Ο παίκτης στον πάγκο «καίγεται» να αγωνιστεί.
Δεν διαφέρω από τον «κάθε» παίκτη.
Ωστόσο, υπάρχει μία συγκεκριμένη στιγμή στην καριέρα μου που δεν ήθελα να παίξω.
Και τι στιγμή…
Πολλοί συμπαίκτες μου στον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 1987 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στις 14 Ιουνίου κόντρα στην τότε Σοβιετική Ένωση, επιμένουν ότι έχουν ξεχάσει πολλά πράγματα από εκείνη τη βραδιά.
Εκτός, προφανώς, από την απονομή, από τις δύο νικητήριες βολές του Καμπούρη στην παράταση και τις αντίστοιχες του Ανδρίτσου στην κανονική διάρκεια, για την ισοπαλία.
Εγώ θυμάμαι και κάτι άλλο.
Αρχικά, ότι στον τελικό δεν αγωνίστηκα.
Στη συνέχεια, ότι, πριν από το ξεκίνημα του ματς, ήθελα πολύ να βοηθήσω.
Αλλά στη μνήμη μου έχει μείνει η κατάληξη ότι, ενώ στην παράταση ο προπονητής Κώστας Πολίτης μού ζήτησε να κάνω προθέρμανση, δεν κρύβω ότι δεν ήθελα να πατήσω στο παρκέ!
Ο Φασούλας είχε αποβληθεί με πέντε φάουλ.
Ο Καμπούρης είχε τέσσερα και «έπαιζε με τη φωτιά».
Ο Νίκος Φιλίππου είχε τραυματιστεί κατά τη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ και πονούσε.
Όταν ο κόουτς με κοίταξε, πήγα στη γωνία για ζέσταμα.
Παρακολουθούσα τον αγώνα και παρακαλούσα να μην κάνει πέμπτο φάουλ ο Καμπούρης. Να βγάλει την επόμενη άμυνα, ώστε να μην χρειαστεί να μπω.
Δεν φοβόμουν… Ποτέ δεν φοβήθηκα.
Απλώς, γνώριζα ότι, από τη στιγμή που δεν είχα παίξει στα πρώτα 40-42 λεπτά του τελικού, όσο κι αν ήμουν έτοιμος αγωνιστικά, δεν ήμουν πνευματικά για μία τέτοια περίσταση.
Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να περάσω σαν αλλαγή.
Ευτυχώς, ο Καμπούρης δεν έκανε πέμπτο φάουλ.
Ευτυχώς που έμεινε στο παρκέ, άρπαξε εκείνο το επιθετικό ριμπάουντ από το άστοχο σουτ του Μέμου Ιωάννου στα 4΄΄ για τη λήξη και πέτυχε τις δύο καθοριστικές ελεύθερες βολές!
Όταν ακούστηκε η κόρνα της λήξης, τα είχα ξεχάσει όλα.
Πρωταθλητές Ευρώπης!!!
Το 1987, το ελληνικό μπάσκετ ήταν σαν ένα μωρό.
Ή, για να μην υποτιμηθεί η προσπάθεια όσων σημαντικών ανθρώπων προϋπήρξαν, ήταν ένα παιδί.
Ένα παιδί, όμως, που δεν μεγάλωσε απότομα.
Ενδεχομένως τότε να «ενηλικιώθηκε», όμως ήταν ήδη ώριμο,
Ακόμη και εμείς οι ίδιοι στην ομάδα δεν είχαμε σκεφτεί καθαρά πριν το Ευρωμπάσκετ στην Αθήνα ότι μπορούμε να νικήσουμε μεγαθήρια όπως η Γιουγκοσλαβία, η Σοβιετική Ένωση και η Ιταλία.
Πώς να περιμέναμε να το σκεφτεί ο κόσμος;
Ο κόσμος ο οποίος στη χώρα μας λάτρευε ως τότε το ποδόσφαιρο και από το μπάσκετ ήξερε μόνο μερικούς αθλητές.
Και μπορεί και να… μην θυμόνταν τις ομάδες τους.
Εκείνο το ευλογημένο δωδεκαήμερο στο Σ.Ε.Φ., ο χρόνος φάνηκε να περνάει με κινηματογραφική ταχύτητα.
Μας φάνηκε, θαρρεί κανείς, σαν τριήμερο.
Αν και, παράλληλα, τα νοκ-άουτ ματς έμοιαζαν με αιωνιότητα.
Προσμέναμε το επόμενο ματς.
Η χαρά διαδέχονταν την πίκρα.
Βιώσαμε στιγμές που δεν είχαμε ζήσει ποτέ με τους συλλόγους μας.
Ήταν ένα απόγευμα στο δωμάτιο του «κάπτεν» Παναγιώτη Γιαννάκη, στην προετοιμασία στον Άγιο Νικόλαο της Νάουσας.
Τότε που, μεταξύ μας οι παίκτες, λέγαμε ότι θα είναι μεγάλη επιτυχία να φτάσουμε στα προημιτελικά και να «χωρέσουμε» στην εξάδα.
Κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς, πετάχτηκε και είπε: «Κι αν πάρουμε το χρυσό, τι θα ζητήσουμε για μπόνους;».
Δεν θυμάμαι επίσης ποιος απάντησε… «σταμάτα τις βλακείες!».
Για εμάς, ο στόχος διαμορφώθηκε μέσα από το τουρνουά.
Κατά τη διάρκεια των αγώνων, διαπιστώσαμε τις ικανότητες και τις δυνατότητές μας.
Στο υποσυνείδητο του Έλληνα χαράχτηκε αυτή η επιτυχία σαν να δήλωνε η μικρή Ελλάδα παρούσα.
Το κοινό πίστευε κάτι σαν «κοιτάξτε, εμείς μπορούμε και να κοιτάξουμε κατάματα τους μεγάλους και να τους κερδίσουμε».
Η ζωή του ελληνικού μπάσκετ άλλαξε το 1987 και ειδικά το βράδυ του τελικού, στις 14 Ιουνίου.
Η δική μας ζωή, όμως, όχι και τόσο.
Τα οικονομικά των παικτών βελτιώθηκαν, σαφώς.
Όμως, το κυριότερο είναι πως όλοι μας καταφέραμε να διαχειριστούμε την επιτυχία.
Να διαχειριστούμε τη φήμη.
Η πολιτεία μας αντιμετώπισε πια πιο επαγγελματικά.
Εμείς οι παίκτες δεν δυσκολευτήκαμε, δεν καβαλήσαμε το καλάμι.
Κανένας δεν είπε «εγώ».
Το πιο χαρακτηριστικό που έλεγε ο κόουτς Κώστας Πολίτης ήταν το ρήμα «λειτουργούμε».
Δεν εννοούσε μόνο ότι κάνουμε κάποιο είδους λειτούργημα για τον κόσμο. Αλλά εξέφραζε και το πώς ήμασταν στην ομάδα, λειτουργώντας ο ένας για τον άλλον και σταρ, όπως οι Γκάλης και Γιαννάκης, έβαζαν το «εγώ» κάτω από το «εμείς».
Κάποιοι από εμάς είμαστε ακόμη κοντά στο μπάσκετ.
Μερικοί δεν ήθελαν, λόγω χαρακτήρα.
Πιστεύω πως όλοι μας θα είχαμε να προσφέρουμε κάτι, χωρίς αυτό να σημαίνει θέσεις και πόστα ως επιβράβευση.
Ακόμη και ο Γκάλης, που κατηγορήθηκε κακώς για χρόνια για την απροθυμία του να εμπλακεί, δεν είναι ότι δεν ήθελε.
Απλώς, επιθυμούσε κάποια πράγματα να γίνουν με τον τρόπο που είχε μάθει στις Η.Π.Α..
Η περίφημη ατάκα του Νικ μετά τον προημιτελικό με την Ιταλία, που ήταν η πρώτη νίκη της ιστορίας μας κόντρα στους γείτονες, λέγοντας ότι «αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη, μέχρι την επόμενη!», ήταν λογικό να μας εμπνεύσει.
Είχαμε στα αποδυτήρια δύο σπουδαίους παίκτες και ηγέτες.
Ό,τι έλεγαν εκεί ο Γκάλης και ο Γιαννάκης ήταν «νόμος».
Όχι γιατί έτσι έπρεπε ή επιδίωκαν οι ίδιοι, αλλά κυρίως διότι εκείνοι είχαν τη στόφα να ηγηθούν.
Να μας «σπρώξουν»
Οι σχέσεις τους ήταν τυπικές.
Προφανώς είναι υπερβολή η φήμη ότι δεν έλεγαν ούτε «καλημέρα» μεταξύ τους.
Απλώς δεν είχαν σχέσεις εκτός γηπέδου.
Δε είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, όταν κάποιοι χαρακτήρες δεν ταιριάζουν.
Μετά τον ημιτελικό με την Γιουγκοσλαβία, αγκαλιάστηκαν.
Ούτε αυτό μας παραξένεψε.
Ούτε αυτό το θεωρήσαμε «είδηση».
Σημασία είχε που αμφότεροι είχαν προσαρμοστεί και αγωνιστικά και πνευματικά στον στόχο και είχαν «θυσιάσει» πράγματα του ταλέντου και του χαρακτήρα τους για το καλό της ομάδας.
Έγινε συνήθεια ο κόσμος να θυμάται τι έκανε εκείνο το βράδυ της 14ης Ιουνίου.
Να το εξιστορεί.
Πέρασαν δεκαετίες κι ακόμη κι εμείς θυμόμαστε συγκεκριμένα πράγματα από τη μεγάλη μέρα. Από όλη την πορεία.
Σε πολλά σημεία βγήκε από μέσα μας ο προληπτικός εαυτός μας.
Όταν αρχίζαμε να κερδίζουμε, λέγαμε σε όσους είχαν μείνει αξύριστοι να μην τολμήσουν να βάλουν ξυράφι στο πρόσωπό τους!
Λέγαμε σε όσους ξυρίζονται κάθε μέρα να μην ξεχάσουν να το κάνουν.
Θέλαμε να κάνουμε τα ίδια πράγματα, για γούρι.
Το ταλέντο είναι ταλέντο, η δουλειά είναι δουλειά, όμως ένας αθλητής δεν είναι παράλογο να έχει γούρια.
Κάτι σαν τη δική του «ιεροτελεστία».
Όμως, ο Γκάλης ήταν ήδη βέβαιος για τον θρίαμβο στον τελικό…
Είχε δηλώσει μετά τον ημιτελικό ότι «τώρα δεν το χάνουμε»!
Ο Νικ είχε επιλέξει μία μπάλα με την οποία είχαμε παίξει κάθε αγώνα, ως τον ημιτελικό.
Ο Μέμος Ιωάννου την κλώτσησε πανηγυρίζοντας μετά τον θρίαμβο επί των Γιουγκοσλάβων και αυτή χάθηκε.
Ο Γκάλης δοκίμασε 27-28 μπάλες την επομένη, μέχρι να καταλήξει σ’ αυτήν που θα παίζαμε τον τελικό με τους Σοβιετικούς.
Στις βολές του Λιβέρη Ανδρίτσου, με τις οποίες κατορθώσαμε να στείλουμε τον τελικό στην παράταση, ήμουν χαλαρός.
Ο Λιβέρης είναι τέρας ψυχραιμίας και ήμουν βέβαιος πως θα ευστοχήσει και στις δύο.
Στις βολές του Καμπούρη ομολογώ ότι ανησυχούσα λίγο.
Ήταν τόσο έντονη η στιγμή, με τόση κούραση από 45 λεπτά αγώνα.
Στην πρώτη, μαζί με τον γιατρό Κώστα Παρίση στρέψαμε το κεφάλι από την άλλη μεριά.
Στη δεύτερη γύρισα να κοιτάξω, σίγουρος ότι αφού σκόραρε την πρώτη, θα πετύχει και την επόμενη.
Ο Ανδρίτσος είναι αυτό που στα αποδυτήρια λέγαμε «κουλ» τύπος. Χαλαρός, μετρημένος.
Ήρεμος. Άνθρωπος που τον εμπιστευόσουν για όλα.
Θυμάμαι πως όταν πολλά χρόνια αργότερα συνεργαστήκαμε στον Πανιώνιο, με πρόεδρο τον Ηλία Λιανό, ο τελευταίος έλεγε ότι «αν δώσεις του Λιβέρη μία τσάντα με ένα εκατομμύριο ευρώ, όχι μόνο θα σου την επιστρέψει άθικτη, αλλά μπορεί να βρεις μέσα και περισσότερα χρήματα!».
Ο πιο «φασαριόζος» της παρέας ήταν ο Νίκος Φιλίππου.
Ακόμη τέτοιος τύπος είναι!
Έβγαινε στα μπαλκόνια όταν ο κόσμος ερχόταν να μας δει στο ξενοδοχείο «John’s», στη Γλυφάδα.
Το ξενοδοχείο γέμιζε κάθε μέρα από οπαδούς.
Κάποιοι ήταν φίλοι, παλιοί συμμαθητές μας, που έρχονταν να μας δουν και να μας πουν μία κουβέντα.
Κάποια στιγμή έγινε μεγάλη η πίεση συγγενών και γνωστών για εισιτήρια.
Τότε ήταν που ο κόουτς Πολίτης απαγόρευσε να δεχόμαστε εσωτερικά τηλεφωνήματα στα δωμάτια, τουλάχιστον το μεσημέρι.
Έπρεπε να βρούμε κι εμείς ευκαιρία να ξεκουραστούμε.
Δεν θα ξεχάσω τον γυμναστή, Νίκο Σισμανίδη, να μας… ζαλίζει με τη λέξη «βιορυθμοί»!
Ο κύριος Νίκος ήταν μπροστά από την εποχή του.
Από την αρχή της προετοιμασίας γνώριζε με ακρίβεια πότε θα είναι σε απόλυτη φόρμα ο κάθε παίκτης.
Εκείνος ήταν που είχε προτείνει να βγαίνουμε βόλτα στη Γλυφάδα για παγωτό κάθε βράδυ, μετά το δείπνο και όταν ο Τύπος το πήρε χαμπάρι τον κατηγόρησε.
Δεν μπορούσαν οι άλλοι να καταλάβουν πως μετά το φαγητό δεν μπορούσαμε να πάμε αμέσως για ύπνο και στη 1:00 τα ξημερώματα τα βλέμματα δεν ήταν πολλά στην πόλη.
Πρωτοπόρος και έχει φυσικά μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία.
Καταπληκτικό παιδί ήταν και ο Φάνης Χριστοδούλου.
Ήμασταν μαζί στο δωμάτιο… Απίστευτος «χαβαλές»!
Δεν ξεχνάω ότι του έλεγα «να φύγεις, να πας στην Αμερική», όταν ήρθαν να τον πείσουν οι Ατλάντα Χοκς.
Όμως εκείνος δεν αποχωριζόταν την αγαπημένη του πλατεία στη Νέα Σμύρνη.
Ο Γιαννάκης φώναζε και θύμιζε -κάτι που κάνει και στις μέρες μας- «να μείνουμε ταπεινοί», έπειτα από κάθε μεγάλη νίκη.
Εκείνος που έλεγε ότι η παρουσία του κοινού δεν πρέπει να είναι πίεση για εμάς, αλλά ώθηση. Όπως κι έγινε.
Τα λόγια του ήταν χαρακτηριστικά της γενιάς μας, η οποία έμεινε ταπεινή.
Η ομάδα του 1987 δεν έβγαζε μόνο ταλέντο.
Δεν ήταν απλώς η μοναδική ίσως εθνική ομάδα που δεν «άδειασε» έπειτα από μία μεγάλη νίκη και συνέχισε ως το τέλος.
Απέπνεε και τη σκληράδα που διέθετε.
Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Αργύρη Καμπούρη.
Όχι μόνο για την ψυχραιμία του στις δύο «χρυσές» βολές.
Ούτε επειδή όλοι ανέφεραν πως είχε δουλέψει στην οικοδομή.
Ο Αργύρης είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια.
Μερικές ημέρες πριν από τον τελικό, ο πατέρας του νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο αλλά η οικογένειά του δεν του το είπε και το κράτησε κρυφό.
Στο γλέντι του τίτλου δεν ήρθε, για να είναι στο πλάι του πατέρα του.
Ο χαρακτήρας του αποδείχθηκε και από το γεγονός ότι ποτέ δεν «διαφήμισε» το κατόρθωμά του.
Κανένας μας δεν το έκανε.
Δεν το πλασάραμε, δεν το «πουλήσαμε».
Μία ημέρα, κατά τη διάρκεια του τουρνουά, εγώ και ο Καμπούρης κοντοσταθήκαμε, όταν, έχοντας άδεια, πηγαίναμε μαζί για μία δουλειά από τη Γλυφάδα στην Καλλιθέα.
Κοντοσταθήκαμε όταν μας σταμάτησε η τροχαία γιατί, από τη βιασύνη μας, είχαμε παραβιάσει ένα κόκκινο φανάρι…
Κι ενώ θεωρούσαμε ότι δεν επρόκειτο να γλιτώσουμε την κλήση, οι αστυνομικοί μας αναγνώρισαν και μας είπαν:
«Εσείς δεν είστε που παίζετε στην Εθνική μπάσκετ;
Συγχαρητήρια και μπορείτε να φύγετε!».
Ο Νίκος Λινάρδος είναι προπονητής μπάσκετ, Πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική ομάδα το 1987.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος