Νίκος Αναστόπουλος. Παίκτης, προπονητής, περσόνα. Εξιστορούν και σκιαγραφούν οι Θανάσης Χειμωνάς, Zastro και Αντώνης Καρπετόπουλος.
Ο άνθρωπος με το μουστάκι
Σκηνικό #1, Ολυμπιακός Στάδιο, 11 Δεκεμβρίου 1985. Ολυμπιακός- Λαμία για το Κύπελλο Ελλάδας.
Μετά την φυγή Σαργκάνη – Βαμβακούλα για τον Παναθηναϊκό αλλά και Περσία για τον ΟΦΗ, ο Ολυμπιακός βολοδέρνει λίγο πάνω από τη μέση του βαθμολογικoύ πίνακα, έτη φωτός πίσω από, τον πανίσχυρο, τότε ΠΑΟ.
Το πρωτάθλημα έχει ήδη χαθεί, Ευρώπη δεν έχει έτσι κι αλλιώς εκείνη τη χρονιά, οπότε η μόνη ελπίδα για κάτι καλό είναι το Κύπελλο.
Αντίπαλος η δευτεροκλασάτη -τότε- ομάδα της Β’ Εθνικής, Λαμία, η οποία, μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει αποκλείσει την ΑΕΚ.
Ο Θρύλος ζορίζεται και στο ημίχρονο βρίσκεται πίσω στο σκορ με 0-1. Ώσπου, στο 62ο λεπτό ο Νίκος Αναστόπουλος, ισοφαρίζοντας με ένα όμορφο σουτ, πετυχαίνει ένα γκολ ιστορικό για μένα.
Βλέπετε, το παιχνίδι αυτό είναι το πρώτο στο οποίο βλέπω τον αγαπημένο μου Ολυμπιακό ζωντανά, live, στο γήπεδο.
Τελικά, ο Ολυμπιακός, με τον Ουρουγουανό Χόρχε Μπάριος να πετυχαίνει λίγο αργότερα το νικητήριο τέρμα, επικρατεί με 2-1 και προκρίνεται στην επόμενη φάση, κερδίζοντας με 1-0 και μέσα στη Λαμία, πάλι με γκολ του Αναστό.
Σκηνικό #2, ξανά Ολυμπιακό Στάδιο, 10 Μαρτίου 1991. Παναθηναϊκός- Ολυμπιακός για το πρωτάθλημα.
Επεισοδιακή χρονιά για τον Ολυμπιακό που μια με το δακρυγόνο εξαιτίας του οποίου διεκόπη ο αγώνας ΑΕΚ- Ολυμπιακού μια με το ντου των “Επιστημόνων” στο ματς με την Αθηναϊκό κυνηγάει τους “πράσινους” στη βαθμολογία.
Λίγο μετά την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου και μετά από πάσα του Νίκου Τσιαντάκη, ο Αναστόπουλος σουτάρει μέσα από την περιοχή και νικάει τον Γιόζεφ Βάντσικ, πετυχαίνοντας το μοναδικό τέρμα της κρίσιμης συνάντησης. Φωτιά στις εξέδρες στις οποία βρίσκομαι ξανά εγώ.
Πρωτάθλημα τότε δεν πήραμε, ο Νικόλας σίγουρα πέτυχε κι άλλα γκολ με μένα στο γήπεδο, καθώς έπαιζε στον Ολυμπιακό έως το 1994. Το συγκεκριμένο τέρμα όμως είναι το τελευταίο του που θυμάμαι τόσο έντονα.
Φυσικά, ο Αναστό δεν ήταν μόνο αυτές οι δύο φάσεις. Ήταν και μυριάδες άλλες στο γήπεδο ή μπροστά στην TV.
Τα ανάποδα ψαλίδια με ΠΑΟΚ και Λάρισα, το “brace” (όπως το λένε σήμερα) με τον Άγιαξ, το φοβερό σλάλομ με τη φανέλα της Εθνικής κόντρα στην Ουγγαρία, ακόμα και τα γκολ που δεν ήρθαν ποτέ στο Καμπιονάτο με τα χρώματα της Αβελίνο.
Πάνω απ’ όλα όμως, ο Νίκος Αναστόπουλος είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες του ποδοσφαίρου μιας άλλης εποχής. Ο μικρόσωμος παραδοσιακός σέντερ φορ που το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να στέλνει συνεχώς την μπάλα στα δίχτυα.
Ο “άνθρωπος με το μουστάκι”, όπως τον φώναζαν τότε – μια μπαλαδόφατσα που συναντούσες μόνο στα 70′s και τα 80′s. Και φυσικά το 50% του διδύμου “Ψηλός- Κοντός”, πλάι στο κολλητάρι του, τον “Ράμπο”, Τάσο Μητρόπουλο.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Αναστόπουλος κρέμασε τα παπούτσια του και είναι πλέον ένας έμπειρος προπονητής.
Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει.
Ο σέντερ φορ του 2021 δε θυμίζει σε τίποτα τύπους σαν εκείνον.
Οι φανέλες. το γήπεδο, οι τηλεοπτικές μεταδόσεις, το ΠΡΟ-ΠΟ (που ουσιαστικά έγινε Στοίχημα) έχουν αλλάξει.
Και ο Ολυμπιακός έχει αλλάξει. Όπως άλλωστε όλες οι ομάδες, μεγάλες και μη.
Έχοντας πλέον περάσει τα πενήντα, νιώθω πως ακούγομαι σαν παλιόγερος.
Αλλά, ναι. Εκείνη η εποχή ήταν αλλιώς.
Ναι, ήταν καλύτερη και είμαι τυχερός που την έζησα.
Είμαι προνομιούχος που φώναξα “Γκόοοολ” στις γκολάρες του Νικόλα.
Ο Θανάσης Χειμωνάς είναι συγγραφέας και έχει εργαστεί ως αθλητικός συντάκτης.
___________________________________________________________________________________________________________________________
Από τον Παρθενώνα στο Παρθένιο
Ήταν Νοέμβριος του 1986, ένα κρύο Ελλάδα-Ουγγαρία στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Στο 64ο λεπτό, ο Σάββας Κωφίδης πασάρει στο ύψος του ημικύκλιου της μεσαίας γραμμής στον σέντερ φορ της Εθνικής. Τότε οι φορ φορούσαν πάντα το «9» και η φανέλα με το 9 ήταν πάντα του Νίκου Αναστόπουλου.
Ο Αναστό υποδέχθηκε τη μπάλα με τη γνωστή προσποίηση-σήμα κατατεθέν του, αφήνοντάς τη να περάσει κάτω από τα πόδια του αδειάζοντας τον αμυντικό και κατόπιν, με δύο διαδοχικές προσποιήσεις σαν να κάνει σλάλομ στο χιόνι, πέρασε ακόμη δύο, πριν τριπλάρει με νέα προσποίση και τον τερματοφύλακα και στείλει τη μπάλα στο πλεχτό.
Το γκολ εκτός από σπάνιο είναι και ιστορικό, αφού ο Αναστόπουλος ξεπερνά το ρεκόρ του Μίμη Παπαϊωάννου και γίνεται ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στην Εθνική ομάδα. Είναι ένα γκολ που θα παίζει για χρόνια στο intro της «Αθλητικής Κυριακής», θα τον συντροφεύει για πάντα στην καριέρα του ως το ομορφότερο γκολ που πέτυχε με την Εθνική και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα παράσημα της διαδρομής του στο ποδόσφαιρο.
Αυτό το γκολ, ήταν και το διαβατήριό του για το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου.
Το ιταλικό πρωτάθλημα τότε, ήταν όντως το καλύτερο, συγκέντρωνε τα μεγαλύτερα ονόματα και αποτελούσε όνειρο για κάθε ποδοσφαιριστή.
Νάπολι με Μαραντόνα και Καρέκα, Γιουβέντους με Ρας και Λάουντρουπ, Μίλαν με Γκούλιτ και Φαν Μπάστεν, Ίντερ με Πασαρέλα και Σίφο, Ρόμα με Μπόνιεκ και Φέλερ, Σαμπντόρια με Σερέζο και Μπρίγκελ. Το Καμπιονάτο ήταν η Μέκκα κάθε ποδοσφαιριστή και παλκοσένικο του πιο φανταχτερού θεάματος.
Σε εκείνο το πρωτάθλημα πήγε ο Αναστόπουλος, ως ένας εκ των δύο ξένων της φιλόδοξης Αβελίνο που την προηγούμενη σεζόν είχε τερματίσει στην όγδοη θέση πραγματοποιώντας εκπληκτική πορεία.
Τον υποδέχθηκαν σαν Έλληνα Θεό, οι Ιταλοί άλλωστε είναι μοναδικοί στις υπερβολές τους. Η Gazzetta dello Sport έκανε λόγο για τον Έλληνα Θεό που κατέβηκε από τον Όλυμπο, η Corriere τον παρομοίασε με το μεγάλο Ιταλό σκόρερ Πάολο Βίρντις και έκανε το ιστορικό λογοπαίγνιο του Παρθενώνα με το Παρθένιο που είναι η έδρα της Αβελίνο. “Il dio Greco: da Partenone al Partenio”.
Ο Αναστό γνωρίζει για πρώτη φορά την πραγματική έννοια του star system. Το μουστάκι του γίνεται εμμονή, το «Έλληνας Βίρντις» τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα και σχολιάζεται σε κάθε παρουσίαση από τις εκπομπές της εποχής. Είναι τόσο εντυπωσιακό για τους Ιταλούς το πόσο μοιάζει ο Αναστόπουλος με το Βίρντις που η Panini θα συμπεριλάβει τους δύο ποδοσφαιρστές στο επετειακό αφιέρωμά της με «τα δίδυμα που χωρίστηκαν στη γέννα».
Τα ιταλικά περιοδικά που απευθύνονται και σε γυναικείο κοινό, τον παρομοιάζουν με τον Τομ Σέλεκ, ήρωα της τηλεοπτικής σειράς Magnum PI, που τότε έκανε θραύση στην ιταλική τηλεόραση.
Το μουστάκι του γίνεται talk of the town, η εφημερίδα του νότου Gazzetta del Sud καλύπτει την παρουσίαση του Έλληνα Θεού με δύο ρεπόρτερ και κάνει εκτενές ρεπορτάζ για τις παροχές στο νέο αστέρι της Αβελίνο.
Μια βίλα 600 τ.μ. στην πιο chic περιοχή της πόλης με όλα τα κομφόρ και κάθε πολυτέλεια. Ο Αναστό κατοικούσε σε μια τεράστια έπαυλη με πισίνα, υπερσύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές με αποκορύφωμα έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή που για την εποχή θεωρείτο το απόλυτο status και κυκλοφορούσε στα πλακόστρωτα στενά του ιστορικού κέντρου με μια κατάλευκη Porsche Carrera που του παραχωρήθηκε από την ομάδα.
Απολάμβανε τον εσπρέσο του στο Gran Caffè Margherita στην πιο ακριβή οδό της πόλης, πλάι στο δήμαρχο, στους πολιτικούς και στους επιχειρηματίες της περιοχής. Τον φωνάζουν «Νικολό», περιμένουν να ξεκινήσει η σεζόν και να αρχίσει να γαζώνει.
Ξεκινούν τα πρώτα παιχνίδια. Δεν σκοράρει και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί με αποτέλεσμα να μην αργήσουν και τα πρώτα σχόλια. Σε μια «αναστοπούλεια» έξαρση θα πει το αμίμητο στην κάμερα της RAI: «σκέφτομαι στα ελληνικά και μέχρι να μεταφράσω στα ιταλικά, η μπάλα έχει χαθεί».
Έρχεται μια αναλαμπή στο κύπελλο όπου θα δείξει τι πραγματικά μπορεί να κάνει, σκοράροντας τρεις φορές σε δύο ματς. Ανοίγει και κλείνει το σκορ στο 0-3 εναντίον της Σαν Μπενετετέζε στο ουδέτερο του Μπενεβέντο και σκοράρει το μοναδικό γκολ του αγώνα εναντίον της Πιατσέντσα στο Παρθένιο λίγες μέρες αργότερα.
Η μηχανή των γκολ που περίμεναν οι Ιταλοί, δείχνει να έχει πάρει μπροστά. Απλώς ήταν diesel όπως θα γράψει χαριτολογώντας η Corriere dello Sport Stadio. Εκείνο το γκολ με την Πιατσέντσα είναι το ομορφότερο που θα βάλει στην Ιταλία: πέρασε τρεις και πλάσαρε στην αντίθετη γωνία. Ήταν ένα γκολ «Αναστόπουλος».
Η Αβελίνο όμως στο πρωτάθλημα παραπαίει. Αλλάζει προπονητή, η ομάδα είναι σε πολύ δύσκολη θέση, πολύ πίσω στη βαθμολογία και διοικητικά αντιμετωπίζει το φάσμα της διάλυσης.
Για αδιευκρίνιστο λόγο, ο Αναστό στοχοποιείται ως υπεύθυνος της κακής πορείας και μένει εκτός ενδεκάδας.
Κυκλοφορούσε ένα urban legend στην Ιταλία, ότι έκανε «ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικών» στην κόρη του προέδρου και το κορίτσι δεν «τα πήγε τελικά και τόσο καλά στις εξετάσεις». Είπαμε, στους Ιταλούς αρέσουν πολύ οι υπερβολές και οι ιστορίες.
Η τελευταία του εμφάνιση έγινε στο Σαν Σίρο, σε ένα ματς που η Αβελίνο έπαιξε την κατηγορία εναντίον της Ίντερ. Αποβλήθηκε λίγο μετά την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου για μια ανόητη αγκωνιά στον Μπέργκομι. Αποπροσανατολισμένος και ζαλισμένος, πήγε να βγει από λάθος έξοδο.
Θα αρκούσε ένα μόνο γκολ σε εκείνο το παιχνίδι για να αλλάξει ο ρους της ιστορίας και της Αβελίνο και του ίδιου του Αναστό. Ένα γκολ που θα έσωνε την κατηγορία και μαζί και την την ομάδα, η οποία μετά τον υποβιβασμό, αυτο-υποβιβάστηκε στο ερασιτεχνικό λόγω χρεών.
Έφυγε από την Ιταλία γεμάτος εμπειρίες και «αέρα». Το Καμπιονάτο τον βοήθησε πάρα πολύ να καταλάβει τη διαφορά επιπέδου και να γίνει καλύτερος επιστρέφοντας στην Ελλάδα.
Έμεινε ο μήνας του μέλιτος στην αρχή, όταν ο Αναστό ήταν «ο Έλληνας Θεός», ο «Παρθενώνας στο Παρθένιο», «ο Έλληνας Βίρντις», «ο Τομ Σέλεκ».
Φινετσάτος ήταν και είναι πάντα, δεν είχε ανάγκη τον ιταλικό νότο γι’ αυτό. Τη διαφορά την κάνουν πάντα το στυλ και η ποιότητα.
____________________________________________________________________________________________________________________________
Πραγματικός Σταρ
Από την τελευταία φορά που βγήκε στην τηλεόραση σε μη αθλητική εκπομπή έχουν περάσει μερικά χρόνια.
Δεν πάει όπου να ‘ναι ο Νίκος Αναστόπουλος, αλλά μόνο όπου θέλει.
Εκείνη του η εμφάνιση ήταν στο «Βράδυ» του Πέτρου Κωστόπουλου στον Alpha το 2016 και ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Ήταν θέμα συζήτησης παντού για καιρό καθώς οι ατάκες του και οι αποκαλύψεις του, σε συνδυασμό με την τρομερή του άνεση, είχαν προκαλέσει του κόσμου τις συζητήσεις.
Ο Αναστόπουλος είναι ο εν ενεργεία πρώτος σκόρερ της Εθνικής Ελλάδος. Είναι ο κανονιέρης που σε όλα τα δημοψηφίσματα οι οπαδοί του Ολυμπιακού ψηφίζουν ως βασικό φορ του ιδανικού Ολυμπιακού. Είναι ο Έλληνας που έπαιξε στο Καμπιονάτο τότε που σε αυτό υπήρχαν είκοσι ξένοι κι όχι είκοσι ξένοι σε κάθε ομάδα.
Υπήρξε μια από τις ακριβότερες μεταγραφές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και κάνει μια τίμια προπονητική καριέρα χωρίς προστάτες, ατζέντηδες που του φτιάχνουν το προφίλ και νταραβεριτζήδες που δουλεύουν για χάρη του.
Αλλά πάνω από όλα είναι ένας από τους ελάχιστους σταρ του ελληνικού ποδοσφαίρου, ένας από τους λίγους που μπορεί να βγει σε μια τηλεοπτική εκπομπή και να προκαλέσει συζητήσεις ακόμα και για το σακάκι που θα διαλέξει.
Επειδή το Νίκο Αναστόπουλο τον ξέρω πολλά χρόνια, πρέπει να σας πω ότι μολονότι ήταν πάντα δημοφιλής, μικρός δεν ήταν τόσο άνετος με τα media.
Τα media ποτέ δεν τον τρόμαζαν, αλλά πριν από δεκαπέντε χρόνια (δεν λέω είκοσι…) αποκλείεται να έκανε μια θεαματική τηλεοπτική εμφάνιση σε εκπομπή που δεν έχει σχέση με την μπάλα: αν έβγαινε κάπου θα μίλαγε μόνο για ποδόσφαιρο, θα χρησιμοποιούσε μια σειρά από κλισέ, εν τέλει θα κρύβονταν από φόβο μήπως πει κάτι παραπάνω και κακοχαρακτηρισθεί από τους συντηρητικούς Ελληνες παράγοντες.
Την πρώτη φορά που τον είχα καλεσμένο, σε μια παλιά Σουπερ Μπάλα του Μega, ο Πανούτσος του ζήτησε να ξεκαθαρίσει κάτι που έλεγε για το 4-3-3, «γιατί η Μαρία από την Κυψέλη δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που είπε». Ο Αναστό κοίταξε την κάμερα και είπε ότι η Μαρία είναι ώρα να πάει να πλύνει κανένα πιάτο! Τώρα, θα εξηγούσε στην κάθε Μαρία τα πάντα. Και αυτή θα τον άκουγε.
Υπήρξε μια στιγμή στη ζωή του (δεν ξέρω ακριβώς ποια, αλλά σίγουρα υπήρξε) που ο «Αναστό» αποφάσισε ότι δεν χρειάζεται να παίζει κρυφτούλι από κανέναν: αυτή την ιστορικά μη καταγεγραμμένη, αλλά καθοριστική στιγμή, ο δημοφιλής ποδοσφαιράνθρωπος μεταλλάχτηκε σε πραγματικό σταρ.
Πραγματικός σταρ δεν είναι αυτός που κουβαλάει απλά τη γοητεία του επιτυχημένου, αλλά αυτός που γνωρίζει πως λάμπει τόσο πολύ, ώστε δεν γίνεται να κρυφτεί: είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, αρκεί η παρουσία του για να προκαλέσει ενδιαφέρον.
Ο πραγματικός σταρ δεν σκέφτεται τι κοινοτυπία θα σου πει επιδιώκοντας συμπάθεια, δεν φοβάται να «τσαλακωθεί», δεν χρειάζεται να προκαλεί: μπορεί να σε εντυπωσιάσει χωρίς να καταφεύγει σε φτηνά κόλπα, να σε καθηλώσει με τις ιστορίες του, να σε κάνει να γελάσεις ή να συγκινηθείς με μόνο όπλο την αυθεντικότητά του.
Ο πραγματικός σταρ δεν είναι αναμάρτητος, είναι μοναδικός. Αυτή είναι η περίπτωση του Αναστόπουλου.
Που μπορεί να μιλάει για τον Μητρόπουλο και τον Βαμβακούλα, αλλά και τον Αλέφαντο και τον Λουκόπουλο λέγοντας ιστορίες που κανείς δεν έχει ακούσει.
Και που μπορεί να σου πει που να φας στο Μιλάνο, με τι κρασί να συνοδεύσεις το ψάρι, τι πρέπει οπωσδήποτε να παραγγείλεις στο Il Trοvatore και γιατί ο Ολυμπιακός του μπάσκετ χρειάζεται οπωσδήποτε έναν ακόμα ψηλό.
Πρόσφατα κάποιος του πρότεινε να συνεργαστούν για να του γράψει την βιογραφία. Ο Αναστό του απάντησε ότι θα γράψει ένα βιβλίο με ιστορίες για δεκάδες άλλους που γνώρισε. Γιατί την δική του ζωή, μια ζωή με γκολ, μόδα, καυγάδες, πλάκες και ατελείωτες μάχες, την ξέρουν όλοι. Τίποτα δεν έχει κρύψει και ποτέ δεν έχει κρυφτεί.
Στην Ελλάδα έχουμε πολλούς ανθρώπους του αθλητισμού που τους αγαπάνε τα media γιατί «πουλάνε» – μετά τους ξεχνάνε, γιατί δεν είναι πια επίκαιροι.
Ο «αλενατόρε» είναι κοντά σαράντα χρόνια στην επικαιρότητα. Γιατί γοητεύει. Και γοητεύει γιατί είναι ο μόνος πραγματικός σταρ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Βασίλης Καραπιάλης, Ένας Θεός Του Ελληνικού Ποδοσφαίρου
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου
Κώστας Γιαννακίδης: Γιώργος Κούδας, ο πρώτος σούπερ ήρωας
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ.
Αλέξης Σπυρόπουλος: Το ποδόσφαιρο ως ιστορία τέχνης και πάθους