει τους ίδιους να μην μπορούν να κατανοήσουν τα συστήματα και τους ενδιαφέρει να βγουν και να πιούν. Τους βλέπεις να αργούν στην προπόνηση και καμία ομάδα ή συμπαίκτες δεν το δέχονται αυτό, συστηματικά.
Είναι οι παίκτες που ονειρεύτηκαν το lifestyle του μπασκετμπολίστα και όχι την ουσία, που είναι να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου, κάθε μέρα.
Στο μπάσκετ, έχεις την απόλυτη ευθύνη για το τι θα γίνεις και πού θα φτάσεις.
Αν επιλέξεις τον δρόμο του πρωταθλητισμού κάθε μέρα είναι δύσκολη και οι λύπες είναι περισσότερες από τις χαρές. Θα δουλεύεις κάθε μέρα για να χαρείς με μία επιτυχία και θα πρέπει να το αντέχεις αυτό. Η αδικία, επίσης, είναι κανόνας. Το να αντέξεις και σωματικά και ψυχολογικά είναι αυτό που πρέπει να αποδείξεις και πρώτα απ’ όλα στον ίδιο σου τον εαυτό.
Στα ατομικά αθλήματα όπως το τένις, οι αθλητές έχουν πίσω τους ένα ολόκληρο γκρουπ ανθρώπων που τους βοηθούν να φτάσουν στους στόχους τους. Στα ομαδικά σπορ είναι ταμπού να έχεις αθλητικό ψυχολόγο, διατροφολόγο ή γυμναστή και ίσως και κάποιον ατομικό προπονητή μπάσκετ.
Η πλειονότητα των παικτών μένει στάσιμη. Στο μπάσκετ, όπως και στη ζωή, αν δεν κάνεις κάτι για να βελτιώνεσαι, δεν μένεις απλώς στάσιμος, αλλά γίνεσαι χειρότερος.
Από τότε που ξεκίνησα την καριέρα μου, βλέπω όλο και περισσότερα παιδιά που αναζητούν ειδικούς για να τους κάνουν καλύτερους, συστηματικά. Αυτό είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό.
Τα τελευταία χρόνια, ο προσωπικός γυμναστής έγινε κανόνας για το καλοκαίρι. Ως τα τέλη της δεκαετίας του ’90 οι περισσότεροι έκαναν διακοπές τρεις μήνες και περίμεναν την προετοιμασία του Αυγούστου για να βελτιωθούν και να βρουν την φόρμα τους.
Τώρα, οι κόουτς απαιτούν από τους παίκτες να παρουσιαστούν έτοιμοι στην προετοιμασία, έχοντας σχεδόν και αγωνιστικό ρυθμό και να μην διαθέτουν περιττά κιλά.
Είναι απίστευτα δύσκολο να καταφέρεις να γίνεις πρωταθλητής και να διατηρηθείς σε υψηλό επίπεδο για πολλά χρόνια. Αυτό είναι για λίγους. Διαφορετικά, θα το έκαναν και θα το πετύχαιναν όλοι όσοι πιάνουν μια μπάλα στα χέρια τους.
Μέχρι το 2000 διάβαζα εφημερίδες, με την περιέργεια να δω τι έχουν γράψει για μένα και την απόδοσή μου. Όταν ξεκίνησαν οι αρνητικές κριτικές, κατάλαβα ότι το μόνο πεδίο βελτίωσης είναι το γήπεδο, η προπόνηση κάθε μέρα και ο κάθε αγώνας.
Είναι η προσωπική δουλειά που βάζω εντός κι εκτός γηπέδου και έκτοτε σταμάτησα να διαβάζω για το πώς έπαιξα.
Τα κριτήριά μου ήταν πόσο πιο γρήγορος, πιο αλτικός, πιο δυνατός και πιο εύστοχος θα μπορούσα να γίνω. Αντί για την εφημερίδα, άρχισα να έχω μέτρο σύγκρισης το χρονόμετρο, τα στατιστικά, μία νέα κίνηση που δεν είχα ως τότε.
Κανένας δεν μπορεί ποτέ να σου πει τι και ποιος θα γίνεις.
Τα μόνα όρια που βάζουμε είναι αυτά που θέτουμε εμείς στον εαυτό μας. Ποτέ δεν άκουσα σε αυτό τον τομέα τι μου είπαν.
Μέχρι τα 19 μου άκουγα τι έλεγαν για μένα. Από τότε κι έπειτα, πήρα την κατάσταση στα χέρια μου και αποφάσισα να γίνω αυτό που σκέφτομαι εγώ και όχι εκείνο που σκέφτονται, προβλέπουν ή «ευελπιστούν» με δυσπιστία κάποιοι άλλοι.
Δεν πρέπει πάντως, να κρίνουμε κανένα κακοπροαίρετα αν δεν κατόρθωσε να παίξει στο επίπεδο του ταλέντου του.
Όσο ταλέντο κι αν έχεις, το υψηλό επίπεδο είναι για λίγους. Είναι για εκείνους που τα καταφέρνουν και γίνονται παράδειγμα για όλους τους υπόλοιπους.
Για όσους δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, δεν πρέπει να υπάρχει κριτική. Όπως δεν πρέπει να υπάρχει η αντίθετη αντιμετώπιση και για τους overachievers που ξεπέρασαν τα όριά τους ενάντια σε κάθε προκατάληψη και έφτασαν εκεί που κανένας δεν φανταζόταν για εκείνους.
Οι άνθρωποι που έχουμε κοντά μας, όπως οι γονείς μας, ο ατζέντης μας, μπορούν συχνά να μας κάνουν περισσότερο κακό…
Έχω ακούσει γονείς να λένε πως «όταν ο γιος μου θα τελειώσει το εφηβικό, θα πάρει 100 ή 200 χιλιάρικα». Είναι το ίδιο παιδί που κάποιες φορές δεν μπορεί να σταθεί ούτε στη Γ΄ Εθνική.
Όπως και παιδιά που στα 18 τους πήγαν στην Αμερική, σε ένα πανεπιστήμιο, με σκοπό να γίνουν ντραφτ. Επιστρέφοντας, το πιο υψηλό επίπεδο που στάθηκαν ήταν η ελληνική Α2…
Το αμερικανικό μότο, το «sky is the limit» (=«ο ουρανός είναι το όριο, το “ταβάνι”»), είναι κανόνας για όλους.
Όταν δεν τα καταφέρνεις, δεν πρέπει να σε κατηγορήσει κανένας. Απλώς, αν πραγματικά θέλεις να γίνεις πρωταθλητής, θα πρέπει να «στύψεις» το μυαλό και το σώμα σου όσο δεν έχεις φανταστεί.
Όχι επειδή το γράφει ένα βιβλίο ή σου το είπε κάποιος. Θα το πετύχεις μόνο αν πραγματικά νιώσεις πως αυτό πρέπει να κάνεις κάθε μέρα, για να πετύχεις τους στόχους που θέτεις. Πάντοτε έκανα στο παρκέ περισσότερα από όσα έλεγα πως θα κάνω.
Το «ball don’t lie» (=«η μπάλα δεν λέει ψέματα»), επίσης των Αμερικανών, είναι κάτι αληθινό. Το ταλέντο το αναγνωρίζουν μέσα στο γήπεδο και του δίνουν χώρο.
Αν είναι να παίξεις, θα παίξεις γιατί έχεις όλο το «πακέτο» και δουλεύεις σκληρά και όχι επειδή έχεις μία «ταμπέλα» από μικρή ηλικία, στο ύψος της οποίας πρέπει να σταθείς.
Έχουν υπάρξει αθλητές που ξεπέρασαν μεν το ύψος της ή έβαλαν έναν χαρακτηρισμό στον εαυτό τους. Μία «ταμπέλα» που δεν υπήρχε πουθενά ή δεν την είχε δώσει κανένας.
Το «αιώνιο ταλέντο», ωστόσο, είναι μάλλον χειρότερο από το καθόλου ταλέντο…
Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης είναι παλαίμαχος διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν πρόεδρος του Π.Σ.Α.Κ..
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Κυνήγησε το όνειρό σου» / «Ψυχοθεραπεία» / «Το Μπάσκετ Δεν Τελειώνει» / «Ευκαιρία για αλλαγή» / «Όταν σβήνουν τα φώτα» / «Πώς χρεοκοπούν οι αθλητές» / «Το lockdown σκοτώνει το μπάσκετ» / «ΝΒΑ ντραφτ σημαίνει ευκαιρία» / «Τα δύο πρόσωπα της Ευρωλίγκας» / «Ο αθλητισμός που θέλουμε» / «Ιδέες από και για το μέλλον» / «Πρόεδρος για μία μέρα»
Αντώνης Ασημακόπουλος: «Κάντε ησυχία, παίζω μπάσκετ» / Βαγγέλης Μάγειρας: «Άλμα πάνω από τη μάντρα»
Νίκος Κεραμέας: «Γονείς, μη βιάζεστε» / Ευθύμης Ρεντζιάς: «Πρεσβευτής, αλλά μόνιμα στο… θρανίο»
Νίκος Ντούγιας: «Η επιβράβευση του Μαντζούκα» / Βαγγέλης Τζόλος: Ο ξεχωριστός Αλεκσέι Ποκουσέφσκι
Εβίνα Μάλτση: «Από τη Γουμένισσα στο Γκάρντεν» / Ζήσης Σαρικόπουλος: «Αφοσίωση»