Μέχρι το απόγευμα της 13ης Φεβρουαρίου 2021, ήμουν απλώς η Ελένη. Μία αθλήτρια, η οποία το μόνο που ήθελε να πετύχει, ήταν ένα καλό άλμα.
Το αουτσάιντερ ενός αγώνα που κανείς άλλος, εκτός από τους δικούς της ανθρώπους, τον προπονητή της κι εκείνους που βρίσκονται στον χώρο του στίβου, δεν θα ασχολιόταν μαζί του.
Και ξαφνικά, μια πρωτιά τ’ άλλαξε όλα!
Ή σχεδόν όλα…
Τα φώτα “έπεσαν” πάνω μου, οι προσδοκίες των άλλων μεγάλωσαν και, μαζί μ’ αυτά, και οι απαιτήσεις τους.
Για μένα, όμως, δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Τα περισσότερα παραμένουν ίδια.
Οι στόχοι, οι φιλοδοξίες, τα όνειρα…
Προσπάθησα να μην επηρεαστώ από την ξαφνική προβολή και εστίασα την προσοχή μου στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Στο Τορούν, το μυαλό μου “έτρεχε” στον προκριματικό αγώνα.
Με προβλημάτιζε πολύ το γεγονός ότι υπήρχε η πιθανότητα το αγώνισμα να ξεκινούσε από τις 9 το πρωί, κάτι στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένη, και δεν ήξερα πώς θα πάει. Έτσι, όταν πληροφορήθηκα ότι ο προκριματικός δεν θα διεξάγονταν, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.
Μπορούσα, πλέον, να αφοσιωθώ 100% στον Τελικό.
Η κατάκτηση της πρώτης θέσης στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου (με επίδοση 4,71μ.) είχε δημιουργήσει σε όλους την αίσθηση ότι στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, μπορούσα να πάρω μία θέση στην πρώτη τριάδα.
«Πάμε γερά! Πάμε για το μετάλλιο!», μου έλεγαν την ημέρα του αγώνα στο Τορούν γνωστοί και φίλοι, στην προσπάθειά τους να με ενθαρρύνουν, κι εγώ, έχοντας ήδη το δικό μου άγχος αν θα τα καταφέρω, αγχώθηκα ακόμα περισσότερο.
Όταν έφτασα στο στάδιο, όμως, έπρεπε να δείχνω χαλαρή. Είναι και θέμα τακτικής να εμφανίζεσαι μπροστά στις αντιπάλους σου ήρεμη και ψύχραιμη.
Προσπαθούσα τόσο πολύ να κρύψω την πίεση που ένιωθα, ώστε στο τέλος άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου.
Πήγα στον διάδρομο, ετοιμάστηκα για το πρώτο άλμα, πήρα μία βαθιά ανάσα και είπα στον εαυτό μου «τώρα θα κάνεις το καλύτερο που μπορείς, και, όποια θέση είναι να πάρεις, ας την πάρεις».
Μόλις πέρασα τα 4,55μ., μου έφυγε όλη η πίεση. Ακολούθησαν τα 4,65μ. (με την τρίτη προσπάθεια) και, όταν ο πήχης ανέβηκε στα 4,70μ., αποφάσισα να αλλάξω κοντάρια. Αυτό παρά λίγο να μου στοιχίσει!
Στη δεύτερη προσπάθεια, δεν υπολόγισα σωστά κάποια πράγματα, με αποτέλεσμα να “κολλήσει” το πόδι μου στον πήχη, να πέσω άτσαλα με το κεφάλι στην άκρη του στρώματος και οι γιατροί που ήρθαν αμέσως δίπλα μου να διαπιστώσουν αν είχα τις αισθήσεις μου, να μου συστήσουν να πάω στο νοσοκομείο για εξετάσεις.
Εμένα, όμως, ο νους μου ήταν ακόμα στον αγώνα. Ήθελα να διεκδικήσω την 3η θέση. Πήγα στην άκρη του γηπέδου, είδα ότι οι αθλήτριες, με τις οποίες είχαμε τον ίδιο στόχο, δεν είχαν περάσει ακόμη τον πήχη και, τότε, αστραπιαία πήρα την απόφαση.
«Να η ευκαιρία σου να διεκδικήσεις το μετάλλιο! Κάνε το άλμα, κι ό,τι γίνει»!
Για να είμαι ειλικρινής, πονούσα τόσο στον αυχένα, ώστε κανονικά θα έπρεπε να είχα σταματήσει, αλλά ήμουν αποφασισμένη.
Άλλωστε, είτε περνούσα τα 4,70μ. είτε όχι, δεν θα συνέχιζα. Δεν ήμουν σε θέση να κάνω κάτι περισσότερο.
Έφυγα από την Πολωνία ικανοποιημένη από την κατάκτηση της 5ης θέσης, το κυριότερο, όμως, ήταν πως ήμουν “σώα και αβλαβής”.
Ήταν η δεύτερη φορά που βρέθηκα στην Πολωνία. Αυτή τη χώρα, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, την είχα -πριν ακόμα την επισκεφτώ για πρώτη φορά το 2017- μέσα στην καρδιά μου. Ίσως γιατί από εκεί ήταν η καταγωγή του μπαμπά μου.
Δεν γνωρίζω, βέβαια, πολλά για την κουλτούρα και τον πολιτισμό της.
Με τον πατέρα μου, άλλωστε, δεν ζήσαμε πολύ μαζί. Είχε χωρίσει με την μαμά μου, πριν από την γέννησή μου, και τον έβλεπα μόνο τα Σαββατοκύριακα.
Κάποιες από τις εικόνες που έχω στο μυαλό μου, δεν είναι και τόσο ευχάριστες. Ήταν αλκοολικός, κι αυτό συχνά δημιουργούσε προβλήματα.
Αντίθετα, γνωρίζω τα πάντα για την κουλτούρα και τον πολιτισμό της Σρι Λάνκα. Την χώρα, από την οποία κατάγεται η μητέρα μου.
Η παρουσία της ασιατικής κουλτούρας της πατρίδας της ήταν πολύ έντονη στο σπίτι. Μεγάλωσα (μαζί με τον αδερφό μου) μέσα σ΄ένα πολύ αυστηρό περιβάλλον, στο οποίο ο βασικός κανόνας ήταν ο εξής: «οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο σπίτι»!
Ως κορίτσι, λοιπόν, ήμουν αρκετά περιορισμένη. Η μαμά δεν επέτρεπε σε καμία περίπτωση να βγαίνω έξω μόνη μου, πόσω μάλλον να παίζω με τα αγόρια. «Τα κορίτσια πρέπει να παίζουν με τα κορίτσια», έλεγε ξανά και ξανά!
Αντιθέτως, ο αδερφός μου, ως αγόρι ήταν ελεύθερος να κάνει αυτά που επιθυμούσε. Να βγει με τις παρέες του, να δεχθεί τους φίλους του στο σπίτι, να μείνει έξω μέχρι αργά το βράδυ…
Εγώ ούτε για αστείο δεν έλεγα κάτι τέτοιο στη μαμά μου!
Ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστώ την κατάσταση, από την στιγμή που τα παιδιά της ηλικίας μου ζούσαν διαφορετικά. Έβγαιναν έξω, είχαν φίλους, είχαν περισσότερη ελευθερία…
Εγώ δεν μπορούσα ούτε σε σπίτι συμμαθήτριάς μου να πάω.
Πολλές φορές, οι αυστηροί περιορισμοί είχαν γίνει αφορμή να έρθω σε αντιπαράθεση με τη μητέρα μου, αλλά ποτέ δεν ένιωσα την επιθυμία να κάνω την επανάστασή μου.
Σίγουρα διαφωνούσα σε πολλά, αλλά κάποια από αυτά που με έμαθε, ίσως να διαμόρφωσαν τον άνθρωπο που είμαι σήμερα. Τον χαρακτήρα μου, τον τρόπο, με τον οποίο σκέφτομαι, τον τρόπο, με τον οποίο συμπεριφέρομαι στους γύρω μου.
Έμαθα να βάζω τα όριά μου, να παραδέχομαι τα λάθη μου, να σέβομαι τους μεγαλύτερους, να “πατάω” γερά στα πόδια μου, ακόμα κι όταν οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες, και να μην κάνω πράγματα που θα προσβάλλουν ή θα βλάψουν τους άλλους.
Την ίδια στιγμή, όμως, οι περιορισμοί και οι σχεδόν ανύπαρκτες κοινωνικές συναναστροφές με έκαναν ένα εσωστρεφές παιδί. Έναν άνθρωπο που δεν ανοίγεται εύκολα, δυσκολεύεται να μιλήσει με ξένους ανθρώπους και δεν ενσωματώνεται εύκολα σε μια παρέα.
Ευτυχώς, υπήρχε ο αθλητισμός. Η μοναδική διέξοδος. Το διάλειμμά μου. Η διασκέδαση, την οποία δεχόταν αδιαμαρτύρητα η μαμά μου.
Αρχικά, έκανα ενόργανη γυμναστική. Βίωσα την εποχή που το ρώσικο μοντέλο, με τις σκληρές μεθόδους προπονήσεις, ήταν “οδηγός” για κάποιους προπονητές.
Υπήρχαν μέρες που έφευγα από την προπόνηση με μελανιασμένα πόδια κι άλλες που συνέβαιναν ακραία πράγματα. Έχουν “φύγει” κάτι παπούτσια στον “αέρα”…
Στην εφηβεία, άρχισα να παίρνω ύψος, και οι προπονητές δεν ασχολούνταν πολύ μαζί μου. Εγώ, όμως, εκεί. Ήμουν “κολλημένη”…
Μια χρονιά, αποφάσισα να κάνω κάτι διαφορετικό. Έλαβα μέρος σ’ έναν αγώνα δρόμου που διεξαγόταν στην Καλλιθέα.
Εκεί με “εντόπισε” ο σημερινός προπονητής μου, κ. Μανώλης Καραγιάννης. Μου πρότεινε να πάω σε μια προπόνηση να δω πως είναι το άλμα επί κοντώ, αλλά δεν ήμουν και τόσο θετική στην ιδέα. Δεν με “τράβαγε” ως άθλημα και δεν πήγα.
Το 2012, συμμετείχα ξανά στον ίδιο αγώνα δρόμου και ο κ. Μανώλης ήταν πάλι εκεί. «Τι θα γίνει με σένα;», με ρώτησε, «θα ‘ρθεις στην προπόνηση να μας δεις»;
Αυτή τη φορά, ντράπηκα να του πω «όχι». Πήγα στην προπόνηση, “μπήκα στον χορό” και, αφού “μπήκα”, είπα, «τώρα θα χορέψεις»!
Η απόφαση αυτή ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα για μένα. Τεράστιο, θα έλεγα, αν λάβω υπόψη πώς είχα μεγαλώσει.
Μετά, γνώρισα τον άνθρωπο που στην πορεία έγινε ο σύζυγός μου, έπιασα δουλειά σ’ έναν παιδότοπο και, ξαφνικά, από εκεί που δεν είχα σχεδόν κανέναν ξένο άνθρωπο μέσα στη ζωή μου, μπήκαν πολλοί και όλοι μαζί!
Ήμουν 17 χρόνων, μαθήτρια, αθλήτρια και εργαζόμενη. Ειδικά το «εργαζόμενη» σε αυτήν την ηλικία ήταν μία πρωτόγνωρη εμπειρία.
Πήγα να δουλέψω με το σκεπτικό να βοηθήσω τη μαμά μου. Δεν ήθελα να την επιβαρύνω οικονομικά. Ειδικά, όταν άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με τον στίβο. Δεν γνώριζα αν θα με έβγαζε κάπου ο δρόμος του αθλητισμού κι ήθελα να είμαι σίγουρη πως, στην περίπτωση που με οδηγούσε σε αδιέξοδο, θα ήμουν οικονομικά ανεξάρτητη.
Σ’ αυτό το σημείο, ίσως, να έκανα την επανάστασή μου. Να πήγα “κόντρα” στις επιθυμίες της μητέρας μου και να την έκανα να συνειδητοποιήσει πως είχα αρχίσει πια να μεγαλώνω. Δεν ήταν εύκολο για εκείνη να συμφιλιωθεί με την ιδέα.
Εκείνο το διάστημα, προσπαθούσα να τα “χωρέσω” όλα μέσα στο πρόγραμμά μου, αλλά δεν ήταν εύκολο. Ειδικά με το σχολείο, τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί είχα πολλά μαθησιακά κενά. Δεν ήμουν καλή μαθήτρια.
Όταν, μάλιστα, έχασα την χρονιά στην Α’Λυκείου, δεν άντεξα! Απογοητεύτηκα και τα παράτησα! Ο προπονητής μου με προέτρεψε να επιστρέψω ξανά στο σχολείο, για να πάρω το Απολυτήριο, κάτι, το οποίο έκανα. Παράλληλα, με την στήριξη της νονάς μου, αποφάσισα να παρακολουθήσω μαθήματα και σε μια ιδιωτική σχολή κομμωτικής. To ίδιο διάστημα έκανα προπονήσεις, ενώ τα Σαββατοκύριακα συνέχισα να δουλεύω στον παιδότοπο.
Όλα όσα συνέβησαν εκείνο το διάστημα, με έκαναν να εκτιμήσω πολλά πράγματα. Την προσπάθεια και τον κόπο που κάνουν οι άνθρωποι για την επιβίωσή τους.
Επίσης, ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε η μητέρα μου εκείνη την περίοδο, και η χειρουργική επέμβαση, στην οποία υποβλήθηκε για δεύτερη φορά, με έκαναν να αναθεωρήσω τον τρόπο, με τον οποίο σκεφτόμουν για εκείνην.
Φοβήθηκα πολύ μήπως τη χάσω.
Μπορεί να τσακωνόμασταν συνέχεια και να ένιωθα πως με καταπιέζει, αλλά μέχρι τότε δεν είχα εκτιμήσει πόσο πολλά είχε κάνει για μένα και τον αδερφό μου, για να μας μεγαλώσει, και πόσο πολύ την αγαπούσα.
Βρέθηκε από την Σρι Λάνκα στην Ελλάδα, για να δουλέψει στην Πάτρα, και στην πορεία έφυγε κρυφά -από το σπίτι, στο οποίο εργαζόταν- με τον μπαμπά για την Αθήνα, χωρίς να έχει ούτε τα χαρτιά της. Κι όταν έμεινε μόνη της με δυο παιδιά, εργαζόταν σε δύο δουλειές από τις 6 το πρωί μέχρι το βράδυ, προσπαθώντας να μας μεγαλώσει με αξιοπρέπεια. Δούλεψε πάρα πολύ σκληρά, για να μην μας λείψουν τα βασικά.
Έχουμε περάσει τόσο πολλές δυσκολίες που δεν τις χωράει ο νους.
Καταστάσεις που “χαλύβδωσαν” τον χαρακτήρα μου και με βοήθησαν να ξεπερνάω κάθε εμπόδιο και κάθε δυσκολία.
Ο αθλητισμός για μένα πάντα ήταν ένα παιχνίδι. Ακόμα και σήμερα τον αντιμετωπίζω ως παιχνίδι. Μπροστά σε αυτά που συμβαίνουν έξω στη ζωή, είναι παιχνίδι. Πηγαίνω στην προπόνηση και το διασκεδάζω. Προσπαθώ να περνάω, όσο καλύτερα μπορώ.
Ο προπονητής μου μού λέει πως εξακολουθώ να βρίσκομαι στη φάση της εφηβείας.
Κάτι θα ξέρει…
Το μόνο σίγουρο είναι πως, από την στιγμή που αποφάσισα να ασχοληθώ με το άλμα επί κοντώ και να κάνω πρωταθλητισμό, πάντα θα προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ.
Είχα δώσει, άλλωστε, μια υπόσχεση στον εαυτό μου, όταν “έχασα” τον πατέρα μου. Πέθανε, όταν ήμουν 8 χρόνων. Στα 13 μου, όταν πια συνειδητοποίησα ότι δεν τον είχα στη ζωή μου, πήγα κρυφά από τη μητέρα μου στον τάφο του και του είπα: «Εγώ μία μέρα θα αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Για σένα και τη μαμά». Ήθελα, και εξακολουθώ να θέλω, να κάνω κάτι γι’ αυτούς. Τους αξίζει.
Τον πατέρα μου μπορεί να μην τον έζησα πολύ, αλλά είχα δεχθεί τόσο μπούλινγκ, όταν ήμουν παιδί, για την καταγωγή του από την Πολωνία, ώστε κάποια στιγμή θέλω να τον δικαιώσω.
Το ίδιο ισχύει και για την μητέρα μου. Η καταγωγή της από τη Σρι Λάνκα είχε σταθεί αφορμή να βιώσω, μέχρι τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, πολύ άσχημες συμπεριφορές από συνομήλικούς μου.
Ειδικά την περίοδο, όταν ήμουν στο Δημοτικό, δε θέλω να τη θυμάμαι καθόλου. Είχα φτάσει στο σημείο να μη θέλω να πάω στο σχολείο. Υπήρχαν παιδιά που με χτυπούσαν, με έβριζαν, με κορόιδευαν και μιλούσαν άσχημα για τους γονείς μου. Με λόγια σκληρά που, όσο κι αν θέλεις να τα ξεχάσεις, δεν μπορείς.
Πήγαινα στους δασκάλους, μιλούσα γι’ αυτές τις συμπεριφορές κι εκείνοι το μόνο που έκαναν ήταν απλές συστάσεις. Κάποια μέρα, τα είπα στη μητέρα μου και ήρθε στο σχολείο. Δυστυχώς, επειδή δεν γνώριζε καλά ελληνικά, ήταν δύσκολη η συνεννόηση και, αντί τα πράγματα να γίνουν καλύτερα, έγιναν χειρότερα. Μαθεύτηκε στο σχολείο και την στοχοποίησαν οι άλλες μητέρες. Έλεγαν ότι κατηγορούσε τα παιδιά τους. Αποφάσισα να μην της πω τίποτα ξανά, μέχρι να τελειώσω το Δημοτικό και να φύγω από εκείνο το σχολείο…
Έχω πολύ άσχημες αναμνήσεις. Δεν θέλω να βλέπω κανέναν από εκείνη την εποχή!
Θυμάμαι, κάποτε, όταν μεγάλωσα πια, συνάντησα τυχαία ένα από εκείνα τα παιδιά που μου έκαναν τη ζωή μαρτύριο. Μου ζήτησε συγγνώμη για την συμπεριφορά του. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να το συγχωρήσω. Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί έτσι απλά…
Έχουν ιδέα για το κακό που μπορεί να προκαλέσουν στην ψυχή ενός ανθρώπου τέτοιες συμπεριφορές; Μπορεί εγώ να προχώρησα τη ζωή μου και να την έβαλα σ’ έναν δρόμο, έχουν, όμως, ιδέα τι μπορεί να συμβεί σ’ ένα άλλο παιδί, όταν βιώνει τέτοιες καταστάσεις; Όχι!
Στο παρελθόν ντρεπόμουν να μιλήσω ανοιχτά γι’ αυτό το θέμα. Τώρα πια, όχι! Δεν ντρέπομαι! Και δεν πρέπει να ντρέπεται κανένα παιδί! Ακούω για περιπτώσεις παιδιών που ζουν τέτοιες καταστάσεις, και θυμώνω πολύ! Τις έχω βιώσει και ξέρω!
Πρέπει να μιλάνε. Σε όλους… Και να έχουν δύναμη. Να μη το βάζουν κάτω!
Εγώ βρήκα τη δύναμη μέσα από τον αθλητισμό και -με την στήριξη της μητέρας μου, του συζύγου μου, της οικογένειάς του και του προπονητή μου- κατάφερα να προχωρήσω μπροστά. Όλοι τους με ενθάρρυναν και με κράτησαν όρθια σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Μέχρι που το 2018, βρέθηκα να αγωνίζομαι μαζί με τις κορυφαίες αθλήτριες της Ευρώπης, στο Πρωτάθλημα του Ανοιχτού Στίβου στο Βερολίνο.
Δύο χρόνια πριν, είχα πάρει τα χαρτιά της Ελληνικής ιθαγένειας. Μέχρι τότε δεν τα είχα, διότι, αν κι έχω γεννηθεί στην Ελλάδα, είμαι παιδί μεταναστών.
Το 2017, ταξίδεψα για πρώτη φορά στη ζωή μου στο εξωτερικό, για να αγωνιστώ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κ23 (Μπίντγκοζ), το οποίο έτυχε να διεξαχθεί στην πατρίδα του πατέρα μου. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που θα πήγαινα στη χώρα του.
Μπορεί να μην πήρα πολύ καλή θέση, αλλά, είχα θετική παρουσία.
Αργότερα, στο Βερολίνο, ήμουν λίγο αγχωμένη. «Τι θα πάω να κάνω εγώ εκεί;», αναρωτιόμουν, καθώς ήμουν η μικρότερη σε ηλικία αθλήτρια που συμμετείχε στο αγώνισμα της διοργάνωσης, και θα είχα ως αντιπάλους μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του άλματος επί κοντώ.
Τελικά, η επίδοσή μου ήταν πολύ καλύτερη από αυτή που περίμενα. Προκρίθηκα στον Τελικό, μαζί με την Κατερίνα Στεφανίδη και τη Νικόλ Κυριακοπούλου που πήραν τις δύο πρώτες θέσεις.
Τη Νικόλ την γνώριζα, πριν από το Βερολίνο. Παλαιότερα είχαμε τον ίδιο προπονητή. Με την Κατερίνα, όμως, ζήτημα αν είχαμε συναντηθεί δύο φορές. Τότε, δεν είχα το θάρρος να της μιλήσω. Ντρεπόμουν. Πώς θα την πλησίαζα; Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός, μέχρι να αποκτήσω οικειότητα μαζί της. Για μένα είναι μία αθλήτρια που πάντα θα θαυμάζω. Όχι μόνο για την αθλητική πορεία της, αλλά παράλληλα και για την προσωπικότητά της.
Ένα από τα πρώτα στοιχεία που εκτιμώ στους ανθρώπους, είναι ο χαρακτήρας τους. Μετά, η προσωπικότητά τους, το ήθος, η αξία, η συμπεριφορά τους.
Η Κατερίνα διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν άξια θαυμασμού.
Μετά το Βερολίνο, το 2019, ακολουθούσε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην Ντόχα. Για άλλη μία φορά, τα “έβαλα” με τον εαυτό μου.
Όπως στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, έτσι και σ’ αυτήν (του Παγκοσμίου), αναρωτήθηκα «τι θα πάω να κάνω εκεί»; Κι αν στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού το ξεπέρασα και πήγα στο Βερολίνο, σ΄αυτήν του Παγκοσμίου φοβήθηκα τόσο πολύ, ώστε ανακοίνωσα στον προπονητή μου ότι δε θέλω να πάω.
Εκείνο τον χρόνο, δεν μπορούσα να τοποθετήσω το κοντάρι στη “βαλβίδα”, μέχρι που μία μέρα πήγα στον κ. Μανώλη και του είπα: «Αυτό ήταν. Τέλος! Θέλω να σταματήσω»!
Είχα πιεστεί πάρα πολύ ψυχολογικά. Ξαφνικά, ένιωσα ανασφάλεια. Σκεφτόμουν ότι θα “γλιστρούσαν” τα χέρια μου από το κοντάρι, θα χτυπούσα, δεν θα κρατούσα σωστά το σώμα μου. Τέτοια πράγματα…
Απ’ όσο μου έχει πει ο προπονητής μου, όλοι οι αθλητές που βρίσκονται στο ξεκίνημά τους, περνάνε από αυτή τη φάση. Της αμφισβήτησης των ικανοτήτων τους, της ανασφάλειας, της αγωνίας και του προβληματισμού.
Νομίζω ότι εκείνη την χρονιά, όλους τούς είχα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση.
Τον προπονητή μου, τον άντρα μου, τη μητέρα μου. Τους ανθρώπους που είχαν πιστέψει σε μένα. Και ήταν πολλοί. Από τον σύλλογό μου (ΑΟ Μεγάρων) και τους φίλους μου, μέχρι τους γνωστούς και τους συγγενείς, τους οποίους ευχαριστώ θερμά για τη βοήθεια και την υποστήριξή τους.
Απορώ πώς οι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι κατάφεραν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και με στήριξαν, ώστε να ξεπεράσω αυτή τη φάση. Γιατί -εκτός των άλλων- τους έλεγα ότι με καταπίεζαν.
Φυσικά, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Το θέμα ήμουν εγώ και μόνον εγώ.
Βλέποντας αυτή την κατάσταση, ο κ. Μανώλης αποφάσισε να μου δώσει άδεια. «Πάρε τον χρόνο σου να ξεκουραστείς σωματικά και ψυχολογικά και, όταν επιστρέψεις, θα ξεκινήσουμε από το μηδέν. Θα τα κάνουμε όλα από την αρχή», μου είπε.
Έτσι κι έγινε.
Επέστρεψα το 2020, έχοντας στον πρώτο αγώνα της χρονιάς επίδοση 4,65μ.
Ακόμα θυμάμαι τον άντρα μου που καθόταν στα σκαλιά του σταδίου και έκλαιγε από χαρά.
«Είδες που μπορείς να τα καταφέρεις;», μου είπε, «συνέχισε και μην σταματάς»!
Αυτό κάνω. Δεν σταματάω!
Τα καλύτερα με περιμένουν.
Άλλωστε, έχω δώσει μία υπόσχεση…
Η Ελένη Κλαούντια Πόλακ είναι αθλήτρια του στίβου, πρωταθλήτρια στο άλμα επί κοντώ.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
CHECK IT OUT:
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα
Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ
Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά / Ο Άλλος Εαυτός
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου
Αντώνης Μέρλος: Επιστροφή Στο Μέλλον
Ελίνα Τζένγκο: Ιδρώτας και κόπος!
Χάρης Γιαννόπουλος: Γονείς και bullying