«Ένα, δύο-τρία, τέσσερα. Ένα, δύο-τρία, τέσσερα. Ένα, δύο-τρία, τέσσερα».
Το ξεκίνημα, η συνέχεια και το τελείωμα στο τάνγκο μοιάζουν με ένα ρυθμικό -αλλά περίεργο- περπάτημα. Μετά από ένα πολύ κοφτό πρώτο βήμα, ακολουθούν δύο απότομα, κάπως νευρικά, για να έρθει το τέταρτο που επαναφέρει την ηρεμία. Αυτή η αέναη εναλλαγή της ησυχίας με την ένταση είναι που προσδιορίζει το συναίσθημα και του χαρίζει την αίσθηση ενός εκρηκτικού μείγματος.
Εάν οι Αργεντινοί το κράτησαν εσωτερικά παθιασμένο, στην απέναντι όχθη του Ρίο Ντε Λα Πλάτα, οι Ουρουγουανοί το μετέτρεψαν σε κάτι πιο έντονο και εξωστρεφές. Αυτόν τον ρυθμό έμαθε να ακολουθεί πιστά και ο Άλβαρο Αλεσάντερ Ρεκόμπα Ριβέρο. Όλη του η καριέρα υπήρξε πιστό αντίγραφο της ίδιας χορογραφίας. Χαμηλή ένταση, αφοπλισμός και εντελώς ξαφνικά ένα αιφνίδιο ξεπέταγμα, συνοδευόμενο από ένα χτύπημα αδιανόητης ποδοσφαιρικής ευφυΐας. Για να έρθει και πάλι η αποκλιμάκωση.
Η αλήθεια είναι πως το ουρουγουανικό τάνγκο υπήρξε λιγότερο εύπεπτο και ξεκάθαρο από το αργεντινικό, το οποίο έγινε πιο διάσημο στην πορεία των καιρών. Ίσως έτσι να μπορεί να εξηγηθεί και η απορία που υπήρξε διαχρονικά για το παιχνίδι του Ρεκόμπα. Ένα ιδιαίτερο ποδόσφαιρο, μη κατανοητό από τους πολλούς. Παρά μονάχα από εκείνους τους ρομαντικούς που εξακολουθούν να βλέπουν την μπάλα με μία ερωτική, παθιασμένη, χορευτική ματιά.
Από τον Ολυμπιακό στη Σελιάρ
Ο Ράφαελ Περόνε υπήρξε από τους καλύτερους Ουρουγουανούς ποδοσφαιριστές στα 70s. Ακολουθώντας την παραίνεση του συμπατριώτη του, Χούλιο Λοσάντα, βρέθηκε το 1978 να φοράει μαζί του τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Εκλεπτυσμένο “10άρι” που έκανε τους οπαδούς των «Ερυθρολεύκων» να τον αγαπήσουν, αλλά δεν μπορούσε να μένει μακριά από την πατρίδα του. Γύρισε χωρίς να έχει την άδεια της ελληνικής ομάδας και αυτό του επέφερε μακροχρόνια τιμωρία. Κάπως έτσι, στα 27 του αποφάσισε να παρατήσει απρόσμενα το ποδόσφαιρο.
Εκείνο που έκανε λοιπόν ήταν να αρχίσει να αναζητά ταλέντα, τα οποία έστελνε στην αγαπημένη του Ντανούμπιο. Κάπως έτσι ανακάλυψε τους Ντιέγο Φορλάν, Εντίνσον Καβάνι, Φαμπιάν Καρίνι, Μαρσέλο Σαλαγιέτα και Ερνέστο Τσεβαντόν. Κάπως έτσι, κάποια από τις εξορμήσεις του στα σοκάκια της πρωτεύουσας της χώρας τον έφερε μπροστά σε ένα θαύμα, έναν μικρούλη που σε εμφάνιση, στιλ και απόδοση δεν έμοιαζε με κανένα από τα άλλα παιδάκια.
Η Σελιάρ παραμένει από τις πιο φτωχές γειτονιές του Μοντεβιδέο. Ωστόσο, παρά τις οικονομικές δυσκολίες ο Ραούλ Ρεκόμπα μάζευε πάντα κάτι στην άκρη και, παρά τις εύλογες γκρίνιες της συζύγου, Μάρτα, τα ξόδευε για τα βασικά στην ομάδα πιτσιρικάδων που είχε στήσει. Την ονόμασε όπως τη γειτονιά, αλλά μεταξύ άλλων αντιμετώπιζε ένα βασικό πρόβλημα. Οι προπονήσεις γίνονταν με τη δύση του ήλιου και το τοπικό γηπεδάκι δεν είχε προβολείς.
Μεταξύ των παιδιών είχε πάντοτε μαζί του και τον γιόκα του, για τον οποίον δικαίως καμάρωνε ότι ήταν ο καλύτερος όλων. Μαζί του καθόταν για ώρες μετά τις προπονήσεις και τον έβαζε να εκτελεί φάουλ, δείχνοντας για σημάδι μία πινακίδα.
Όταν τον πρωτοείδε ο Περόνε, ο οποίος πλέον είχε γίνει και υπεύθυνος των ακαδημιών, ο Άλβαρο ήταν 12 ετών και έβαλε 11 γκολ σε ένα ματς. Δεν χρειαζόταν άλλη απόδειξη. Υπήρχε όμως ανταγωνισμός, καθώς τον μικρό τον είχε εντοπίσει και άνθρωπος της Ντεφενσόρ. Ο πατέρας Ραούλ κλήθηκε να αποφασίσει. Η πρόταση του Περόνε τον κέρδισε αυτόματα με μία υπέροχη πρόταση. Για να τον πάρει μαζί του στη Ντανούμπιο, θα πλήρωνε για προβολείς στο μικρό γηπεδάκι της Σελιάρ.
Ο Άλβαρο μπήκε ως σούπερ ταλέντο στην ακαδημία, μα ο Περόνε έπρεπε να δώσει ακόμα μία λύση σε ένα ζήτημα σημαντικό. Η απόσταση από το πατρικό του μικρού ήταν μεγάλη και δεν γινόταν να πηγαινοέρχεται διαρκώς. Μόνο που ο scout τον πίστευε τόσο πολύ, ώστε έκανε κάτι εκπληκτικό, το οποίο επηρέασε τον Άλβαρο με τον πιο όμορφο τρόπο, τόσο αγωνιστικά όσο και γενικότερα στη ζωή του. Αφού απέσπασε το «ok» από τη Μάρτα που δεν ήθελε με τίποτα αρχικά, πήρε το παιδί στο σπίτι του για τα δυόμισι επόμενα χρόνια.
Όταν ο μικρός απέσπασε το πρώτο του ποδοσφαιρικό χαρτζιλίκι για τα οδοιπορικά, επέστρεψε στους γονείς του. Στο μεσοδιάστημα όμως είχε γίνει αυτοκόλλητος με τη Ραφαέλα. Η κόρη του Περόνε θα γινόταν η μέλλουσα γυναίκα του και εκείνος ο πεθερός και o μέντοράς του για πάντα.
«Τον θέλω τώρα εδώ»
Στα μικρά κλιμάκια της Ντανούμπιο ακόμη αφηγούνται τους μύθους για τα περίπου 2.000 γκολ που σκόραρε αλλά και για το πώς τα υπόλοιπα παιδιά άρχιζαν να τον πειράζουν για το περίεργο πρόσωπό του.
Μία ανατολίτικη φιγούρα με σχιστά αμυγδαλωτά μάτια που ουδεμία σχέση είχε με το κλασικό πρότυπο της χώρας. Θα τον πουν «Κινέζο» και έτσι θα τον μάθει ο κόσμος.
Μα ούτε και ο τρόπος που χειριζόταν την μπάλα έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο είχαν δει μέχρι τότε. Μόλις στα 17 του μπήκε στην πρώτη ομάδα και σε δύο σεζόν κατάφερε να κάνει τους μεγάλους να μαλώσουν για χάρη του. Νασιονάλ και Πενιαρόλ τον διεκδίκησαν τρελά, μα ο Περόνε τον συμβούλεψε να πάει στην πρώτη. Σκόραρε στο ντεμπούτο του και σε 33 αγωνιστικές έβαλε 17 φανταστικά γκολ, για να γίνει ο αγαπημένος της εξέδρας.
Σε δύο απανωτούς αγώνες, στους οποίους βρήκε δίχτυα τρεις φορές, ένας από τους ανθρώπους που τον θαύμασαν στα τσιμέντα του Centenario ήταν και ο legend της Ίντερ, Σάντρο Ματσόλα. Ήταν καλοκαίρι του 1997. Ο Μάσιμο Μοράτι, με αμέτρητο χρήμα στις τσέπες, αναζητούσε game changers. Είχε αναλάβει δύο χρόνια νωρίτερα, με το όνειρο να μιμηθεί τις επιτυχίες της Μίλαν του Αρίγκο Σάκι και του Φάμπιο Καπέλο, η οποία σάρωνε στην Ευρώπη.
Αρχικά ο Ματσόλα τού είπε για ένα υπερταλέντο που έπαιζε όπως ο Μαραντόνα, αλλά είχε κάποια κιλάκια και ίσως να μην κατάφερνε να ακολουθήσει τον ρυθμό του Campionato. Ο Μοράτι ζήτησε να του δείξουν τη βιντεοκασέτα με τα highlights. Μισή ώρα αργότερα έβγαλε τα γυαλιά του, κοίταξε τον Ματσόλα και του έδωσε απλά, κοφτά, την εντολή. «Τον θέλω εδώ. Κάνε ό,τι πρέπει για να μου τον φέρεις».
Για ακόμα μία φορά ο Ρεκόμπα βρέθηκε σε δίλημμα, καθώς ταυτόχρονα τον είχε πλησιάσει και η Γιουβέντους. Την απόφαση την πήρε με έναν περίεργο οδηγό. Στους «Nerazzurri» είχε αγωνιστεί για τρία χρόνια (1992-1995) το μεγάλο ίνδαλμα του πατέρα του στη Ντανούμπιο και μετέπειτα και δικό του. «Θα πάω στην Ίντερ, επειδή ήταν η ομάδα του Ρουμπέν Σόσα»!
Πρωταγωνιστής στο πάρτυ του Ρονάλντο
«Επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι και μία περίεργη ησυχία. Ήταν σχεδόν τρομακτικό. Δεν έβλεπα ούτε τον διπλανό μου. Και ξαφνικά έγινε ο απόλυτος χαμός. Φωτορυθμικά, ένα κατάμεστο γήπεδο με άπειρα χαρτάκια στον αέρα και συνθήματα για εκείνον. Ήμουν 21 ετών και όλα μού φαίνονταν τεράστια. Ήταν πλέον ξεκάθαρο για μένα. Ήταν η φιέστα για τον Ρονάλντο και αισθανόμουν ως ένας απλός καλεσμένος».
Η πρώτη αγωνιστική εκείνον τον Αύγουστο του 1997 ήταν αφιερωμένη στο πιο τρελό απόκτημα του κόσμου. Ο Μοράτι μόλις είχε αγοράσει το «Φαινόμενο» από την Μπαρτσελόνα και ο Άλβαρο έμεινε αποσβολωμένος. Η Μπρέσια αρχικά πήγε να χαλάσει τη γιορτή. Προηγήθηκε στο Giuseppe Meazza και φαινόταν ότι θα έκανε την τρελή έκπληξη.
Αν και δεν είχε συναινέσει με την απόκτησή του, ο Λουίτζι Σιμόνι κοίταξε στον πάγκο και του έδωσε εντολή να σηκωθεί. Μία γκολάρα από τα 30 μέτρα και ένα φοβερό γκολ-φάουλ συστημένα από εκείνον γύρισαν το ματς. Μόλις είχε κλέψει τους τίτλους στα πρωτοσέλιδα από τον Ρονάλντο.
Ο Σιμόνι όμως δεν θα του έδινε ευκαιρίες. Άλλη μία φορά θα έβρισκε δίχτυα στη σεζόν και αυτή θα έμενε για πάντα στα highlights του calcio. Ήταν Γενάρης του 1998, όταν κόντρα στην Έμπολι θα σήκωνε το κεφάλι και θα λύτρωνε την ομάδα με ένα αδιανόητο βολέ μίας επαφής από τα 50 μέτρα.
Το τέλος της περιόδου θα τον βρει αγκαλιά με το Κύπελλο UEFA, αν και θα έχει ελάχιστη συμμετοχή στην κατάκτησή του.
Ελευθερία (ή θάνατος)
Ο Σιμόνι θα επιμείνει στον παραγκωνισμό του. Οι επιλογές του άλλωστε ήταν τεράστιες για τη γραμμή κρούσης. Ρονάλντο, Νουάνκο Κανού, Γιούρι Τζοργκαέφ, Ιβάν Σαμοράνο και Μαουρίτσιο Γκαντς είχαν προβάδισμα από τον νεαρό Ουρουγουανό, ο οποίος θα πάρει μόλις μία συμμετοχή στη μισή επόμενη σεζόν. Η Βενέτσια του Βάλτερ Νοβελίνο, η οποία πάλευε για την επιβίωσή της, ζήτησε τη βοήθεια του Μοράτι.
Τον Γενάρη ο Ρεκόμπα πήγε στην πόλη των γονδολιέρηδων και τους βρήκε στην προτελευταία θέση. Ο Νοβελίνο, όντας αλεπού, κατάλαβε αμέσως τι έπρεπε να κάνει μαζί του. Τον άφησε χωρίς θέση να αλωνίζει. Και το νέο αστέρι του του ανταπέδωσε με 11 γκολ και επτά ασίστ σε 19 αγωνιστικές. Η συνέπεια ήταν να τερματίσουν στην 11η θέση. Ειδικά το χατ τρικ του με δύο φαουλάρες απέναντι στη Φιορεντίνα των Μπατιστούτα και Ρούι Κόστα τον τοποθέτησε στο πάνθεον των παικτών που φόρεσαν τη φανέλα του club. Και ας ήταν δικός τους μόνο για έξι μήνες.
Εκεί ο Ρεκόμπα μπόρεσε, απελευθερωμένος από το άγχος, να δείξει τις πραγματικές του δυνατότητες, με τον Μοράτι να μην το συζητάει καν με τον καινούργιο προπονητή του και να τον παίρνει αμέσως πίσω. Ο Μαρσέλο Λίπι θα πράξει μαζί του ό,τι και ο Νοβελίνο στη Βενέτσια και θα πάρει από εκείνον την καλύτερη του σεζόν με τους «Nerazzurri».
«Είναι πλάγιος επιθετικός; Όχι. Είναι “10άρι” ή μέσος; Όχι. Είναι σέντερ φορ ή δεύτερος επιθετικός; Όχι». Σε μία συνέντευξη Τύπου, κατά τη διάρκεια της οποίας θα ερωτηθεί για τη θέση του Ρεκόμπα στο γήπεδο, ο Ιταλός κόουτς θα δώσει την πιο σαφή απάντηση με τον πιο ασαφή τρόπο. «Ο Άλβαρο δεν έχει συγκεκριμένο καλούπι. Δεν μπορείς να τον ονομάσεις. Απλώς τον αφήνεις ελεύθερο. Αυτό θέλει μόνο, την ελευθερία του, και έπειτα εκείνος ξέρει τι πρέπει να κάνει».
Αυτή η εμπιστοσύνη θα φέρει έμπρακτα αποτελέσματα. Θα πάρει παραπάνω ματς, μιας και το γόνατο του Ρονάλντο θα γίνει συντρίμμια. Παίζοντας πίσω από τον νεοφερμένο Κριστιάν Βιέρι και έχοντας συνήθως στην πλευρά του τον Γρηγόρη Γεωργάτο, θα σημειώσει 10 γκολ σε 27 αγωνιστικές στην πιο παραγωγική χρονιά του στον σύλλογο.
Η λατρεία του Μοράτι
Για τον Μοράτι είναι ήδη ο καλύτερος στον κόσμο. Και θα τον επιβραβεύσει με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Αν και για τέσσερεις μήνες θα μείνει τιμωρημένος από την Ιταλική Ομοσπονδία εξαιτίας ενός σκανδάλου με ψεύτικα κοινοτικά διαβατήρια, θα τον κάνει τον πιο ακριβοπληρωμένο στον πλανήτη για μία διετία (2001-2003).
«Ο Ρεκόμπα δεν είναι ποδοσφαιριστής. Ο Ρεκόμπα είναι το ίδιο το ποδόσφαιρο, όπως το έχω εγώ στο μυαλό μου. Αν ο Ρονάλντο είναι ο κορυφαίος στον κόσμο, εκείνος είναι που, ενώ δεν του φαίνεται, κάνει αυτό το απρόβλεπτο εκεί που δεν το περιμένει κανείς και σε ξετρελαίνει. Οπότε, αυτός είναι ο αγαπημένος μου», θα δηλώνει on camera σε τηλεοπτική εκπομπή, αφήνοντας έκπληκτους παρουσιαστές και κοινό.
Ωστόσο, ο Μοράτι είναι θυμωμένος. Ο αδιανόητος αποκλεισμός από τη Χέλσινμποργκ θα αφήσει την ομάδα του έξω από τους ομίλους του Champions League και αυτό θα το πληρώσει ο Λίπι. Ο διάδοχός του, Μάρκο Ταρντέλι, θα τα πάει ακόμα χειρότερα και η Ίντερ θα τερματίσει στην πέμπτη θέση, 24 βαθμούς από την Πρωταθλήτρια Ρόμα.
Το 2002-2003 είναι η τελευταία γεμάτα καλή χρονιά του Ρεκόμπα. Η Ίντερ επιστρέφει μετά από χρόνια στο μεγάλο πάρτυ της Ευρώπης και εκείνος σκοράρει δύο φορές και ακόμα οκτώ στο Πρωτάθλημα.
Από εκεί και μετά δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναβρεί ρυθμό. Το πρόβλημα του είναι αρχικά οι συχνοί μυϊκοί τραυματισμοί και εν συνεχεία οι απανωτές αλλαγές προπονητών. Έκτορ Ραούλ Κούπερ, Αλμπέρτο Τζακερόνι και Ρομπέρτο Μαντσίνι θα είναι εξίσου σκεπτικοί απέναντί του. Δεν ξέρουν τι να τον κάνουν. Βλέπουν το ταλέντο του, αλλά δεν μπορούν να το προσαρασσόσουν και να το χωρέσουν πουθενά.
Τους πνίγει και παράλληλα ασφυκτιά στα αυστηρά συστήματα που δεν μπορεί να ακολουθήσει, που αδυνατεί να υπηρετήσει. Και δεν είναι ότι δεν μπορεί. Δεν θέλει. Ποτέ του δεν ήθελε.
Κορυφαίος «τεμπέλης»
«Εάν είχε όρεξη για προπόνηση, θα μπορούσε να είναι ο κορυφαίος στον κόσμο», θα πει σε συνέντευξή του ο Χουάν Σεμπάστιαν Βερόν, με τον Ρεκόμπα δίπλα του να τον χτυπάει στον ώμο και να του απαντάει «Μα, αδερφέ μου, ποιος νοιάζεται για τέτοια ασήμαντα μεγαλεία;».
Την ίδια άποψη με τον Αργεντινό μέσο έχουν λίγο πολύ και όσοι τον χάζεψαν από κοντά, με τον Χαβιέρ Ζανέτι να δίνει την πλήρη διάσταση του θέματος. «Ο Άλβαρο βαριέται στις προπονήσεις. Ακόμα και έτσι όμως, δεν έχω δει κανέναν να κάνει τα κόλπα που κάνει εκείνος. Είναι κάτι μαγικό να παίζεις μαζί του, όταν έχει κέφια». Και είναι αλήθεια.
Ο Ρεκόμπα βαριέται να δουλέψει, να βελτιωθεί, να εκπληρώσει ένα πεπρωμένο.
Στο γήπεδο κινείται πάντα σαν το νερό. Όπως κι εκείνο νωχελικά αναζητά πάντα τον ευκολότερο τρόπο για να ρέει, έτσι κι εκείνος θέλει απλώς να βάλει γκολ. Αν γίνεται, χωρίς καν να ιδρώσει. Τον ίδιο δεν τον ενόχλησε ποτέ αυτό. Ανέκαθεν θεωρούσε ότι μία δόση ανεμελιάς είναι ένα μικρό θείο κομμάτι από τη θεϊκή ύπαρξη που απέμεινε στον άνθρωπο, απ’ όταν εξορίστηκε από τον Παράδεισο. Και ο δικός του Παράδεισος είναι αυτός. Να παίζει μπάλα δίχως πίεση, σαν παιδί στην αλάνα.
Τα παραπάνω θα τα επιβεβαιώσει και η ίδια η σύζυγός του σε μία σαρκαστική συνέντευξη στη «gazzetta dello sport»: «Όπως τον βλέπετε εσείς, έτσι είναι και στο σπίτι. Δεν κάνει σχεδόν τίποτα. Ακόμα και για να ντυθεί, θα πρέπει να του ετοιμάσω εγώ τα ρούχα του. Όσο για το να βγει έξω; Θα το κάνει, μόνο εάν θεωρήσει ότι είναι κάτι απαραίτητο».
Όνειρο και αντίο
Σταδιακά θα παίζει όλο και λιγότερο. Θα είναι συνήθως ένας παγκίτης πολυτελείας. Ο Μοράτι όμως τον θέλει εκεί. Ανανεώνει διαρκώς την παραμονή του και τον κρατάει κοντά του για 10 χρόνια. Για εκείνες τις μικρές στιγμές απόλαυσης που χαρίζει στον ίδιο και τους «Interisti». Το λίγο που μπαίνει και κάνει τα μαγικά του. Δεν προπονείται καλά, τραυματίζεται διαρκώς και δεν μπορεί να ακολουθήσει τον σύγχρονο τρόπο παιχνιδιού. Δεν τρέχει, δεν μαρκάρει, δεν, δεν, δεν. Ώσπου απλώς κάποια στιγμή σηκώνει το κεφάλι και στέλνει την μπάλα εκεί όπου ονειρεύονται όλοι.
Μα εκείνος το κάνει απλά, σαν μία βόλτα στο πάρκο. Σαν να πηγαίνει για το αγαπημένο του ψάρεμα. «Ξέρετε γιατί αγαπάω το ψάρεμα; Επειδή μπορώ να κάτσω με τις ώρες δίχως να κάνω κάτι εγώ. Τα ψάρια θα έρθουν εκείνα σε μένα. Και, πιστέψτε με, είναι κάτι που έχει αποτέλεσμα», θα πει γελώντας. Έχει ενσυναίσθηση. Κατανοεί ότι δεν υπάρχει χώρος για εκείνος στο παρόν και το μέλλον.
Το 2006 εξαιτίας του «Calciopoli» θα αφαιρεθεί το Scudetto από τη Γιουβέντους και θα δοθεί στην Ίντερ. Το πρώτο του Πρωτάθλημα και ακόμα ένα που θα ακολουθήσει. «Είμαι χαρούμενος για την ομάδα, αλλά δεν τα απόλαυσα στο γήπεδο όσο θα ήθελα», θα πει με κάποιο παράπονο, καθώς θα αποχωρεί οριστικά το 2007.
Μόνο που, πριν φύγει, θα σκοράρει ένα και μοναδικό γκολ στη σεζόν. Και θα φροντίσει να είναι όπως του αξίζει, αξιομνημόνευτο για πάντα. Θα σκοράρει από κόρνερ και θα φύγει ηδονικά.
Πανιώνιος…
Ένας αδιάφορος δανεισμός στην Τορίνο (ένα γκολ) και μία μεταγραφή που θα κάνει πάταγο στην Ελλάδα. Μπορεί να είναι 32 ετών (2008), αλλά κανείς δεν πιστεύει ότι τον κάνει δικό του ο Πανιώνιος, δίπλα στον συμπατριώτη του, Φαμπιάν Εστογιανόφ. Ο ενθουσιασμός των οπαδών του Πανιωνίου θα απογειωθεί, βλέποντάς τον να μοιράζει δύο ασίστ στο νικηφόρο ντεμπούτο του και στο επόμενο ματς να σκοράρει δύο φορές.
Οι τραυματισμοί όμως είναι εκεί. Και ενώ θα κλείσει τη σεζόν με πέντε γκολ και επτά ασίστ, δεν θα μπορέσει να συνεχίσει. Τον Γενάρη της επόμενης περιόδου θα λυθεί το συμβόλαιό του και θα επιστρέψει εκεί όπου ξεκίνησε.
Το δρομολόγιο είναι το ίδιο. Δύο χρόνια στη Ντανούμπιο και ξανά στη Νασιονάλ. Εκεί απ’ όπου έφυγε αφήνοντας μία υπόσχεση, πως θα γύρναγε για το Πρωτάθλημα. Και τήρησε τον λόγο του εις διπλούν (2012, 2015). Το 2015 θα παίξει ελάχιστα, θα βάλει ακόμα μία φαουλάρα στο ντέρμπι με την Πενιαρόλ, θα σηκώσει το τρόπαιο ως αρχηγός και θα αποχωρήσει για πάντα.
Είναι 39 ετών και έχει ξεπεράσει τον τεμπέλικο εαυτό του. Το έχει καταφέρει, επειδή δεν απώλεσε ποτέ τη χαρά του παιχνιδιού. Αυτή που ουδέποτε βρήκε με την Εθνική Ουρουγουάης (69/ 11), στην οποία χρεώθηκε διάφορες αποτυχίες, κυρίως το Μουντιάλ του 2002 και τον αποκλεισμό από την Αυστραλία στα μπαράζ του Μουντιάλ 2006.
Γιατί μας λείπει;
Μετά το φινάλε του εξαφανίστηκε με πονηρό τρόπο, αποφεύγοντας τα φώτα της δημοσιότητας, μα προκαλώντας ένα παλιρροϊκό κύμα νοσταλγίας. Αυτή η νοσταλγία ίσως να μην έχει να κάνει αποκλειστικά με τον ίδιο αλλά με το ότι η απουσία του συνδέεται με την ιδέα του ποδοσφαίρου που αντιπροσώπευε. Μάλλον εκείνο είναι που μας λείπει.
Ο ιστορικός του ποδοσφαίρου θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο Άλβαρο Ρεκόμπα αποτέλεσε μία ξεκάθαρη πτυχή της σύγχρονης αθλητικής μυθοπλασίας αλλά και μία κλασική αφήγηση στην ιστορία με το παντοτινού ζητήματος του χαμένου ταλέντου. Όπως σε κάθε επάγγελμα υπάρχουν υποσχέσεις, έτσι και στο ποδόσφαιρο γενικότερα το ημιτελές προκαλεί περισσότερο εντυπωσιασμό μα και μία απογοήτευση για όσα δεν συντελέστηκαν.
Υπήρξε ένας αρκετά τυχερός αθλητής που έλαβε το θείο δώρο συγκεντρωμένο στο μυτάκι του αριστερού του ποδιού αλλά και ένας χαλαρός άνθρωπος που απολάμβανε την νωθρότητα του. Τόσο με την Ίντερ όσο και με τη «Celeste», η μεγάλη αίσθηση που έδινε πάντα στους οπαδούς ήταν ότι δεν ήταν ποτέ του πλήρως ικανός να κουβαλήσει στους ώμους του το βάρος των προσδοκιών.
Ίσως ο πιο ακριβής ορισμός του Άλβαρο να δόθηκε από τη σύζυγό του, Λορένα, με τα επίθετα που τον… στόλισε. «Τεμπέλης και ρομαντικός».
Στη ζωή, όπως και στο γήπεδο, τον είδαμε πάντα με το κεφάλι στα σύννεφα. Λες και τον χτύπησε ένα είδος φαντασίας, από εκείνα που σε βγάζουν εκτός πραγματικότητας, εκτός ισορροπίας. Αλλά γι’ αυτό δεν τον ερωτευτήκαμε; Όπως κάποιος ερωτεύεται μία κοπέλα που διατηρεί στάση αδιαφορίας όλο το βράδυ και στη συνέχεια σε προσκαλεί να βρεθείς κοντά της για ένα ποτό. Τον ερωτευθήκαμε, κουβαλώντας τους εαυτούς μας στην ουτοπία μιας συνέχειας συναισθημάτων που είναι αδύνατο να αναπαραχθούν συστηματικά, μακροπρόθεσμα. Έντονα μα ούτε καν ωφέλημα.
Πυροτεχνήματα…
Πλέον περνάει τον καιρό του με την ίδια τεμπελιά, μα χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί γι’ αυτό. Κάπου στο πουθενά. Στο μέσο μία κοιλάδας, κάμποσα χιλιόμετρα από το σπίτι του στην εξοχή, έχει στήσει ένα πανέμορφο γηπεδάκι. Εκεί συγκεντρώνει τους κολλητούς του δύο φορές την εβδομάδα για να παίξει εκείνο που αποτέλεσε ανέκαθεν τη χαρά και όχι το επάγγελμά του.
«Τα παιχνίδια μας μπορώ να πω ότι είναι άθλια. Κάπως σαν να μας αρέσει, αλλά και να βαριόμαστε και λίγο να τρέξουμε. Το καλό είναι ότι συνήθως είμαι με τους νικητές και οι χαμένοι ετοιμάζουν τις ψησταριές και βάζουν τα κρεατικά», λέει με μία αίσθηση ειλικρίνειας και απόλαυσης.
Μαζί μένουν εκεί, μέχρι να ανέβει ψηλά το φεγγάρι. Ντυμένοι με τα αθλητικά τους, να παριστάνουν τους παίκτες του ποδοσφαίρου. Με την ευτυχία των μικρών παιδιών που ξέρουν πόση σημασία έχει για την ψυχή τους το παιχνίδι.
«Και ξέρεις τι κάνουμε καμιά φορά μετά; Ανάβουμε πυροτεχνήματα»!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η αξία της ουτοπίας του Όσκαρ Ουάσινγκτον Ταμπάρες
Έντσο Φραντσέσκολι: το τανγκό του Πρίγκιπα
Γκουστάβο Πογέτ: Το πνεύμα του «Garra Charrua»
Ντιέγκο Φορλάν: Ξηλώνοντας το παλτό
Σεμπαστιάν «Loco» Αμπρέου: Η ευφυής λιακάδα ενός “τρελού” μυαλού