Ο Αράς ο Τοξοβόλος, ήρωας της ιρανικής μυθολογίας, άφησε την τελευταία πνοή του όταν, σύμφωνα με τα βιβλία, έβαλε όλη τη δύναμή του σε ένα χτύπημα, το οποίο θα καθόριζε τα σύνορα της περσικής αυτοκρατορίας.
Η Κίμια Αλιζαντέχ τον έφερε στο μυαλό της τον Ιούνιο του 2017, πριν από τον τελικό του παγκοσμίου πρωταθλήματος τάε κβον ντο, στη Νότια Κορέα.
Ένα χρόνο νωρίτερα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, είχε κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο σε ηλικία 18 ετών και είχε γίνει η πρώτη αθλήτρια από το Ιράν που ανέβηκε σε Ολυμπιακό βάθρο.
Ο τελικός της Νότιας Κορέας ήταν, επίσης, ο παρθενικός για γυναίκα από τη χώρα της.
Η Αλιζαντέχ κοίταξε την αντίπαλό της, Ρουθ Γκμπάγκμπι από την Ακτή Ελεφαντοστού, στα μάτια.
Στη συνέχεια έριξε το βλέμμα της πάνω της. Όχι από αυταρέσκεια.
Κοίταξε τα πρησμένα γόνατα, τα οποία, όπως έλεγε, «θα είχαν κάνει οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο να μην μπορεί να περπατήσει». Τέντωσε τον πρησμένο αγκώνα και άγγιξε τον «τσαλακωμένο» καρπό της.
Αλλά στάθηκε στους ταλαιπωρημένους αστραγάλους της και δεν αποσύρθηκε.
Ο προπονητής της, με βουρκωμένα μάτια, επιχείρησε να την πείσει να μην αγωνιστεί, υπό τον φόβο μόνιμου τραυματισμού, χωρίς να το καταφέρει.
Η Κίμια έχασε το χρυσό μετάλλιο, όμως δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφασή της.
«Αν αποτύχω, θα το κάνω μέσα στο γήπεδο», εξήγησε.
«Θα πονούσα περισσότερο αν τα είχα παρατήσει δίχως να προσπαθήσω», τόνισε μετά τον τελικό.
Σε εκείνο τον αγώνα, η Αλιζαντέχ σκέφτηκε τον Αράς τον Τοξοβόλο.
Όμως δεν θέλησε ακριβώς να του μοιάσει. Έβαλε τα δυνατά της, έδωσε ό,τι είχε μέσα της, σωματικά και πνευματικά, ωστόσο δεν θα ήθελε να είναι αυτό το τέλος.
Το όραμά της, βεβαίως, δεν ήταν σύνορα κάποιας αυτοκρατορίας.
Το όνειρό της ήταν η εσωτερική γαλήνη της. Η αθλητική φιλοδοξία και ό,τι μπορεί αυτό να προσφέρει στην πατρίδα της, πέρα από μετάλλια και την δόξα σε ένα τερέν.
Το δικό της όραμα δεν ήταν να «ανοίξουν» τα σύνορα, αλλά το μυαλό των συμπατριωτών της.
«Τα μετάλλιά μου βοηθούν τα παιδιά να πιστέψουν στους εαυτούς τους», τόνισε.
«Ελπίζω να βοηθήσει και τις γυναίκες να κάνουν το ίδιο, αλλά και τους ανθρώπους να μην τις αντιμετωπίζουν πια σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας…
»Οι οικογένειες δείχνουν, πλέον, να είναι πιο υποστηρικτικές σε όνειρα που κάποτε θεωρούνταν ντροπή», πρόσθεσε.
Μερικές ημέρες μετά το ασημένιο μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, το οποίο συνόδευσε το χάλκινο στο Ρίο, το χρυσό στους Youth Olympics του 2014 και το χάλκινο στο παγκόσμιο του 2015, λιποθύμησε και πέρασε δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο.
Σηκώθηκε και πάλι στα πόδια της.
Τον Ιανουάριο του 2020, όμως, ένα βήμα της ήταν, θαρρεί κανείς, το ίδιο «εκκωφαντικό» με τους θριάμβους της…
Η Κίμια Αλιζαντέχ δεν έπαψε ποτέ να μάχεται κατά των ανισοτήτων στη χώρα της.
Τούτη τη φορά, όμως, δεν το έπραξε με ένα χτύπημα.
Τούτη τη φορά, η άμυνά ήταν μία αποχώρηση. Όχι υποχώρηση.
Η 21χρονη αθλήτρια, με μία ανάρτησή της στον λογαριασμό της στην ιστοσελίδα Instagram και μία φωτογραφία της από το Λονδίνο, στην οποία κρατά το κεφάλι της με τα δυο της χέρια, αποκάλυψε ότι εγκατέλειψε το Ιράν.
Λίγη ώρα πριν από την παραδοχή του Ιράν ότι ο στρατός κατέρριψε «από ολέθριο λάθος», ένα ουκρανικό αεροσκάφος, κοστίζοντας τη ζωή σε 176 ανθρώπους, η Κίμια είχε ήδη φύγει.
Τη στιγμή που φοιτητές και πολίτες πραγματοποιούσαν διαδηλώσεις στην Τεχεράνη, η πιο γνωστή αθλήτρια της χώρας ήταν ήδη εκτός, με άγνωστο προορισμό…
«Να ξεκινήσω με χαιρετισμό, αποχαιρετισμό ή συλλυπητήρια;», έγραψε η Αλιζαντέχ.
Εξηγώντας ότι φεύγει γιατί δεν μπορεί να αντέξει άλλο «την υποκρισία ενός συστήματος το οποίο εξευτελίζει τους αθλητές και τους χρησιμοποιεί για πολιτικές σκοπιμότητες».
Στο μακροσκελές κείμενό της αναφέρει πως «είμαι μία από τα εκατομμύρια καταπιεσμένων γυναικών στο Ιράν. Μία από τα εκατομμύρια γυναικών που βιώνουν τον εμπαιγμό εδώ και χρόνια…
»Φορούσα ό,τι μου έλεγαν να φορέσω. Επαναλάμβανα ό,τι με διέταζαν να λέω».
Η Ολυμπιονίκης του 2016 επισήμανε ότι «κάποιοι πιστώθηκαν τα μετάλλιά μου για τον σεβασμό της υποχρεωτικής μαντίλας.
»Κανένας και, κυρίως, καμία μας δεν έχει σημασία για αυτούς»…
Η Αλιζαντέχ ξεκαθάρισε πως «κανένας δεν με προσκάλεσε στην Ευρώπη», αλλά προτίμησε να αποκρύψει το μέρος στο οποίο αυτομόλησε.
Αναφορές κάνουν λόγο για την Ολλανδία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τον πρώτο προορισμό ανέφερε το ημί-κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ISNA, το οποίο επίσης έγραψε πως η Κίμια επιθυμεί να αγωνιστεί με άλλη χώρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο.
Ο βουλευτής Αμπντολκαρίμ Χοσεϊκνζαντέχ ζήτησε εξηγήσεις από την οικογένεια της αθλήτριας και κατηγόρησε ευθέως «κάποιους ανίκανους αξιωματούχους, οι οποίοι επιτρέπουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο του Ιράν να αποχωρεί από τη χώρα».
Η ίδια η Αλιζαντέχ ξεκαθάρισε στην ανάρτησή της ότι «θέλω να διαβεβαιώσω τον ιρανικό λαό πως θα είμαι για πάντα ένα παιδί του Ιράν, όπου κι αν βρίσκομαι».
Παρόλα αυτά, είχε «φωνάξει» λίγο νωρίτερα στ ο ίδιο κείμενο πως «για το κράτος είμαστε απλώς εργαλεία προπαγάνδας.
»Κάποιοι πανηγυρίζουν τις επιτυχίες μας, όμως δεν σταματούν την κριτική και δεν επιτρέπουν στις γυναίκες να τεντώνουν τα πόδια τους».
Η Αλιζαντέχ είναι η τελευταία μία σειρά αθλητών του Ιράν οι οποίοι εγκατέλειψαν τη χώρα.
Το 2018, ο Σαμάν Μπαλαγκί, μέλος της Εθνικής ομάδας μπάσκετμπολ με καρότσι του Ιράν, ζήτησε άσυλο στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια του παγκοσμίου πρωταθλήματος στο Αμβούργο.
Τον Σεπτέμβριο του 2019, ο παγκόσμιος πρωταθλητής (το 2018 στο Μπακού) του τζούντο, Σαΐντ Μολαέι, έφυγε από το Ιράν για τη Γερμανία, όταν αξιωματούχοι της ομοσπονδίας τού ζήτησαν να αποχωρήσει από αγώνα, ώστε να μην αντιμετωπίσει έναν Ισραηλινό αντίπαλο.
Ο Μολαέι αποκάλυψε ότι παράγοντες της ομοσπονδίας τζούντο της χώρας του τον διέτεξαν να αποσυρθεί, ώστε να μην υπάρχει πιθανότητα να συναντήσει στον τελικό τον Σάγκι Μούκι από το Ισραήλ και ομολόγησε πως φοβάται για την ασφάλεια του ίδιου και της οικογένειάς του…
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Πούρια Τζαλαλιπούρ, παρα-ολυμπιονίκης της χώρας στην τοξοβολία και έχοντας ήδη εξασφαλίσει την πρόκριση για το Τόκιο, έκανε αίτηση ασύλου στην Ολλανδία.
Ενώ και ο Ιρανός διεθνής διαιτητής ποδοσφαίρου, Αλιρέζα Φαγκανί, εγκατέλειψε την πατρίδα του και ζει και εργάζεται στην Αυστραλία.
Τον Απρίλιο του 2019, η Σαντάφ Καντέμ, πρώτη επαγγελματίας γυναίκα πυγμάχος του Ιράν, έγινε και η πρώτη γυναίκα της χώρας που κατέκτησε κάποιον τίτλο στο εξωτερικό.
Η 24χρονη Καντέμ κέρδισε στη Γαλλία την Γαλλίδα Αν Σοβίν, όμως δεν επέστρεψε στην πατρίδα της όταν πληροφορήθηκε ότι κατά την άφιξή τη θα συλληφθεί, έπειτα από σχετικό ένταλμα που είχε εκδοθεί…
Η μποξέρ είχε δηλώσει στη γαλλική «L’ Equipe» ότι «αγωνίστηκα σε έναν αγώνα που είχε λάβει επίσημη και νόμιμη άδεια.
»Όμως φόρεσα σορτς και φανέλα, κάτι που είναι φυσιολογικό στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά όχι στη χώρα μου».
Η Καντέμ, που εργάζεται ως προσωπική γυμνάστρια στην Τεχεράνη και δεν ανήκει στην ομοσπονδία πυγμαχίας του Ιράν, δεν υπάκουσε στους νόμους που απαγορεύουν το σορτς, απαιτούν μαντίλα και επιτάσσουν γυναίκα προπονήτρια στη γωνιά της.
Μαζί με τον προπονητή της, Μαχιάρ Μονσιπούρ, αποφάσισαν να μην επιστρέψουν στη χώρα τους και η Καντέμ επισήμανε ότι «δεν αγωνίζομαι μόνο στο ρινγκ, αλλά και για να κερδίζω κουράγιο σαν γυναίκα…
»Κάθε φορά που αγωνίζομαι στο εξωτερικό τιμώ την πατρίδα μου και εξακολουθώ να απορώ αν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο η οποία θα σε συλλάβει επειδή αγωνίστηκες για αυτή».
Η Κίμια Αλιζαντέχ «πάλεψε» μέσα της για μήνες, ωσότου λάβει την απόφαση να φύγει.
Είχε αγωνιστεί σκληρά στη ζωή της να γίνει πρωταθλήτρια για μία χώρα η οποία δεν δίνει συχνά την «ευλογία» της και τα συγχαρητήρια είναι συνήθως επιφανειακά.
Σε μία χώρα που παλεύει εδώ και έναν αιώνα μεταξύ της παράδοσης και του νεοτερισμού.
Πριν από τις εκλογές του 2017, ο πρόεδρος, Χασάν Ρουχανί, αποκάλεσε την Κίμια «κόρη μου», αναφέροντάς την με το μικρό όνομά της.
Μονάχα που, έκτοτε, δεν δέχθηκε τις πιέσεις για συναντήσεις με γυναίκες αθλήτριες. Και οι πολιτικοί αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι χρησιμοποίησε την Αλιζαντέχ για να προσεγγίσει τις γυναίκες ψηφοφόρους, αλλά δεν συμπεριέλαβε γυναίκες στο υπουργικό συμβούλιό του.
Οι κοπέλες στο Ιράν υποκύπτουν εδώ και χρόνια σε μορφές καταπίεσης και περιορισμών.
Η ενδοοικογενειακή βία αυξάνεται και οι γυναίκες έχουν λιγότερα δικαιώματα κληρονομίας, στον γάμο, τα διαζύγια και την κηδεμονία των παιδιών τους.
Η Αλιζαντέχ δεν προήλθε από μία προνομιούχο οικογένεια.
Η μητέρα της ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας της ράφτης σε κατάστημα για κεντήματα. Μάλιστα, είναι εκείνος που ράβει τα σήματα στη ζώνη της κόρης του, για το τάε κβον ντο.
Σε παλαιότερη συνέντευξή της είχε ευχαριστήσει τους γονείς της για όσα έκαναν, όμως τόνισε πως «εγώ θέλω να ζήσω μία διαφορετική ζωή».
Σε ηλικία επτά ετών πήγε στο μοναδικό γυμναστήριο της γενέτειράς της, Καράι.
Θέλησε να διαλέξει με τι να ασχοληθεί, αλλά της πρόσφεραν μόνο μαθήματα τάε κβον ντο, παρότι οι μαχητικές τέχνες δεν ήταν πάθος της.
Έναν χρόνο αργότερα ήταν ήδη πρωταθλήτρια της χώρας στην κατηγορία της.
Ο Μαχρού Κομρανί την έπεισε να συνεχίσει και παραμένει ως τις μέρες μας ο καθοδηγητής και προπονητής της.
Για χρόνια, όπως παραδέχεται, «δεν σκεφτόμουν πολλά πράγματα για τα κορίτσια της ηλικίας μου. Ήμουν αφοσιωμένη στην προπόνηση».
Όταν κατέκτησε το Ολυμπιακό μετάλλιο στο Λονδίνο, το 2016, συνειδητοποίησε πως «μπορώ και πρέπει να μιλήσω και να κάνω πράγματα για τα κορίτσια της πατρίδας μου».
Οι άλλαζαν. Ή, τουλάχιστον, έδειχναν να αλλάζουν.
Για χρόνια, το Ιράν απαγόρευε τη συμμετοχή γυναικών σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις. Αυτό άλλαξε το 1990, στους Ασιατικούς αγώνες στο Πεκίνο, έπειτα από πίεση του κόσμου.
Η χώρα το επέτρεψε, με την απαραίτητη προϋπόθεση να καλύπτουν τα μαλλιά και το σώμα τους.
Αρχικά επετράπη μόνο η σκοποβολή, όμως τα επόμενα χρόνια γυναίκες συμμετείχαν σε 20 αθλήματα διεθνών αγώνων.
Η υποχρεωτική μαντίλα περιορίζει, πάντως, τις επιλογές των νέων γυναικών.
Όπως και οι αντιρρήσεις των γονέων, αν και η Κίμια Αλιζάντεχ δεν αντιμετώπισε παρόμοια δυσκολία από την οικογένειά της.
Πολλά κορίτσια στο Ιράν έχουν διαπιστώσει ότι πρέπει να ζήσουν στο εξωτερικό για να κυνηγήσουν και να πετύχουν τα όνειρά τους.
Πριν από την απόφασή της να εγκαταλείψει τη χώρα, εκτός από το τάε κβον ντο, είχε όνειρο να σπουδάσει φυσικοθεραπεία ή αθλητική παθολογία.
Όταν ήταν στην εφηβεία, λόγω του πρωταθλητισμού, έλαβε άδεια να μην είναι παρούσα στην τάξη του σχολείου, όμως συνήθως είχε λίγο χρόνο να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις.
«Υπέφερα αρκετά για να είμαι πρώτη», εξηγεί.
«Θυσίασα πολλά για να προσπαθήσω να ανοίξω τον δρόμο και για άλλα κορίτσια στο Ιράν.
»Συχνά σκέφτηκα να τα παρατήσω. Οι προσδοκίες ήταν πολύ υψηλές, το βάρος μεγάλο και η ευθύνη με άγχωνε… Μία μέρα, στο τέλος μίας προπόνησης στο Ολυμπιακό τουρνουά του Ρίο, έβαλα την πετσέτα στο κεφάλι μου και είπα ότι δεν θέλω πια να το κάνω. Δεν άντεχα την πίεση.
»Έπειτα από κάθε νίκη, όμως, έλεγα στον εαυτό μου πως σήμερα είναι μία άλλη μέρα».
Εκείνο, όμως, που πραγματικά επιθυμούσε, ήταν μία διαφορετική μέρα στην ίδια της τη χώρα.
Κάθε φορά που αγωνιζόταν, είχε κρεμασμένο στο λαιμό της ένα μικρό πορτοφόλι, μέσα στο οποίο ο πατέρας της είχε ράψει ένα στίχο από το Κοράνι και μερικές χειρόγραφες ευχές από συγγενείς και φίλους.
«Οι ευχές μου σε εκείνο το κομμάτι ύφασμα, για νίκες και μετάλλια, έγιναν πραγματικότητα. Ήταν κάτι εφικτό.
»Από μικρή ήθελα να ταξιδέψω στο διάστημα και μία μέρα θα φτάσω ως τον Άρη», είχε πει μετά το Ρίο.
Φαίνεται ότι το πρώτο βήμα για το παιδικό όνειρό της ήταν να ταξιδέψει μακριά από την πατρίδα της…
Για να αισθανθεί ελεύθερη και να συνεχίσει να ονειρεύεται όχι με αφέλεια, αλλά με παιδική αθωότητα.
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡ