Μία ιταλική παροιμία διαπιστώνει ότι «si dice sempre il lupo più grande che non è».
Η μετάφρασή της σημαίνει κάτι σαν «ο λύκος τα λέει πάντα μεγαλύτερα από ό,τι είναι».
Η σημασία της, ωστόσο, συμπυκνώνεται σε κάτι πιο λογοτεχνικό.
Καθώς αυτό που θέλει να τονίζει, όπως λένε στη γειτονική χώρα, είναι ότι «ένα μικρό ψέμα μπορεί να κάνει την ιστορία καλύτερη και ομορφότερη»…
Για τον Λουτσιάνο Γκαούτσι, αυτό το ψέμα δεν ήταν ποτέ ένα. Δεν ήταν ποτέ αθώο.
Ήταν, όμως, μία ανάμνηση των παλαιάς κοπής παραγόντων.
Εκείνων που λίγο σου θύμιζαν ότι έχουν σχέση με το ποδόσφαιρο.
Λίγο ασουλούπωτος, λίγο θαρρεί κανείς αδέξιος στις κινήσεις του.
Στα «σαλόνια» θα τον ονόμαζαν, με ελαφρώς «καθωσπρέπει» διάθεση και τόνο, «αντιεμπορικό».
Όσοι δεν τον συμπαθούσαν, αλλά συνάμα και δεν τον μισούσαν, θα τον θεωρούσαν «αντι-τουριστικό».
Ο ίδιος, διατήρησε μία σχέση… (στ)οργής με αυτά τα «σαλόνια». Ο καθωσπρεπισμός δεν του ταίριαζε, αλλά δεν ήθελε να μείνει και έξω από αυτά.
Για τη δική του αναρρίχηση στην «ιεραρχία» του Καμπιονάτο, ο δαιμόνιος παράγοντας από τη Ρώμη είχε αποφασίσει να ενεργήσει με έναν απόλυτο «my way» κανόνα.
Με τον δικό του τρόπο.
Αποφασίζοντας, βέβαια, να ακολουθήσει, αναπόφευκτα, και τους «κανόνες» του συχνά διεφθαρμένου ιταλικού ποδοσφαίρου…
Ο Λουτσιάνο Γκαούτσι έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πλέον εκκεντρικές φιγούρες της ποδοσφαιρικής Ιταλίας.
Ιδιόρρυθμος, «καταφερτζής» και, πάντα με τον δικό του τρόπο, μεθοδικός.
Ο πρώην πρόεδρος της Περούτζια, με έναν «βίο και πολιτεία» να τον συνοδεύει τόσο εντός όσο κι εκτός γηπέδων, άφησε την τελευταία πνοή του σε ηλικία 81 ετών την 1η Φεβρουαρίου 2020 στο Σάντο Ντομίνγκο, πρωτεύουσα της Δομινικανής Δημοκρατίας.
Το «ταξίδι» του από τη γέννησή του στις 28 Δεκεμβρίου 1938 στη Ρώμη, μόνο εύκολο δεν ήταν.
Αυτοδημιούργητος και ενίοτε αθεράπευτα περήφανος για τον εαυτό του. Ρομαντικός σε σημείο παρεξήγησης, αλλά ταυτόχρονα σκληρός στην κρίση του. Σε σημείο… ακόμη μεγαλύτερης παρεξήγησης.
Ανοιχτόμυαλος, πολλές φορές πιο μπροστά από την εποχή του.
Αλλά και ενοχικός ή, για την ακρίβεια, άνθρωπος που δεν δίσταζε να «τσαλακώσει» και τον εαυτό του.
Το 2006, κι ενώ είχε αποχωρήσει από την Περούτζια έπειτα από 13 χρόνια γεμάτα περιπέτειες, πρωτοσέλιδα, δικογραφίες και ιστορίες για βιβλίο ή ταινία, είχε διαπιστώσει ότι «η Serie A είναι “σάπια”»…
«Λίγο αργά το κατάλαβε, ή απλώς μας δουλεύει», ήταν το νόημα όσων απάντησαν. Αντίστοιχη ήταν και η αντίδραση κοινού και Τύπου.
Όμως ο Γκαούτσι δεν έβγαζε την «ουρά του απ’ έξω».
Η νοοτροπία «νίκη με κάθε μέσο» ενδεχομένως και να έμοιαζε άγνωστη για έναν χαρακτήρα που -τουλάχιστον αρχικά- δεν μεγαλοπιάστηκε.
Ο μύθος αναφέρει ότι η πρώτη εργασία του ήταν ως οδηγός αστικού λεωφορείου στην ιταλική πρωτεύουσα.
Τα όνειρά του, ωστόσο, θα τον «ταξίδευαν» πολύ πιο μακριά από τα όρια της Ρώμης.
Ίδρυσε μία εταιρία καθαρισμού και την ονόμασε «Milanese».
Το σκεπτικό και η έμπνευση πίσω από τη «βάφτιση» ήταν απλή… «Αν ήξεραν ότι η έδρα μου είναι η Ρώμη, δύσκολα θα με αποδέχονταν στον αλαζονικό Βορρά», είχε εξηγήσει.
Η εταιρία ολοένα και μεγαλώνει. Η φήμη της απλώνεται στη χώρα και κατορθώνει να συνάψει συμφωνία με το «Μαλπένσα», αεροδρόμιο στο Μιλάνο!
Ο Γκαούτσι δεν φοβόταν να λερώσει τα χέρια του στη δουλειά. Η επόμενη πρόκλησή του, όμως, απαιτούσε… μπότες.
Εργαλείο για να αντέξει τη λάσπη των στάβλων. Οι φιλοδοξίες του έτρεχαν τόσο γρήγορα όσο τα άλογα…
Αγοράζει την «Allevamento White Star», εταιρία που εκτρέφει άλογα για τον ιππόδρομο.
Μία δραστηριότητα η οποία θα του αποφέρει εκατομμύρια, αλλά παράλληλα θα συνοδεύσει και την πρώτη μεγάλη απογοήτευσή του στο ποδόσφαιρο.
Η πιο πετυχημένη αγορά του ήταν το καθαρόαιμο Tony Bin, το οποίο κέρδισε μεγάλους αγώνες και γέμισε το πορτοφόλι του Ιταλού επιχειρηματία.
Ο Tony Bin έκανε τον Γκαούτσι πλούσιο.
Κέρδισε δεκάδες αγώνες, μεταξύ των οποίων τη φημισμένη κούρσα της Αψίδας του Θριάμβου.
Ο Γκαούτσι, ο οποίος είχε αποκτήσει τον Bin αντί 6.200 ευρώ, αποφασίζει να τον πουλήσει σε έναν Ιάπωνα επιχειρηματία, αντί 2,6 εκατομμυρίων ευρώ!
Η ταυτόχρονη αγορά μίας εταιρίας ρούχων (Calex) γιγαντώνει και τη φήμη και τον τραπεζικό λογαριασμό του.
Η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο δεν αργεί.
Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ρόμα, στο πλευρό του Ντίνο Βιόλα. Ο Τζούλιο Αντρεότι, επτά φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας, πείθει τον Γκαούτσι να γίνει (κάπου αλλού) αφεντικό.
Το 1991 αγοράζει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της Περούτζια.
Ο σύλλογος αγωνιζόταν τότε στην τρίτη κατηγορία και ουδεμία σχέση είχε με την ομάδα από τα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Το 1979, η Περούτζια ολοκλήρωσε μεν τη Serie A αήττητη (!!!), αφήνοντας πίσω της τη Γιουβέντους, όμως τερμάτισε δεύτερη, βλέποντας τη Μίλαν να κατακτά το δέκατο «σκουντέτο» της και πρώτο έπειτα από έντεκα σεζόν.
Για χρόνια η ομάδα υπήρξε μέρος αγωνιστικών και οικονομικών σκανδάλων, με αποτέλεσμα την πτώση της και την τιμωρία των υποβιβασμών.
Αρχικά με το σκάνδαλο «Totonero», το 1980, και στη συνέχεια, το 1986 (με παίκτη τον μετέπειτα διεθνή επιθετικό και μέλος των Γιουβέντους, Μίντλεσπρο, Λάτσιο, κ.α., Φαμπρίτσιο Ραβανέλι), με «καταδίκη» για συμμετοχή σε δωροδοκίες.
Η τέλεια πλατφόρμα για τον «Big–Luci»…
Μία άλλη ιταλική παροιμία προτρέπει «o mangiar questa minestra o saltar questa finestra».
Ετυμολογικά αναφέρει «είτε φάε τη σούπα σου είτε πήδα από το παράθυρο».
Η σημασία της είναι κάτι σαν «σε όποιον αρέσει» ή «παίρνεις ό,τι βλέπεις».
Μέθοδος απόλυτα ταιριαστή με τις τακτικές του Γκαούτσι.
Από το 1991 ως το 1999 θα προλάβει να απολύσει μία ντουζίνα προπονητές!
Το 1993, η Περούτζια κέρδισε μεν την άνοδο στη Serie B, παρότι πριν από τον τελευταία αγώνα των πλέι οφς έδιωξε τον κόουτς Νοβελίνο, επειδή εκείνος αρνείται την επιβίβαση πολιτικών, φίλων του προέδρου, στην πτήση της ομάδας.
Λίγες ημέρες μετά την άνοδο, όμως, αποδεικνύεται ότι ο Γκαούτσι είχε πουλήσει κατά τη διάρκεια της σεζόν ένα άλογο στον πατέρα της συζύγου του διαιτητή Εμάνουελ Σενζάκουα.
Τα στοιχεία που ήρθαν στο φως, περί δώρου του αγοραστή στον Ιταλό ρέφερι, αλλά και για συναντήσεις του Σενζάκουα με τον εκκεντρικό πρόεδρο, επιφέρουν στον σύλλογο αποκλεισμό, απώλεια του προβιβασμού και τρία χρόνια στέρησης εισόδου στα γήπεδα για τον Γκαούτσι…
Κατηγορεί τον πρόεδρο της Μπάρι, Βιτσέντζο Ματαρέζε, για την τιμωρία του και δεν σταματά να πηγαίνει κανονικά στο γήπεδο, πληρώνοντας κάθε φορά υψηλό πρόστιμο.
Το 1994 η Περούτζια κερδίζει πάλι την άνοδο, αλλά…
Στον Τύπο υπάρχουν αναφορές για διάφορες μεθόδους του Λουτσιάνο Γκαούτσι, όπως κακή συμπεριφορά προς τους παίκτες.
Φέρεται να τους «επιπλήττει» έπειτα από κάθε ήττα με παραμονή σε άσχημα και φθηνά ξενοδοχεία, παρέχοντάς τους μόνο νερό και ψωμί.
Το 1995-1996, με τον Τζιοβάνι Γκαλεόνε στον πάγκο, έρχεται η νίκη επί της Τορίνο στον τελικό των πλέι οφς και η επιστροφή στη Serie A.
Για έξι σεζόν, η Περούτζια αποπνέει μία σταθερότητα.
Πρωτεργάτης ο κόουτς Σέρσε Κόζμι, ο οποίος κατακτά και το Κύπελλο Ιντερτότο το καλοκαίρι του 2003 (νίκη επί της Βόλφσμπουργκ στους διπλούς τελικούς), κάτι που χαρίζει την ομάδα του εισιτήριο για το Κύπελλο UEFA.
Η Περούτζια αποκλείει τον Άρη (ο οποίος, όμως, την είχε αποκλείσει το 1979 για την ίδια διοργάνωση) και φτάνει ως τον τρίτο γύρο, όπου μένει εκτός από την ολλανδική Αϊντχόφεν.
Ο Κόζμι, πάντως, αν και έμεινε τέσσερα χρόνια (2000-2004) στον πάγκο της, δεν τα βρήκε ποτέ ουσιαστικά με τον Γκαούτσι.
Με εργασία μερικής απασχόλησης ως… DJ και με τακτική να προβάλλει ταινίες πορνό στους παίκτες ή να οργανώνει επισκέψεις σε strip–clubs πριν από αγώνες, ώστε να τονώνει το ηθικό της ομάδας, ο Κόζμι ήρθε ουκ ολίγες φορές σε κόντρα με τον εργοδότη του.
Το όραμα του Γκαούτσι, όμως, δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό ή… ελληνικό.
Στη θητεία του η ομάδα του είχε ως παίκτες τον Ζήση Βρύζα (2000-2003), τον Κώστα Λουμπούτη (2002-2005) και τη σεζόν 2001-2002 τους Τραϊανό Δέλλα και Δημήτρη Ναλιτζή.
Τον τελευταίο τον είχε ως δανεικό από την Ουντινέζε, ενώ τον Δέλλα τον πήρε από την ΑΕΚ.
Ωστόσο, η κόντρα του με τον διεθνή αμυντικό για το συμβολαίο του, έφερε τον Δέλλα «στον πάγ(κ)ο» στο δεύτερο μισό της σεζόν και το επόμενο καλοκαίρι μετακόμισε ως ελεύθερος στη Ρόμα.
Υπήρξαν, όμως, μετεγγραφές με περισσότερη ίντριγκα και ευτράπελα…
Ενώ ο σύλλογος είχε ήδη κάνει παίκτες τους διεθνείς όπως οι Τζενάρο Γκατούζο, Μάρκο Ματεράτσι και Φάμπιο Γκρόσο, το 1998 απέκτησε από την Χιρατσούκα τον Ιάπωνα Χιντετόσι Νακάτα, αντί τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ.
Κίνηση που του εξασφάλισε πρόσβαση μέχρι και στα κυβερνητικά κλιμάκια της ασιατικής χώρας!
Δύο χρόνια αργότερα, τον πούλησε με κέρδος 17 εκατομμυρίων στη Ρόμα, πριν ο Νακάτα παίξει και σε Πάρμα, Φιορεντίνα, Μπολόνια στην Ιταλία και Μπόλτον στην Αγγλία.
Το 1999, ο Γκαούτσι επέκτεινε τις δραστηριότητές του στο ποδόσφαιρο, αγοράζοντας άλλες τρεις ομάδες, σε μικρότερες κατηγορίες.
Στη Βιτερμπέζε έχρισε προπονήτρια την άλλοτε σταρ του ιταλικού ποδοσφαίρου, Καρολίνα Μοράτσε, η οποία έγινε η πρώτη γυναίκα κόουτς σε επαγγελματική ομάδα ανδρών!
Η Μοράτσε, πάντως, έμεινε στον πάγκο μόλις για δύο ματς, καταγγέλλοντας διοικητικές παρεμβάσεις στη δουλειά της.
Αγόρασε, επίσης, τις Κατάνια και Σαμπενεντετέζε και δύο φορές θέλησε να ταράξει τα νερά του Καμπιονάτο.
Έχοντας εντυπωσιαστεί από τα προσόντα της Μπίργκιτ Πριντς από τη Γερμανία και της Χάνα Λιούνγκμπεργκ από τη Σουηδία, ζήτησε άδεια από την ομοσπονδία να τις υπογράψει στην Περούτζια.
Αίτημα που δεν έγινε δεκτί ούτε για την Πριντς ούτε για την Λιούνγκμπεργκ.
Δεν είχε σκοπό να σταματήσει να «προκαλεί»…
Το 2002 είχε προλάβει να το κάνει, όταν έδιωξε από την ομάδα τον Νοτιοκορεάτη Αν Γιουνγκ Χβαν, γιατί μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχε σκοράρει το γκολ που απέκλεισε την Ιταλία από το Μουντιάλ…
«Δεν πρόκειται να καθίσω και να πληρώνω έναν άνθρωπο που κατέστρεψε το άθλημα της χώρας μου», είναι η δίχως αληθινό και ουσιαστικό επιχείρημα αιτιολογία του.
Ο σάλος που προκλήθηκε τον ανάγκασε να ανακαλέσει, όμως ο ίδιος ο παίκτης δεν επιθυμούσε, δικαίως να επιστρέψει.
Για να αντιστρέψει το εις βάρος του κλίμα, έδωσε συμβόλαιο σε δέκα(!) Αιθίοπες ποδοσφαιριστές οι οποίοι είχαν ζητήσει πολιτικό άσυλο στην Ιταλία.
Κανένας τους, πάντως, δεν αγωνίστηκε σε επίσημο παιχνίδι, όμως ο Γκαούτσι τιμήθηκε με το μετάλλιο του «Ιππότη της Ειρήνης».
Ποτέ δεν έλεγε όχι σε ένα «παράσημο» ένα εύσημο και μία βράβευση.
Βραβείο… αποτυχίας, όμως, έλαβε ουσιαστικά για τη μετεγγραφή του Αλ Σαάντι Καντάφι.
Αν το όνομα Καντάφι σάς θυμίζει κάτι, είναι διότι πρόκειται για τον γιο του Μουαμάρ Καντάφι, στρατιωτικού και προέδρου του «Επαναστατικού Συμβουλίου» της Λιβύης.
Ο υιός Καντάφι έφτασε στην Ιταλία και πήγε στην πρώτη προπόνηση με μία Lamborghini!
Κάμερες από την πατρίδα του τον ακολουθούσαν παντού, ενώ ο Γκαούτσι δέχθηκε να πληρώσει μέρος των μισθών του Ντιέγκο Μαραντόνα, ως τεχνικού συμβούλου του παίκτη και του Καναδού παλαίμαχου σπρίντερ, Μπεν Τζόνσον, ως γυμναστή του!
Ο κόουτς Κόζμι τον χρησιμοποίησε μόνο 15 λεπτά κόντρα στη Γιουβέντους (στην οποία ο Αλ Σαάντι Καντάφι έχει μικρό μερίδιο μετοχών), λέγοντας ότι «ακόμη και με την διπλάσια ταχύτητά του, είναι δύο φορές πιο αργός από τους συμπαίκτες του».
Ο ιταλικός Τύπος τον αποκάλεσε «ίσως τη χειρότερη μετεγγραφή όλων των εποχών στη Serie A», όμως ο Γκαούτσι είχε κάνει πάλι το κομμάτι του.
Ο Καντάφι «συνελήφθη» θετικός σε απαγορευμένη ουσία τον Νοέμβριο του 2003 και απομακρύνθηκε, παρά την υπεράσπιση του Γκαούτσι.
Η αποχώρησή του χαροποίησε και τους πελάτες του ξενοδοχείου όπου ο Καντάφι διέμενε, καθώς η σύζυγός του απαιτούσε καθημερινά εκατοντάδες λίτρα γάλα για το καθημερινό μπάνιο της!
Από το 2003, ο Λουτσιάνο Γκαούτσι άρχισε να χρωστά και τα χρέη της Περούτζια ξεπέρασαν τα 40 εκατομμύρια ευρώ.
Το 2004 η ομάδα του υποβιβάστηκε, ο «Λούτσι» αποχώρησε, όμως πολλές ενέργειές του είναι εκείνες που οδήγησαν τον σύλλογο στη χρεοκοπία, έναν χρόνο αργότερα.
Ο ίδιος κήρυξε πτώχευση και αναχώρησε για διακοπές στην Δομινικανή Δημοκρατία.
Μία απόφαση που τον κράτησε μακριά από τα εντάλματα σύλληψης που είχαν εκδοθεί εναντίο του…
Κατηγορήθηκε επίσης ότι απέκρυψε ένα ποσό 20 εκατομμυρίων από την παραχώρηση του Νακάτα στη Ρόμα, ενώ οι γιοι του, Ρικάρντο και Αλεσάντρο, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για οικονομικές παρατυπίες.
Ζώντας στο Σάντο Ντομίνγκο, απέκτησε έναν ακόμη γιο, το 2010, σε ηλικία 71 ετών.
Όταν οι δικηγόροι του πέτυχαν σε δίκη ερήμην του να περιορίσουν την καταδίκη σε τριετή φυλάκιση με αναστολή, επέστρεψε για λίγο στην Ιταλια.
Όχι για πολύ, καθώς επέλεξε να γυρίσει στη Δομινικανή Δημοκρατία, όπου έμεινε ως το τέλος της ζωής του.
Το 2006, ως φυγόδικος, είχε καταγγείλει ότι το 2000 η Γιουβέντους επιχείρησε να δωροδοκήσει παίκτες της Περούτζια, πριν από την τελευταία αγωνιστική, ώστε να κατακτήσει τον τίτλο.
Ο Γκαούτσι ισχυρίστηκε ότι ο κόουτς Κάρλο Ματσόνε και ο τεχνικός διευθυντής Ερμάνο Πιερόνι είχαν συμφωνήσει με τον γενικό διευθυντή της «Γιούβε», Λουτσιάνο Μότζι, ο οποίος τους είχε υποσχεθεί και χρήματα και μία νέα θέση στην Τορίνο.
Όμως, εξήγησε ότι αντιλήφθηκε το θέμα, απείλησε τους παίκτες του ότι αν ηττηθούν «θα τους στείλω στην Κίνα» και η Περούτζια νίκησε 1-0, βοηθώντας τη Λάτσιο να στεφθεί πρωταθλήτρια!
Την ίδια χρονιά αποκάλυψε ότι η Φιορεντίνα επιχείρησε να τον δωροδοκήσει με 14 εκατομμύρια πριν από τους μεταξύ τους αγώνες μπαράζ.
Αρνήθηκε ότι έλαβε το ποσό, όμως δήλωσε ευθαρσώς πως «αν κρίνω από τα αποτελέσματα (σ.σ.: εντός έδρας ήττα 1-0 και εκτός έδρας ισοπαλία 1-1), οι μισοί παίκτες μου πρέπει να τα είχαν πάρει!».
Μία τρίτη ιταλική παροιμία τονίζει πως «la troppa bonezza finisce nella monnezza».
Οι γείτονες εξηγούν ότι με αυτή εννοούν ότι «οι καλοί τερματίζουν τελευταίοι».
Στην πραγματικότητα, σημαίνει «το πολύ καλό δεν οδηγεί πουθενά, παρά στα σκουπίδια».
Ο Λουτσιάνο Γκαούτσι μάλλον το κατάλαβε νωρίς, όμως στο φινάλε της επιχειρηματικής ασχολίας του με το ποδόσφαιρο, κάποια σκέλη της παροιμίας απέκτησαν άλλη σημασία…
Ήταν από εκείνες τις προσωπικότητες που συχνά κατορθώνουν, ασυναίσθητα ή όχι και ασυνείδητα ή μη, να ξεπεράσουν την ίδια την ομάδα τους. Ίσως και, για λίγο, για μία στιγμή δόξας ή και «κατρακύλας», και το ίδιο το άθλημα.
Είχε προλάβει να φέρει μία εποχή ενθουσιασμού στο Καμπιονάτο, προσφέροντας και επιτυχίες.
Είχε προλάβει να απολύσει έναν προπονητή του, επειδή είχε δίπλα του στη συνέντευξη Τύπου τον σκύλο του.
Αλλά μάλλον εκείνος ο άνθρωπος των πράξεων και των μεγάλων αποφάσεων λάτρευε και μία τρόπον τινά «θεωρία του χάους».
Ενδεχομένως για τούτο θα τον θυμούνται, περισσότερο ίσως και από την ιδιοφυή «παραφροσύνη» του στην εξέδρα και στα γραφεία.