Εσωστρεφής αλλά όχι μοναχικός. Ήρεμος, μετρημένος, κομψός και εντός και εκτός γηπέδου. Ατάραχος, με σταθερή συμπεριφορά και πάντοτε μετρημένες αντιδράσεις, προϊόντα της διαύγειας και της ανατροφής του.
Σε μια παρέα που σχεδόν εξ ολοκλήρου προέρχεται από τα Banlieues, τα προάστια του Παρισιού με την γκετοποίηση και τις κοινωνικές αναταραχές, ο Ούγκο Γιορίς είναι κάτι σαν εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον άγραφο κανόνα.
Μεγαλωμένος στην Κυανή Ακτή, απόφοιτος του Πειραματικού Λυκείου Thierry Maulnier, γιος μιας μεγαλοδικηγόρου με ειδίκευση στο Δίκαιο εταιρειών και ενός ανώτατου τραπεζικού που εργάζεται στο Μόντε Κάρλο. Καμία απολύτως σχέση με τους Πογκμπά, Καντέ, Ματουιντί και τους λοιπούς “στιγματισμένους” που συμβολίζουν το ταλέντο που διασώζει από την περιθωριοποίηση.
Γι’ αυτό τον αποδέχτηκαν ως αρχηγό τους. Έμμεσα αναγνώρισαν ότι ξεχωρίζει, ότι δεν ανήκει στο clan τους και μπορεί να “μαζέψει καταστάσεις” με το τεχνικό επιτελείο, την Ομοσπονδία, τον Τύπο. Αυτός έβγαινε πάντοτε μπροστά, εκείνος απολογείτο, ο Γιορίς διέθετε την ψυχραιμία να αντιμετωπίσει τις δίκαιες και άδικες κρίσεις του περιβάλλοντος του γαλλικού ποδοσφαίρου.
Από το φθινόπωρο του 2011, όταν και φόρεσε το περιβραχιόνιο, δεν τόλμησε κανείς να τον αμφισβητήσει. Ήταν 25 και δεν είχε καν ατζέντη, διαχειριζόταν μόνος του το μονοπάτι της καριέρας του, όριζε τους όρους, τα οικονομικά δεδομένα, τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτιμούσε ότι μπορεί να αποδώσει καλύτερα στο γήπεδο.
Πάντοτε ήταν πιο ώριμος από την ηλικία του, ανέκαθεν επέλεγε να μην “παρεκκλίνει” από τη διαδρομή που είχε αποφασίσει, παρόλο που το επάγγελμά του και το περιβάλλον τού elite ποδοσφαίρου οδηγεί αναπόφευκτα σε στενωπούς από τις οποίες είναι αδύνατον να γλυτώσεις. Πεισματικά ο Γιορίς επέλεξε να μην συμμετέχει στο πάρτι της υπερβολής. Παντρεύτηκε νωρίς το κορίτσι που γνώρισε στο Λύκειο, την αγαπημένη του Μαρίν, έγινε επίσης νωρίς πατέρας αποκτώντας δυο κόρες μαζί της, άνοιξε λογαριασμό στο instagram μόλις πρόσφατα και είναι η επιτομή του «celebrity με τις βαρετές αναρτήσεις». Με λίγα λόγια, νηφαλιότητα παντού, ό,τι εγγύτερο στον “κύριο τέλειο”.
Κανένας όμως δεν είναι τέλειος, κανείς δεν γλυτώνει από τις αδυναμίες του.
Η σύλληψή του τον Αύγουστο του 2018 για οδήγηση σε κατάσταση μέθης προκάλεσε βραχυκύκλωμα. Δεν γινόταν να μείνει κρυφό, κρατήθηκε επί επτά ώρες στο κελί του Αστυνομικού Τμήματος του Γκλόστερ στο Λονδίνο, δεν κατόρθωσαν να το αποτρέψουν ούτε ο δικηγόρος του ούτε οι δικηγόροι της Τότεναμ που έσπευσαν να συμμαζέψουν το συμβάν.
Πλήρωσε μια γενναία εγγύηση, ορίστηκε δικάσιμος, αποδείχτηκε στο Δικαστήριο ότι είχε στο αίμα του υπερδιπλάσια ποσότητα αλκοόλ από το επιτρεπόμενο όριο και καταδικάστηκε με αφαίρεση διπλώματος για 20 μήνες και καταβολή ενός προστίμου-μαμούθ για κάθε κανονικό εργαζόμενο, ύψους 50.000 στερλίνων. Αποχώρησε από το Westminster Magistrates’ Court της Marylebone Road με μια έκφραση μεταξύ χαμένου και απογοητευμένου περιθωριακού τύπου. Δεν τον άντεχε τον λεκέ, δεν ταίριαζε επ’ ουδενί στο προφίλ και την αστική αύρα του.
Ζήτησε -και πήρε- ολιγοήμερη άδεια από τους ιθύνοντες της Τότεναμ. Γύρισε στη Νίκαια, στον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε για να ηρεμήσει. Είναι αντανακλαστική η αντίδραση, σχεδόν αναγκαία συνθήκη για εκεχειρία με τον εαυτό μας, η επιστροφή στις ρίζες και στα περιβάλλοντα της παιδικής μας ηλικίας.
Στη Νίκαια πρωτοασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, στη Νις προπονήθηκε επαγγελματικά, εκεί αποφάσισε να γίνει ποδοσφαιριστής, στη Νίκαια παντρεύτηκε την εφηβική του αγάπη και μάλιστα και με πολιτικό και με θρησκευτικό γάμο.
Ολόκληρη η ζώνη ασφαλείας του είναι η Νίκαια, όλα τα ανεξίτηλα σημάδια της ζωής του εκεί.
Ο χαμός της μητέρας του στα 21 του από καρκίνο, η εσωτερική ανάγκη να αγωνιστεί δυο ημέρες μετά στο Le Ray, με το παρατεταμένο χειροκρότημά του κοιτώντας τον ουρανό που προκάλεσε συγκίνηση σε ολόκληρη τη Γαλλία. Στη Νίκαια είναι όλοι οι κολλητοί του φίλοι, «οι σωματοφύλακές μου», όπως τους αποκαλεί αστειευόμενος, οι άνθρωποι που ουσιαστικά του επιτρέπουν να διατηρεί την επαφή με τον πραγματικό κόσμο και να συνειδητοποιεί τα προνόμια της φήμης και του τραπεζικού λογαριασμού του.
Έπαιξε τένις, άλλωστε η ρακέτα και η μυρωδιά του clay ήταν το πρώτο σπορ που λάτρεψε, πριν τον ανακαλύψει ο παλιός τερματοφύλακας της Νις και της ΠΣΖ, Ντομινίκ Μπαρατελί, κρυμμένο στους λόφους του Σιμιέ, εκεί κοντά στο περίφημο Μοναστήρι.
Διάβηκε την Promenade des Anglais, συναντήθηκε συνοδεία των γονιών του με τον Νταμιέν Γκρεγκορινί και αποφάσισε να υπογράψει στη Νις το πρώτο συμβόλαιο στην καριέρα του. Δεν ήταν προϊόν ακαδημιών, δεν ακολούθησε την πεπατημένη, ούτε φοίτησε σε αθλητικό σχολείο για να διευκολυνθεί. Κι αυτός και ο αδελφός του, Γκοτιέ (επίσης ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στη Νις), είναι “παλιομοδίτες”. Τους πρόσεξαν σε μια ομάδα -κυριολεκτικά- γειτονιάς, μίλησαν με τους γονείς τους και τους εισήγαγαν στον μαγικό κόσμο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Είναι δύσκολος άνθρωπος ο Γιορίς. Εσωστρεφής, διακριτικός, δύσπιστος. Δεν έχει ευμετάβλητη ψυχολογία, δεν προσαρμόζεται στο περιβάλλον που τον περιστοιχίζει. Το περιβάλλον προσαρμόζεται σε αυτόν, ειδάλλως απλώς το ανέχεται. Η επιτυχία, η διασημότητα, τα λεφτά δεν τον άλλαξαν ούτε κατ’ ελάχιστον. Το πρώτο πράγμα που τον έθεσε εκτός της τακτοποιημένης σε κουτάκια ζωής του ήταν εκείνη η σύλληψη στο Λονδίνο.
Για έναν άνθρωπο που διατηρεί και χρησιμοποιεί το ίδιο ζευγάρι γάντια από τα 17 του, οποιαδήποτε αλλαγή συνήθειας ή διαταραχή της καθημερινότητας σημαίνει αυτόματα πρόβλημα.
Είναι τρομερό πόσο αδιατάρακτος παραμένει αυτός ο άνθρωπος, πόσο γραμμικός και σταθερός. Την ίδια συμπεριφορά που επιδεικνύει σε μια επίσημη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο, θα διατηρήσει και στο μπάρμπεκιου με τις συμμαθήτριες της κόρης του στον κήπο του σπιτιού του στο Λονδίνο.
Από παιδί “περίεργος”. Σε μια από τις πρώτες προπονήσεις στη Νις, εκτινάχθηκε στο δοκάρι για να σώσει ένα σουτ, χτύπησε το κεφάλι του, μάτωσε και το πρώτο πράγμα που είπε ατάραχος στον συμπαίκτη που σούταρε ήταν «έσκισα το φρύδι μου, αλλά γκολ δεν έβαλες».
Αφοσιωμένος με ό,τι καταπιανόταν, το κλασσικό παιδί που στο σχολείο φαίνεται πάντοτε ότι έχει μελετήσει ακόμα και τα “δεύτερα” μαθήματα κι ας μην ισχύει. Δεν ήταν καλός μαθητής, αρκούσε ότι φαινόταν καλός και επιμελής. Κλίση είχε φυσιολογικά στα σπορ, αλλά κανείς στο σχολείο δεν ήξερε ότι τα απογεύματα ανέβαινε στον λόφο για να παίξει ποδόσφαιρο στο πολιτιστικό και αθλητικό κέντρο του CEDAC. Ο καθηγητής της Ιστορίας και Γεωγραφίας στο Γυμνάσιο θυμάται πόσο πολύ ο Ούγκο δεν ήταν καλός στα μαθήματά του, αλλά ήταν αφοσιωμένος σαν να ήταν. Θυμάται επίσης ότι αγνοούσε παντελώς ότι έπαιζε ποδόσφαιρο παράλληλα με τις σπουδές του: μόλις χρόνια μετά την αποφοίτησή του ανακάλυψε ότι ο Γιορίς έπαιζε “αθλήματα σε υψηλό επίπεδο”.
Επέλεξε να γίνει τερματοφύλακας, διότι, όπως λέει ο πατέρας του, είναι η μοναδική θέση στο ποδόσφαιρο που προσομοιάζει με την αίσθηση και τη συγκέντρωση του τενίστα.
Ο πατέρας του, ο Λικ, δεν εξεπλάγη, ήταν ένας γονιός παρόντας, ασχολούταν αληθινά με τα παιδιά του και είχε διακρίνει τις ιδιαιτερότητες του Ούγκο: «Από μικρός ήθελε να είναι ανομολόγητα καθοριστικός. Με έναν δικό του τρόπο, αντλώντας ευχαρίστηση από τα ατομικά επιτεύγματα εντός του συνόλου. Πολύπλοκη σκέψη ακόμα και για έναν ενήλικα. Γι’ αυτό περιορίστηκα σε έναν ρόλο περισσότερο αρωγής και ψυχολογικής υποστήριξης του γιου μου. Ήθελα να τον καταλαβαίνω και να ερμηνεύω κάθε χειρονομία του, ώστε να αντιληφθώ την ψυχική του κατάσταση».
Μεγαλώνοντας, ο Ούγκο ανταπέδωσε, σε ανύποπτο χρόνο έχει σημειώσει ότι όλα όσα τον δίδαξαν οι γονείς του τον βοήθησαν να εμπνέει και να επιδεικνύει σεβασμό, να μην ματαιοπονεί και να ανοίγεται στους άλλους, μονάχα όταν το αξίζουν πραγματικά. Δεμένος πολύ με τη μεγαλύτερη αδερφή του, “προστάτης” του μικρότερου, ανέκαθεν ξεχώριζε τους ρόλους.
Τον Απρίλιο του 2008, οπότε έχασε τη μητέρα του, ήταν η πρώτη φορά που κλονίστηκε το εσωτερικό σύμπαν του. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος άφησε τη Νις για τη Λιόν, άλλαξε περιβάλλον και βρήκε τον χρόνο να μεταβολίσει της ζωής τ’ ανεξήγητα.
Είχε ολοκληρώσει μια σπουδαία παρουσία με τους «Aiglons», πριν αποφασίσει να αποδεχτεί την πρόταση της Ολιμπίκ Λιόν. Είχε κατακτήσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2005 με την U19, είχε ενταχθεί σταδιακά στην πρώτη ομάδα, μέχρι να γίνει ο βασικός τερματοφύλακας, μετά από τρεις σεζόν ήταν ο καλύτερος σε ολόκληρη τη Ligue 1.
Ήταν φυσικό επακόλουθο η μεταπήδηση σε μια καλύτερη και πιο φιλόδοξη ομάδα, απλώς το οικογενειακό συμβάν επέτεινε την επιθυμία και επίσπευσε τις διαδικασίες. Μετά από λίγους μήνες ήρθε και το βάπτισμα του πυρός με τη φανέλα της Εθνικής Ανδρών. Του φάνηκε φυσιολογικό, δεν αισθάνθηκε πίεση, στη Λιόν άλλωστε είχε κληθεί να αντικαταστήσει έναν θρύλο, είχε πάρει τη σκυτάλη από τη σημαία του συλλόγου, τον Γκρεκορί Κουπέ.
Το ζήτημα ήταν ότι εκείνα τα χρόνια η Ολιμπίκ ήταν σε περίοδο αναδόμησης. Προερχόμενη από αλλεπάλληλες σεζόν θριάμβων, η ομάδα επρόκειτο να ξαναστηθεί από την αρχή, με αποτέλεσμα σε τέσσερεις “μεταβατικές” σεζόν να κατακτήσει μονάχα ένα Κύπελλο Γαλλίας και το υποβαθμισμένο Super Cup.
Ο Γιορίς όμως ξεχωρίζει όσο κανένας άλλος, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετατρέπεται στον αντισυμβατικό σταρ μιας από τις μεγαλύτερες ομάδες στη χώρα.
Μοιραία αυξάνεται και η δημοτικότητά του, οι “οχλήσεις” από τον Τύπο, το κυνήγι της προσωπικής του ζωής από τα πιο “λαϊκά” έντυπα. Απεχθάνεται τη δημοσιότητα, προσπαθεί να διατηρήσει πολύ καλά κρυμμένη τη σύζυγό του, αλλά η εμφάνισή του στο εξώφυλλο του «FIFA» μαζί με Εμπαπέ και Μπενζεμά εκτοξεύει τη δημοφιλία του στα ύψη.
Το «TF1» τον μαρκάρει στενά, γιατί θέλει να του αφιερώσει μεγάλο μέρος τηλεοπτικού χρόνου στο διάσημο σόου «Téléfoot». Αρνείται πεισματικά, οι υπεύθυνοι επιμένουν, τον καλεί ο ίδιος ο Διευθυντής του καναλιού και του επισημαίνει ότι θα βγει prime time, θα σεβαστούν την ιδιωτικότητα και τις όποιες απαιτήσεις του σχετικά με τον “κορμό” της εκπομπής.
Ο Γιορίς θέτει δυο προϋποθέσεις: θα συμμετέχει μόνο για δυο λεπτά και δεν θα ειπωθεί από κανέναν ότι είναι ο καλύτερος τερματοφύλακας στην Ευρώπη.
Για την ιδιωτική του ζωή ούτε λόγος, παρόλο που εκείνη την εποχή είχε γεννηθεί η πρώτη από τις κόρες του. Περιορίστηκε να αναφέρει απλώς ότι η πατρότητα άλλαξε το νόημα της ύπαρξής του, διαφοροποίησε τον τρόπο που υπάρχει και αντιλαμβάνεται τα πάντα γύρω του. Μόνο στον τρόπο που συμπεριφερόταν στο γήπεδο και κάτω από τα γκολπόστ και στην αντιδημοσιογραφική του στάση δεν επήλθε διαφοροποίηση.
Εν γένει ο Γιορίς είναι ένας άνθρωπος που δεν κρατά μόνο αποστάσεις στις συνεντεύξεις αλλά διατηρεί και μια τρόπον τινά δεδηλωμένη στρατηγική προστασίας των οικείων και της ιδιωτικότητάς του. Ακόμα και με τον πατέρα του, με τον οποίον ο δεσμός είναι ισχυρός, “επί της αρχής” αποφεύγει να συζητά για προβλήματα των αποδυτηρίων, προσωπικούς αγωνιστικούς προβληματισμούς και ζητήματα της προσωπικής ζωής των συμπαικτών του. «Είναι δύσκολο να μιλάς για τον εαυτό σου», είναι η μόνιμη επωδός του, όταν του ζητείται ακόμα και μια υποχρεωτική δήλωση μετά από ένα μεγάλο παιχνίδι ή μετά από την κατάκτηση ενός τροπαίου, και είναι γεγονός ότι ως ποδοσφαιριστής έχει κατακτήσει το Κιλιμάντζαρο των τροπαίων.
Στην περίπτωσή του όλα μοιάζουν “φυσιολογικά”, τα πάντα έλαβαν μια συγκεκριμένη, γραμμική πορεία ανόδου, από την στιγμή που η Τότεναμ ξόδεψε το ευτελές στις μέρες ποσόν των 12.6 εκατ. ευρώ προκειμένου να τον εντάξει στο δυναμικό της το 2012.
Ξεκίνησε δειλά και, μέχρι να προσαρμοστεί, ήταν δεύτερος, πίσω από τον Φρίντελ, από την στιγμή όμως που ξεκίνησε βασικός κι έπειτα, δεν ετέθη ποτέ ξανά ζήτημα αντικατάστασής του ή αναζήτησης κάποιου καλύτερου. Συν τω χρόνω, έγινε αρχηγός των «Spurs», ένας αληθινός ηγέτης διά της επιβολής ως ήρεμη δύναμη στο πολύ δύσκολο περιβάλλον της Premiership.
Επέλεξε να ζήσει στο Ανατολικό Φίντσλεϊ του Λονδίνου, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το White Hart Lane, το οποίο πρόλαβε και με το παραπάνω ως μέλος και αρχηγός της Τότεναμ.
Για έναν άνθρωπο που θέλει να φαίνεται ότι δεν παρασύρεται από συναισθήματα είναι η πολλοστή ένδειξη ότι ο Ούγκο απλώς δεν θέλει να μοιράζεται τα συναισθήματά του με τους άλλους. Πρωταθλητής κόσμου, ο τερματοφύλακας με τις περισσότερες εμφανίσεις στην ιστορία των «Blue» κι όμως επιμένει να πετάει κάτω από τα ραντάρ. Πιθανόν τρέφει ένα είδος φόβου, διακατέχεται από ένα είδος ανασφάλειας πως, εάν διεκδικήσει τις δάφνες που του αναλογούν, η απόλαυση θα τον οδηγήσει στον εφησυχασμό και θα “χαθεί”. Πολλοί μεγάλοι ποδοσφαιριστές αντιμετωπίζουν αυτούς τους προβληματισμούς.
Το όραμα του Γιορίς συνοψίζεται στην προσωπική του θεώρηση πως ο τερματοφύλακας διαπλάθεται απόκρουση με την απόκρουση. Τεχνικά μπορεί να είναι άψογες, να μοιάζουν εύκολες ή παρόμοιες στα μάτια του θεατή, αλλά για τον ίδιο είναι ξεχωριστές και κάτι σαν προσωπικός γολγοθάς. Είναι η μέγιστη αίσθηση της ευθύνης που νιώθει κάθε μεγάλος τερματοφύλακας.
Το λάθος στοιχίζει όσο κανενός άλλου στον αγωνιστικό χώρο, εάν ο ίδιος δεν μετατραπεί σε αυστηρότερο κριτή του εαυτού του, γεννάται ένα αδιόρατο πρόβλημα που επηρεάζει όλη την ομάδα.
Θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Γιορίς είναι η αυστηρότητα και η σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τον εαυτό του. Είναι αμείλικτος, δεν συγχωρεί και δεν δικαιολογεί το παραμικρό ατόπημα ή αβλεψία.
Γι’ αυτό και το σοκ της σύλληψης υπό κατάσταση μέθης ήταν τεράστιο. Ένας έλεγχος ρουτίνας, ένα αλκοτέστ και κατόπιν η πολύ δυσάρεστη σύλληψη, η συνοδεία στο τμήμα, η διανυκτέρευση, η αναστάτωση οικείων και μη, η διαρροή στις εφημερίδες, η ταμπέλα του «ανεύθυνου». Σχεδόν άμεσα, το απόγευμα της 24ης Αυγούστου, είχε ζητήσει συγνώμη με μια λακωνική γραπτή δήλωση. Προέταξε την οικογένειά του και μετά έβαλε τον σύλλογο, τους συμπαίκτες, τον προπονητή, τους οπαδούς. Είχε μάθει πάντοτε να δρα ως ασπίδα των άλλων, σαν αχτίδα λογικής σε έναν κόσμο ξένο με την ιδιοσυγκρασία του.
Ακόμα και στη νιότη του, πολύ πίσω στα χρόνια της Λιόν, είχε συλληφθεί να φωνάζει στους συμπαίκτες του σε έντονο ύφος, αλλά η εικόνα ήταν σχεδόν κωμική, γιατί οι ήρεμοι άνθρωποι δεν είναι ποτέ κατά το κοινώς λεγόμενον «εκτός εαυτού».
Ο Γιορίς εκτός εαυτού βρέθηκε, ακριβώς όταν έπρεπε να λειτουργήσει όπως η πλειοψηφία των ανθρώπων.
Όλοι μας έχουμε αυτές τις στιγμές, εκείνες τις κακές ημέρες και τα διαλείμματα αδυναμίας ή απερισκεψίας. Συμβαίνει, είναι ανθρώπινο. Ο Γάλλος όμως είτε έχει μάθει είτε δεν επιτρέπει στον εαυτό του να λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Είναι από τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις μεγάλων ποδοσφαιριστών που προσπαθούν να διατηρήσουν την ίδια συμπεριφορά εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου.
Κυνηγά το αψεγάδιαστο, το άπιαστο, το ανέφικτο. Δίχως να αντιλαμβάνεται ότι στο τέλος το μεγαλύτερο μειονέκτημά του δεν είναι οι αδυναμίες του αλλά η απατηλή αναζήτηση της τελειότητας.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η Χελώνα του Σαντιάγκο Κανιθάρες
Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Ίκερ Κασίγιας
Πίτερ Σμάιχελ, O Μεγάλος Δανός