Το «σκηνικό» αντίστοιχο με εκείνη την «παράσταση» πριν από 23 χρόνια. Πανάκριβα κοστούμια ακόμη πιο ακριβοπληρωμένων δικηγόρων, αλλά και ένορκοι με το μυαλό κυρίως στο 1995 και όχι στο 2008.
Το σχέδιο της σκιτσογράφου σχεδόν το ίδιο. Απεικόνιζε έναν σιωπηλό άνδρα, ακίνητο μεν στην καρέκλα του, αλλά με εμφανή την «ακροβασία» σε ένα λεπτό σχοινί μεταξύ επιθυμίας για λύπηση και, συνάμα, αυτοπεποίθηση.
Οι κρόταφοί του ήταν λίγο πιο γκριζαρισμένοι, τα μαλλιά ελαφρώς λιγότερα. Όπως λιγότερη ήταν και η «αδιακρισία», η ματιά της κοινής γνώμης.
Ίσως όλη η προσοχή να είχε εξαντληθεί εκείνα τα καλοκαίρια του 1994 και του 1995, όταν ο Ο. Τζέι Σίμπσον δεν ήταν απλώς κατηγορούμενος για μία διπλή ανθρωποκτονία. Ήταν παράλληλα και (ασυνείδητα;) ο πρωταγωνιστής του πρώτου reality show (διασημοτήτων) της αμερικανικής τηλεόρασης.
Ήταν, επίσης -από την άλλη πλευρά του νομίσματος-, ένας συνεχιστής της κοινωνικής μάχης κατά της αστυνομικής βίας και των φυλετικών διακρίσεων.
Το κορμί του είχε μάθε να αντέχει, τόσα χρόνια στα γήπεδα του αμερικανικού φούτμπολ. Η ψυχή του, ωστόσο, έμοιαζε με ανεξερεύνητη «γη». Ακόμη και για τους δικούς του ανθρώπους.
Ο παλαίμαχος σταρ του NFL απέφυγε το 1995 την καταδίκη για τη δολοφονία της πρώην συζύγου του, Νικόλ Μπράουν, και του φίλου της, Ρόναλντ Γκόλντμαν.
Δεν γλίτωσε, όμως, την «ταμπέλα» της αμφιβολίας ή της παραβατικής συμπεριφοράς… Δεν γλίτωσε και τη φυλακή, τελικά. Στις 5 Δεκεμβρίου 2008 καταδικάστηκε σε φυλάκιση για 33 χρόνια, ως ένοχος για απαγωγή και ένοπλη ληστεία τον Σεπτέμβριο του 2007, στο Λας Βέγκας.
Κάθε βήμα, κάθε κίνηση του Ο. Τζέι Σίμπσον ακόμη και πριν από τη «δίκη του αιώνα» του 1995, έδειχνε βγαλμένη από την ποπ κουλτούρα της σόου μπίζνες, που τόσο (τον) λάτρεψε.
Εκτός από τα φώτα και τη λάμψη των γηπέδων, άλλωστε, ο Αμερικανός σταρ μαγεύτηκε και από τη χλιδή της τηλεόρασης, των διαφημιστικών σποτ και των δεκάδων guest εμφανίσεων σε ταινίες ή σειρές.
Το τελευταίος «λάθος» του ήταν θαρρεί κανείς ένας ρόλος από φιλμ. Κανείς, ως συνήθως με τις πράξεις του, δεν γνωρίζει αν το «σενάριο» ήταν… αυτοβιογραφικό ή απλή μυθοπλασία.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2007, μαζί με ένα γκρουπ ανθρώπων της κουστωδίας του, εισέβαλε σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου-καζίνο Palace Station στο Λας Βέγκας και με την απειλή όπλου έκλεψε αθλητικά αναμνηστικά φερόμενης μεγάλης αξίας… Ο Σίμπσον ομολόγησε ότι τα πήρε στην κατοχή του, όμως ξεκαθάρισε πως δεν το έκανε κρατώντας όπλο και ισχυρίστηκε ότι τα συγκεκριμένα αντικείμενα τού ανήκαν και είχαν κλαπεί από τον ίδιο.
Ανακρίθηκε, αφέθηκε ελεύθερος, αλλά δύο ημέρες αργότερα συνελήφθη μαζί με τρεις άνδρες. Παρέδωσε το διαβατήριό του, υποσχέθηκε ότι δεν θα έρθει σε επικοινωνία με τους άλλους κατηγορούμενους και δεν υπέβαλε ένσταση.
Πριν από τη δίκη, συνελήφθη εκ νέου για παράβαση των όρων της αναστολής του, λόγω προσπάθειας να συναντήσει τον κατηγορούμενο Κλάρενς Στιούαρτ.
Η καταδίκη του στις 5/12/2008 περιλάμβανε ανασταλτική ισχύ έπειτα από κάθειρξη εννέα ετών και τον Ιούλιο του 2017, σε ηλικία 70 ετών, αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους.
Όλο το «δράμα» της τελευταίας δικαστικής περιπέτειάς του δεν είχε καμία σχέση με όσα συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη δίκη για τη δολοφονία των Μπράουν και Γκόλντμαν.
Ο ίδιος ο Ο. Τζέι Σίμπσον, σε συνέντευξή του στο πρακτορείο ειδήσεων Associated Press, τον Ιούνιο του 2019, τόνισε ότι «δεν χρειάζεται να πηγαίνω πίσω στο παρελθόν, στις χειρότερες μέρες της ζωής μου… Είναι κάτι που δεν θέλω να ξαναζώ και τόσο εγώ όσο και η οικογένειά μου έχουμε προχωρήσει και το έχουμε αφήσει πίσω».
Ο Σίμπσον χρησιμοποίησε χαρακτηριστικά τη λέξη «closure», όμως για τη φαμίλια του Ρόναλντ Γκόλντμαν «κλείσιμο» δεν έχει υπάρξει… «Δεν αναγνωρίζω αυτή τη λέξη. Δεν είναι ταιριαστή όταν αναφέρεται σε τραγωδία, τραύματα και απώλεια», επιμένει Κιμ Γκόλντμαν, η αδερφή του Ρον, σερβιτόρου στο επάγγελμα, επίδοξου ηθοποιού και συντρόφου της πρώην συζύγου του Σίμπσον.
«Δεν πνίγω τις εκφράσεις μου στη θλίψη, όμως όταν επαναλαμβάνεται αυτή η ιστορία είναι μία μακάβρια και μελαγχολική υπενθύμιση για τον χαμό του αδερφού μου».
Η Κιμ Γκόλντμαν δεν πίστεψε ποτέ στην αθωότητα του Ο. Τζέι.
Το 2019 παρουσίασε ένα podcast, στο οποίο σε δέκα εβδομάδες πήρε συνεντεύξεις από φίλους του αδερφού της, από τον αστυνόμο που ερεύνησε τη διπλή δολοφονία και από συνηγόρους και υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής.
Μίλησε και με δύο από τους ενόρκους αθώωσαν τον Σίμπσον. Η Κιμ δεν θα πάψει ποτέ τον αγώνα της να αποδείξει πως ο παλαίμαχος σταρ των γηπέδων του NFL είναι ένοχος…
Ο Ορένθαλ Τζέιμς Σίμπσον γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου 1947 σε μία φτωχή γειτονιά του Σαν Φρανσίσκο.
Ο πατέρας του, Τζίμι, μάγειρας και υπάλληλος ασφαλείας σε τράπεζες, ήταν γνωστός drag queen στην περιοχή και εγκατέλειψε τη σύζυγό του, Γιούνις, όταν ο Ο. Τζέι ήταν πέντε ετών.
Πολλά χρόνια αργότερα, πίσω από το μανδύα των γυναικείων ενδυμάτων αλλά χωρίς ανασφάλειες, ο Τζίμι Σίμπσον ανακοίνωσε ότι είναι ομοφυλόφιλος και πέθανε από AIDS, το 1986…
Η μητέρα του Ο. Τζέι, νοσηλεύτρια σε ψυχιατρική κλινική, εργαζόταν υπερωρίες για να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της. Η έλλειψη επίβλεψης έφερε τον μικρό στους δρόμους. Το επιβλητικό παρουσιαστικό του ήταν το πρώτο προσόν για να γίνει μέλος της συμμορίας «The Persian Warriorrs» σε ηλικία 13 ετών και να είναι πρωταγωνιστής σε μόνιμους καυγάδες.
Οι μπελάδες από τότε άρχισαν να περιτριγυρίζουν εκείνο το κατά τα άλλα ταλαντούχο παιδί.
Έπαιξε φούτμπολ στο γυμνάσιο Γκαλιλέο, άρχισε τις σπουδές του στο Σαν Φρανσίσκο Σίτι Κόλετζ και μετεγγράφηκε στο πανεπιστήμιο Σάουθερν Καλιφόρνια.
Με το USC κατέκτησε τον κολεγιακό τίτλο το 1967 και έναν χρόνο αργότερα έλαβε το περίφημο Heisman Trophy, για τον κορυφαίο παίκτη του NCAA. Το 1969 επιλέχθηκε στο Νο1 του ντραφτ από τους Μπάφαλο Μπιλς.
Το 1973 αναδείχθηκε MVP του NFL και κατέκτησε και το βραβείο του Associated Press για τον καλύτερο παίκτη της σεζόν.
Πέτυχε δεκάδες ρεκόρ, όμως οι τραυματισμοί στα γόνατα δεν του επέτρεψαν να παίξει σε υψηλό επίπεδο για περισσότερα χρόνια. Το 1978 παραχωρήθηκε με ανταλλαγή στους Σαν Φρανσίκο 49ers και το επόμενο καλοκαίρι αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Εκείνη η εποχή της επιτυχίας δεν είχε σκοπό μία τρόπον τινά προσωπική εκδίκηση για τα παιδικά χρόνια του.
Ο Ο. Τζέι ανέπτυξε ραχίτιδα όταν ήταν μικρός. Μία πάθηση λόγω έλλειψης βιταμίνης D και αδυναμία εναπόθεσης ασβεστίου στα οστά, που προκαλεί παραμόρφωση των κάτω άκρων. Η αρχική αδυναμία αντιμετώπισης, λόγω του κόστους της επέμβασης, έφερε περιπαικτικά σχόλια από τους συμμαθητές του…
Πριν γίνει γνωστός ως «Juice», για το τρέξιμο και την ενέργειά του στο χορτάρι, στο σχολείο ήταν ο «Pencil Pins», για τα σιδερένια στηρίγματα που φορούσε στα πόδια του.
Τίποτε, ωστόσο, δεν εμπόδισε την πρόοδό του. Μονάχα που ο πιτσιρικάς που μεγάλωσε στις εργατικές κατοικίες του Ποτρέρο Χιλ, μέσα στις δυσκολίες, διαπίστωσε πως η επιτυχία δεν του προσφέρει απλώς χρήματα και φήμη. Του χάρισε και τη «λευκή αποδοχή» που δεν βίωσε ποτέ ως παιδί.
Όσο μεσουρανούσε στα γήπεδα, όλοι στο πλάι του χαμογελούσαν. Όταν αποχώρησε, βρήκε αμέσως ευκαιρίες σε ταινίες και διαφημίσεις, αλλά μία ντουζίνα προτάσεις να εργαστεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος μεγάλων εταιριών.
Η ειδίκευση δεν είχε σημασία. Το χαμόγελό του έφτανε. Οι ορίζοντες είχαν ανοίξει πολύ νωρίτερα.
Σε ηλικία 20 ετών είχε παντρευτεί την αγαπημένη του από το σχολείο, Μαργκερίτ Ουίτλι, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, πριν χωρίσουν τον Μάρτιο του 1979. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο δύο ετών γιος τους Άαρεν, πνίγηκε στην πισίνα της έπαυλής τους…
Ο Ο. Τζέι συνήθιζε να έχει ασταθή συμπεριφορά, ειδικά από το 1977, όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε την Νικόλ Μπράουν.
Το «σενάριο» δεν ήταν πρωτότυπο, όμως για τον Σίμπσον ήταν αυτό που χρειαζόταν για να επιβεβαιώσει την κοινωνική θέση του.
Μακριά από τη μαύρη κοινότητα και, σύμφωνα ακόμη και με το περιβάλλον του, δίχως ποτέ διάθεση να βοηθήσει τους Αφροαμερικανούς, το love story με την 17χρονη (λευκή) σερβιτόρα Μπράουν του χάρισε άλλον ένα γάμο, το 1985, και άλλα δύο παιδιά.
Η Νικόλ, όμως, είχε από τις πρώτες ημέρες του γάμου τους παράπονα για τη συμπεριφορά του ευέξαπτου Ο. Τζέι. Έλεγε σε συγγενείς και φίλους πως τη χτυπάει και ζηλεύει αφόρητα. Ο ίδιος το αρνούνταν πεισματικά και όταν ένας κοινός φίλος το έφερε στην κουβέντα, ο ετοιμόλογος Σίμπσον, δίχως να κοντοσταθεί, είπε με χαμόγελο κάτι για «παιχνιδιάρικα πειράγματα».
Για τον παλαίμαχο αθλητή σημασία, κυρίως, είχε η αποδοχή από τη «λευκή Αμερική». Ήταν τόσο αφοσιωμένος στην έξωθεν καλή μαρτυρία της εικόνας του, που αρνήθηκε να δει με τα μάτια του αναπόφευκτο τέλος του γάμου του.
Ο δημοσιογράφος των «New York Times», Ρόμπερτ Λίπσαϊτ, είχε αποκαλύψει στο ντοκιμαντέρ «O.J Simpson: Made In America» μία κουβέντα του Αμερικανού σταρ που τον συγκλόνισε.
Ο Σίμπσον τού αφηγούνταν ότι στον γάμο ενός συμπαίκτη του, άκουσε μια λευκή γυναίκα να λέει στο διπλανό τραπέζι: «Κοίτα, ο Ο. Τζέι Σίμπσον κάθεται εκεί με κάτι νέγρους…». Ο Λίπσαϊτ θυμάται ότι του είπε: «Πρέπει να είναι φοβερά άσχημο αυτό για σένα». Εκείνος, όμως, αποκρίθηκε: «Καθόλου… Είναι καταπληκτικό! Με βλέπουν ως Ο. Τζέι και όχι ως μαύρο».
Η αποδοχή ήταν βασικό κομμάτι της ζωής του. Αν και κάποια στιγμή την έχασε στο σπίτι του.
Τον Φεβρουάριο του 1992, η Μπράουν κατέθεσε αίτηση διαζυγίου και μάρτυρες άκουσαν το Ο. Τζέι να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει…
Η ζήλια είχε «θολώσει» το μυαλό του και είχε «κλέψει» για τα καλά το επικοινωνιακό χάρισμά του. Εκείνο το χαρακτηριστικό που κάποια στιγμή φάνηκε να ξεπερνά μέχρι και το ταλέντο και τις επιτυχίες του στο φούτμπολ.
Ο θυμός του ήταν έκδηλος, όμως κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που επακολούθησε για το πρώην ζευγάρι.
Στις 12 Ιουνίου 1994, η 34χρονη Νικόλ Μπράουν και ο 25χρονος Ρόναλντ Γκόλντμαν βρέθηκαν νεκροί έξω από την οικία της πρώτης, στο Λος Άντζελες…
Η κατακόκκινη από το αίμα εικόνα τους, με δεκάδες μαχαιριές και η είδηση ήταν αρκετή ώστε παναμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο να διακόψει τη μετάδοση των Τελικών του ΝΒΑ μεταξύ Χιούστον και Νέας Υόρκης.
Οι πρώτες υπόνοιες επικεντρώθηκαν στον Σίμπσον, καθώς μία μαρτυρία ανέφερε ότι εθεάθη να φεύγει από το σπίτι της Νικόλ αναπτύσσοντας ταχύτητα με ένα τζιπ.
Ο Ο. Τζέι, αν και έλαβε την εντολή να παραδοθεί, θέλησε να διαφύγει έχοντας στην κατοχή του ένα πλαστό διαβατήριο, σε μία καταδίωξη, στις 17/6/94, που μεταδόθηκε σε απευθείας κάλυψη από τα Μ.Μ.Ε. της χώρας. Την ημέρα της δολοφονίας, όταν οι αρχές έφτασαν στο σπίτι του Σίμπσον για να τον ενημερώσουν για τον θάνατο της πρώην συζύγου του, έμαθαν από υπαλλήλους του ότι βρίσκεται στο Σικάγο.
Όταν προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα, έδειχνε ατάραχος και φέρεται να μην είχε αγωνία για τον τρόπο της διπλής δολοφονίας, ενώ έδωσε τρεις διαφορετικές εκδοχές για μία πληγή στο αριστερό χέρι του.
Τέσσερις μέρες μετά την ανάκριση, ο δικηγόρος και στενός φίλος του, Ρόμπερτ Καρντάσιαν, παρουσίασε ένα γράμμα του Ο. Τζέι με το οποίο ευχαριστούσε τον κόσμο… Οι σκέψεις πήγαιναν είτε σε αυτοκτονία είτε σε προσπάθεια διαφυγής.
Όταν μάρτυρες τον εντόπισαν στο Λ.Α., άρχισε η καταδίωξη, πριν παραδοθεί στην οικία του, όπου βρέθηκαν ένα δεξί γάντι (ένα άλλο, μαύρο, ήταν στη σκηνή του εγκλήματος) και ίχνη αίματος σε μία κάλτσα.
Η δίκη του Ο. Τζέι Σίμπσον, η αποκαλούμενη «δίκη του αιώνα», άρχισε τον Νοέμβριο του 1994 και μεταδόθηκε τηλεοπτικά.
Λέγεται ότι περισσότεροι από 90 εκατομμύρια άνθρωποι παρακολουθούσαν τη διαδικασία, ενώ σχεδόν 150 εκατομμύρια άκουσαν ζωντανά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, τον Οκτώβριο του 1995.
Η υπερασπιστική ομάδα του, με μεγαλοδικηγόρους όπως ο Καρντάσιαν, ο υπέρμαχος σε υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και φυλετικών διακρίσεων, Τζόνι Κόχραν, ο Ρόμπερτ Σαπίρο και μεταξύ άλλων ο Άλαν Ντέρσοουιτς, φέρεται να κόστισε πέντε εκατομμύρια δολάρια.
Ο Σίμπσον δήλωσε αθώος σε κάθε κατηγορία. Ο Κόχραν, πάντως, έριξε στο «τραπέζι» το «χαρτί» του ρατσισμού και της επιχείρησης «να αποκαθηλωθεί ένας πετυχημένος Αφροαμερικανός». Τα στοιχεία αρχικά έδειχναν αδιάσειστα. Η επικεφαλής κατήγορος, Μάρσια Κλαρκ, εκτός της «εκτόξευσης» της καριέρας της, έβλεπε στην υπόθεση μία μεγάλη ευκαιρία να αναδειχθεί η ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών.
Η Κλαρκ, ωστόσο, γνώριζε εξαρχής ότι αυτό το τηλεοπτικό «σόου» που στήνεται στο δικαστήριο -αλλά και η διάθεση για «ανάγνωση» ενός φυλετικού ζητήματος- μόνο ως πλεονεκτήματα μπορούν να θεωρηθούν για την υπεράσπιση.
Επιπλέον, δύο φαινομενικά καταδικαστικά στοιχεία, όπως η μαρτυρία ανθρώπου ότι πούλησε μαχαίρι στον Σίμπσον, του οδηγού που θα τον μετέφερε στο αεροδρόμιο για Σικάγο (ότι καθυστέρησε 45 λεπτά) και γειτόνισσας της Μπράουν ότι το τζιπ του Ο. Τζέι έβγαινε από το σπίτι της Νικόλ λίγο μετά την ώρα της δολοφονίας, δεν τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, λόγω «πώλησής» τους στα Μ.Μ.Ε. και πρότερης αναφοράς.
Η Μάρσια Κλαρκ είχε «χάσει» νωρίτερα και τη «μάχη» της σύνθεσης του σώματος των ενόρκων, το οποίο μετά την εξέταση 304 υποψηφίων, αποτελούνταν από εννέα Αφροαμερικανούς, έναν ισπανόφωνο και δύο λευκούς. Οι δέκα ήταν γυναίκες.
Ο Τζόνι Κόχραν, τρία χρόνια μετά τη δίκη αστυνομικών για τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ Κινγκ στο Λ.Α., στήριξε τη γραμμή του και στην αστυνομική βία και στο θέμα των διακρίσεων, εμφανίζοντας τον αστυφύλακα Μαρκ Φέρμαν ως ρατσιστή.
Επίσης, σύμφωνα με μαρτυρίες και αναφορές σε ντοκιμαντέρ -στο «People vs O.J Simpson) από το δίκτυο FX και, προσφάτως, στο «O.J.: Made in America», του ESPN-, ο Κόχραν σκαρφίστηκε ένα τρικ που έκρινε πολλά.
Έχοντας γνώση για τη χορήγηση χαπιών στον Ο. Τζέι για την αρθρίτιδα, του ζήτησε να τα σταματήσει για μερικές μέρες, ώστε να είναι πρησμένο το χέρι του όταν θα δοκίμαζε στο δικαστήριο το γάντι που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.
Ο Σίμπσον φώναξε «δεν μου κάνουν», όταν τα έβαλε στα χέρια του μπροστά στους ενόρκους και ο Κόχραν, στην αγόρευσή του πριν από την ετυμηγορία, είπε το περιβόητο «if it doesn’t fit, you must acquit»… «Αν δεν ταιριάζουν, πρέπει να τον απαλλάξετε».
Στις 3 Οκτωβρίου 1995, οι ένορκοι αποφάνθηκαν «αθώος», σε μία απόφαση η οποία, σύμφωνα με δημοσκόπηση του 2016, ήταν λανθασμένη κατά το 83% των λευκών Αμερικανών αλλά και το 57% των Αφροαμερικανών που ρωτήθηκαν…
Η υπόθεση που δίχασε τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατακρίθηκε για την επικοινωνιακή τακτική της και την «εμπορευματοποίηση» της δίκης, πάντως, δεν ολοκληρώθηκε εκεί.
Δύο χρόνια αργότερα, η οικογένεια του Γκόλντμαν κατέθεσε αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια κατά του Σίμπσον, διεκδικώντας αποζημίωση για ψυχική οδύνη.
Η επόμενη δίκη δεν περιλάμβανε τηλεοπτική κάλυψη, είχε διάρκεια τεσσάρων μηνών και το σώμα των ενόρκων έκρινε ότι ο Ο. Τζέι υποχρεούται να καταβάλει στους Γκόλντμαν και τη φαμίλια της Νικόλ Μπράουν ποσό σχεδόν 35 εκατομμυρίων δολαρίων!
Ένα παράδοξο δικαστικό σύστημα υποχρέωσε έναν κατά την ετυμηγορία αθώο να πληρώσει χρηματικά για τον θάνατο κάποιων ανθρώπων…
Ο Σίμπσον κατόρθωσε με εφέσεις να αποφύγει την καταβολή χρημάτων από παρουσία σε εκπομπές ή υπογραφή αυτόγραφων, όμως το 2018 άναψε πάλι μόνος του τη «σπίθα» της αμφισβήτησης της αθώωσής του.
Σε συνέντευξή του στο δίκτυο FOX, η οποία είχε μαγνητοσκοπηθεί το 2006 και προβλήθηκε 12 χρόνια αργότερα, αναφέρει «πάντα, υποθετικά, αν την σκότωσα» και επιχειρεί να εξιστορήσει την επίσκεψή του στο σπίτι της Νικόλ. «Θυμάμαι να παίρνω ένα μαχαίρι -που είχα πάντα στο αυτοκίνητο- από τον Τσάρλι (σ.σ.: έναν φίλο που αφηγείται ότι είχε μαζί του)», επισήμανε.
«Είχα μία λεκτική διαμάχη με τον Γκόλντμαν, όμως από εκεί και μετά είχα ένα μπλακ-άουτ και δεν θυμάμαι… Αυτό που θυμάμαι, μετά, ήταν να στέκομαι εκεί και να αντικρίζω τόσο αίμα όσο δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου», συμπλήρωσε.
Πολλοί θεώρησαν ότι αν και υποθετική, η συνέντευξη-προώθηση του βιβλίου του Σίμπσον με τίτλο «If I did it» (=«Αν το έκανα») ήταν μία πράξη μετάνοιας και μία ομολογία του.
Το βιβλίο, πάντως, κυκλοφόρησε μόνο όταν η οικογένεια Γκόλντμαν κέρδισε μέρος των δικαιωμάτων του και έγινε η δεκτή η επιθυμία της να προστεθεί στον τίτλο η αναφορά «Εξομολογήσεις του δολοφόνου»…
Η λέξη «Αν», στο εξώφυλλο, κρύβεται τεχνηέντως μέσα στο γράμμα «I», προκαλώντας αντιδράσεις και αποδοκιμασία ακόμη και για τους συγγενείς των θυμάτων, που δέχθηκαν αυτό το επικοινωνιακό τρικ.
Το ζήτημα τέθηκε και σε νομική βάση, για το ενδεχόμενο ο πρώτος ενικός που χρησιμοποιεί έστω και για διαφημιστικούς λόγους ο Ο. Τζέι να είναι δείγμα ομολογίας.
Αλλά συζητήθηκε και η ηθική πλευρά, για τη συνέχεια ενός reality show που φαίνεται ότι δεν έληξε με την ετυμηγορία του 1995.
Όση δημοσιότητα και αν (απο)λαμβάνει πλέον ο Ο. Τζέι Σίμπσον, η λάμψη της «πρώτης ζωής» του είναι πλέον μακρινή.
Είναι φωτογραφίες ή βίντεο από τις μέρες του στα γήπεδα. Είναι η εικόνα του καθισμένη σε ένα ειδώλιο, αρκετές φορές. Πολύ περισσότερες φορές για ένα πρότυπο ή για κάποιον τον οποίο «αγκάλιασε» η «λευκή Αμερική».
Για πολλούς αυτή η τελευταία αποδοχή δεν έχει ακόμη σημασία. Για τον ίδιο ήταν αυτοσκοπός.
Οι «αντιρρησίες» του, πριν καν κατηγορηθεί και αθωωθεί για φόνο, έλεγαν πως «είναι ένας λευκός, σε συμπεριφορά και καταξίωση, σε κορμί ενός μαύρου».
Η πραγματικότητα, μερικές δεκαετίες μετά, είναι φαινομενικά διαφορετική.
Τονίζει ότι έχει ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στην υπεράσπισή του για τη δολοφονία της Νικόλ και του Γκόλντμαν. Επιμένει πως, συχνά, ζει μόνο με τη σύνταξή του.
Στους «L.A Times» ξεκαθάρισε ότι έχει καλή σχέση με τα τέσσερα παιδιά του και ζει μόνιμα στο Λας Βέγκας, όμως η επιτροπή αναστολών τού επιτρέπει μικρά ταξίδια ως τη Φλόριντα και τη Λουιζιάνα, σε συγγενείς.
Ο «άλλος» Ο .Τζέι Σίμπσον είναι ανάμνηση. Και ακόμη και όσοι τον χειροκροτούσαν είτε από την εξέδρα είτε ακόμη και όταν αθωώθηκε, μάλλον τώρα τον κοιτούν με ένα βλέμμα γεμάτο αμφιβολία…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ντάνιελ Γκόρντον: «Υπόθεση 113*» (Όσκαρ Πιστόριους)
Το «πρώτο αίμα» του Μάικ Τάισον ήταν εκδίκηση για ένα… περιστέρι!
Ο Φερνάντο Σινιορίνι έζησε και το όνειρο και τον εφιάλτη του Μαραντόνα
Οι πολλαπλές προσωπικότητες του Ντελόντε Ουέστ έγιναν η τραγωδία του…
Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν
Η κοκαΐνη οδήγησε τον Εστεμπάν Λοάισα σε λάθος στροφή και στη φυλακή…