Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Χαλκίδα. Τώρα, όμως, που το σκέφτομαι, νιώθω πως έχω “γεννηθεί” ξανά, άλλες δύο φορές.
Μία, όταν αποφάσισα να φύγω για την Αμερική και να αποχωρήσω από την ενεργό δράση, και, άλλη μία, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, ήρεμη, ώριμη και αποφασισμένη να ζήσω μία νέα ζωή: Την τρίτη ζωή!
Ως παιδί της επαρχίας, μεγάλωσα με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που συμβαίνουν σ’ αυτήν.
Στα θετικά, ήταν η ξεγνοιασιά. Να βγαίνω στον δρόμο και να παίζω ανέμελα με τους φίλους μου, χωρίς τον φόβο που συνήθως υπάρχει για τους κινδύνους των μεγαλουπόλεων.
Οι γονείς μου εργάζονταν και οι δύο. Η μητέρα μου είχε δύο καταστήματα με παιδικά ρούχα και ο πατέρας μου δούλευε σε εργοστάσιο που παρασκεύαζε χημικά και κόλλες. Απουσίαζαν πολλές ώρες και, αν και υπήρχε η λύση της γιαγιάς, δεν ήθελαν να μένουμε συνεχώς μέσα στο σπίτι. Έψαχναν για μένα και τον αδερφό μου να κάνουμε διάφορες δραστηριότητες.
Εγώ έκανα μπαλέτο, αγγλικά και πιάνο. Κάποια στιγμή, πήγα και στην κολύμβηση, ο χορός, όμως, ήταν η μεγάλη μου αγάπη.
Η ρυθμική γυμναστική μπήκε στη ζωή μου όταν με “εντόπισε” η κυρία Μάρλεν Χούμη.
Όταν βρέθηκε στη Χαλκίδα, με είδε και διέκρινε πως διαθέτω τα προσόντα να ακολουθήσω τη ρυθμική γυμναστική. Εκείνα τα χρόνια, περνούσαν πολλοί προπονητές από την πόλη, αναζητώντας νέα ταλέντα.
Ενημέρωσε τη μητέρα μου και σύντομα μου “μπήκε” η ιδέα να ασχοληθώ με το άθλημα. Εντάχθηκα στον Ευβοϊκό Γυμναστικό Σύλλογο.
Μερικούς μήνες αργότερα, βρεθήκαμε μαζί με τη μαμά μου στην Αθήνα να παρακολουθήσουμε από κοντά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ρυθμικής Γυμναστικής.
“Μαγεύτηκα” τόσο από την παρουσία των κορυφαίων αθλητριών της εποχής, ώστε τότε της είπα: «Θέλω κι εγώ να γίνω παγκόσμια πρωταθλήτρια»!
Έχοντας αποφασίσει τι θέλω να κάνω, η μητέρα μου άρχισε να ψάχνει στην Αθήνα τον σύλλογο, στον οποίο θα μπορούσα να ασχοληθώ με τη ρυθμική.
Ο καλύτερος, εκείνα τα χρόνια, ήταν ο Γυμναστικός Λαογραφικός Όμιλος Αθηνών.
Το πρώτο σωματείο που είχε δημιουργήσει τμήμα ρυθμικής γυμναστικής και Πρόεδρός του ήταν η γυναίκα που έφερε το άθλημα στην Ελλάδα: Η Ελένη Λάμπρου.
Η διεξαγωγή ενός πανελληνίου πρωταθλήματος στην Γλυφάδα, ήταν η αφορμή να τη συναντήσουμε. Πριν, όμως, την πλησιάσουμε εμείς, με πλησίασε εκείνη. Ήρθε κοντά μου στις κερκίδες. «Που είναι η μαμά σου; Θέλω να κατέβεις στον αγωνιστικό χώρο».
Δεν γνωρίζω τι ήταν αυτό που της τράβηξε την προσοχή. Η σωματοδομή μου; Τα πόδια μου; Η ουσία είναι ότι λίγα λεπτά αργότερα μου ζήτησε να κάνω μερικές ασκήσεις και στη συνέχεια αποφάσισε να με πάρει στον σύλλογο.
Από εκεί και πέρα, ξεκίνησε ένας «αγώνας δρόμου».
Ακόμη θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος ξυπνούσε στις 4 τα ξημερώματα να πάει στη δουλειά του και, μόλις τελείωνε, ερχόταν να με πάρει από το σχολείο να φύγουμε για την Αθήνα.
Μας είχαν “φάει” οι διαδρομές!
Άλλαζα κι έτρωγα μέσα στο αμάξι και, μετά την προπόνηση, η οποία συνήθως διαρκούσε πέντε-έξι ώρες, διάβαζα στο αυτοκίνητο κάποια από τα μαθήματα του σχολείου.
«Ημουν 40, έφτασα 50 κι ακόμη δεν κατάλαβα πώς πέρασαν τα χρόνια», μου είπε (ο πατέρας μου) κάποια στιγμή.
Σταδιακά, άρχισαν οι ατομικές επιτυχίες και σύντομα εντάχθηκα στο κλιμάκιο της Εθνικής ομάδας. Μετακόμισα στην Αθήνα, στους ξενώνες του Ολυμπιακού Σταδίου.
Το 1995, μπήκα στην Εθνική ομάδα Ανσάμπλ. Δεν ήμουν ούτε 13 ετών!
Όταν ένα παιδί φεύγει από το σπίτι του σε τόσο μικρή ηλικία, θα μπει στη διαδικασία -θέλει, δε θέλει- να ωριμάσει πιο γρήγορα. Θα μάθει να μην εξαρτάται από τους άλλους. Θα βάλει ένα πρόγραμμα στη ζωή του.
Το δικό μου ήταν σχεδόν ίδιο με εκείνο που ακολουθούν όλοι οι αθλητές που είναι και μαθητές: Σχολείο, προπόνηση, διάβασμα.
Το 1997 ήρθε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην Πάτρα, ακολούθησε η έκτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στη Σεβίλλη το 1998 και μετά ήρθε εκείνο το “μαγικό” -αλλά, ταυτόχρονα, πολύ δύσκολο για όλες τις συναθλήτριές μου- 1999.
Μαθήτρια ακόμα, στη Β΄Λυκείου, την σχολική χρονιά 1998-1999, αγωνιούσα για την επίδοσή μου στις Πανελλήνιες Εξετάσεις.
Ήταν η εποχή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης τού τότε Υπουργού Παιδείας, Γεράσιμου Αρσένη, στην οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβανόταν και η απόφαση για την εξέταση των μαθητών του Λυκείου σε όλα τα μαθήματα.
Στα σχολεία επικρατούσε αναβρασμός και στα περισσότερα είχε γίνει κατάληψη από τους μαθητές. Το δικό μου, το 4ο Λύκειο Ηρακλείου Αττικής, ήταν από τα πρώτα που έκλεισαν τον Νοέμβριο του 1998 και το τελευταίο που άνοιξε τον Μάρτιο του επόμενου έτους.
Με δεδομένο το γεγονός ότι την άνοιξη θα έδινα εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα, έπρεπε να προετοιμαστώ κατάλληλα, και -παράλληλα- να ακολουθώ το δύσκολο πρόγραμμα της Εθνικής ομάδας. Από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Μάιο του 1999, το καλεντάρι είχε οκτώ σημαντικούς αγώνες.
Μεταξύ αυτών, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Βουδαπέστη και το Παγκόσμιο στην Οσάκα, τον Οκτώβριο.
Μέχρι τον Μάιο του 1999, ταξίδευα συνέχεια στο εξωτερικό. Όταν σταμάτησαν τα ταξίδια και ολοκληρώθηκε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, έπρεπε να “στρωθώ” στο διάβασμα.
Ήμουν στη Θετική Κατεύθυνση. Είχα αποφασίσει να μπω στην Ιατρική. Στις εξετάσεις, όμως, η βαθμολογία σε τρία μαθήματα δεν ήταν η αναμενόμενη. Θα έδινα ξανά εξετάσεις τον Σεπτέμβριο.
Δεν αγχώθηκα τόσο με αυτό, όσο με το γεγονός ότι τον Ιούλιο και τον Αύγουστο θα ήμουν στην προετοιμασία της Εθνική ομάδας στην Πάτρα για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα -για το οποίο υπήρχαν υψηλές προσδοκίες μετά τα τρία χρυσά στην Ουγγαρία – κι έπρεπε να βρω χρόνο και για το διάβασμα.
Άρχισε να πιέζομαι… Και η πίεση έγινε ακόμα μεγαλύτερη, όταν τον Σεπτέμβριο, λίγες μέρες αφότου έγραψα στο πρώτο μάθημα, σημειώθηκε ο καταστροφικός σεισμός στην Αθήνα.
Τότε η Κυβέρνηση αποφάσισε να μεταθέσει τις εξετάσεις των μαθητών σε μεταγενέστερο χρόνο. Δυστυχώς, όμως, εγώ, δεν είχα μεγάλα χρονικά περιθώρια. Έπρεπε να φύγω για την Οσάκα. Ήταν αδύνατο να ήμουν ταυτόχρονα σε δύο υποχρεώσεις.
Ζήτησα και συναντήθηκα με τον τότε Υφυπουργό Παιδείας, κ. Ευθυμίου, προκειμένου να τον ενημερώσω για το θέμα που είχε προκύψει.
Δεν ήθελα να μου χαρίσει κάτι! Το μόνο που ήθελα, ήταν να δώσω τις εξετάσεις νωρίτερα, έτσι ώστε να ήμουν συνεπής στις σχολικές και τις αθλητικές υποχρεώσεις μου.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι» είπε, και τότε μου έθεσαν για πρώτη φορά το δίλημμα: Ή το σχολείο ή την Εθνική ομάδα!
Μετά από τόσο κόπο και προσπάθεια να είμαι συνεπής, με έβαλαν να διαλέξω! Πώς μπορούσε μια δεκαεξάχρονη κοπέλα να πάρει μία απόφαση ζωής, χωρίς να έχει αμφιβολίες γι’ αυτήν;
Αποφάσισα να διαλέξω την ομάδα μου! Τα υπόλοιπα κορίτσια δεν έφταιγαν σε τίποτα. Στηρίζονταν σε μένα! Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τις “κρεμάσω”!
Έφυγα για την Οσάκα με “βαριά” ψυχολογία, λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί.
Ώσπου, μία εβδομάδα πριν την έναρξη του παγκοσμίου πρωταθλήματος, έλαβα ένα τηλεφώνημα. Ήταν ο υποδιευθυντής του σχολείου μου.
«Πέρασες στις Πανελλήνιες», μου είπε γεμάτος χαρά. «Πως πέρασα; Τι εννοείτε;», τον ρώτησα με απορία. «Βρισκόμαστε σε σεισμοπαθή περιοχή και το Υπουργείο αποφάσισε οι μαθητές στα σχολεία αυτών των περιοχών να περάσουν τις Πανελλήνιες βάσει του βαθμού τους στο εξάμηνο. Πέρασες, λοιπόν, στην επόμενη τάξη με βαθμολογία 18.5»!
Αυτό ήταν! Μόλις το άκουσα “πέταξα”!
Επιστρέψαμε από την Οσάκα, έχοντας κατακτήσει δύο χρυσά μετάλλια, ένα ασημένιο και, φυσικά, την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Είχαμε πετύχει την αποστολή μας. Δεν είχα ξεχάσει, όμως, όσα είχαν προηγηθεί. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, μίλησα δημόσια για το θέμα.
Είπα πόσο ψυχοφθόρο και δύσκολο είναι για έναν μαθητή-αθλητή που κάνει πρωταθλητισμό, να συνδυάσει το σχολείο με τον αθλητισμό. Το θέμα πήρε διαστάσεις και, μερικούς μήνες μετά, η Κυβέρνηση πέρασε την τροποποίηση ενός νόμου, βάσει του οποίου, όσοι αθλητές προκρίνονται στους Ολυμπιακούς Αγώνες, θα εισάγονται στα πανεπιστήμια της Ελλάδας άνευ εξετάσεων.
Το 2000, ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία στο Σίδνεϊ, η οποία ήταν και το αποκορύφωμα όλων των προσπαθειών που είχαν ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια.
Ασχέτως του γεγονότος ότι εκείνη η ομάδα ήταν φτιαγμένη για να πάρει το χρυσό μετάλλιο, το χάλκινο ήταν τεράστια επιτυχία. Η μοναδική μέχρι σήμερα στον χώρο της ελληνικής ρυθμικής γυμναστικής.
Ξέρετε τι διαπίστωσα, όταν πέρασαν τα χρόνια;
Στο Σίδνεϊ ρισκάραμε πολύ! Ρισκάραμε με την επιλογή της δυσκολίας των προγραμμάτων και δεν μας βγήκε.
Αυτό, όμως, δεν ακυρώνει σε καμία περίπτωση την προσπάθεια και την επιτυχία που σημειώσαμε.
Έναν χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, άρχισαν οι αλλαγές στην ομάδα.
Η Εύα (Χριστοδούλου), η Μαρία (Γεωργάτου) και η Άννα (Πολλάτου) αποφάσισαν να σταματήσουν. Μείναμε εγώ, η Χαρά (Καρυάμη) και η Κλέλια (Πανταζή).
Το 2002, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και για τη δική μου αποχώρηση.
Ο τρόπος, με τον οποίο αντιμετώπιζε η τότε διοίκηση της Γυμναστικής Ομοσπονδίας τις Ολυμπιονίκες, με έβαλε σε σκέψεις. Κάποιοι άνθρωποι έδειξαν πως δεν μπορούσαν να διαχειριστούν σωστά ορισμένες καταστάσεις.
Ένιωσα πως είχε πλησιάσει η στιγμή να κλείσω τον κύκλο. Δεν ήμουν έτοιμη γι’ αυτό. Ήθελα να είμαι παρούσα και το 2004 στην Αθήνα.
Δεν άντεχε, όμως, άλλο και το σώμα μου. Έπρεπε φροντίσω τον εαυτό μου.
Να δω κατάματα τα θέματα υγιείας που αντιμετώπιζα καιρό πριν. Με σοβαρότερα τη βουλιμία και τον τραυματισμό μου στον αχίλλειο τένοντα.
Το πρόβλημα με την βουλιμία είχε ξεκινήσει από την περίοδο του σοβαρού τραυματισμού μου στο πόδι. Έμεινα δύο μήνες εκτός και, από εκεί που έκανα προπόνηση επτά-οκτώ ώρες την ημέρα, δεν μπορούσα πια να κάνω τίποτα.
Σύντομα άρχισα να “βάζω” κιλά.
Όταν επέστρεψα στις προπονήσεις, απέκτησα το άγχος της ζυγαριάς. Μας ζύγιζαν κάθε μέρα. Πριν την προπόνηση, μετά την προπόνηση, το μεσημέρι, το βράδυ…
Τότε, άκουσα πως υπήρχε τρόπος για τη διατήρηση του ελέγχου του βάρους:
Να τρως και να κάνεις εμετό… Κατέφυγα σ’ αυτήν τη λύση.
Ήταν καθαρά θέμα ψυχολογίας και άγχους κι έπρεπε να το λύσω! Να απαλλαγώ από αυτό.
Το 2002, αποφάσισα να πάω στην Αμερική. Να αλλάξω περιβάλλον. Ήμουν ακόμα εν ενεργεία αθλήτρια.
Έμεινα στη Νέα Υόρκη και βρήκα μία ελληνοαμερικανίδα γιατρό, την κ. Βάγια Καραντινίδου-Δελημητροπούλου, η οποία σήμερα είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Πέρασα μαζί της ατελείωτες ώρες συζητήσεων.
Εκτός από το τη βουλιμία, έπρεπε να αντιμετωπίσω και τον “πόνο” που ένιωθα από το γεγονός ότι, ενώ ήθελα να αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η κόπωση του σώματός μου δεν μου το επέτρεπε.
Όταν τονώθηκε η ψυχολογία μου, πήρα την απόφαση να αποχωρήσω από την ενεργό δράση.
Δεν ήταν εύκολο να το κάνω.
Μέχρι τα 20, το μόνο που ήξερα να κάνω, ήταν προπονήσεις και να συμμετέχω σε αγώνες! Δεν γνώριζα τίποτα άλλο. Μόνον αυτό! Και όταν τελειώνει το μοναδικό πράγμα που ξέρεις να κάνεις, τότε αρχίζεις να ανακαλύπτεις έναν νέο κόσμο.
Ξεκίνησα σπουδές στη Φαρμακευτική και, ταυτόχρονα, άρχισα να εργάζομαι, για να καλύψω τα έξοδα του πανεπιστημίου.
Ασχολήθηκα επαγγελματικά με τον χορό. Συμμετείχα σε μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ, με μία από τις καλύτερες χορευτικές ομάδες του κόσμου, την AntiGravity, και βρέθηκα στην σκηνή με πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες, μεταξύ άλλων και τη Λάιζα Μινέλι.
Εστίασα στο Broadway Jazz και, παρά το γεγονός ότι όλα πήγαιναν καλά, το 2010 αποφάσισα, για προσωπικούς λόγους, να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Να ξεκινήσω μία νέα ζωή. Την τρίτη ζωή!
Από το 2010 είμαι προπονήτρια στην Α.Σ. Ειρήνη Χαλκίδας.
Βλέπω πως υπάρχουν νέα ταλέντα στη ρυθμική γυμναστική, μόνο που υπάρχει ένα θέμα: Δεν υπάρχουν κίνητρα από την πολιτεία γι’ αυτά τα παιδιά.
Όταν βάζουμε έναν αθλητή μέσα στο προπονητήριο, του ζητάμε να κάνει ορισμένα πράγματα και τον προετοιμάζουμε, αν επιθυμεί, να γίνει πρωταθλητής.
Ποιο είναι, όμως, το κίνητρο που του δίνει η πολιτεία για να γίνει πρωταθλητής; Εμείς ήμασταν τυχεροί και μας δόθηκαν κίνητρα. Τι γίνεται με την επόμενη γενιά; Υπάρχουν υποδομές; Υπάρχουν στάδια;
Ζούμε σε μία εποχή, στην οποία προβάλλονται και “βασιλεύουν” λάθος πρότυπα.
Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να κάνει τη επιλογή του. Ας του δείξουμε, τουλάχιστον, ότι υπάρχει και η επιλογή του αθλητισμού. Ότι μπορεί, αν θέλει, να εξελιχθεί μέσα από τον αυτόν!
Να ανταμείψουμε την προσπάθεια του. Μη το αφήνουμε στο “έλεος” του Θεού.
Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξη. Θέλω να είμαι αισιόδοξη. Πιστεύω πως στην πορεία θα βρεθούν οι κατάλληλες λύσεις. Το μόνο που χρειάζεται (και) το άθλημά μας, είναι σωστή οργάνωση, υποδομές και κίνητρα για τα παιδιά.
Στο σωματείο που βρίσκομαι αυτή την στιγμή, υπάρχουν συνολικά περίπου διακόσια είκοσι παιδιά, εκ των οποίων, τριάντα πέντε είναι στο αγωνιστικό τμήμα. “Τρέχω”, ώστε να φροντίσω να ‘χουν όλα, όσα χρειάζονται, για να είναι το μυαλό τους συγκεντρωμένο μόνο στην προπόνηση.
Είμαι αρκετά χρόνια στον χώρο και γνωρίζω πολύ καλά πλέον τι χρειάζονται οι νέοι αθλητές, για να εξελιχθούν.
Από το κομμάτι της ψυχολογίας μέχρι αυτό της διατροφής.
Στη διατροφή είμαι ξεκάθαρη: Δε ζυγίζω τις αθλήτριές μου. Αν αρχίσουμε να το κάνουμε αυτό και τους μεταφερθεί το άγχος, πάει! “Χάθηκε το παιχνίδι”!
Το μόνο που ίσως κάνω, αν τύχει να παρατηρήσω κάποια μεγάλη αλλαγή στο σώμα τους, είναι να απευθυνθώ στους γονείς τους.
Το θέμα είναι να βοηθάμε τα νέα παιδιά να εξελιχθούν.
Να φτάσουν στο σημείο να υλοποιήσουν τα όνειρά τους και, όταν κάποτε βγουν από τον αθλητισμό, να είναι σωματικά και ψυχικά υγιείς!
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ειρήνη Αϊνδιλή: Για την Άννα / Μία ημέρα στη φυλακή