Αγαπημένε μου Θωμά,
Επιστρέφοντας από ένα ακόμα παιχνίδι Λάτσιο-Ρόμα, στο οποίο είχα την ευτυχία να σε δω να παίζεις, τρέμω ακόμη ολόκληρος από την αγωνία του γηπέδου.
Απορώ με τον εαυτό μου, γιατί θεωρούσα πως δεν υπάρχει περίπτωση να βιώσω μεγαλύτερο άγχος από αυτό που ένιωθα, όταν έπαιζα, αλλά τελικά δεν συγκρίνεται με το άγχος που έχω, όταν παίζεις εσύ.
Ίσως, αν δεν είχα υπάρξει τερματοφύλακας, η άγνοια της θέσης να με βοηθούσε, αλλά, γνωρίζοντας τη θέση τόσο καλά, αγχώνομαι απίστευτα για όλα αυτά που μπορούν να συμβούν.
Σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είμαι στη θέση σου κάποιες στιγμές, κυρίως τις δύσκολες, γιατί τις καλές θα ήθελα να σου τις αφήσω -όλες- να τις απολαύσεις.
Στις δύσκολες όμως θα ήθελα να είμαι στη θέση σου, για να μπορώ να αντιδράσω όπως εγώ νομίζω ότι θα ήταν πιο σωστό. Και σε ό,τι δεν θα κατάφερνα ως τερματοφύλακας να πάρω την ευθύνη ως πατέρας.
Ξέρω ότι δε λειτουργεί έτσι, γιε μου, αλλά, όπως λένε στα μέρη όπου μεγάλωσα, «αμοιβή χωρίς να τη δουλέψεις, μόνο από γονιό ή από σκύλο».
Βλέποντάς σε να αγωνίζεσαι, ξεκίνησα να κάνω ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο και η σκέψη με ταξίδεψε 45 περίπου χρόνια πίσω, σε μια κωμόπολη κοντά στο Αργυρόκαστρο, το Μεμαλιάι. Ήμουν μόλις οκτώ χρόνων και είχα πλάσει το πρώτο μου “είδωλο“. Λεγόταν Musta και ήταν τερματοφύλακας.
Χάρη σε αυτόν έκατσα πρώτη φορά κάτω από δοκάρια και τα αγάπησα τόσο, ώστε δεν τα εγκατέλειψα ποτέ. Η πρώτη μου ομάδα ήταν η Minatori Tepelena της Β’ Εθνικής, στην οποία, αφού πέρασα από όλα τα τμήματα των ακαδημιών, έφτασα να γίνω επαγγελματίας και μέλος της πρώτης ομάδας στα 17 μου, ενώ λίγο αργότερα ήρθε η στιγμή που έπαιξα το πρώτο μου παιχνίδι ως βασικός.
Όταν έφτασα στην ηλικία σου, πήγα στη Ντιναμό Τιράνων και μαζί της κατέκτησα μέσα σε τρία χρόνια τρία πολύ σημαντικά τρόπαια. Ένα Πρωτάθλημα και δύο Κύπελλα Αλβανίας.
Τότε όμως ήρθε η ανατροπή των πάντων. Η χρονιά που έκλεισα τα 27 μου ήταν η χρονιά που ξέσπασαν στην Αλβανία πολιτικές αναταραχές, με αποτέλεσμα την πτώση του τότε καθεστώτος.
Αυτό με οδήγησε να πάρω μαζί με την γυναίκα μου, και μετέπειτα μητέρα σου, και τον αδερφό μου στο πλάι μας μια μεγάλη και δύσκολη απόφαση, η οποία τελικά θα άλλαζε όλη μας τη ζωή. Να αφήσω πίσω τη χώρα όπου μεγάλωσα και την οποία σεβόμουν, το σπίτι μας και τους γονείς μας που τόσο αγαπούσα, τους φίλους μου και τις ρίζες μου, με ρίσκο να χρειαστεί να αφήσω πίσω ακόμα και το ποδόσφαιρο που ήταν η ζωή μου ολόκληρη.
Έτσι, «με βάρκα την ελπίδα», όπως λένε, μην ξέροντας τι μας περιμένει μπροστά αλλά ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο από τον φόβο και την ανασφάλεια που μας κυρίευαν, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το ένστικτό μας και να φύγουμε προς την Ελλάδα.
Δύσκολες μέρες, γιε μου, όχι μόνο για εμένα αλλά για όλους όσοι το έζησαν από κοντά. Μέρες που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη σκοτεινή νύχτα, όταν κάναμε τη διαδρομή από τα σύνορα της Κακαβιάς στα Γιάννενα. Τα μάτια μόνιμα βουρκωμένα με μοναδικές ανακουφίσεις ότι επιτέλους μίλαγα ελεύθερα ελληνικά με τον ταξιτζή και ότι μπορούσα να κάνω τον Σταυρό μου ορθόδοξα έξω από τις εκκλησιές. Μείναμε ξάγρυπνοι και οι τρεις μας όλο το βράδυ, προσπαθώντας να συμφιλιωθούμε με όλες τις απώλειες.
Το επόμενο πρωί, ως εκ του θαύματος, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού που μας φιλοξενούσε για να μας πουν ότι ο Πρόεδρος της ομάδας των Ιωαννίνων ήθελε να πιει καφέ μαζί μου για να με γνωρίσει.
Το μόνο που θυμάμαι είναι να κοιτάζω σαστισμένος τον αδερφό μου στα μάτια και να αναρωτιέμαι ποιοι και πώς μας ξέρουν εδώ που ήρθαμε. Αργότερα, έμαθα ότι με αναγνώρισε ο ταξιτζής που ήταν φανατικός ποδοσφαιρόφιλος.
Ήταν τότε που, μόλις υπέγραψα συμβόλαιο με τον ΠΑΣ Γιάννενα, ένιωσα το όνειρο να ξαναζωντανεύει. Το πρώτο ματς ήταν αυτό ενάντια στον Παναθηναϊκό, με τα τεράστια τότε ονόματα στην ομάδα του, τον Σαραβάκο, τον Καλλιτζάκη, τον Βάντσικ, και θυμάμαι να πιάνω το πέναλτι του Σαραβάκου σε ένα παιχνίδι που έληξε 2-1.
Έναν αγώνα που πολλοί θυμούνται για αυτή μου την απόκρουση, μα εγώ για έναν ακόμα λόγο. Αυτόν της πρώτης μου συνέντευξης που προσπαθούσα για χρόνια να αποκρύψω, ακόμα κι από εσάς, λόγω του άγχους των ελληνικών που μιλούσα και των λαθών μου στη χρήση της γλώσσας.
Έπειτα από λίγο καιρό, και συγκεκριμένα στις 26 Οκτωβρίου, υπήρξε η πιο ευτυχισμένη στιγμή της μέχρι τότε ζωής μας. Ήρθε στη ζωή το πρώτο μας παιδί και μετέπειτα αδερφός σου, ο Δημήτρης. Το είδαμε ως ένα μεγάλο θαύμα μαζί με τη μητέρα σου και για αυτό του δώσαμε το όνομα του Αγίου που γιόρταζε τη συγκεκριμένη μέρα.
Στο τέλος της χρονιάς υπέγραψα στον Εθνικό Πειραιώς και εκεί ανακάλυψα τον ρόλο που μπορεί να παίξει ο προπονητής στην πορεία ενός παίκτη. Αν πιστέψει σε αυτόν και τον κάνει να πατήσει γερά στα πόδια του, θα τον εκτοξεύσει επαγγελματικά.
Αυτό ακριβώς συνέβη, όταν ανέλαβε προπονητής ο συγχωρεμένος Λάκης Πετρόπουλος, και χάρη σε αυτό άνοιξε η μεγάλη πόρτα του Ολυμπιακού, με ό,τι αυτό σήμανε για τη μετέπειτα πορεία μου.
Εκείνη την περίοδο μεγάλωσε και η οικογένειά μας με τον ερχομό σου. Σε αντίθεση με τον αδερφό σου, ο οποίος πήρε το όνομά του λόγω της ημέρας, εσένα σε βγάλαμε «Θωμά» για άλλον λόγο. Ήταν εξαιτίας ενός “αμανέ”, μιας βαθιάς επιθυμίας της γιαγιάς σου για έναν γιο της που τον έλεγαν έτσι και είχε χαθεί στον πόλεμο κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Μιας επιθυμίας που με συγκίνησε και που σεβαστήκαμε κι εγώ και η μητέρα σου.
Έτσι, τα χρόνια κύλησαν, μεταξύ ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής και επαγγελματικής αγάπης, μέχρι τη στιγμή που έκλεισα την καριέρα μου ως ποδοσφαιριστής στη χώρα που καταξιώθηκα επαγγελματικά και δημιουργήθηκε η οικογένεια μου.
Η Ελλάδα ήταν πλέον η πατρίδα μου και η Αλβανία η μάνα γη…
Η δική σου επαφή με το ποδόσφαιρο ξεκίνησε από πολύ νωρίς και με εμένα να ζω το όνειρο κάθε πατέρα, παίζοντας τον ρόλο του “ειδώλου” για εσένα. Πρέπει να σου ομολογήσω πως η μεγαλύτερη κρυφή μου χαρά και ικανοποίηση ήταν εκείνη, όταν γύριζα σπίτι και σε έβρισκα να βλέπεις ξανά και ξανά μια κασέτα με ένα αφιέρωμα που μου είχε κάνει μια αθλητική εκπομπή και έδειχνε κάποιες αποκρούσεις μου.
Από τότε μου είχες δείξει με τη συμπεριφορά σου πόσο πολύ το ήθελες όλο αυτό. Πόσο αποφασισμένος ήσουν. Πόσο πρόσεχες τον εαυτό σου, από 10 μόλις χρόνων, κανονίζοντας όλες τις υποχρεώσεις σου ανάλογα και φροντίζοντας να κοιμάσαι νωρίς, για να είσαι καλός την επόμενη μέρα στην προπόνηση σου με τον Πανιώνιο.
Όταν σε πήρα μαζί μου στον ΑΠΟΕΛ στην Κύπρο, κατάλαβα πως όχι απλώς το ήθελες αλλά πως αυτό ήταν το όνειρο σου. Πως ήσουν αφοσιωμένος και ζούσες γι’ αυτό. Φαινόταν από το πώς άκουγες κι ακολουθούσες ό,τι σου έλεγαν, από το πώς προσπαθούσες να διορθωθείς, από το πάθος που κρυβόταν πίσω από ό,τι έκανες. Κι εκεί, είχα κι εγώ την “τύχη”, αν το θέλεις, να έχω περισσότερο χρόνο να ασχοληθώ μαζί σου και να μπορέσω από την πλευρά μου να σε βοηθήσω να γίνεις καλύτερος. Να σου εμφυσήσω όσο περισσότερη γνώση και εμπειρία μπορούσα.
Ακολούθησε η επιστροφή σου για έναν χρόνο στον Πανιώνιο και μετά ήρθε η Ιταλία και το ξεκίνημα της εκεί καριέρας σου στη Λάτσιο.
Δεν θα ξεχάσω, όταν ακόμη ήσουν μικρός, το οικογενειακό ταξίδι μας στη Ρώμη, όπου είχαμε πάει για να δω τον φίλο μου, τον Δημήτρη, και να παρακολουθήσω τις προπονήσεις της Ρόμα. Και δεν θα το ξεχάσω, γιατί με την επιστροφή μας, τυπώνοντας τις φωτογραφίες του ταξιδιού, έγραψες πίσω από μια που ήταν τραβηγμένη στην Piazza del Popolo πως «αυτή τη φορά ήρθαμε ως τουρίστες, την επόμενη φορά θα έρθω ως ποδοσφαιριστής». Σαν να το ένιωθες, από τότε…
Παρά το νεαρό της ηλικίας σου, έμεινες πέντε χρόνια μόνος σου σε μια άγνωστη για εσένα χώρα και κατάφερες να καθιερωθείς ως βασικός τερματοφύλακας σε μια από τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης, κατακτώντας ήδη ένα Κύπελλο και ένα Super Cup Ιταλίας.
Ταυτόχρονα, επέλεξες να αγωνιστείς με την Εθνική Αλβανίας. Μια επιλογή για μια Εθνική που κι εγώ ο ίδιος υπερασπίστηκα 73 φορές. Μια επιλογή που με έκανε περήφανο, γιατί ήξερα πως ο λόγος που την έκανες δεν ήταν άλλος από τον σεβασμό στην καταγωγή των γονιών σου, ενώ ήξερα πόσο λατρεύετε και σέβεστε κι εσύ και ο αδερφός σου την Ελλάδα.
Τώρα πια έχεις ανοίξει τα δικά σου φτερά και πλέον η ποδοσφαιρική σου αξία είναι όλη δική σου, αγόρι μου. Την έχεις κερδίσει άξια. Οφείλω να σου παραδεχτώ πόσο μου αρέσει ο ισχυρός σου χαρακτήρας.
Κι όσο κι αν νιώθω να έχω υπάρξει αυστηρός μαζί σου στο παρελθόν, παίρνω τεράστια ικανοποίηση, βλέποντάς σε να πατάς με τα πόδια σου γερά στη γη, να έχεις το κεφάλι σου κάτω και να κυνηγάς τους στόχους και τα όνειρά σου.
Λένε πως το πιο σημαντικό δώρο που μπορεί να κάνει ένας πατέρας στον γιο του είναι να τον αφήσει να τον ξεπεράσει. Αυτό ήδη το καταφέραμε, γιε μου, και προσπάθησε μόνο να χαρείς το ταξίδι και όσα αυτό έχει να σου προσφέρει, εύκολα ή δύσκολα, γιατί στο επίπεδο που έχεις φτάσει είναι ένα υπέροχο ταξίδι που λίγοι έχουν την τύχη να ζήσουν…
Ελπίζω να σου δώσαμε με την αγαπημένη σου μητέρα, την Αντελίνα, τις γερές βάσεις που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να αντεπεξέλθει σε αυτό το υψηλό επίπεδο που βρίσκεσαι και είμαι πολύ ευτυχισμένος που επιλέγεις να μας έχεις δίπλα σου, την ίδια στιγμή που ξέρω πως άλλοι συνομήλικοί σου επιλέγουν άλλον τρόπο ζωής.
Ακόμα μια επιλογή που αποτελεί απόδειξη της αφοσίωσης και του σεβασμού σε ό,τι κάνεις.
Όσο για εμένα, πάντα θα αγχώνομαι και θα καρδιοχτυπώ, όταν σε βλέπω να παίζεις, γιατί ένα κομμάτι από τη σάρκα μου είναι ακόμη κάτω από τα δοκάρια…
Με αγάπη,
ο πατέρας σου.
Ο Φώτης Στρακόσια είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής τερματοφυλάκων.
LA VERSIONE ITALIANA: “Una lettera a mio figlio” / Foto Strakosha
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ