Όταν μου προτάθηκε να γράψω εδώ, ήξερα ότι το πρώτο μου κείμενο δεν θα ήταν για τις τέσσερις συμμετοχές σε Ολυμπιακούς Αγώνες, για το… ατομικό σπορ του τερματοφύλακα, για το τρεμπλ, για τα προσωπικά ρεκόρ, για το «life after sports» και άλλα τέτοια ενδιαφέροντα.
Ξέρω, άλλωστε, ότι δυσκολεύομαι ιδιαίτερα να μιλάω για τον εαυτό μου, επομένως δεν ήθελα να βάλω μια επιπλέον δυσκολία στο γραπτό μου!
Γνώριζα καλά ότι, αυτόματα, τα χέρια θα πληκτρολογούσαν ένα κείμενο γεμάτο συναίσθημα, ευγνωμοσύνη και ίσως υπερβολή, ειδικά για όποιον -μέσα στο ταξίδι της ζωής του- δεν έχει την πολυτέλεια να συναντήσει τον Μέντορά του.
Είναι τέτοια η επίδραση, η επιρροή, η επαφή, η αποδοχή ενός τέτοιου ανθρώπου, που καθίσταται πρακτικά αδύνατο για κάποιον, είτε είναι αθλητής είτε επιχειρηματίας ή κάποιος διακεκριμένος επιστήμονας, να μην κάνει επανειλημμένες αναφορές στον Μέντορά του σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται.
Ο Μέντορας δεν είναι απλά ένας ακόμα προπονητής που γεμίζει τη θέση σε μια ομάδα, διαχειρίζεται το υλικό της και καταφέρνει νίκες ή υποχρεώνεται σε ήττες μαζί με την ομάδα στην οποία τίθεται επικεφαλής. Δεν είναι απλά αυτός που θα επιλέξει τους παίκτες της και θα «τρέξουν» μαζί τη σεζόν. Όχι…
Είναι ένας ιδιαίτερος, μοναδικός, πληθωρικός, χαρισματικός άνθρωπος, ένας καθοδηγητής, ο οποίος παίζει αποφασιστικό, πολυσύνθετο ρόλο στην εξέλιξη των αθλητών και του χαρακτήρα τους, στην «κατασκευή» ομάδων, ακόμα και στην εξέλιξη των ίδιων των σπορ!
Θυμάμαι τον πατέρα μου, επιχειρηματία στο χώρο της εστίασης, από παλιά μέχρι και λίγες μέρες πριν το θάνατό του, πριν λίγους μήνες, όταν βρισκόμασταν σε κάποιο εστιατόριο ή ακόμα και στο σπίτι -όταν κοντραριζόμασταν για το ποιος ξέρει να ψήσει ή να μαγειρέψει καλύτερα- πώς μέσα στην κριτική του έβαζε αμέσως την απαραίτητη παράμετρο του δικού του Μέντορα και το πώς εκείνος, αν ήταν παρών, θα αντιδρούσε, τι θα έλεγε και με ποιον ιδιαίτερο τρόπο θα το αντιμετώπιζε!
Οι περιγραφές αυτές σκιαγραφούσαν, στα δικά μου αυτιά, τότε, έναν άνθρωπο ιδιαίτερα σκληρό, απαιτητικό και σε κάποιες περιπτώσεις ανυπόφορο, μολονότι ο πατέρας μου φώτιζε ολόκληρος όταν μιλούσε για εκείνον.
Μέχρι το 1997!
Τότε, μετά από τρία χρόνια σκληρής καθημερινότητας, ο δικός μου Μέντορας, ο Νίκολα, έφυγε από την Ελλάδα και κλήθηκε να αναλάβει την -επανακάμψασα, τότε, απ’ τον πόλεμο-Εθνική ομάδα υδατοσφαίρισης της Σερβίας.
Ο Νίκολα, είναι ο Νίκολα Στάμενιτς, Σέρβος προπονητής και πτυχιούχος μηχανολόγος μηχανικός, γεννημένος στο Βελιγράδι. Έπαιξε πόλο, κυρίως στην Παρτίζαν και την Εθνική ομάδα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, κατακτώντας τίτλους και μετάλλια ως αθλητής.
Ως προπονητής, επελέγη από τον Βλάχο Όρλιτς, πατριάρχη της σέρβικης σχολής, αρχικά ως β΄ προπονητής και αργότερα ως επικεφαλής, να συνεχίσει το έργο του, με μεγάλη επιτυχία. Αυτό είναι, σε σύμπτυξη, λίγο ως πολύ, το βιογραφικό του.
Τι ήταν όμως αυτό που έκανε τον Νίκολα τόσο ξεχωριστό;
-Ήταν οι γνώσεις του στην τακτική;
-Η εξειδίκευσή του στην ατομική τεχνική των αθλητών υδατοσφαίρισης;
-Η ικανότητά του να δημιουργεί ομάδες απ το «μηδέν»;
-Ήταν μήπως το γεγονός πως για εκείνον -από τότε- η βίο-μηχανική του σώματος, η φυσική και η γεωμετρία, είναι αναπόσπαστο κομμάτι των σπορ;
-Η ικανότητά του στην ανάλυση και η επιμονή του στην λεπτομέρεια;
-Η δυνατότητα που είχε να ψυχολογεί και να καθοδηγεί;
-Η αυστηρότητά του στην προπόνηση και η προσήλωσή του στην τήρηση των κανόνων αλλά, ταυτόχρονα, η ευγένεια του και η καλοσύνη του έξω απ’ την πισίνα;
-Η φιλοσοφία του για το άθλημα του πόλο;
-Η ικανότητά του να πιστεύεις ότι… τα ξέρει όλα;
-Η επιβλητική του παρουσία;
Η απάντηση είναι: «όλα μαζί τα παραπάνω και ακόμη περισσότερα».
Θυμάμαι δύο πανομοιότυπα περιστατικά, τα οποία περιγράφουν δύο τέτοιους προπονητές και φίλους, «απόφοιτους» της ίδιας σχολής, από δύο αθλητές-εμβλήματα:
Το καλοκαίρι του 1997, νέος τότε εγώ στην Εθνική, συζητάω με το ίνδαλμά μου και συμπαίκτη μου στην Εθνική, Μάκη Βολτυράκη, για τον Νίκολα, που μόλις πριν λίγο καιρό έχει φύγει απ την Ελλάδα. «Έλα μωρέ, νομίζω ότι υπερβάλλετε λίγο, όλοι στη Γλυφάδα. Είπαμε, πάρα πολύ καλός προπονητής αλλά… εντάξει», μου είπε ο Μάκης.
Ένα χρόνο ακριβώς μετά, ο Νίκολα αναλαμβάνει τον Ολυμπιακό, με τον Βολτυράκη, τον καλύτερο τερματοφύλακα στον κόσμο τότε, αρχηγό στον Ολυμπιακό…
Βρισκόμαστε κάποια στιγμή, λοιπόν, με τον Μάκη και τον ρωτάω: «Λοιπόν, τι λες για τον Νίκολα;». Η απάντησή του, απόλυτη. «Τι να λέμε; Εμείς γράφαμε με μολύβια και ο άνθρωπος μας έφερε τα κομπιούτερ»!!
Με το ίδιο φωτισμένο πρόσωπο του Μάκη, μερικά χρόνια αργότερα, θυμάμαι τον Φραγκίσκο Αλβέρτη, σε τηλεοπτική συνέντευξη στον Βασίλη Σκουντή, να λέει:
«Πριν τον Ομπράντοβιτς, βλέπαμε το μπάσκετ… αλλιώς».
«Δηλαδή;», ρωτάει ο Σκουντής, με περίσσια απορία. «Πώς ήταν το μπάσκετ, πριν τον Ομπράντοβιτς;».
«Δεν θυμάμαι» (!!!), απαντάει με καθυστέρηση ο Αλβέρτης, προκαλώντας γενικό γέλιο στο στούντιο…
Είναι αυτή η αίσθηση που αλλάζει όλη την κοσμοθεωρία σου για τα σπορ και τα πράγματα. Αυτή που ο αθλητής χρειάζεται, όταν βρίσκεται πια μακριά απ’ τους γονείς του και ταυτόχρονα μέσα σ’ ένα σκληρό αλλά και ονειρεμένο περιβάλλον, εκείνο του πρωταθλητισμού. Η αίσθηση δηλαδή που σου δίνει αυτός ο άνθρωπος ότι βρίσκεσαι σε καλά χέρια υπό τις οδηγίες του. Πως θα σε γεμίσει γνώση, θα σε έχει υπό συνεχή, ειλικρινή, σκληρή κριτική, πάνω σε κανόνες που κανένας -ακόμα και αυτός ο ίδιος, πρώτος- δεν μπορεί να παραβεί.
Πως θα σου δείξει πράγματα που ΠΑΝΤΑ θα σου εξηγεί το γιατί (το πώς είναι αυτονόητο ότι θα το έχει εξηγήσει).
Πως θα σε μάθει να παίζεις το άθλημα τόσο απλά, χωρίς διαστημικές ευρεσιτεχνίες απ’ την… Καστανούλα Ευρυτανίας, που το λες και «αλλιώς» (και στους υπόλοιπους θα φαίνεται απλοϊκός, ίσως γελοίος).
Πως θα σε «υποχρεώσει» να σέβεσαι το άθλημα, θα σου μιλήσει για τις σκέψεις σου (τις πολύ δικές σου) και το πώς μπορείς να τις βάλεις σε μια λογική σειρά, θα σε κάνει να ονειρευτείς μεγάλα πράγματα, δείχνοντας σου πώς θα τα φτάσεις και, όταν τελικά φτάσεις, θα σε έχει έτοιμο για το πώς θα τα διαχειριστείς…
Όλα αυτά έχουν μια μεγάλη δυσκολία.
Πρέπει να μπεις σε μια διαδικασία σκληρής προπόνησης, σε συνέχειες, πρέπει να είσαι έτοιμος να αποτύχεις (να σπάσεις τα μούτρα σου), να αμφιβάλλεις, να πονέσεις, να κλάψεις, να θυμώσεις, να φτάσεις στο σημείο να τα παρατήσεις.
Πρέπει να μην μπορείς να ακούς καν τη φωνή αυτού του «δυνάστη» που, 9 η ώρα το πρωί με 0 βαθμούς Κελσίου στον Άγιο Κοσμά, ξύπνησε -νομίζεις- μόνο και μόνο γιατί «τη βρίσκει» με το να σου λέει ότι η μαμά του παίζει καλύτερα στο τέρμα από σένα!
Είναι αντιφατικές οι περιγραφές που αφορούν σ’ αυτού του είδους τους προπονητές, για όσους δεν έχουν την τύχη να βρεθούν σε τέτοια διαδικασία. Συνήθως, περιγράφονται από πολλούς ως υπερβολικά αυστηροί, περίεργοι, ιδιόρρυθμοι, ξεπερασμένοι, απολυταρχικοί, στρυφνοί και άλλα τέτοια πολύχρωμα και βαρύγδουπα επίθετα!
Οι υπόλοιποι είναι συνήθως από ανθρώπους που είχαν την ευτυχία να συνεργαστούν μαζί τους ή απλά να μιλήσουν μαζί τους δυο-τρεις φορές, οπότε γνωρίζουν πως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται από μακριά!!!
Είναι όμως αυτή, η ίδια η παραπάνω διαδικασία, που κάνει έναν τεράστιο Σέρβο πολίστα να λέει τότε πως «μετά τον Νίκολα, όλοι οι προπονητές μου φαίνονται γελοίοι».
Θα κάνει τον Αλεξάντερ Τσίριτς να λέει πως ο Στάμενιτς είναι «Θεός».
Θα κάνει τον Σάντρο Καμπάνια να θεωρεί τον Ράτκο Ρούντιτς αρχιτέκτονα της «sette bello» -και όχι το τεράστιο πηγαίο ταλέντο όλων αυτών των τεράστιων προσωπικοτήτων της Εθνικής Ιταλίας.
Βλέπουμε, επίσης, τον Πεπ Γκουαρντιόλα (στο ντοκιμαντέρ του Amazon για τη Μαν. Σίτυ) να λέει στον πρόεδρο της ομάδας του ότι «δεν θα συζητούσαμε, εδώ, σήμερα, αν δεν ήταν ο Γιόχαν Κρόιφ», φορώντας τα παπούτσια του δάσκαλου του «Total Footbal».
Βλέπουμε και τον εκκεντρικό Ντένις Ρόντμαν, να έχει στο πλάι του (εξαιρετική τιμή), στην τελετή εισαγωγής του στο «Hall of Fame», τον άνθρωπο που θεωρεί Μέντορά του, που «αν δεν ήταν αυτός, θα ήμουν ίσως έμπορος ναρκωτικών ή νεκρός». Όχι κάποιον φίλο του ή κάποιον συμπαίκτη του αλλά τον προπονητή του, τον μεγάλο Φιλ Τζάκσον! Να αναφέρεται, επίσης, με συγκίνηση και αγάπη στον Τσακ Ντέιλι, προπονητή του στο Ντιτρόιτ! Ποιος; Ο τρελο-Ρόντμαν!
Είναι «πιασιάρικο» δημοσιογραφικά και, γι’ αυτό ίσως αναδείχθηκε τόσο, το γεγονός πως μετά την κατάκτηση του Champions League με την Μίλαν, ο μεγάλος Αντρέι Σεβτσένκο πήρε το κύπελλο και το πήγε στο μνήμα του αγαπημένου του Μέντορα, Βαλερί Λομπανόφσκι. Eίναι κορυφαία ένδειξη απόδοσης τιμής στον άνθρωπο που πιστεύεις μέσα σου ότι του οφείλεις…
Τέτοια είναι και η δήλωση του Γκάρι Λίνεκερ για τον αείμνηστο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον ότι «του οφείλω ό,τι είμαι σήμερα, ό,τι έχω!». Μαζί και ο πολυτάλαντος Πολ Γκασγκόιν εξομολογείται πως «αν δεν ήταν ο Σερ Μπόμπι, θα κουβαλούσα καρότσια στην οικοδομή ή μπορεί να μουν νεκρός»!!!
Θα μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβω -αν δεν ήξερα πρόσωπα και πράγματα- το γιατί πολίστες του διαμετρήματος των αδερφών Απανασένκο, του Μάρκοτς, του Καμπάνοφ, του Κολότοφ, του Μαξίμοφ, του Τομακίτζε και τόσων άλλων μεγάλων αστέρων του Σοβιετικού γουότερπολο, στέκονταν με περίσσιο σεβασμό και συστολή μπροστά στον Μπόρις Ποπόφ…
Είναι πανομοιότυπη εικόνα μ’ αυτήν των Βολκόφ, Ταρακάνοφ, Τιχονένκο, Χομίτσιους, Βάλτερς, Σαμπόνις, Μαρτσουλιόνις και άλλων, στην παρουσία του Αλεξάντερ Γκομέλσκι, παλιότερα.
Με έντονη νοσταλγία και αγάπη, με πρόσωπο που λάμπει, μου μιλούσαν για ώρες ολόκληρες, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, στο εξοχικό του φίλου μου, Βασίλη Μηνούδη, εκείνος και ο τότε συμπαίκτης του στο βόλεϊ του Ολυμπιακού, Γιώργος Ουτζής, για τον αξεπέραστο Ιταλό προπονητή Τζιαν Πάολο Μοντάλι, με τον οποίο είχαν την ευκαιρία να προπονηθούν. Θα μπορούσα να τους ακούω για άλλες τόσες ώρες να μιλούν για τις μικρές-μεγάλες λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν αυτούς τους προπονητές…
Όλα αυτά μαρτυρούν κάτι πολύ παραπάνω από μια επαγγελματική σχέση ή μια σχέση αθλητή-προπονητή, όπως την έχουν οι περισσότεροι από τους… καθημερινούς ανθρώπους στο μυαλό τους!
Πρόσφατα, σε ντοκιμαντέρ της Euroleague Basketball, ο γενικός διευθυντής της Φενέρμπαχτσε είπε πως «ναι, είναι δύσκολη η καθημερινότητα των παικτών με τον Ομπράντοβιτς, όμως βλέπω ότι αυτό που σκέφτονται δεν είναι οι εννέα Ευρωλίγκες που έχει κατακτήσει, αλλά οι παίκτες που -υπό την καθοδήγησή του- κάνουν μεγάλη καριέρα, ανά την Ευρώπη, και στο τέλος της ημέρας είναι ευτυχισμένοι αθλητές»!
Ο ίδιος ο Ομπράντοβιτς, όπως συνέβαινε πάντα σ’ αυτήν τη σχολή, πάτησε στα βήματα του δικού του Μέντορα, του «σοφού», Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Δεν βρίσκω τυχαίο το γεγονός πως οι αδερφοί Αγγελόπουλοι εμπιστεύθηκαν την αναγέννηση της ομάδας στον «Ντούντα», έχοντας ξεκάθαρο πλάνο στο μυαλό τους πως θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ομάδα με γερές βάσεις, στηριζόμενη, τότε, σε νεαρούς και μη Έλληνες παίκτες αλλά και σε ένα τιμ με γνώση μπάσκετ, παραβλέποντας-και σωστά- το… ηλικιακό κριτήριο επιλογής προπονητή!
Ο δικός μας, Γιάννης Γιαννουρής, έφτιαξε απ’ το «μηδέν» μια ομάδα γειτονιάς με αθλητές υψηλής αθλητικής παιδείας, και κατόρθωσε να φέρει το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο υδατοσφαίρισης στη χώρα, όταν ακόμα αυτό φάνταζε ουτοπία! «Συμπτωματικά», σχεδόν, όλοι αυτοί οι αθλητές έκαναν μεγάλη καριέρα, σημειώνοντας εξαιρετικές διακρίσεις. Ίσως γι αυτό, και όχι γιατί ήταν ο προπονητής που με κάλεσε πρώτη φορά στην Εθνική Ανδρών, χρειάστηκε να περάσω τα τριάντα για να μπορέσω να του μιλήσω στον ενικό!
Όλοι οι προαναφερθέντες έχουν μείνει στην ιστορία γιατί, εκτός της διάρκειάς τους, παρήγαγαν αθλητές ξεχωριστούς, έφτιαξαν ομάδες-θρύλους, άφησαν το αποτύπωμά τους έντονο και ίσως άλλαξαν-εξέλιξαν το ίδιο τους το άθλημα. Είχαν, όμως, και κοινά χαρακτηριστικά, όπως η εργασιομανία τους, η αυστηρότητά τους, η επιμονή στους κανόνες και τη λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά και ο κοινός παρονομαστής πως έφεραν -ο καθένας στα μέτρα του- επανάσταση στο σπορ το ίδιο!
Η αυστηρότητά τους και η επιμονή τους στους βασικούς κανόνες -των αθλημάτων αλλά και της συμπεριφοράς- πήγαζε απ’ την άσβεστη φλόγα τους για εξέλιξη των ίδιων τους των αθλητών αλλά και την αγωνία τους να φτάσουν οι «μικροί» εκεί που πραγματικά όριζε το ίδιο το ταλέντο τους.
Κοινό, επίσης, είναι και το γεγονός ότι οι αθλητές που «βγήκαν» από εκείνους, αναφέρονται μόνιμα και συστηματικά στο πόσο καταλυτικοί ήταν για την καριέρα και τη ζωή τους γενικότερα! Όλοι τους, στο πέρασμα των ετών, είχαν εικόνα επιβλητική, πλήν όμως ταπεινή, που προσέθετε «επιπλέον» στο ήδη πληθωρικό φέρεσθαι.
Όταν, πριν λίγα χρόνια, θέλησα -φοβούμενος το χρόνο, μήπως δεν προλάβω- να αρπάξω την ευκαιρία, ταξιδεύοντας στο Βελιγράδι, να ευχαριστήσω εν ζωή τον Μέντορά μου, με σπασμένη φωνή από συγκίνηση, μου απάντησε «I had good material!». Ακόμα, και τότε, δίδασκε!! Αν δεν ήταν εκείνος, θα ΝΟΜΙΖΑ ότι ήμουν τερματοφύλακας και ότι θα έκανα καριέρα όπως την ονειρευόμουν…
Και εκείνος μου έλεγε ότι ήμουν «καλό υλικό», βάζοντάς με να σκεφτώ αν όντως ήμουν τέτοιο ή κάτι άλλο συνέβη!
Προπονητές πέρασαν πολλοί και από πολλά σπορ. Πετυχημένοι και αναγνωρίσιμοι.
Είχα αρκετούς τέτοιους -πραγματικά σπουδαίους- προπονητές από τους οποίους πήρα πολλά και διαφορετικά. Και επειδή ακριβώς είναι τέτοια η παιδεία που έλαβα, πιστεύω ότι οφείλω και σε εκείνους πολλά.
Για αυτό ακριβώς το λόγο και δεν μου φαίνονταν γελοίοι.
Θα έγραφα εδώ τα ονόματά τους, αλλά νομίζω πως είναι καλύτερο το ότι εκείνοι ξέρουν καλά ποιοι είναι -και είναι αρκετοί, Έλληνες και ξένοι- και το πώς τους έχω στο κεφάλι μου!!
Ωστόσο, ελάχιστοι είναι εκείνοι, σε σχέση με τον αριθμό απασχολούμενων προπονητών, που έχουν αφήσει βαρύ και έντονο το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους πάνω σε δεκάδες μεγάλους ή λιγότερο μεγάλους αθλητές, αποτελώντας το δεύτερο έμβλημα των ομάδων, τις οποίες υπηρέτησαν, και σίγουρα άφησαν τεράστια κληρονομία στους επόμενους, τη λεπτομερή ανάλυση και εξέλιξη των ίδιων τους των αθλημάτων.
Είναι αυτοί που διδάσκουν τα σπορ με λογική, με ανάλυση, με υψηλή τεχνική, με απλότητα στα όρια της απλοϊκότητας, με σεβασμό στο ίδιο το σπορ και αποθέωση του συντονισμού, της συνεργασίας και της ομαδικής δουλειάς. Δίνουν αξία στη λεπτομέρεια που θα παίξει ρόλο στην τελευταία άμυνα ή επίθεση του ματς που θα δώσει τίτλο, ίσως και μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες!
Είναι ακούραστοι και ανεξάντλητοι, δείχνουν σε όλους πως, αν θες να φτάσεις ψηλά, πρέπει να είσαι εργασιομανής και όχι να κοιτάς τις αργίες στο ημερολόγιο (μοιάζει λες και ότι γι αυτούς δεν υπάρχουν τέτοιες), κανονίζοντας τις επόμενες διακοπές σου.
Να σε νοιάζει, δηλαδή, η συνεχής βελτίωση του μυαλού και του σώματός σου, του τρόπου που σκέφτεσαι και συμπεριφέρεσαι, του πώς τελικά ΑΓΩΝΙΖΕΣΑΙ!
Φροντίζουν να σμιλεύουν σε καθημερινή βάση το χαρακτήρα και να γεμίζουν το πνεύμα των αθλητών τους, απαραίτητος κρίκος στην αλυσίδα της δημιουργίας τους.
Αντί επιλόγου και με την ευκαιρία πού μου δίνει ένα τέτοιο κείμενο, θέλω αυτός ο άνθρωπος, ο μεγάλος Νίκολα, να γνωρίζει ότι υπήρξε στο δικό μου κώδικα αξιών, ένα (και μάλιστα χαμηλό) σκαλοπάτι κάτω από τον πατέρα μου, τον όποιο και έχασα πρόσφατα, και στον οποίο οφείλω τα πάντα.
Θα αισθανόμουν διπλά και τριπλά τυχερός αν και στα δύο μου αγόρια έφερνε ο Θεός ή η μοίρα ή το πεπρωμένο ή, εν πάση περιπτώσει, όποιος μπορεί να φέρει έναν τέτοιο άνθρωπο στο δρόμο κάποιου νέου, να το κάνει.
Και να τον κρατήσει εκεί για όσο περισσότερο μπορεί.
Ο Νικόλας Δεληγιάννης είναι πρώην διεθνής αθλητής του πόλο και νυν προπονητής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Γιαννουρής: Πάμε Μία Βόλτα Στη Βουλιαγμένη / Σενάριο Υπομονής
Γιώργος Μαυρωτάς: 511 σκαλοπάτια περηφάνιας
Εύη Μωραϊτίδου: Τίποτα δεν χαρίζεται
Αγγελική Καραπατάκη: Τα κλειδιά / Το τρίτο οκτάλεπτο
Μάνια Μπικόφ: Να μη ξεχαστεί από κανέναν