Πρωταθλήματα, Κύπελλα, Τελικός Champions League, Πρωταθλητής Κόσμου.
Κι όμως ξεχασμένος, κι όμως σκιώδης, σχεδόν απαρατήρητος. Δεν ήταν βοηθητικός, δεν ήταν τυχερός, δεν βρισκόταν στο ρόστερ από συμπτώσεις. Γι’ αυτό παραμένει ένα άλυτο μυστήριο.
Ο Μάουρο Χερμάν Καμορανέζι επί μια δεκαετία πρωταγωνίστησε στο ιταλικό ποδόσφαιρο, ήταν μέλος μιας εκ των κορυφαίων ομάδων του, μετείχε στη “Χρυσή” «Squadra Azzurra» της Γερμανίας. Κι όμως δεν τον αναφέρει κανείς, δεν τον θυμάται κανείς, συνοδεύεται μόνιμα από εκείνο το «α, ναι, ήταν κι αυτός».
Πιθανόν να έφταιγε το στυλ του, ο αντιτουριστικός τρόπος παιχνιδιού, το αταξινόμητο τακτικά ποδόσφαιρο που πρέσβευε. Δεν ήταν δεύτερος επιθετικός, δεν ήταν καθαρός εξτρέμ, δεν ήταν επιθετικός μέσος, δεν ήταν «mezzala». Ήταν πάντα λίγο απ’ όλα αυτά. Υπηρετούσε πειθαρχημένα το πλάνο της ομάδας, έπαιζε όπου υπήρχε ανάγκη, εκεί όπου οι προπονητές εντόπιζαν τον πιθανό ύφαλο.
Γιατί όσο αταξινόμητος κι αν ήταν, υπήρξε ο πιο πειθαρχημένος τακτικά ποδοσφαιριστής εκείνης της δεκαετίας. Μπέρδευε με τη νωθρότητα, αλλά ήταν ταχύτατος. Φαινόταν ανόρεχτος, αλλά ανταποκρινόταν υποδειγματικά και είχε στιγμές γνήσιας ποδοσφαιρικής τρέλας που παρέσυρε και τους υπόλοιπους.
Άγνωστο γιατί δεν τον αγάπησε το κοινό, παρά την αύρα Σαμουράι, το ινδιάνικο φιζίκ, την σχεδόν καλτ συμπεριφορά. Ήταν σαν βιβλίο με φανταχτερό εξώφυλλο και δυσνόητο περιεχόμενο, απ’ εκείνα που θέλουν να έχουν όλοι στη βιβλιοθήκη τους, αλλά δεν τα διαβάζουν ποτέ.
Υπάρχουν ορισμένα βιβλία που τα καταλαβαίνεις, μονάχα αν τα διαβάσεις σε διαφορετικές περιόδους, με ασφαλή χρονική απόσταση, έχοντας λίγη περισσότερη σοφία και εμπειρία στη φαρέτρα. Μόνο αν πλησιάσεις πολύ κοντά, αντιλαμβάνεσαι την ουσία της ιστορίας του Καμορανέζι. Από την εποχή της αθωότητας, τότε που ήταν ο «νέος Ρονάλντο» στην Αλντοσίβι στην Αργεντινή, στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Ο Μάουρο ήταν 18 χρόνων, έπαιζε ένα από τα πρώτα του ντέρμπι στο Μαρ Ντελ Πλάτα, την επαρχία του Μπουένος Άιρες που έχει πάνω από 30 ντέρμπι, γιατί το ποδόσφαιρο στην Αργεντινή απαρτίζεται μόνο από «clàsicos». Ένα παιδί με κούρεμα “καπελάκι”, ήταν τότε της μόδας, και το «11» στην πλάτη της φανέλας, διαλύει το πόδι του Ρομπέρτο Πίτσο. Με τις τάπες ψηλά στο καλάμι, τάκλιν μακριά από τη μπάλα, στο κέντρο του γηπέδου.
Αποβάλλεται και αποχωρεί χαμογελώντας, με το κοινό να τον στολίζει με κάθε λογής προσβολή. Μοιάζει ικανοποιημένος, χαρούμενος, σαν να έχει εκπληρώσει την αποστολή του. Για τους ντόπιους μετατρέπεται σε ένα ακόμα κακομαθημένο παλιόπαιδο, ένα χαμίνι που δεν έχει θέση στο Αργεντινικό Πρωτάθλημα. Του βρίσκουν ομάδα στο Μεξικό, μετακομίζει στη Σάντος Λαγκούνα για μερικούς μήνες, πριν ξαναβρεί στέγη στους Μοντεβιδέο Γουόντερερς στην Ουρουγουάη. Δεν πιάνει ούτε διψήφιο αριθμό συμμετοχών, έχει καταστρέψει το όνομά του από μια και μόνο φάση.
Η μοίρα πολλών ποδοσφαιριστών έχει καθοριστεί από μια και μόνο φάση. Το κοινό, ο Τύπος, όλοι μας εμμένουμε μόνο στις πολύ γνωστές περιπτώσεις, λησμονώντας πόσα παιδιά καταστράφηκαν, δεν έγιναν επαγγελματίες, στερήθηκαν την καριέρα που τους έπρεπε. Οι περισσότεροι εγκαταλείπουν, στρέφονται σε άλλες δουλειές, αφηγούνται στις παρέες κάθε φορά διαφορετικά την ίδια ιστορία.
Ελάχιστοι κυνήγησαν το όνειρο, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι εκείνοι που επαναπροσδιορίστηκαν, το έψαξαν με τη λύσσα που το έκανε ο Καμορανέζι και ξαναπέρασαν τη διαδικασία από την αρχή.
Ο Μάουρο επέστρεψε μετά την αυτοεξορία στην Αργεντινή, ξεκίνησε από την αρχή στην Μπάνφιλντ της Β’ Εθνικής, στα 22 του επιχείρησε να φτιάξει αυτό που μια φάση, μια στάμπα, του απαγόρευσε στα 18.
Παίζει, σκοράρει, συμμετέχει. Με ελεγχόμενο πάθος, σαν να έχει πάρει το μάθημά του. Μοιάζει να προσπαθεί να βρει μια ισορροπία, ένα σημείο τομής. Δεν είναι σαφές αν τα μαζεύει μέσα του, αν τιθασεύει τη φύση του, αν όντως άλλαξε τον τρόπο που βλέπει το ποδόσφαιρο. Όταν πήρε την πρώτη μεγάλη μεταγραφή της καριέρας του στην Κρουζ Αζούλ στο Μεξικό, τα πάντα έδειχναν ότι είναι έτοιμος “να το ζήσει”.
Ημιτελικός στα play offs για τα τελικά του Πρωταθλήματος στο Μεξικό. Ντέρμπι Αμέρικα-Κρουζ Αζούλ. Κλίμα τεταμένο, παιχνίδι ζωής και θανάτου. Στο 20λεπτο χάνει πάλι το μυαλό του, “σφυριά” με τις τάπες στο πόδι του Μπλάνκο. Η ίδια φάση σε απόσταση τεσσάρων ετών, το ίδιο επεισόδιο, η επανάληψη της μοίρας του. Απευθείας αποβολή, ο πολύπειρος Χιλιανός, Φαμπιάν Εστάι, του χαϊδεύει το κεφάλι, ενώ ο Μάουρο αποχωρεί για τα αποδυτήρια δακρυσμένος.
Για τους οπαδούς είναι ήρωας, παρά το γεγονός ότι η Κρουζ Αζούλ θα χάσει εν συνεχεία το Πρωτάθλημα στον Τελικό, ο ίδιος αισθάνεται διαλυμένος, ο ψυχισμός του είναι στα Τάρταρα. Έρχεται η γέννηση του γιου του, μαλακώνει, επανέρχεται. Οι Μεξικανοί τον αγαπάνε, το ποδόσφαιρό τους δεν τον ξέβρασε, στην Πόλη του Μεξικού ξέρουν να συγχωρούν. Πλέον έχει δει το ίδιο νόμισμα και από τις δυο όψεις.
Όλα είναι τελικά θέμα ισορροπίας, χρονισμού, ερμηνείας και διαχείρισης. Ο Αντρέα Παστορέλο, ο γιος του ιδιοκτήτη τότε της Βερόνα, τον είχε απορρίψει αμέσως, όταν τον είχε πρωτοδεί σε μια βιντεοκασέτα με τη φανέλα της Μπάνφιλντ. Ο ατζέντης του, Πατρίσιο Ερνάντεζ, είχε διατηρήσει την επαφή και την κατάλληλη στιγμή επανέφερε το όνομα.
Ο Τεχνικός Διευθυντής της Ελλάς, ο Φόσκι, ήταν διστακτικός, δεν ήταν βέβαιος ότι ο Αργεντινός θα κατορθώσει να προσαρμοστεί στο Ιταλικό Πρωτάθλημα. Λανσαρίστηκε ως δεξιός εξτρέμ, βρέθηκε ένας τρόπος να ξεπεραστούν οι ενδοιασμοί, με μια φόρμουλα δανεισμού με option αγοράς.
Η Βερόνα είναι ίσως η πιο επιβλητική και λυρική πόλη στην Ιταλία. Πέρα από τις σεκσπιρικές αναφορές, την καλλιτεχνική κληρονομιά και την αστική δομή της, αναβλύζει ρομαντισμό και ουσιαστικά τραβάει σαν μαγνήτης τις παραμυθένιες ιστορίες. Ο Καμορανέζι ζει την κάθαρση την πρώτη του σεζόν και το μαρτύριο τη δεύτερη. Πάλι ανάποδα, πάλι ακανόνιστα.
Η πρώτη σεζόν είναι από τις πιο θεαματικές της Βερόνα στη Serie A, τη δεύτερη σεζόν η ομάδα υποβιβάζεται. Έχει μάθει να ελέγχει τον εαυτό του, δεν τα καταφέρνει πάντα, αλλά συνολικά είναι ισορροπημένος. Έχει κάνει κάποια καλά παιχνίδια, αγωνίζεται πότε δεξιά και πότε αριστερά, δεν σκοράρει πολύ, αλλά είναι χρήσιμος. Δεν έχει πρόβλημα να παραμείνει και στη Serie B, περνάει καλά στην πόλη, έχει βρει μια εσωτερική γαλήνη.
Σε μια παράλληλη πραγματικότητα, το Παγκόσμιο της Άπω Ανατολής έχει ολοκληρωθεί. Η Ιταλία έχει αποτύχει εκκωφαντικά, η χώρα έχει επικηρύξει το διαιτητή Μορένο, οι ποδοσφαιριστές είναι καταπονημένοι και ψυχολογικά καταπονημένοι.
Στη Γιουβέντους ανησυχούν πολύ για την κατάσταση που βρίσκεται ο Τζιανλούκα Τζαμπρότα, ο Μαρσέλο Λίπι θέτει ζήτημα εναλλακτικής λύσης.
Τα διαθέσιμα χρήματα δεν είναι πολλά, η εταιρεία δεν βρίσκεται στην περίοδο που ξοδεύει αφειδώς και φέρνει μεγάλα ονόματα. Ο Τζιανλούκα Πεσότο σε μια προπόνηση θυμίζει στον Λίπι εκείνον τον ακραίο από τα ματς με τη Βερόνα. Γίνονται δυο-τρία τηλέφωνα, παίρνονται οι εγκρίσεις, πέφτει στο τραπέζι η ιδέα της συνιδιοκτησίας.
«Στην Ιταλία ελέγχει τα νεύρα του, έχει προσαρμοστεί, θα μπορούσε να μας είναι χρήσιμος», είναι η τελική ετυμηγορία. Ο Καμορανέζι ανακοινώνεται αθόρυβα, είναι από εκείνες τις μεταγραφές στις οποίες δεν δίνει σημασία κανένας. Τα αποδυτήρια της «Γιούβε» είναι τα πρώτα που ο Μάουρο τα αντιμετωπίζει ταπεινά, με φειδώ. Μέχρι την έκτη αγωνιστική που η «Μεγάλη Κυρία» επισκέπτεται το San Siro για το ντέρμπι με την Ίντερ, έχει αποδεχτεί απόλυτα ότι είναι αναπληρωματικός, “βοηθητικός”, ένα μέλος του ρόστερ.
Μπαίνει σεληνιασμένος, δεν τους περνάει απλώς, τους ρίχνει σαν κορίνες. Πεισματάρης, θρασύς, προκλητικός ακόμα και με “προσωπικότητες” όπως ο Κόρντομπα. Είναι από τα πιο αξιομνημόνευτα Derby d’ Italia στην ιστορία, ένα ματς που έληξε ισόπαλο 1-1 με κινηματογραφικό τρόπο, με πέναλτι, αποβολές, ένταση και ένα γκολ στο τελευταίο δευτερόλεπτο που ολόκληρο το γήπεδο πίστευε ότι έβαλε ο Τόλντο, δηλαδή ο τερματοφύλακας της Ίντερ.
Από εκείνο το ντέρμπι κι έπειτα, οι συμπαίκτες του Καμορανέζι, ποδοσφαιριστές του διαμετρήματος των Τουράμ, Μπουφόν, Νέντβεντ, Ντελ Πιέρο, Σάλας, Ντάβιντς, Φεράρα και ούτω καθεξής, άρχισαν να τον υπολογίζουν ως ισότιμο μέλος εκείνης της Γιουβέντους. Μιας ομάδας με απίθανη ποιότητα και πολλές σκιές, μια ομάδας με περίεργο ψυχισμό και διαρκή αμφισβήτηση. Ακριβώς όπως και ο ίδιος ο Καμορανέζι.
Απελευθερωμένος, έχοντας αποδείξει ότι μπορεί να επιβληθεί και να γίνει σημαντικός στο υψηλότερο επίπεδο, ο Μάουρο αναπτύσσει το χαρακτήρα και το παιχνίδι του με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η εικόνα του αρχίζει να αποκτά μεφιστοφελική όψη. ελαφρώς παραμελημένα μακριά μαλλιά, παλιομοδίτικη αλογοουρά, στραβωμένα μούτρα. Με την αμφισβήτηση στους ώμους αποδίδει καλύτερα από ποτέ, η επιρροή του στο παιχνίδι αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, γίνεται το αντίβαρο του Νέντβεντ, ο αφανής τεχνικός ηγέτης.
Η Γιουβέντους, η οποία τον είχε αποκτήσει με καθεστώς συνιδιοκτησίας, τον αγοράζει την πρώτη ημέρα των μεταγραφών. Είναι αποφασιστικός, απαραίτητο γρανάζι στη λειτουργία ολόκληρου του ποδοσφαιρικού οργανισμού Γιουβέντους. Ακόμα κι όταν φεύγει ο Λίπι και αναλαμβάνει ο Καπέλο, ακόμα κι όταν “εισβάλει” στα αποδυτήρια ο τυφώνας Ιμπραΐμοβιτς, ο Καμορανέζι παραμένει αμετακίνητος ως πυλώνας στην οικονομία του παιχνιδιού, ως status στη λειτουργία της ομάδας.
Στο ξεκίνημα της τέταρτης σεζόν του στα ασπρόμαυρα νιώθει καλύτερα από ποτέ. Το διασκεδάζει, “ανοίγεται”, επιτρέπει στον εαυτό του υπερβάσεις, όπως εκείνη στο Franchi το Δεκέμβριο του 2005, όταν σκόραρε, άρπαξε το σημαιάκι του κόρνερ κι άρχισε να παίζει μπάσο μπροστά στην κερκίδα των φανατικών της Φιορεντίνα. Του πέταξαν ό,τι είχαν, εκείνος άρπαξε έναν αναπτήρα και προσποιήθηκε ότι ανάβει τσιγάρο.
Χάρη σε αυτό το περιστατικό έμαθε το κοινό ότι όντως παίζει μπάσο, ακούει μέταλ, έχει αγοράσει σε μια δημοπρασία το μπάσο του Στιβ Χάρις από τους Iron Maiden και το γρατζουνάει στο σπίτι του στο Τορίνο.
Λίγο πριν την προεπιλογή για το Μουντιάλ της Γερμανίας, στέκεται μπροστά στις κάμερες και εν μέσω «calciopolis» λέει ότι η Γιουβέντους του 2006 είναι η καλύτερη ομάδα που έπαιξε ποτέ. «Έχουμε τους 10 από τους 30 καλύτερους παίκτες στον κόσμο, οι περισσότεροι αρχηγοί στις Εθνικές τους ομάδες. Μια φορά στα 20 χρόνια γίνονται αυτά. Όπως και το ότι δεν κερδίσαμε το Champions League».
Δεν γινόταν να λείψει από τους εκλεκτούς του Λίπι για το Παγκόσμιο. Είμαι βέβαιος ότι δεν το θυμάται κανείς, αλλά έπαιξε σε πέντε παιχνίδια, μεταξύ των οποίων και ο ημιτελικός και ο Τελικός. Πριν από εκείνο το παιχνίδι, εκείνο το βράδυ, ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Τριγυρνούσε στα δωμάτια, άκουσε ομιλίες απ’ το δωμάτιο του Φεράρα. «Πέρνα σε λίγο, έχω τον Ντιέγκο στο τηλέφωνο», του λέει ο Τσίρο. Δεν τον πίστεψε, σκέφτηκε ότι είναι από τις κλασσικές πλάκες του Φεράρα. «Εντάξει, Τσίρο, πες του Ντιέγκο ότι θέλω να του μιλήσω κι εγώ μετά», είπε γελώντας κι έφυγε.
Δέκα λεπτά αργότερα ο Φεράρα χτυπάει τη δική του πόρτα στο δικό του δωμάτιο. «Μάουρο, έλα, ο Ντιέγκο είναι». Το πήρε στην πλάκα, πήρε τη συσκευή και κοκκάλωσε. Ήταν όντως ο Μαραντόνα στο τηλέφωνο. Του μίλησε αρκετή ώρα, πριν κλείσουν ο Ντιέγκο του είπε «Κοιμήσου ήσυχος, αύριο θα είσαι Παγκόσμιος Πρωταθλητής και δεν θα μπορείς να κοιμηθείς». Έδωσε το τηλέφωνο πίσω στον Φεράρα με το χέρι τρεμάμενο.
«Ήταν όντως ο Μαραντόνα, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν ήξερα τον Ντιέγκο, δεν είχα καν μιλήσει ποτέ μαζί του. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα συναισθήματα που ένιωσα ποτέ», αφηγείται μετά από καιρό, όταν μας έκανε κοινωνούς αυτού του ανέκδοτου περιστατικού.
Στον Τελικό ξεκίνησε. Ήταν ο μόνος από την ενδεκάδα που δεν φώναζε το «Fratelli d’ Italia» στην αρχή. Κάτι τέτοια γίνονται τεράστια ζητήματα στην Ιταλία, ασχολούνται εφημερίδες, εκπομπές, ένα σωρό κόσμος κάθεται και αναλύει με πόση ένταση τραγουδάει τον Εθνικό ύμνο ο Καναβάρο και πάει λέγοντας. Αγνή ποδοσφαιρική Ιταλία. Εννοείται ότι ρωτήθηκε γιατί δεν έχει μάθει και δεν τραγουδάει τον ύμνο. «Δεν ξέρω, δεν τραγουδάω ούτε το δικό μου», τους αφόπλισε. Απίθανη δήλωση που χάθηκε μέσα στην έκσταση των πανηγυρισμών.
Αντικαταστάθηκε στο 86ο λεπτό σε εκείνον τον Τελικό. Έδωσε το χέρι στον Ντελ Πιέρο κι έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στο χρυσό αγαλματίδιο που ήταν τοποθετημένο ευλαβικά λίγο πριν την πλάγια γραμμή, περιμένοντας τους αξιωματούχους της FIFA να χαράξουν το όνομα της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας. Θα ήταν ή η Γαλλία ή η Ιταλία.
Τη στιγμή που ο Φάμπιο Γκρόσο πνίγεται στις αγκαλιές των συμπαικτών, ο Καμορανέζι είναι με τον Τρεζεγκέ στην άλλη πλευρά, τον παρηγορεί, του δίνει ένα φιλί στο μέτωπο και ορμάει στο μπούγιο. Φοράει μια λευκή κορδέλα, η περίφημη κοτσίδα του Σαμουράι είναι παρελθόν, γιατί ο «Κουρέας της Ιταλίας», Μάσιμο Όντο, έχει αρπάξει ένα ψαλίδι και του έχει κόψει την κοτσίδα.
Αυτό το σκηνικό είναι η καλύτερη απάντηση σε όλους όσοι εξακολουθούσαν να αναρωτιούνται «για ποιον λόγο παίζει σε αυτή την Εθνική ο Μάουρο Χερμάν Καμορανέζι». Κάθε παζλ έχει ανάγκη από όλα τα κομμάτια του, κάθε παρέα θέλει το μοχλό αποσυμπίεσης, τον “ήρεμο τρελό” της. Από πολύ μικρός ο Καμορανέζι έμαθε να ζει στην αμφισβήτηση. Να είναι το ανομολόγητο μαύρο πρόβατο, ο κρυφά δακτυλοδεικτούμενος.
Μετά τους εορτασμούς, τις χαρές, τις παρασημοφορήσεις, ήρθαν τα μαντάτα από το Δικαστήριο για το «calciopolis». Υποβιβασμός, η Γιουβέντους στη Serie B. Και πάλι δεν το θυμάται κανείς, αλλά ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής Καμορανέζι έμεινε σε εκείνη την ειδικών συνθηκών Γιουβέντους. Δεν το έκανε με την ψυχή του, δεν υποκρύπτεται ηρωισμός ή παντοτινή πίστη στη φανέλα στην επιλογή του.
Συνυπήρχαν δυο ψυχές στο σώμα του, ήθελε να φύγει, δεν τον άφησε η ομάδα. Υπήρχε έντονο ενδιαφέρον και από την Ίντερ και από τη Ρόμα. Ο μάνατζέρ του κατέθεσε επίσημη πρόταση της Ολιμπίκ Λιόν, η Γιουβέντους αρνήθηκε. Η σεζόν στη Serie B ήταν νωθρή, ανόρεχτη, ανώνυμη. Όσο περνούσαν οι μήνες, το αποδεχόταν ότι παίζει στη Β’ Εθνική, ότι δεν κεφαλαιοποίησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Μετά την άνοδο, του ανέλυσαν το project, του εξήγησαν πόσο ανάγκη τον έχει η ομάδα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που λειτούργησε συναισθηματικά στη ζωή του. Ναι, δεν το θυμάται κανείς, αλλά ο Καμορανέζι ήταν και στη Γιουβέντους της επιστροφής, μέλος της ομάδας που μισούσε όλη η υπόλοιπη Ιταλία.
Οι σεζόν του είχαν κυρίως εκλάμψεις, μιας και ταλαιπωρήθηκε από πολλούς μυϊκούς τραυματισμούς. Αποχωρεί αθόρυβα το καλοκαίρι του 2010. Είναι 34, τη μισή του ποδοσφαιρική ζωή την έζησε στο Τορίνο κι όμως δεν το συνειδητοποιεί κανείς. Το ρέκβιεμ στα ευρωπαϊκά γήπεδα έγινε στη Bundesliga με τη Στουτγάρδη. Θα μπορούσε να το έχει αποφύγει, να μην υπάρχει αυτός ο “λεκές”.
Ήταν η χειρότερη σεζόν της καριέρας του. Πιο πολύ κι από εκείνη που λίγο έλειψε να τον αναγκάσει να το “κόψει” στην Αλντοσίβι. Το σώμα δεν ακολουθεί το μυαλό πια. Το ακριβώς αντίθετο από το ξεκίνημα της καριέρας. Αυτό το κεφάλαιο ήθελε να κλείσει, επιστρέφοντας στην Αργεντινή. Υπέγραψε στη Λανούς το Φεβρουάριο του 2011. Και στο περιβάλλον που τον πλήγωσε περισσότερο απ’ όλα, άφησε τον εαυτό του να ξεφύγει. Ξανά. Και ξανά.
Αποκορύφωμα οι αλυσιδωτές αντιδράσεις σε ένα φιλικό (!) με τους All Boys, όταν βγάζει νοκ άουτ το Ροντρίγκεζ σαν άψογος πυγμάχος και η βεντέτα συνεχίζεται μέχρι και μέσα στα αποδυτήρια.
Είναι διαυγής, συνειδητοποιημένα βίαιος και το επαναλαμβάνει και κόντρα στον Πατρίσιο Τοράνθο στο ντέρμπι με τη Ρασίνγκ. Σωριάζει με κεφαλιά τον Τοράνθο, τον αποβάλλει ο διαιτητής, πηγαίνει επάνω από τον σωριασμένο αντίπαλο και τον κλωτσάει. Όταν τον συνοδεύουν εκτός αγωνιστικού χώρου, δίπλα στον έκπληκτο «Τσόλο» Σιμεόνε, τότε προπονητή της Ρασίνγκ, δείχνει τον ανδρισμό του και “ψάχνεται” για ακόμα χειρότερα.
Το εκπληκτικό και η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι το καλοκαίρι του 2012 καταλήγει στην ίδια τη Ρασίνγκ, όπου θα θυμηθεί και τα καλά κομμάτια του εαυτού του. Ο σκάρτος ενάμισης χρόνος στο El Cilindro μοιάζει σαν το spin off ολόκληρης της καριέρας του. Γκολ και ασίστ, παρά το προχωρημένο της ηλικίας, στην αρχή. αποβολές και ρήξη με τον προπονητή στο τέλος.
Φεβρουάριο του 2014 ανακοίνωσε ότι τον Απρίλιο θα σταματήσει. Ούτως ή άλλως ήταν εκτός πλάνων. Δεν έγινε κάποια τελετή, όταν σταμάτησε, δεν μαζεύτηκε κόσμος, δεν ειπώθηκαν τα καθιερωμένα γλυκόλογα. Σταμάτησε και τέλος.
Έκτοτε προσπαθεί να γίνει απεγνωσμένα προπονητής. Έχει γυρίσει τη μισή υφήλιο, έχει προσπαθήσει στο Μεξικό, στη Σλοβενία, φοίτησε στο Κοβερτσάνο για να αποκτήσει τα διπλώματα, αλλά είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί να σταθεί σε υψηλό επίπεδο.
Οι αναμνήσεις, τα γκολ, οι ασίστ, οι τρίπλες σιγά-σιγά ξεθωριάζουν, όσο περνούν τα χρόνια. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ταιριάζει, δεν αρκεί ούτε η εξιδανίκευση του παρελθόντος. Δεν υπάρχει κάτι ξεκάθαρο, κάτι κρυστάλλινο να επισκιάσει τα πάντα.
Κάπως έτσι οι άνθρωποι θυμούνται περισσότερο τα λάθη, κάπως έτσι καταλήγουμε να μην θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας αλλά τη σιωπή των φίλων μας.
Κι επειδή η αλήθεια πληγώνει, η ανάμνηση γίνεται θολή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πάβελ Νέντβεντ: Ο Κρύσταλλος Της Βοημίας
Άλεξ Ντελ Πιέρο, ο «Pinturicchio»
Έντγκαρ Ντάβιντς: Προσοχή, (δεν χρειάζεται να) δαγκώνει
Η μαγική στιγμή του Φάμπιο Γκρόσο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro