Προέρχομαι από οικογένεια πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία.
Εκεί γεννήθηκα και εκεί μεγάλωσα, στην πόλη Οράντεα, στα σύνορα με την Ουγγαρία, αφού οι γονείς μου σε ηλικία 13 και 14 ετών έφυγαν με το μεγάλο παιδομάζωμα του 1949 λόγω του εμφυλίου.
Στη Ρουμανία τα πράγματα ήταν πολύ οργανωμένα και υπήρχαν κάποιοι που παρακολουθούσαν τα σχολικά πρωταθλήματα. Με είδαν και μου ζήτησαν να πάω να δοκιμαστώ στην τοπική ομάδα που σήμερα ονομάζεται Μπιχόρ Οράντεα. Εντάχθηκα σε ηλικία 11 ετών και στα 17 μου έπαιξα στην Α’ ομάδα.
Στα 18, όταν τελείωνες το Λύκειο, οι μεταγραφές για όσους έπαιζαν ποδόσφαιρο γίνονταν με δυο κριτήρια. Το στρατιωτικό και των σπουδών. Εγώ, επειδή ήθελα να σπουδάσω, με πήραν στην Ουνιβερσιτά Κραϊόβα (υπήρχαν η Κλουζ και το Ιάσιο επίσης) και μπήκα παράλληλα στο Πολυτεχνείο. Αν πήγαινες φαντάρος, θα σε έπαιρνε η Στεάουα ή η Ντιναμό.
Δεν υπήρχαν χρήματα και συμβόλαια. Μόνο με την έγκριση των τοπικών αρχών μπορούσες να προχωρήσεις. Μεταγραφή εκτός Ρουμανίας δεν γινόταν χωρίς την έγκριση του Τσαουσέσκου. Τον μεγαλύτερο Ρουμάνο παίκτη πριν από τον Χάτζι, τον Νικολάε Ντομπρίν, τον οποίον ζητούσε η Ρεάλ, δεν τον άφησε ποτέ, για παράδειγμα, ο Τσαουσέσκου να φύγει.
Στη Κραϊόβα έμεινα δυο χρόνια, με τη Β’ ομάδα κατακτήσαμε το Πρωτάθλημα Ρουμανίας, ενώ ταυτόχρονα γνώρισα μερικούς σπουδαίους παίκτες που έκαναν μεγάλη καριέρα, όπως ο Ιλίε Μπαλάτσι, ο Ροντιόν Καματάρου, ο Νικολάε Νεγκρίλα και ο Μίρτσεα Ιριμέσκου.
Το 1975 μετά τη μεταπολίτευση εγκρίθηκαν τα χαρτιά μας για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Εγώ ήμουν στο δεύτερο έτος. Το όνειρο του πατέρα μου ήταν να τελειώσω το Πολυτεχνείο και να γυρίσω μετά στην Ελλάδα. Όταν ήρθαν στη Θεσσαλονίκη μέσω ενός ξαδέρφου τους, συνάντησαν τον τότε Πρόεδρο του Άρη, τον Απόστολο Γεωργιάδη. Του μίλησαν για μένα, ήρθαν και με βρήκαν στη Ρουμανία ο Μανωλόπουλος με τον Ιωαννίδη και στη χειμερινή διακοπή του Πρωταθλήματος στη Ρουμανία ήρθα στη Θεσσαλονίκη για να δοκιμαστώ από τον Ζέτσεφ.
Μετά από κάποιες προπονήσεις και ενώ ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στην Κραϊόβα, μου λέει ο Γεωργιάδης «δεν φεύγεις, αν δεν υπογράψεις. Θα υπογράψεις και το καλοκαίρι εμείς θα το κανονίσουμε».
Η ομάδα μου δεν μπορούσε να ζητήσει λεφτά από τον Άρη, αφού είχαν εγκριθεί τα χαρτιά μου. Έτσι, η μεταγραφή μου κόστισε 20 μπάλες, 20 φόρμες, 20 παπούτσια και 20 φανέλες.
Όταν ξαναπήγα μετά από τρία χρόνια και πέρασα από το γήπεδο να δω τους παλιούς μου συμπαίκτες, έκαναν προπόνηση με τις ίδιες μπάλες…
Επαναπατρισμός με Αλκέτα Παναγούλια, Άρη και Εθνική
Όταν ήρθα στον Άρη το καλοκαίρι του 1976 είχα την τύχη να βρω τον Αλκέτα Παναγούλια. Με σημάδεψε σε ολόκληρη την μετέπειτα πορεία μου. Αυτός ήταν που με κάλεσε και στην Εθνική και έκανα για ένα φεγγάρι και διοίκηση Πρωτοδικείου στον Άρη με εκείνον Πρόεδρο το 2002.
Πριν από μένα είχαν έρθει ο Μόκαλης και ο Ανανιάδης από την Ουγγαρία, ο Ισαακίδης από τη Βουλγαρία. Όταν καθόμασταν και οι τέσσερεις μαζί, ερχόταν ο Αλκέτας και μας έλεγε, με την ευφράδεια που τον διέκρινε, «Τι κάνει εδώ το ανατολικό μπλοκ;». Μας βοήθησε πολύ να αφομοιωθούμε στη νέα για εμάς κατάσταση.
Εγώ μιλούσα καλά ελληνικά, γιατί η ελληνική κοινότητα στη Ρουμανία είχε επιβάλει να κάνουμε ελληνικά, μόλις τελειώναμε τα μαθήματα στο σχολείο. Η υπόσχεση που είχα πάρει ήταν ότι παράλληλα θα έπαιρνα μεταγραφή στο τρίτο έτος του Πολυτεχνείου στη Θεσσαλονίκη. Έλα όμως που, μόλις πήγα με τα χαρτιά μου για να εγγραφώ, μου είπαν ότι δεν ήταν ισότιμα τα δυο Πανεπιστήμια. Έδωσα εξετάσεις για να μπω στο πρώτο έτος και ξεκίνησα από την αρχή. Με βοήθησε όμως, γιατί τους τεχνικούς όρους δεν τους γνώριζα καλά στα ελληνικά.
Τα χρόνια μου στον Άρη ήταν πολύ καλά και συνοδεύτηκαν από μια εξαιρετική φουρνιά παικτών. Ο Αλκέτας είχε βάλει τις βάσεις και μετά ήρθε ο Τσατσέφσκι που μας έβαλε σε ένα πιο επαγγελματικό τρόπο προπόνησης.
Ήμασταν οκτώ-δέκα άτομα για περίπου οκτώ χρόνια μαζί, γίναμε φίλοι και συγγενέψαμε. Ο Μόκαλης πάντρεψε εμένα, ο Σεμερτζίδης πάντρεψε τον Ισαακίδη, εγώ βάφτισα τα παιδιά του Μόκαλη, ο Κούης ήταν κουμπάρος. Ήμασταν σαν οικογένεια.
Το ότι φτάσαμε στο απόγειο να διεκδικούμε το Πρωτάθλημα του 1980 στο μπαράζ στον Βόλο είναι κάτι που μας στοιχειώνει. Εγώ κοιμάμαι και πολλές φορές ξαναπαίζω το παιχνίδι στο ύπνο μου. Αν το είχαμε πάρει, νομίζω ότι θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά η ιστορία του Άρη και εμείς θα είχαμε γράψει μια πολύ λαμπρή σελίδα σε αυτή. Ίσως δεν μπορέσαμε να βρούμε και τον σέντερ φορ που θα ταίριαζε σε αυτό το σχήμα. Μετά άρχισε σιγά-σιγά να διαλύεται εκείνη η ομάδα, πρώτος έφυγε ο Πάλλας και ακολούθησαν ο Φοιρός, ο Σεμερτζίδης, ο Τζιφόπουλος.
Στην Εθνική με κάλεσε ο Παναγούλιας και υπήρξε κάτι σημαδιακό. Παίζει η Ρουμανία στην έδρα της με την Ελλάδα το 1969 για την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1970 και εγώ παιδάκι 14 ετών είμαι στο γήπεδο. Η Ελλάδα -των Δομάζου, Σιδέρη, Κούδα, Παπαϊωάννου– περνούσε μόνο με νίκη, η Ρουμανία και με ισοπαλία. Προηγήθηκε η Ρουμανία, ισοφάρισε με ένα φανταστικό γκολ ο Δομάζος, έχασε δυο τετ α τετ ο Μποτίνος και τελικά προκρίθηκαν οι Ρουμάνοι.
Πώς τα φέρνει λοιπόν καμιά φορά η τύχη, τον Νοέμβριο του 1980, έντεκα χρονιά δηλαδή μετά το ματς της Ρουμανίας στο οποίο τον είχα δει να παίζει, ήμουν ανάμεσα στους παίκτες που είχαν κληθεί στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα για ένα φιλικό με την Αυστραλία (τελικό σκορ 3-3) για το αντίο του Δομάζου με την Εθνική!
Τον Οκτώβριο του 1982, λίγους μήνες αφότου η Ιταλία είχε κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, παίζουμε στην έδρα της. Φέραμε 1-1 με γκολ του Κούη από δική μου σέντρα. Οι Ιταλοί γιόρταζαν σε εκείνο το ματς αφενός τις 100 συμμετοχές του Τζοφ, αφετέρου τα 50 σερί παιχνίδια του Τζεντίλε, ενώ επιπλέον είχαν και τρία χρόνια να δεχθούν γκολ στην έδρα τους!
Λίγο μετά έφυγε ο Παναγούλιας από την Εθνική και δεν ξανακλήθηκα…
“Λάθος” στον Ολυμπιακό, από “αστείο” στην Καλαμαριά
Το 1984 συμπλήρωσα οκταετία στον Άρη. Είχα πρόταση από τον Ολυμπιακό και έφυγα. Αποδείχθηκε μια λανθασμένη κίνηση. Μια επιλογή αποδεικνύεται κακή, καταρχήν όταν δεν παίζεις. Ήταν στη δεύτερη θητεία του Νταϊφά, συνάντησα μια πολύ κακή ατμόσφαιρα και έναν προπονητή, τον Γερμανό Γκέοργκ Κέσλερ, που ήταν περισσότερο μάνατζερ παρά προπονητής.
Αυτός είχε φέρει έναν Αυστριακό διεθνή, τον Κουρτ Βέλτς, και δεν γινόταν να μην τον βάζει. Δεν είχε ιδέα από ελληνικό ποδόσφαιρο. Παίζαμε ένα φιλικό με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα και στο φαγητό (μέναμε επί τρεις μήνες στο ίδιο ξενοδοχείο και μέρα παρά μέρα τρώγαμε μαζί) με ρώτησε «Γιώργο, τον ΠΑΟΚ πώς τον βλέπεις;». Εγώ του είπα ότι έναν παίκτη του ΠΑΟΚ πρέπει να κλείσει, τον Σκαρτάδο. Του βάζει λοιπόν “man to man” και κερδίζουμε 0-3 με τρία γκολ του Βελτς. Στην ουσία δηλαδή έβγαλα τα μάτια μου με τα χέρια μου. Τον έδιωξαν τον Φεβρουάριο, αλλά ήταν ήδη αργά και, αν θυμάμαι καλά, ο Ολυμπιακός πήρε τη χειρότερη ως τότε θέση στην ιστορία του.
Το καλοκαίρι πάω στον Νταϊφά και του λέω: «Πρόεδρε, προτίθεμαι να σταματήσω το ποδόσφαιρο, αν δεν με αφήσεις να φύγω». Στην αρχή ήταν αντίθετος. Για καλή μου τύχη, εκείνη την ημέρα ήρθαν στα γραφεία ο Χάρρυ Κλυνν με τον Βασίλη Δανιήλ.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Χάρρυ Κλυνν μού λέει «μήπως θέλεις να έρθεις σε εμάς;», «αν τα βρείτε οι δυο ομάδες, ευχαρίστως», απαντάω. Ευτυχώς δέχθηκε ο Νταϊφάς και γύρισα Θεσσαλονίκη.
Στην Καλαμαριά βρήκα μια πολύ συγκροτημένη ομάδα, με καλό υλικό (Νεντίδης, Αλεξίου, Κότσαλος, Βαζάκας, Τραϊανόπουλος) και προπονητή που λάτρεψα (Βασίλης Δανιήλ, καλός στη δουλειά του, εκπληκτικός άνθρωπος). Στο τέλος μάλιστα πήραμε την καλύτερη θέση που είχε πάρει ο Απόλλων στη μεγάλη κατηγορία.
Μπάλα, σπουδές και οικοδομή
Πήρα την απόφαση να σταματήσω στα 32 μου, γιατί είχα αρχίσει ήδη τη δουλειά με τις οικοδομές, ξεκινώντας μάλιστα από την περιοχή της Καλαμαριάς, καθώς εκεί είχα δημιουργήσει έναν κύκλο και μου ήταν πιο εύκολο να βρω οικόπεδα. Μπορώ να πω ότι ήταν μια από τις καλύτερες αποφάσεις που πήρα. Ναι μεν είχα βγάλει κάποια χρήματα, αλλά έπρεπε να φροντίσω το μέλλον μου. Έπαιξε ρόλο βέβαια και ο ερχομός του Αντώνη Γεωργιάδη, τον οποίον είχα στον Άρη και πήγε στον Ολυμπιακό, όταν εγώ έφυγα.
Ήταν πολύ σκληρός προπονητής. Μας ξυπνούσε από τις 06:00 και μας πήγαινε στο βουνό για τρέξιμο. Καλό μάτι στο γήπεδο, αλλά δεν είχε την ευελιξία. Ξεκίνησα την προετοιμασία και την τρίτη μέρα, μόλις είδα δηλαδή ότι κάνει τα ίδια που έκανε και στον Άρη, πήρα το αεροπλάνο και έφυγα! Αυτό σε συνδυασμό με θέματα που είχα στη δουλειά μου με οδήγησαν λοιπόν στην απόφαση να σταματήσω.
Γενικότερα πάντως δυσκολευόμουν πολύ να συνδυάσω το ποδόσφαιρο με κάτι άλλο, όπως για παράδειγμα με τις σπουδές μου.
Φυσικά, οι προπονήσεις δεν ήταν όπως οι σημερινές και ούτε ήμασταν και τόσο επαγγελματίες, ήταν λίγο πιο χαλαρά τα πράγματα και δεν σου απορροφούσαν όλον σου τον χρόνο. Παρόλ’ αυτά, είχα φτάσει σε ένα σημείο, πχ στο πέμπτο έτος, τότε που παίζαμε και στην Ευρώπη, που είχαμε αγώνα μεσοβδόμαδα και δεν μπορούσα να πάω να δώσω το μάθημα για το οποίο διάβαζα έναν μήνα!
Είχα πει στον πατέρα μου ότι θα σταματήσω για έναν χρόνο από τη σχολή και θα συνεχίσω μετά, γιατί ένιωθα εξαντλημένος. Τον θυμάμαι να μου λέει «ωραία, θα σταματήσεις το ποδόσφαιρο για έναν χρόνο, θα τελειώσεις το Πολυτεχνείο και μετά θα συνεχίσεις να παίζεις μπάλα». Εκεί με “έστειλε”. Τελικά τα κατάφερα και πήρα το δίπλωμα του Πολιτικού Μηχανικού. Αυτή η συμβουλή του πατέρα μου υπήρξε καθοριστική, ακόμη και σήμερα αναπολώ τις νουθεσίες ενός απλού ανθρώπου, ο οποίος ήθελε να έχω ένα δίπλωμα για το μέλλον και δεν τον ενδιέφερε να διαπρέψω στην μπάλα.
Σταμάτησα λοιπόν το ποδόσφαιρο και από τότε η ενασχόλησή μου με το άθλημα είναι αποκλειστικά και μόνο ως φίλαθλος, δεν χάνω παιχνίδι του Άρη σε Ελλάδα και Ευρώπη. Στον απολογισμό μου, δεν μετανιώνω για όσα έκανα αλλά μόνο για όσα δεν έκανα. Το αμιγώς αγωνιστικό κομμάτι, αν ήμουν δηλαδή καλός ή κακός παίκτης, είναι μια άλλη κουβέντα. Πάντως πέτυχα αρκετά και σε αυτόν τον τομέα, είμαι στους πέντε πρώτους σκόρερ της ιστορίας του Άρη και έχω βάλει και εγώ ένα λιθαράκι στην ιστορία του συλλόγου. Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα είναι οι δεσμοί φιλίας που δημιουργήθηκαν και ακόμη κρατούν!
Ο Γιώργος Ζήνδρος είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξης Σαββόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Φοιρός: Δεν κρατάω κακίες