Όταν είσαι μικρός, όλοι σού φαίνονται μεγάλοι.
Πολλές φορές με έναν τρόπο ασαφή κι απροσδιόριστο, αφού αυτό το ακατέργαστο σφουγγάρι που έχεις για μυαλό δεν έχει ακόμη θέσει σαφή όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα αποκυήματα της αχαλίνωτης φαντασίας του.
Μεγάλοι ήταν οι υπερήρωες των κόμικς και των κινουμένων σχεδίων που μαγεμένοι παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση.
Μεγάλος ήταν ο Ρούντι στην παιδική χαρά της γειτονιάς, γιατί, παρότι ήταν δυο τάξεις παραπάνω στο σχολείο, δεν μας κλωτσούσε την μπάλα όσο πιο μακριά μπορούσε, όταν την στέλναμε κατά λάθος στα πόδια του. Μας την επέστρεφε και μας γλύτωνε από το -αναπόφευκτο όταν είσαι ο μικρός- τρέξιμο.
Μεγάλος ήταν κι ο Γκάλης, γιατί… ήταν ο Γκάλης.
Κάποια στιγμή το σφουγγάρι, για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω, απέκτησε βασική αντίληψη περί αναλογιών και κλιμάκων, οπότε είχε όλα τα εργαλεία για να δημιουργήσει μία νέα κατηγορία μεγάλων. Μυθικά τέρατα υπήρχαν από την αρχή, ο Κινγκ Κονγκ, ο Γκοτζίλα και μερικοί ακόμα, όμως δεν ήμουν πλέον πέντε-έξι χρόνων, τα πράγματα ήταν διαφορετικά στα μάτια μου, τα οποία έψαχναν νέες, πιο ρεαλιστικές ιστορίες που θα τους προκαλούσαν σοκ και δέος.
Σε αυτή την ξεχωριστή “XL κατηγορία μεγάλων” εντάχθηκαν εν τέλει μόλις δύο μέλη. Πρώτος και καλύτερος ο Καρίμ. Ο πατέρας μου με είχε προετοιμάσει, μιλώντας μου για τον τελευταίο της εποχής που κυριαρχούσε το υπερφυσικό. Ράσελ, Τσάμπερλειν, Τζαμπάρ. Όσα κι αν μου είχε πει για εκείνον, δεν ήταν αρκετά για να με προετοιμάσει για την πρώτη φορά που θα τον έβλεπα στην τηλεόραση. «With number “33”, Kareeem Abduuul Jabbaaar». Πρώτα άκουσα το όνομά του από τον παρουσιαστή του γηπέδου κι αμέσως εμφανίστηκε στο πλάνο. Η κάμερα τον σημάδευε από κάτω κι εκείνος σήκωσε τα χέρια ψηλά για να ευχαριστήσει το κοινό που τον αποθέωνε. Έμοιαζε τρία μέτρα. Πάγωσα.
Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στην σχέση με τον Καρίμ. Χρειάστηκε να περάσουν λίγα χρόνια για να κατανοήσω πλήρως την ισορροπία που υπήρχε ανάμεσα σε εκείνον και τον επίσης αγαπημένο μου, Μάτζικ. Ναι, άπαντες υποκλίνονταν στον μεγάλο αρχηγό κι ουδείς αμφισβητούσε την κυριαρχία του, όμως ο Μάτζικ ήταν εκείνος που μονομαχούσε με τον Μπερντ για τον θρόνο του καλύτερου παίκτη στον κόσμο. «Πώς γίνεται να ισχύουν και τα δύο», αναρωτιόταν ο εννιάχρονος εαυτός μου.
Τέτοιες εκκρεμότητες δεν υπήρχαν με τον έτερο της “XL κατηγορίας των μεγάλων”. Τον Άρβιντας Σαμπόνις. Αυτός, από την πρώτη στιγμή που “συναντηθήκαμε” μέσω του τηλεοπτικού φακού, λίγους μήνες μετά την γνωριμία μου με τον Τζαμπάρ, ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του σύμπαντός του. Ο ψηλότερος, ο δυνατότερος, ο καλύτερος. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα του.
Η αλήθεια είναι πως οι πρώτες εικόνες του “θαύματος της φύσης” είναι θαμπές. Ευρωμπάσκετ 1983 με τη φανέλα της Σοβιετικής Ένωσης, ήμουν επτά ετών, δεν θυμάμαι πάρα πολλά. Δυο χρόνια αργότερα όμως, εμφανίστηκε καμαρωτός στο ραντεβού της Γερμανίας. Ο εννιάχρονος Γιώργος δεν ήταν μονάχα πιο εξοικειωμένος με το μπάσκετ, σε βαθμό να το παρακολουθεί πλέον σε εβδομαδιαία βάση, αλλά είχε μάθει κι όλα τα κόλπα της τηλεόρασης και του βίντεο, οπότε ήταν έτοιμος να γλυτώσει την μάνα του από μια αγγαρεία.
Ο πατέρας μου ήταν στην Γερμανία για να περιγράψει τα παιχνίδια και κάποιος στο σπίτι έπρεπε να βρίσκεται μπροστά στην τηλεόραση, όταν εκείνα ξεκινούσαν. Να βεβαιωθεί πως η κασέτα ήταν στην αρχή και να πατήσει το κόκκινο κουμπί που έγραφε «REC». Ήταν η πρώτη διοργάνωση που έκανα εγώ τη δουλειά. Ήταν η διοργάνωση που το βίντεο πήρε φωτιά.
Ο Σάμπας ήταν κάτι το αδιανόητο, χορευτής, αθλητής πολεμικών τεχνών, σταρ του Χόλιγουντ. Κοσμογονία πραγματική.
Είχα ανακαλύψει ένα νέο υπέροχο σύμπαν μέσα από τα παιχνίδια του Ευρωμπάσκετ και τις βιντεοκασέτες του Φίλιππου και το έδαφος ήταν πλέον κατάλληλο για να γίνουν οι σχετικές υπερβολές. Από το πρωί μέχρι το βράδυ μπάσκετ. Όταν δεν είχε ζωντανό παιχνίδι, στο βίντεο δούλευε το «PLAY» αντί του «REC».
Ο Σαμπόνις στα μάτια μου ήταν ο Ευρωπαίος Τζαμπάρ. Πιο νέος, πιο γρήγορος, πιο αλτικός, το ίδιο επιβλητικός. Δεν υπήρχε τίποτα στο γήπεδο που δεν μπορούσε να κάνει. Τον ημιτελικό με τους Ιταλούς και τον Τελικό με τους Τσεχοσλοβάκους πρέπει να τους είδα πάνω από 15 φορές μέσα στις επόμενες μέρες. Ο «Πρίγκιπας της Βαλτικής», ήταν ο νέος μου υπερήρωας, για τον οποίον ήμουν πεπεισμένος πως δεν υπήρχε κρυπτονίτης.
Όπως αντιλαμβάνεστε, όταν τρία χρόνια αργότερα η Σοβιετική Ένωση νίκησε τις ΗΠΑ στον Τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ, στο σπίτι στήθηκε πάρτι. Ο Σάμπας όχι μόνο πραγματοποίησε ηρωική επιστροφή έπειτα από τις επεμβάσεις στον αχίλλειο αλλά πέτυχε το ακατόρθωτο. Εκθρόνισε τους Αμερικανούς, στερώντας τους τον μοναδικό τίτλο που θεωρούν ισάξιο με το Πρωτάθλημα του ΝΒΑ. Δυο χρόνια νωρίτερα, στο Παγκόσμιο της Ισπανίας, είχε βγάλει το λάδι στον Ρόμπινσον και την παρέα του. Αυτό που δεν κατάφερε πριν τον τραυματισμό, ο οποίος του στέρησε την συμμετοχή του στο Ευρωμπάσκετ του 1987, το πέτυχε υπέρβαρος και με μισό πόδι σε αυτό που έμελλε να αποδειχτεί το μεγαλύτερο ραντεβού της καριέρας του.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις πάντοτε ανασύρουν ένα ερώτημα που δεν θα απαντηθεί ποτέ. Αυτό βεβαίως δεν αφορά σε καμία περίπτωση στην θέση του Σαμπόνις ανάμεσα στους υπολοίπους της δικής του κλάσης. Με δεδομένο πως «καλύτερος Ευρωπαίος όλων των εποχών» δεν υπάρχει, αφού δεν διαθέτουμε τα εργαλεία για να κάνουμε αξιόπιστη σύγκριση ανάμεσα σε παίκτες διαφορετικών εποχών, το πιο κοντινό που μπορεί να μετρηθεί είναι «ο πληρέστερος». Κι αυτός παραμένει ο Λιθουανός.
Όσα και να πούμε για την ποιότητα και τα επιτεύγματα του Νοβίτσκι και του Γκασόλ, θα είναι λίγα. Γεννημένοι νικητές, καριέρα από χρυσάφι. Από την άλλη, ό,τι και να πούμε σχετικά με το πού μπορεί να φτάσει ο Γιάννης (αλλά κι ο Γιόκιτς) μπορεί επίσης να αποδειχτεί λίγο.
Ωραία όλα αυτά, αλλά στον συνδυασμό τεχνικής αρτιότητας, τακτικής επάρκειας και σωματικής υπεροχής, ουδείς ήταν ή προβλέπεται να γίνει Σαμπόνις του ’85 και του ’86.
Ο δικός μας, όσο κι αν βελτιώσει το σουτ του, δύσκολα θα αποκτήσει επιθετικό πακέτο που δεν θα έχει έστω μισό ψεγάδι. Ο Σέρβος από την άλλη μπορεί να έχει ήδη το επιθετικό πακέτο, όμως, όσο κι αν αδυνατίσει, δεν θα αποκτήσει ποτέ το κορμί που είχε ο Σάμπας, όταν πέρασε πάνω από τον Ρόμπινσον, κόβοντάς τον στα δύο, στο Παγκόσμιο της Ισπανίας.
Αφού λοιπόν ο ήρωάς μας τα είχε όλα και δεν υπάρχει ερώτημα ή απορία επ’ αυτού, τότε τι ακριβώς μπορεί να έχει μείνει αναπάντητο;
Θα το πω όπως ακριβώς το σκέφτηκα τότε. Μέσα στο αυτοκίνητο με προορισμό το ΣΕΦ, λίγες ώρες πριν τον Τελικό με την Σοβιετική Ένωση:
«Αν απόψε έπαιζε ο Σαμπόνις, είναι βέβαιο πως εγώ θα υποστήριζα την Εθνική Ελλάδας»;
Ο Γιώργος Συρίγος είναι δημοσιογράφος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Κετσελίδης: Η Απλότητα Του Μεγαλείου / Ηλίας Ζούρος: Ο Πάγκος Της Παράνοιας
Κώστας Γιαννακίδης: Γιώργος Κούδας, ο πρώτος σούπερ ήρωας
Θ. Χειμωνάς – Zastro – Α. Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος
Βάσω Ε. Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου