Ψηλός, ογκώδης αλλά ευκίνητος. Υπερφυσικά δυνατός αλλά ντελικάτος και εκλεπτυσμένος.
Θαρραλέος, εντυπωσιακός, δίχως φόβο να λερωθεί και να τσαλακωθεί σε ένα άθλημα ευγενών.
Παιδί-θαύμα, λατρεμένος από κοινό, ειδικούς και αντίθετο φύλο κι όμως γεμάτος ανασφάλειες κι αδυναμίες.
Νόμιζε ότι τα είχε όλα, τελικά δεν είχε τίποτα.
Για την ακρίβεια, τα άγγιξε όλα, τελικά δεν του ανήκε τίποτα.
Ο Μπόρις Μπέκερ τα έζησε όλα νωρίς, ίσως νωρίτερα απ’ όσο έπρεπε. Αν έπρεπε.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Λάιμεν της Βάδης-Βυρτεμβέργης, μια ανάσα από το σπουδαιότερο Πανεπιστήμιο της Γερμανίας, τη φημισμένη σχολή της Χαϊδελβέργης, κι όμως “παράτησε” το σχολείο στα 16. Του έτρωγε χρόνο, εμπόδιζε την εξέλιξή του στο μοναδικό πράγμα που μπορούσε να ανταπεξέλθει προσεγγίζοντας την τελειότητα. Το τένις.
Επαγγελματίας τενίστας από την εφηβεία, νικητής του Wimbledon σε ηλικία 17 ετών και 227 ημερών. Ξανθός, ελκυστικός, διαφορετικός. Όλα χαρακτηριστικά που εκείνα τα χρόνια αρκούσαν για να προδιαγραφεί μια καριέρα που θα έσβηνε απ’ τα κιτάπια τους μεγάλους της δεκαετίας του ’80. Προσωπικός θρίαμβος σε Grand Slam, όταν όλοι οι άλλοι ματώνουν για μια απλή διάκριση. Με μάνατζερ την «μπουλντόζα του Μπρασόβ», τον Ρουμάνο επιχειρηματία, Ιόν Τσιριάκ, έναν άνθρωπο που σε όλη του τη ζωή δεν πόνταρε ποτέ σε μετριότητες.
Ο Μπέκερ ήταν νέος, άπλαστος, άμαθος σε ένα περιβάλλον φανταχτερό, σε όσους το παρακολουθούν, αλλά σκληρό και σκοτεινό, σε όσους το ζουν σε υψηλό επίπεδο πρωταθλητισμού. Στο τένις δεν αρκεί η άριστη φυσική κατάσταση, το ταλέντο, η τόλμη και η τεχνική. Σημασία έχει η ψυχολογική ανθεκτικότητα, η διαχείριση της καταστροφής. Με την μεγαλύτερη απ’ όλες να είναι η ίδια η επιτυχία.
Ο γεννημένος το 1967, Μπόρις, έσκασε σαν χειροβομβίδα στο παγκόσμιο τένις το μακρινό 1984 στο Αυστραλιανό Open. Συμμετείχε ως ο νεαρός νικητής του BMW Open του Μονάχου, κέρδισε το διπλό μαζί με τον Πολωνό Φίμπακ, τον μοναδικό ίσως τενίστα που τον συμπλήρωνε καλύτερα από κάθε άλλον στην καριέρα του.
Σκούπισε τον Μέγερ στον πρώτο γύρο, νίκησε το #7 της κατάταξης, Τιμ Μαγιότ, στα τέσσερα σετ, διέλυσε τον Χάνκ Πφίστερ, μετά τον Γκάι Φορζέ. Δεν ήταν απλές νίκες αλλά δηλώσεις, θέσεις επιβολής που ενθρόνισαν ένα 17χρονο παιδί στο #66 της παγκόσμιας κατάταξης. Αδιανόητο πλασάρισμα για εκείνη την εποχή, σχεδόν βλασφημία για ένα άθλημα που είχε μάθει να τιμά την επετηρίδα.
Ο Μπόρις όμως βιαζόταν. πιο σωστά, ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. Παίζει με την ίδια ταχύτητα και την ίδια δύναμη καθ’ όλη τη διάρκεια των αναμετρήσεων, έχει αδιανόητα ακριβές και δύσκολο σερβίς, δίχως να λογίζει διαφορετικά πρώτο και δεύτερο. Το forehand του είναι φονικό, δεν δυσκολεύει απλώς, εκθέτει τον αντίπαλο. Οι ειδικοί εντοπίζουν κάποιες αδυναμίες στο backhand, τούτο όμως είναι απλώς θέμα δουλειάς, προπόνησης. Κι έπειτα, όσο κι αν έμοιαζε απίστευτο, δεν χρειαζόταν.
Ο Μπέκερ επιβάλλεται από το πρώτο χτύπημα του καουτσούκ στις χορδές της ρακέτας, συνθλίβει και εκπλήσσει τον αντίπαλο από το σερβίς. Βίαιο, απόλυτο, εκνευριστικά ακριβές, είτε επέλεγε τη γραμμή είτε έκλινε προς κέντρο.
Αυτό το σερβίς διέλυε τους πάντες, το διάβασε ιστορικά μόνο ο Αντρέ Αγκάσι, κι αυτό διότι ανακάλυψε το τικ του Μπόρις με τη γλώσσα.
Ο Αμερικανός είχε τρελαθεί μετά τις τρεις συνεχόμενες ήττες, περνούσε ώρες ολόκληρες μπροστά στις οθόνες του σπιτιού του βλέποντας ξανά και ξανά το δολοφονικό σερβίς του Γερμανού. Παρατήρησε πως, όταν ο Μπέκερ εκτελεί για «άσσο», κάνει μια περιστροφή με τη γλώσσα και τη βγάζει ελαφρά, πριν χτυπήσει. Από τις επόμενες αναμετρήσεις παρατηρούσε επισταμένως το στόμα του αντιπάλου του, στα 10 από τα 11 παιχνίδια αναδείχθηκε νικητής, οδηγώντας στην τρέλα τον Μπέκερ, ο οποίος με τη σειρά του έκανε ατέλειωτες ώρες βιντεοθεραπεία, προκειμένου να ανακαλύψει τι κάνει λάθος και ο Αγκάσι είναι ο μοναδικός τενίστας που “απαντά” στο σερβίς του.
«Ήταν σαν να διάβαζε το μυαλό μου, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Άλλαζα φορά στο σώμα, χρόνους εκτέλεσης, τακτική και τεχνική κι όμως ο Αντρέ ήξερε εκ των προτέρων πού θα πάει η μπάλα». Όταν το 2017 ο Αγκάσι εκμυστηρεύθηκε το “μυστικό” στην αυτοβιογραφία του, ο Μπέκερ έλυσε τον δεύτερο μεγαλύτερο γρίφο της καριέρας του. Τον πρώτο δεν κατάφερε να τον λύσει ποτέ, πιθανόν γιατί ήταν εν τέλει η αχίλλειος πτέρνα του.
Όπως οι ταύροι θολώνουν κι επιτίθενται μαινόμενοι στον ταυρομάχο, όταν βλέπουν κόκκινο, έτσι θόλωνε και ο Μπέκερ στο πυρρακτωμένο clay. Εκείνον τον καιρό οι επιφάνειες διαδραμάτιζαν πολύ σημαντικότερο ρόλο σε σχέση με τις σύγχρονες εποχές του τένις, οι διαφορές ήταν σαφείς, διακριτές και rebus για αθλητές και προπονητές.
Ο Μπέκερ στο clay μετατρεπόταν σε έναν απλώς δυνατό τενίστα, στο γκαζόν ήταν ο Θεός.
Εκεί έβρισκε την τέλεια εφαρμογή το πρωτοποριακό του serve and volley στυλ, εκεί συντελούταν η τέλεια σύνθεση, η απόλυτη αρμονία ενέργειας και εκκεντρικού εκλεπτυσμού. Αυτό ήταν που συνάρπαζε και το κοινό. Οι τέλειες βολές του, τα γυρίσματά του, οι βουτιές αυτοθυσίας στο net που έγιναν και το σήμα κατατεθέν του. Ιστορικές συμπεριφορές αυτές για τον κόσμο του τένις, από τις σπάνιες περιπτώσεις εκλαϊκευμένου θεάματος σε ένα σπορ ανέκαθεν ευγενές και αριστοκρατικό.
Ο Μπέκερ έγινε η αιτία να φανατιστεί ακόμα και το απόλυτα εστέτ κοινό του Wimbledon, το μέσο για να επιτευχθεί και μια διαφορετικού τύπου προσέγγιση σε μεγάλες δεξαμενές κοινού, το οποίο είχε συνηθίσει να ασχολείται με το τένις μονάχα για το δίπολο Μποργκ-Μάκενρο. Αυτή η αποδοχή, αυτή η λατρεία οδήγησε και τον νέο βασιλιά στο βάραθρο. Πιθανόν γιατί εκείνο το ξανθό αγόρι είχε συγκεκριμένα όρια στον χαρακτήρα του ή διότι η ψυχολογική του ευθραυστότητα λύγιζε στη ματαιοδοξία του.
Αυτό το ελάττωμα τον οδήγησε σε μια αέναη αναζήτηση ολοένα και μεγαλύτερης αποδοχής, η οποία πιθανόν εκπορευόταν και από την άκαμπτη και “σιδηρά” ανατροφή του.
Από το σκληρό οικογενειακό αποτύπωμα πέρασε στον αμείλικτο Τσιριάκ, τον άνθρωπο που κατέγραφε μεν αδυναμίες, αλλά θεράπευε μονάχα εκείνες που εξυπηρετούσαν την κατάκτηση του στόχου. Και ο στόχος για τον Μπέκερ ήταν πάντοτε μόνον ένας: να κερδίσει.
Όχι με κοινότυπο τρόπο. Έπρεπε να κερδίσει, χωρίς να αφήσει τον αντίπαλο να παίξει.
Από το 1985 το όνομά του ήδη έπαιζε στους υψηλούς κύκλους του τένις, είχε την προίκα του Αυστραλιανού Open, είχε προλάβει να ζορίσει τον “ροκ σταρ” Γιανίκ Νοά στο Foro Italico, είχε κερδίσει τον -έστω στη δύση της καριέρας του- Βίτας Γκερουλάιτις στο Roland Garros, πριν υποταχθεί στο “κομπιούτερ” Ματς Βιλάντερ. Ήταν σαφές όμως ότι ο Γερμανός ερχόταν. Η κατάκτηση του Queen’s Club Championship στο Λονδίνο ήταν απλώς το προοίμιο της επιτυχίας, στην πρωτεύουσα του τένις.
Ενενηκοστό ένατο τουρνουά Wimbledon. Ιούλιος 1985. Κάτοχος του τίτλου ο θρύλος Τζον Μάκενρο, οι υπόλοιποι επίδοξοι διεκδικητές είναι όλοι απρόσιτοι για ένα παιδί που δεν έχει καν ενηλικιωθεί. Ο Μπέκερ αγωνίζεται με άγνοια κινδύνου. Δεν είχε στον νου ότι διεκδικεί το παραμικρό. Στον πρώτο γύρο πέφτει ο Πφίστερ. Στον δεύτερο ο Ματ Άνγκερ. Στον τρίτο ο «Γιόκε» Νίστρομ.
Ο Σουηδός ήταν #7 στην κατάταξη, οι μεγάλοι άρχισαν να ρίχνουν λοξές ματιές σ’ αυτόν τον κοκκινόξανθο πιτσιρικά από τη Γερμανία.
Ο Μπέκερ στη φάση των «16» αποκλείει σημειολογικά το #16, τον Τιμ Μαγιότ. Ο πιτσιρικάς προκρίνεται στα προημιτελικά, είναι παρέα με επτά μύθους: Τζον Μάκενρο, Χάιντς Γκιουντχάρντ, Ρικάρντο Ακούνια, Άντερς Γιάριντ, Κέβιν Κάρεν, Τζίμι Κόνορς, Ανρί Λεκόντ. Στον Μπόρις έλαχε ο τελευταίος, ο Γάλλος αριστερόχειρας καλλιτέχνης και alter ego του Γιανίκ Νοά. Είναι ο μοναδικός προημιτελικός που ολοκληρώνεται στα 4 σετ. Ο Μπέκερ κερδίζει με 3-1, αλλά ο αποκλεισμός του Μάκενρο από τον Κάρεν δεν του αφήνει οξυγόνο στη μιντιακή φρενίτιδα που προσβάλλει τη διοργάνωση.
Ο καλός Κέβιν Κάρεν είναι το απόλυτο αουτσάιντερ, το Λονδίνο που λατρεύει τα underdogs τρελαίνεται, όταν αποκλείει και τον Κόνορς και περιμένει αντίπαλο στον Τελικό. Όλοι στοιχηματίζουν στον Γιάριντ, ο Μπέκερ για τους ειδικούς είναι ακόμη άγουρος, άπειρος, ανώριμος, “ακατάλληλος” τέλος πάντων. Ο Μπόρις συντρίβεται στο πρώτο σετ από τον Σουηδό. Το 6-2 δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Ο Γερμανός αντιδρά, αντεπιτίθεται, βουτάει σαν λυσσασμένος σε κάθε χτύπημα του Σουηδού και τον συνθλίβει. 7-6 στο tie break, 6-3, 6-3.
Ο Μπόρις Μπέκερ προκρίνεται στον τελικό του Wimbledon, είναι η στιγμή που αναδύεται ο χαρακτήρας και διαπλάθεται η συμπεριφορά που για πρώτη φορά τον κάνει να νιώθει ότι ο κόσμος είναι ένα βήμα μακριά από τον εαυτό του.
Ο Μπόρις Μπέκερ δεν ήταν καν το αουτσάιντερ, απεναντίας καλείται να αντιμετωπίσει το αουτσάιντερ στον Τελικό. Δεν είναι φαβορί, δεν έχει προλάβει καν να καθιερωθεί, κατέρχεται στα courts χωρίς ταμπέλα, μη διαβαθμισμένος.
Ο Νοτιοαφρικανός στην καταγωγή, Κάρεν, ήταν ένας καλός και τίμιος τενίστας. Σε εκείνο το τουρνουά ήταν 27 ετών, είχε το μομέντουμ, έχοντας αποκλείσει Μάκενρο και Κόνορς, ήξερε ότι βρισκόταν ενώπιον της μεγαλύτερης ευκαιρίας της καριέρας του. Πραγματικής ευκαιρίας, όχι απατηλής. Εμφανίζεται στο χορτάρι ταραγμένος, αγχωμένος, μοιάζει να αδυνατεί να σηκώσει το βάρος. Ο Μπέκερ είναι σχεδόν προκλητικός, υπέρ το δέον “διασκεδαστικός”.
Παρά το γεγονός ότι η έκφραση στο πρόσωπό του παραμένει μαρμάρινη, “παίζει” με το κοινό. Στις αλλαγές πλευράς ντριπλάρει με τα πόδια, μιμείται τον ποδηλάτη, ερωτοτροπεί με τις κάμερες. Ο πιτσιρικάς θέλει τα φώτα επάνω του και το απολαμβάνει. Είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στο γρασίδι του Λονδίνου τενίστας δίχως πίεση, χειρουργικός entertainer.
Του αρκούν τέσσερα σετ. Όλα υψηλού επιπέδου, με τον αντίπαλο συνεχώς στα σχοινιά, με εξαίρεση το δεύτερο σετ. Στο match point γίνεται χαλασμός. Το Λονδίνο στέφει βασιλιά τον Μπόρις τον Α’ των Γότθων, τον νεαρότερο καινούργιο αστέρα του αθλήματος, έναν αστέρα καταδικασμένο να μην πάψει να λάμπει ποτέ.
«Boom-Boom-Boris». Οι Βρετανοί, οι οποίοι τα λατρεύουν αυτά, σκαρώνουν αμέσως και το nick. Με φόντο τα ’80s και τα ’90s, ο νέος βασιλιάς είναι ελκυστικός, ικανός να μπουστάρει το άθλημα και στις τέσσερεις γωνιές της γης. Η αποδοχή από το κοινό καθολική, η ανάγκη παραγωγής ειδώλων και ο επικοινωνιακός οργασμός στα σπάργανα, οι συνθήκες ιδανικές.
Δεν μπορούσαν το ανεχθούν αυτό οι θεοί, έπρεπε να τον τιμωρήσουν και όχι μονάχα με το βέλος του clay στην φτέρνα.
Ήταν αλαζονικός, καυχησιάρης, σόουμαν, με μια ακατανίκητη επιθυμία να τελειώνει πάντα εντυπωσιακά έναν αγώνα μόνο και μόνο για να μείνει γραμμένος στο θυμικό. Και στα 14 χρόνια της υπόλοιπης καριέρας του ίδιο μοτίβο. Ειδικά από τότε που αποφάσισε να απεμπλακεί από τις προστατευτικές (και γεμάτες πειθαρχία) φτερούγες του Ιόν, παρά τα πέντε Slam (δύο ακόμα Wimbledon, ένα US Open κι ένα Αυστραλιανό Open), το Davis και το πολυπόθητο #1 δεξιά από το όνομά του, ο Μπέκερ “κύλησε”.
Σκάνδαλα και “σκανδαλάκια”, μια τεράστια αδυναμία στο γυναικείο φύλο, μια αδιανόητη για το status του ροπή σε αλλόκοτες συμπεριφορές. Ήδη από το 1986, θυμάται ένας από τους προπονητές του, ο Γκίντερ Μπος, ορδές από κορίτσια τον περίμεναν στο δρόμο έξω από τα ξενοδοχεία όπου διέμενε. Ήταν sex symbol και το απολάμβανε, ο Τύπος της εποχής απέδιδε τις αποτυχίες στις ερωτοδουλειές του, στον εθισμό στο σεξ.
Εθεωρείτο είδηση, επί παραδείγματι, ότι έχασε από τον Ντούχαν στον Τελικό.
Κοινό και Τύπος παρέκαμπτε την πραγματικότητα της παρουσίας στον Τελικό, απλώς διότι ο Μπόρις δεν έπρεπε να χάνει ποτέ. Τότε ήταν η Μπένεντικτ Κερτέν, μετά η Μπάρμπαρα Φέλτους, στο ενδιάμεσο δεκάδες στάρλετς της εποχής. Με την Φέλτους έγιναν εξώφυλλο σε περιοδικό, οι δυο τους ολόγυμνοι, ένας κατάλευκος κοκκινόξανθος Γερμανός με μια Αφροαμερικανίδα καλλονή. Ο γάμος κράτησε μέχρι το 2001, έφερε δυο παιδιά και κατοπινές ομολογίες για ακατάσχετα πάρτι, μοντέλα, παρασπονδίες, κραιπάλες.
Σημειωτέον ότι η εποχή ήταν ακόμη μακριά από την παγκοσμιοποίηση, την ελευθεριότητα των διακρίσεων, το πολιτικά ορθό. Ο Μπέκερ έκανε ό,τι μπορούσε για να”ενοχλήσει”.
Η αποδεδειγμένη εξωσυζυγική σχέση με το μοντέλο Άντζελα Ερμάκοβα, μια αδίστακτη gold-digger κατά τον Μπόρις, η οποία τον “παρέσυρε” σε περιστασιακή σχέση. Με τη διαφορά ότι η Ρωσίδα έμεινε έγκυος και εκείνη, ενόσω και η Μπάρμπαρα ήταν στο μαιευτήριο ετοιμόγεννη. Η Φέλτους γέννησε και ζήτησε διαζύγιο αυτοστιγμεί. Του κόστισε 25 εκατ. δολάρια, την πολυτελή βίλα στο Μαϊάμι και πάνω απ’ όλα την επιμέλεια των δυο του παιδιών. Την Ερμάκοβα την “ξεφορτώθηκε” με κάτι λιγότερο από εκατομμύριο και ένα διαμέρισμα στο κέντρο του Λονδίνου. Είχε ακόμη την ψευδαίσθηση ότι το όνομά του δεν θα πάψει ποτέ να γεννάει λεφτά. Έκανε λάθος.
Το 2003, κατόπιν ενδελεχούς φορολογικού ελέγχου, οι γερμανικές Αρχές τον καταδίκασαν για απάτη. Φορολογική έδρα στο Μόντε Κάρλο, διαμονή στη Γερμανία, δυο εκατομμύρια απλήρωτοι φόροι. Από το 1996 που είχε κερδίσει το τελευταίο του τουρνουά είχαν ήδη περάσει επτά χρόνια.
«Τα σκάνδαλα μού κόστισαν την καριέρα, αυτή η ιστορία με τη φοροδιαφυγή δεν με άφηνε να κοιμάμαι τα βράδια, γιατί κινδύνευα να πάω φυλακή», διαλέγει να θυμάται, λησμονώντας ότι το τένις τον είχε παρατήσει κι αυτό από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Προσπάθησε να γίνει τηλεσχολιαστής, testimonial της Μερσεντές, μέχρι και επαγγελματίας παίκτης του πόκερ σε εκείνα τα θλιβερά τουρνουά με τους celebrities προκειμένου να προσελκύσουν οι διοργανωτές πελατεία.
Το 2009 παντρεύτηκε την Ολλανδή Λίλι Κέρσενμπεργκ, με την οποία απέκτησε το τέταρτό του παιδί και δήλωσε το αμίμητο «έρχεται η στιγμή στη ζωή ενός άντρα που αναζητά σταθερότητα και ασφάλεια», παραδεχόμενος ουσιαστικά την ασωτία του παρελθόντος.
Και με τη Λίλι όμως, μετά από εννέα χρόνια γάμου, χώρισαν το 2018.
Με ό,τι καταπιανόταν αποτύγχανε. Άνοιξε αθλητική ιστοσελίδα, προσπάθησε να φτιάξει δική του αλυσίδα βιολογικών προϊόντων, επένδυσε σε έναν ουρανοξύστη 19 ορόφων στο Ντουμπάι, τον οποίο είχε τη φαεινή ιδέα να ονομάσει «Boris Becker Business Tower». Φαλίρισε το 2011, υποθήκευσε ακίνητα για να αποφύγει τα χειρότερα, ακόμα και το στολίδι της περιουσίας του, μια τεράστια έπαυλη στη Μαγιόρκα με πισίνες, γήπεδα τένις, μπάσκετ, πορτοκαλεώνα και πανσιόν για τους φιλοξενούμενούς του.
Οι ίδιοι οι δικηγόροι του επέμεναν να διαχειριστεί διαφορετικά τον διακανονισμό, ο Μπόρις όμως δεν άκουγε κανέναν. Ήθελε με τον τρόπο του, με την αλαζονεία και τον εγωισμό του να απευθύνεται σαν αφεντικό ακόμα και προς τις Αρχές. Το απολύτως αναμενόμενο από έναν άνθρωπο ο οποίος προκάλεσε σε μονομαχία στο σκάκι τον Γκάρι Κασπάροβ.
Η μοναδική αναλαμπή του ήταν η ανάληψη της τεχνικής προετοιμασίας του Νόβακ Τζόκοβιτς, η μοναδική στιγμή που άγγιξε ξανά το τένις όπως το μαγικό 1985. Είδε στον Νόλε τον εαυτό του, διέκρινε το ταλέντο, τη μεθοδικότητα ακόμα και το temper. Αγύριστο κεφάλι, ιδιαίτερος χαρακτήρας είναι κι ο Σέρβος.
Ειρήνη βέβαια μέσα του δεν βρήκε. Με κανέναν δεν έχει βρει. Και με τη Γερμανία και με τον χρόνο που περνάει και με τον εαυτό του τον ίδιο. Είναι από τις ελάχιστες φορές που αυτός ο αόρατος μηχανισμός, ο οποίος αλέθει τα πάντα, δεν κατόρθωσε να απαλύνει τις πληγές.
Εξοργισμένη υπερηφάνεια, ακατανίκητη και διαρκής ανάγκη για επιβεβαίωση και “νίκη” σε όλα τα πεδία.
Ούτε απλή ούτε πύρρειο.
Νίκη με τους όρους που επέτασσε το status του, ενώ επί της ουσίας αποζητούσε να τον αγαπήσουν γι’ αυτό που πραγματικά ήταν.
Ένας άνθρωπος που ενέδωσε, παρέκκλινε της πορείας του και δεν κατάφερε να γράψει την ιστορία του όπως περίμεναν οι άλλοι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η ναρκισσιστική γοητεία της αυτοκαταστροφής του Μποργκ
Το Match Point του Νόβακ Τζόκοβιτς
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro