Πολλές φορές έχουμε την τάση να μεγαλοποιούμε κάποια πράγματα.
Να τα κάνουμε λίγο πιο τραγικά.
Όπως το «έχω πέσει θύμα bullying».
Κάποια πράγματα είναι τραβηγμένα, γενικότερα.
Όταν αγωνιζόμουν στο Ρέθυμνο, είχαμε κάνει μία εξαιρετική εκστρατεία κατά του εκφοβισμού.
Υπήρχαν καταρτισμένοι ομιλητές, όπως ψυχολόγοι, και σε συζητήσεις μαζί τους, μας έλεγαν ότι οι γονείς δεν πρέπει να αντιδρούν ακραία.
Συχνά, εκείνοι συμπεριφέρονται υπερβολικά, σαν να έγινε κάτι τρομακτικό.
Εκτός, βεβαίως, αν είναι μία περίπτωση μη αναστρέψιμη.
Αν έχει φτάσει στα τελικά στάδια και, φυσικά, στη βία…
Πέρα από αυτό, αν σε ένα παιδί εμφανίσεις αυτό το θέμα ως κάτι τεράστιο, όσο είναι ακόμη μικρό και όχι στην εφηβεία στην οποία μπορεί να αντιληφθεί κάποια πράγματα αλλιώς, το ίδιο το παιδί το μεγαλοποιεί.
Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί γίνεται πολύ ευαίσθητο σε οποιαδήποτε μορφή bullying -ή που πιστεύει λανθασμένα ότι είναι bullying- συναντήσει μεγαλώνοντας.
Και μπορεί το παραμικρό να το πειράζει, σε βαθμό που δεν θα το πείραζε αλλιώς.
Στα μέσα Ιουλίου 2019, ήμουν προσκεκλημένος στην ακαδημία της South Basketball, στον Άλιμο.
Οι διοργανωτές είχαν την εξαιρετική ιδέα να αναδείξουν την ιδέα της αντίστασης στα αρνητικά φαινόμενα της νεολαίας, μέσω της κοινωνικής δράσης.
Το σύνθημά τους ήταν το: «#PESΟΧΙ στο Bullying» και εκτός από μπάσκετ, κλήθηκα να μιλήσω στα παιδιά για μια σκοτεινή πλευρά της κοινωνικής συναναστροφής.
Επισήμανα ότι ακόμη και προς φίλους, ένα πείραγμα 1-2 φορές μπορεί να είναι πλάκα, όμως τα αστεία έχουν και τα όριά τους.
Ο καθένας πρέπει να σέβεται τον διπλανό του και, αν του συμβεί ένα περιστατικό εκφοβισμού, δεν χρειάζεται να νιώσει κατώτερος ή να πιστεύει ότι άλλοι αξίζουν περισσότερο από τον ίδιο.
Η δική μου εμπειρία σε μία μορφή bullying ήταν στο σχολείο, στο μάθημα της γυμναστικής.
Στο δημοτικό, στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, από όπου κατάγομαι.
Κάναμε το συγκεκριμένο μάθημα δύο τάξεις μαζί και το παιχνίδι έγινε πεδίο αντιπαράθεσης “μεγάλου και μικρού”.
Ακούσαμε από τα μεγαλύτερα παιδιά ατάκες τύπου «παλιομικρά, τι νομίζετε, ότι είστε καλύτερα;» και σχεδόν ήρθαμε στα χέρια.
Ήμουν εκείνος που άκουσε τα περισσότερα, όμως ευτυχώς δεν ήμουν μόνος μου και το θέμα έληξε σχετικά ήρεμα.
Οι φίλοι μου αντέδρασαν για μένα.
Φαντάζομαι ότι, αν ήμουν μόνος και είχα “φάει μερικές ψιλές”, πηγαίνοντας σπίτι μου, θα είχε γίνει θέμα.
Ακόμη κι αν είχε γίνει έτσι, ωστόσο βασικό θέμα είναι η αντιμετώπιση και η αντίδραση του γονέα.
Το φαινόμενο του bullying μπορεί να παρατηρηθεί και στα σπορ.
Κάτι που απαιτεί αντανακλαστικά και από προπονητές και δασκάλους.
Ωστόσο, σημαντικό κομμάτι είναι η συμπεριφορά των γονέων, ώστε να επιτευχθεί η πρόληψη οποιουδήποτε φαινομένου εκφοβισμού.
Οι γονείς δεν πρέπει να προσπαθούν να κάνουν τα παιδιά τους να αισθάνονται μειονεκτικά σε περιπτώσεις bullying.
Γιατί τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι κάτι είναι λάθος και συχνά κλείνονται περισσότερο στους εαυτούς τους…
Δυστυχώς, υπάρχουν γονείς που, στην υποψία εκφοβισμού, ωθούν τα παιδιά τους στο αντίθετο άκρο.
Τα “σπρώχνουν” στην επιθετική συμπεριφορά.
Με την εσωτερική δικαιολογία να μην δημιουργήσουν μία νοοτροπία ηττοπαθούς αντίδρασης στο παιδί…
Είναι τραγική η συχνή προτροπή του “μάτσο” μπαμπά στο παιδί, κυρίως στον γιο, η οποία συμπυκνώνεται στο: «Τι μου το λες ότι σε χτύπησε ο τάδε; Την επόμενη φορά να τον χτυπήσεις κι εσύ»!
Το υπονοούμενο τύπου «τι σόι άντρας είσαι εσύ;» μίας τέτοιας “συμβουλής” προκαλεί άλλα απωθημένα σε έναν νέο.
Σε σημείο, ώστε αυτές οι εσωτερικές αμφιβολίες να είναι χειρότερες από bullying…
Δεν είναι λίγες οι φορές που η υποψία εκφοβισμού έγινε όχι ακριβώς «μόδα», αλλά κάτι σαν… hashtag.
Παλαιότερα, δεν το λέγαμε bullying.
Ίσως γονείς, δάσκαλοι και τα ίδια τα παιδιά να το θεωρούσαν απλώς τσακωμό.
Σαφώς και στο θύμα ενός “τσακωμού”, είτε τα παλιά χρόνια είτε και στις μέρες μας, ενδέχεται να δημιουργηθούν άλλα προβλήματα, ακόμη και σε απειλές δίχως βία.
Το παιδικό μυαλό είναι ευαίσθητο.
Γενικά, επειδή το ένα φέρνει το άλλο, τα social skills όλων, οι ικανότητες να διαχειριζόμαστε καταστάσεις της κοινωνικής ζωής μας έχουν μειωθεί δραματικά.
Η δική μου γενιά μεγάλωσε τη δεκαετία του ’90 και έμαθε τη ζωή και με την τεχνολογία αλλά και, κυρίως, δίχως αυτή.
Η δική μου γενιά θεωρώ ότι καταλαβαίνει τις διαφορές.
Και όλοι, όσοι είναι στο φάσμα αυτό.
Παρατηρείς πώς ήταν πριν και πώς μετά και διαπιστώνεις ότι πλέον το παραμικρό κάνει τον άλλον να είναι έτοιμος να “πατήσει τη σκανδάλη”.
Νιώθει ότι είναι θύμα και πρέπει να αμυνθεί.
Στην Ελλάδα, ευτυχώς, αυτό δεν είναι σε τόσον μεγάλο βαθμό.
Στο εξωτερικό είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα.
Βλέπουμε ότι όλο αυτό, αυτή η ευαισθητοποίηση, ουσιαστικά μεγαλοποιεί ή δημιουργεί ένα πρόβλημα που πολλές φορές δεν υπάρχει.
Δεν λέω ότι δεν υπάρχει καθόλου, όμως συχνά το δημιουργούμε μόνοι μας.
Αυτό που παρατηρούμε αρκετά συχνά είναι πως στη λέξη «bullying» μας ενοχλεί περισσότερο η λέξη και λιγότερο οι πράξεις.
Εννοώ ότι δεν είναι λίγες οι φορές, όταν ο γονέας θύματος είτε υποβαθμίζει το γεγονός για λόγους προσωπικής ηθικής, είτε το αναδεικνύει ως μορφή “καθήκοντος”.
Ή μίας ψευδαίσθησης αξιοπρέπειας.
Από την άλλη, ο γονέας τού θύτη έχει μόνιμη και εύκολη τη δικαιολογία «παιδιά είναι, θα παίξουν, θα μαλώσουν».
Αποτάσσοντας από πάνω του κάθε πιθανή “πατρότητα” της πράξης, επειδή το παιδί προφανώς από κάπου την “κόπιαρε”.
Πολλές φορές, αυτές οι καταστάσεις ξεκινούν από τον γονιό.
Μπορεί ένα παιδί να έχει έντονη συμπεριφορά και να γίνεται όχι ηθελημένα θύτης καταστάσεων εκφοβισμού.
Μπορεί έτσι να είναι ο χαρακτήρας του ή αυτές οι συμπεριφορές να πηγάζουν από όσα βλέπει και αντιγράφει από το σπίτι του.
Εκεί θα πρέπει να καταρριφθεί το ταμπού περί ψυχολόγου, και για το παιδί και για τους γονείς.
Είναι πολύ φυσιολογικό ένας άνθρωπος να μην μπορεί να χειριστεί όλες τις καταστάσεις.
Και ειδικά ένα μικρό παιδί.
Αλλά κι ένας γονιός που μεγαλώνει ένα παιδί.
Ο αθλητισμός που επιτάσσει συνεργασία, πρέπει να προωθεί κατά συνέπεια και την αλληλεγγύη.
Δεν θα έπρεπε να υπάρχει το ταμπού της επιλογής ενός ψυχολόγου και για τον/ην νέο/α και για τον γονιό.
Οι περισσότεροι γονείς αντιδρούν στην κριτική των τρίτων και απαντούν: «Εντάξει, παιδί μου είναι. Λες να μην ξέρω πώς να το μεγαλώσω»;
Κανένας δεν γεννήθηκε για να γίνει γονιός ούτε έχει κάνει… φροντιστήρια για την ανατροφή των παιδιών.
Δεν θα φτάσω στον αφορισμό του «υπάρχουν κάποιοι που δεν κάνουν για γονείς».
Χαίρομαι για ανθρώπους που έχουν τη διάθεση να κάνουν οικογένεια, αλλά περισσότερο διότι είναι σε διαρκή επιθυμία να μαθαίνουν πώς να μεγαλώσουν ένα παιδί, κάθε μέρα.
Κανένας δεν γεννήθηκε με το ταλέντο να γίνει γονέας.
Σημασία έχει η διάθεση και η προθυμία αναζήτησης και προσαρμογής στις νέες καταστάσεις.
Η κοινωνία αλλάζει και εξελίσσεται πια με απίστευτα γρήγορους ρυθμούς.
Τα δεδομένα διαμορφώνονται συνεχώς, δίχως να το καταλαβαίνουμε.
Το διαπιστώνουμε από την άνεση των σύγχρονων παιδιών με την τεχνολογία.
Κάτι που, πάντως, μπορεί να φέρει ένα παιδί στο περιθώριο…
Αυτό ισχύει και για εμάς, τους μεγάλους.
Μπορεί κάποιος να έχει αναπτύξει την ικανότητα να αναθρέψει παιδιά, όμως από μέρα σε μέρα οι καταστάσεις αλλάζουν ταχύτατα, και όλοι πρέπει να προσαρμοζόμαστε.
Ο γονέας έχει το δικό του μερίδιο και τη δική του ευθύνη σε όλο αυτό.
Η αναζήτηση βοήθειας από ειδικό δεν είναι παραδοχή αποτυχίας στην αποστολή τού πατέρα ή τής μητέρας.
Είναι υποχρέωση προς το ίδιο το παιδί.
Είναι, εκτός από την απαιτούμενη ηρεμία, κάτι σημαντικό και κομβικό για ένα καλύτερο κοινωνικό μέλλον, δίχως φαινόμενα bullying ή οποιουδήποτε άλλου εκφοβισμού.
Ο Χάρης Γιαννόπουλος είναι διεθνής καλαθοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Χάρης Γιαννόπουλος: «Ελεύθερος Άνθρωπος»
Χάρης Γιαννόπουλος: «Μίλα, εκφράσου!»: Σκέψεις ενός 30χρονου μπασκετμπολίστα…