Ο Ζοσέ Μουρίνιο είναι ένας άνθρωπος που στη ζωή έμαθε να ταξιδεύει μόνο στο first class και αυτή την περίοδο βιώνει κάτι σαν την τελευταία ανακοίνωση για επιβίβαση στο ποδόσφαιρο που μετράει.
Αν αποτύχει και στην Τότεναμ, τότε το ταξίδι του στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα ολοκληρωθεί με μια ζαριά ακόμα στον πάγκο μιας εθνικής ομάδας σε κάποιο μεγάλο τουρνουά.
Το ξέρει καλά ο Πορτογάλος ότι η κλήση των Spurs είναι η τελευταία του ευκαιρία, ήταν υποχρεωμένος μετά από έναν χρόνο στην αδράνεια δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί για να βρει «κάτι καλύτερο».
Δεν υπάρχει πλέον κάτι καλύτερο για τον Μουρίνιο, το τελευταίο του καλό χαρτί το έκαψε 263 χλμ μακριά από το Λονδίνο, στο Μάντσεστερ, τη μοναδική πόλη και τη μοναδική ομάδα που ποδοσφαιρικά θάβει καριέρες.
Πιθανόν κανείς δεν θυμάται ότι το 2015 είχε εκφράσει την «αιώνια πίστη» του στην Τσέλσι δηλώνοντας on camera ότι «ποτέ στη ζωή μου δεν θα πάω στην Τότεναμ από σεβασμό για τους οπαδούς των Blues».
Όχι μόνο συμφώνησε, αλλά δήλωσε και χαρούμενος και ευτυχισμένος που θα προπονήσει μια ομάδα με την ιστορία και τον κόσμο των Spurs.
Ασυνέπειες συνηθισμένες στον κόσμο του μοντέρνου ποδοσφαίρου θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ωστόσο το ερώτημα εν προκειμένω είναι εάν ο Μουρίνιο έχει το δικαίωμα να συγκαταλέγεται πλέον στο «ποδόσφαιρο του 2020».
Η ιδιοκτησία και η διοίκηση της Τότεναμ εκτίμησε ότι μετά την κορυφαία σεζόν της ομάδας με τη συμμετοχή στον τελικό του Champions League χρειάζεται ένας επαναπροσδιορισμός φιλοσοφίας του club και η απόφαση πρόσληψης του Special On(c)e οπωσδήποτε εξέπληξε και εκπλήττει, απλούστατα διότι κανείς δεν είναι σε θέση να απαντήσει με βεβαιότητα εάν αυτός ο «αναγκαστικός» γάμος θα λειτουργήσει.
Ο Μουρίνιο δεν κάθεται σε πάγκο εδώ και έναν χρόνο, από τότε που η εκκωφαντική ήττα με 3-1 από την trendy Liverpool του Κλοπ τον υποχρέωσε στην ανεργία.
Για τους περισσότερους ήταν φυσιολογική εξέλιξη, απόδειξη του γεγονότος ότι ο Ζοσέ έπαψε να κινείται στη σφαίρα του απυρόβλητου και η ποδοσφαιρική βιομηχανία δεν τον κατατάσσει πλέον στις πρώτες γραμμές.
Δεν είναι πλέον η διάνοια των ‘90ς, ο νεωτεριστής, ο θαυματοποιός, ο αναμορφωτής, αλλά ένας νορμάλ, ένας αναλώσιμος προπονητής με «όνομα».
Κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στον Μουρίνιο, ειδικά αν το συνδυάσουμε με την εν γένει αίσθηση πως το ποδόσφαιρο που πρεσβεύει είναι πια ξεπερασμένο, εντελώς εκτός εποχής.
Μισό λεπτό όμως.
Ο 56χρονος Μουρίνιο έχει κατακτήσει 25 τρόπαια, έχει πάρει το πρωτάθλημα σε τέσσερις διαφορετικές χώρες, έχει σηκώσει δυο φορές τη μεγάλη κούπα του Champions League και μάλιστα με ομάδες που στην αρχή της σεζόν βρίσκονταν πολύ μακριά ακόμα κι από τον προσδιορισμό του στόχου.
Οι αντιφρονούντες βέβαια δικαίως θα θυμίσουν ότι η τελευταία κούπα γράφει επάνω 2017 και την τελευταία διετία έχει να επιδείξει μια μίζερη δεύτερη θέση με 19 ολόκληρους βαθμούς διαφορά από τη Σίτυ και «καριέρα σχολιαστή».
Αληθές είναι κι αυτό, τον τελευταίο καιρό ο Ζοσέ ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος τηλεσχολιαστής του Bein Sports, χωρίς μάλιστα να μας απασχολήσει ιδιαιτέρως με τα λεγόμενα και τις απόψεις του.
Το καλοκαίρι είπε την εξυπνάδα με τα τέσσερα φαβορί για τον τίτλο της Premiership, τη Σίτυ, τη Σίτυ Β, τη Λίβερπουλ και την Τότεναμ.
Ακούσια είχε συγκαταλάβει και τους Spurs στο κλειστό club των διεκδικητών, αλλά εάν αναλογιστούμε ότι το μεγάλο του φαβορί -η Σίτυ- βρίσκεται αυτή τη στιγμή 9 βαθμούς πίσω και η Τότεναμ είναι 14η, μάλλον κάτι δεν πάει καλά στην ποδοσφαιρική κρίση του «εκλεκτού», έστω στην επί χάρτου.
Άθελά του επίσης με εκείνη τη δήλωση, απώλεσε και το δικαίωμα να ισχυριστεί ότι η Τότεναμ θέλει ολοκληρωτικό rebuilding και μεγάλη ανάγκη μεταγραφικών ενέσεων.
Είναι πολλοί οι πονηροί στην Αγγλία που εστιάζουν ακριβώς σε αυτό το σημείο την τελική επιλογή του Λίβι: ο Μουρίνιο θεωρούσε την Τότεναμ ήδη επαρκέστατη για να την συγκαταλέγει στα φαβορί για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, συνεπώς το μόνο που χρειάζεται είναι η ορθή καθοδήγηση.
Το μεγάλο πρόβλημα με τον Ποτσετίνο άλλωστε ήταν αυτό ακριβώς. Ο μαθητής του Μπιέλσα δεν είχε κανένα πρόβλημα να στοχοποιήσει διοίκηση και ιδιοκτησία για την οικονομική πολιτική του club, δεν δίσταζε να επαναλαμβάνει ότι δεν συμφωνεί με αρκετές αποφάσεις του club και μάλλον αυτό ήταν που εκνεύρισε περισσότερο τους ιθύνοντες, παρά η πρόσκαιρη σίγουρα 14η θέση στη βαθμολογία.
Παρά το γεγονός ότι η Τότεναμ ξόδεψε 114 εκατομμύρια για να αποκτήσει Ντομπέλε, Σεσενιόν, Κλαρκ και Λο Σέλσο, ο Ποτσετίνο δεν έπαψε να στηλιτεύει εύσχημα την επιλογή της προτεραιοποίησης της κατασκευής του νέου γηπέδου, επαναλαμβάνοντας αρκετές φορές ότι αποδέχθηκε τη συνέχιση του πρότζεκτ με την ομάδα και τη στελέχωσή της σε δεύτερο πλάνο.
Δεν είναι βέβαιο ότι ο Μουρίνιο στη θέση του Ποτσετίνο θα είχε δώσει το consensus και θα υπηρετούσε πιστά ένα τέτοιο πλάνο, όλοι θυμούνται την ατέλειωτη γκρίνια του τον καιρό που ήταν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σχετικά με την «ατολμία» του club να παρακολουθήσει οικονομικά τα νέα δεδομένα στο μεταγραφικό πεδίο.
Τότε, μιλούσε εκ τους ασφαλούς, είχε το άλλοθι για κάθε αποτυχία, διέθετε ακόμα το ειδικό βάρος να επιβάλλει τους δικούς του όρους. Αυτή τη φορά πρέπει να λειτουργήσει διαφορετικά.
Είναι ίσως η πρώτη φορά στην καριέρα του από τον καιρό που ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς τον υπέδειξε ως νέο προφήτη στην Τσέλσι, που ο Μουρίνιο πρέπει να προσαρμοστεί στο «καινούριο» ποδόσφαιρο.
Στην Τσέλσι ήταν βασιλιάς Μίδας, στη Ρεάλ αρνήθηκε να υποτάξει το εγώ του στο μεγαλείο του συλλόγου, στην Ίντερ πάντοτε συμπεριφερόταν σαν να κάνει χάρη στον Μοράτι που προπονεί την ομάδα, δεν συζητάμε καν για τον καιρό της Πόρτο, όταν όλοι μιλούσαμε για τον θαυματοποιό και τον νέο «Μίχελς» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Η Γιουνάιτεντ τον «κατάπιε», η βαριά σκιά του Σερ Άλεξ τον κονιορτοποίησε και τον έκανε κομμάτια. Μετρήθηκε και αποδείχθηκε λίγος. Είναι πιθανόν πολύ βαριά διαπίστωση, αλλά δεν απέχει από την πραγματικότητα κι ας μην το παραδέχεται ο ίδιος.
Η εικόνα που έχει πια ο κόσμος και το κοινό για τον Μουρίνιο είναι πως πρόκειται για έναν πολύ κλειστό και ιδιαίτερο άνθρωπο, χαμένο στην αυτοαναφορικότητα και τις εμμονές του, στην αέναη και ματαιόδοξη αγωνία του να αποδείξει σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι ο τρόπος για να κερδίζεις στο ποδόσφαιρο είναι μόνο ο δικός του.
Ο Μουρίνιο μοιάζει να επιμένει εδώ και χρόνια ότι για να κατακτήσουν οι μεγάλες ομάδες τρόπαια πρέπει υποχρεωτικά να μην παίζουν καλά, να είναι αποκρουστικές. Προσοχή, όχι επειδή περνούν ένα παροδικό ντεφορμάρισμα ή δεν υπάρχουν τα κατάλληλα συστατικά της επιτυχίας, αλλά γιατί μόνον έτσι γίνεται.
Βασιλικότερος του Βασιλέως, πολύ πιο φονταμενταλιστής από τον εξ ορισμού απρόθυμο να εγκαταλείψει τις αρχές του Πεπ Γκουαρντιόλα, ο Μουρίνιο μοιάζει να στύλωσε τα πόδια στη γη όταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος προχωρούσε μπροστά.
Ένας αντιδραστικός τύπος σε καιρό επανάστασης και «κλοπικής» θεώρησης του ποδοσφαίρου, που επιμένει ότι αυτό το πρόσκαιρο εναλλακτικό κύμα ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας είναι προσπελάσιμο.
Ο Μουρίνιο φαντάζεται τον εαυτό του εισηγητή σε ένα φαντασιακό πλαίσιο ποδοσφαιρικής Συνθήκης της Βιέννης, που ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά συνέδρια στην Ιστορία της Ευρώπηςκαι αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του διεθνούς δικαίου.
Στο μυαλό του, ποδοσφαιρικά δίκαιο είναι μόνο εκείνο που στοχάζεται, συντάσσει και εφαρμόζει ο ίδιος και εκπορεύεται από την αναγκαιότητα επιστροφής στους θεμελιώδεις αξιακούς ποδοσφαιρικούς άξονες της φιλοσοφίας του.
Κυνισμός, αμυντική προσήλωση και σταθερότητα, στοχευμένες αντεπιθέσεις, ανταγωνισμός στα όρια του αντιαθλητικού, προκλήσεις και mind games εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου. Σε αυτές τις αρχές εδράζονται οι άξονες της κοσμοθεωρίας του για το ποδόσφαιρο, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη εχθρών για δημιουργία κινήτρων και υψηλά επίπεδα συσπείρωσης.
Είναι πάρα πολύ λεπτές οι γραμμές σε αυτού του τύπου την προσέγγιση ακόμα και σε πιο σοβαρούς τομείς της ζωής μας και όχι τόσο στο ανέξοδο ποδόσφαιρο.
Εκ του ασφαλούς διακηρύττει τώρα τις αρχές του, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Ποτσετίνο είχε απωλέσει εκτός από τη στήριξη της διοίκησης και των μετόχων και την πίστη των ποδοσφαιριστών του.
Το πιο δύσκολο έχω την αίσθηση που καλείται να αποδείξει ο Ζοσέ, είναι ότι δεν έχει χάσει το μύθο του, την πεποίθηση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν Guru του σπορ, ο οποίος έχει το χάρισμα να μετατρέψει μια μεσαίας ταχύτητας ομάδα στο ευρωπαϊκό στερέωμα -όπως ήταν η Πόρτο- σε απόλυτη πρωταγωνίστρια ή να πείσει έναν αστέρα του μεγέθους ενός Σάμουελ Ετό να υποτάξει το εγώ του και να αγωνιστεί ακραίος μπακ για τις ανάγκες της ομάδας.
Κάποτε, όλα αυτά ήταν φυσιολογικά στον κόσμο του Ζοσέ, κάποτε ό,τι έλεγε ήταν νόμος χωρίς πολλά-πολλά.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στην Τότεναμ, στην πραγματικότητα πρέπει να αποδείξει σε όλους μας ότι διαθέτει ακόμα την ικανότητα να συμπαρασύρει μια ομάδα, ένα γκρουπ μαζί του, πείθοντάς το να υπηρετήσει κάτι που πιθανόν βρίσκεται εκτός του γνωστικού πεδίου του.
Με τη διαφορά ότι εάν αυτή τη φορά δεν τα καταφέρει, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να πείσει και όλο τον κόσμο πως δεν ξόφλησε για πάντα από το «μαχόμενο» ποδόσφαιρο.
Το κέρμα αυτή τη στιγμή είναι στον αέρα και αποκλείεται να σταθεί όρθιο.
Ο Ζοσέ είτε θα γίνει meme στα social με το παρκαρισμένο πούλμαν -όπως έγινε ήδη μια φορά με την δις αποτυχημένη επιστροφή του στο νησί- είτε θα πάρει την εκδίκησή του με τον τρόπο που πάντοτε ήθελε:
Μόνος του κι όλοι μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ζοσέ Μουρίνιο: Στο τέλος της διαδρομής
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro