Περπατά με γοργό βήμα στοv στενό, φρεσκοσοβατισμένο διάδρομο.
Μοιάζει με εκατόμβη, είναι μια σήραγγα που καταλήγει στα παλιά, τσιμεντένια σκαλιά που βγάζουν στο γρασίδι. Το Μπομπονέρα πάλλεται, χορεύει, είναι ήδη στη νιρβάνα του. Ο ήρωας βγαίνει από την καταπακτή, τρέχει, αναπηδά στα πόδια του σαν να χορεύει κούμπια.
Η αύρα του Ντιέγκο είναι εκεί, το βάρος της ασήκωτο, στο πέταλο η Ντότσε σχεδόν ψάλλει κατανυκτικά. Στη σουίτα στο κέντρο του γηπέδου, ο Χουάν Ρομάν Ρικέλμε τον δείχνει στο μικρό του γιο.
Μια ασυνήθιστη συγκέντρωση ορατών και αόρατων μύθων, θρύλων, αθάνατων ηρώων.
Μια άτυπη γραμμή ενώνει τα δεκάρια της Μπόκα, δημιουργείται ένα τρίπτυχο παντοτινών αρχηγών, συμβόλων. το καθένα έχει το δικό του άυλο βάρος στο σκυρόδεμα του Μπομπονέρα. Στον αγωνιστικό χώρο, ο ήρωάς μας υψώνει στιγμιαία το βλέμμα στον ουρανό, κάνει βιαστικά τον σταυρό του, φιλάει το χέρι και στρώνει το περιβραχιόνιο στο μπράτσο του.
Ο αρχηγός που σέρνει τον ποδοσφαιρικό χορό της Μπόκα, είναι ο Καρλίτος Τέβες.
«Ο Ντιέγκο είναι ο μεγαλύτερος παίκτης που είχαμε ποτέ, δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα. Ο Θεός με αξίωσε να τον γνωρίσω, να τον χαιρετήσω μέσα σ’ αυτό γήπεδο, να τον αγκαλιάσω, να του δώσω τη φανέλα μου, το περιβραχιόνιο, τα πάντα. Και όλα αυτά με τον Ρομάν να παρακολουθεί από την εξέδρα, όλα με το γήπεδο κατάμεστο και την επίγνωση ότι ο Ντιέγκο μάς έκανε ευτυχισμένους, εμάς και τους πατεράδες μας».
Ο Τέβες αυτή τη στιγμή είναι η Μπόκα. Ήταν από το 2015, όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει.
Έλειπε έντεκα χρόνια, κι όμως 65 χιλιάδες άνθρωποι ήταν εκεί στο ντεμπούτο του, για να τον προϋπαντήσουν, να τον αποθεώσουν, να επιβραβεύσουν την ίδια τους την υπομονή.
Δεν ήταν καν κανονικό ντεμπούτο, δεν παίχτηκε καν ποδόσφαιρο. Ο Κάρλος βγήκε στο χόρτο μαζί με τα παιδιά του, φορούσε τη φανέλα με το «10», έσκυψε, φίλησε το χορτάρι κι ενώθηκε με τον κόσμο. Αυτή είναι η έννοια του ποδοσφαίρου στην Αργεντινή. Δεν το καταλαβαίνουμε οι Ευρωπαίοι, ποτέ δεν θα το καταλάβουμε.
Γι’ αυτό επέστρεψε ο Τέβες. Στο πικ της καριέρας του, σε μια στιγμή, όταν θα μπορούσε να εξασφαλίσει ένα “χρυσό” συμβόλαιο σε οποιαδήποτε ομάδα διεκδικεί το Champions League. Την ίδια χρονιά είχε φτάσει στον Τελικό με την τελευταία του ομάδα στην Ευρώπη, είχε ξεκινήσει βασικός στον Τελικό του Βερολίνου εναντίον της Μπάρσα.
Η επιλογή του Τέβες να επιστρέψει στην Αργεντινή και να υπογράψει στην Μπόκα, ήταν μια απόφαση ζωής, όχι απλώς καριέρας. Ήταν ο τρόπος του να σμιλευτεί το πρόσωπό του στο όρος Ράσμορ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μπόκα Τζούνιορς.
Επέστρεψε, για να πεταχτούν ξανά οι φλέβες στο λαιμό του, για να ζήσει την αδρεναλίνη, να ξανασκαρφαλώσει στο δίχτυ των φανατικών στη Ντότσε. Ο Τέβες ήθελε την αδιόρατη διασύνδεση με τη νιότη του, με την έξαψη του ξεκινήματος, τη δίψα (για να μην χρησιμοποιηθεί η λέξη που πραγματικά ταιριάζει) που ένιωθε κάθε φορά, όταν τίναζε τα δίχτυα μ’ αυτή τη φανέλα.
Ο Τέβες επέστρεψε πολύ απλά, γιατί είχε ανάγκη τη Μπόκα περισσότερο απ’ την ανάγκη της Μπόκα για εκείνον. «Εμένα η Μπόκα με έχει καταβροχθίσει. Είναι πολλά περισσότερα από μια ομάδα, είναι η οικογένειά μου, το σπίτι μου. Η Μπόκα είναι συναίσθημα», εξομολογείται.
Ένας ποδοσφαιριστής πραγματικά τοπ επιπέδου, ο οποίος έχει φορέσει τις φανέλες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, της Γιουβέντους, της Μάντσεστερ Σίτι και κάλλιστα θα έβρισκε συμβόλαιο στη Μπάγερν, τη Μπάρσα, παντού. Κι όμως, η καρδιά είπε Μπόκα. Τα χρήματα δεν αγοράζουν την ευτυχία, ένας φουσκωμένος τραπεζικός λογαριασμός δεν υποκαθιστά την ανατριχίλα του «10» στην πλάτη της φανέλας που πρωτοφόρεσε, όταν στη γειτονιά οι βρύσες δεν έτρεχαν καν πόσιμο νερό.
Ο Τέβες ήταν ο ήρωας των χαμόσπιτων, το είδωλο του παιδιού που χόρταινε μονάχα στα όνειρά του. Γι’ αυτά τα παιδιά επέστρεψε, αυτά τον ανέδειξαν σε λαϊκό ήρωα κι ένιωθε χρέος να τα οδηγήσει ξανά σε δρόμους που φοβούνταν να πατήσουν.
Γιατί ο Καρλίτος ήταν ένας απ’ αυτά τα παιδιά. Μεγάλωσε στη Βίλα Μιζέρια, εκεί όπου τα σπίτια δεν έχουν τοίχους και η σκεπή είναι ένα κομμάτι λαμαρίνα. Δεν επέστρεψε για να αναμετρηθεί με το παρελθόν του. το είχε αφήσει πίσω. Επέστρεψε για να κλείσει τον κύκλο, να γαληνέψει την ψυχή του.
Μεγάλωσε στη γειτονιά του «Στρατού των Άνδεων», οι ντόπιοι το λένε «το Κάστρο των Απάτσι».
Τα παιδιά έπαιζαν στον δρόμο και γύρω τους ακούγονταν πυροβολισμοί, εκτοξεύονταν σφαίρες που περνούσαν ξυστά απ’ τα κεφάλια τους. Τα παιδιά είναι παιδιά. γελούσαν, το διακωμωδούσαν, νόμιζαν ότι αυτός είναι ο κόσμος, ότι δεν υπάρχει άλλος. Η πλειοψηφία αυτών των παιδιών πνίγηκε στη θάλασσα αυτού του κόσμου, έμεινε στον πάτο, δίχως να γνωρίζει διαφορετικές πραγματικότητες.
Ξέφυγαν μια χούφτα από εκείνη τη γενιά. ο Καρλίτος ήταν ένα από αυτά τα παιδιά, στα οποία η τύχη χαμογέλασε. Με εφόδιο το ταλέντο για τη μπάλα και με όνειρο τη Μπόκα γράφτηκε στους Ολ Μπόις του Μπουένος Άιρες. Στα 13 τον πήραν στις ακαδημίες της Μπόκα, στα 17 πάτησε το χορτάρι του Μπομπονέρα βασικός με την ανδρική ομάδα.
Όπως ένιωσε στα 17, ένιωσε και στα 31, όταν επέστρεψε. Άντρας πια, σοφός και διαφορετικός, κατασταλαγμένος και σίγουρος για τον εαυτό του. Τα πήρε όλα αμέσως. Πρωτάθλημα και Κύπελλο. Πιο πολύ απ’ όλα ήθελε το Λιμπερταδόρες, το Κύπελλο που έβλεπε στα όνειρά του, ακόμα κι όταν αγωνιζόταν στο φανταχτερό Champions League.
Όλα έμοιαζαν ειδυλλιακά, ιδανικά, παραμυθένια. Μέχρι που έγινε το αδιανόητο.
Μια ομάδα από την Κίνα, η Σένχουα της Σανγκάης, χτύπησε την πόρτα της Μπόκα και του Καρλίτος. Όλα τα «όχι» του κόσμου αγοράζονται, τα πάντα έχουν τη σωστή τιμή, ακόμα κι όταν τα όρια της λογικής γίνονται θρύψαλα. Τελικά τα χρήματα αγοράζουν την ευτυχία;
40 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο! Σαράντα! Ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, σε όλες τις ηπείρους. Μέχρι και από τη Μπόκα του είπαν «πήγαινε». Είναι ευκαιρίες ζωής, “τρέλες” που συμβαίνουν μια φορά στα εκατό χρόνια.
Πήγε στην Κίνα, ξεκαθαρίζοντας ότι θα κάνει απλώς ένα διάλειμμα. Βρήκε τον γνωστό μας Γκουστάβο Πογέτ, τον άλλοτε προπονητή της ΑΕΚ. Ο Πογέτ αποχώρησε πολύ γρήγορα, ο Τέβες έκανε σκάρτα 16 παιχνίδια, ήταν ανόρεχτος, απομονωμένος, δυστυχισμένος.
Τελικά, ναι, τα χρήματα δεν αγοράζουν την ευτυχία!
Κέρδισε ένα Κύπελλο, υπέμεινε τη μείωση της προσωπικότητάς του, άκουσε κάποιον κύριο Γου Τζιν Γκούι να τον αποκαλεί «ακατάλληλο χοντρό». Πολλά του είχαν πει του Τέβες, ακόμα περισσότερα ψιθυρίζονταν πίσω από την πλάτη του, «ακατάλληλο» δεν τον είχαν αποκαλέσει ξανά ποτέ.
Θα μπορούσε να το κόψει, αμέσως μετά την παρένθεση της Κίνας. Είχε “40 εκατομμύρια” λόγους να το κάνει. Αποφάσισε να παίξει την προσωπική του quiniela (κάτι σαν το “λότο” της Αργεντινής), να μαυρίσει στο δελτίο το «32», το οποίο στην παράδοση του Ρίο ντε λα Πλάτα είναι το «dinero», τα λεφτά, και να επιστρέψει ξανά. Ζήτησε το «32» και στην ομάδα. Επέμεναν να του δώσουν το «10», εκείνος επέμενε περισσότερο και πήρε το «32».
Τούτη τη φορά, στην επιστροφή δεν χύθηκαν δάκρυα, η συγκινησιακή φόρτιση ήταν ανύπαρκτη. Ο Τέβες έπρεπε να αποδείξει ότι το χρήμα δεν είναι ο Θεός του, έπρεπε να πείσει τους πρώην πιστούς του ότι δεν τους πρόδωσε.
Προσπάθησε να εξηγήσει ότι ήταν αδύνατον να πει όχι σε τόσα χρήματα. Προσπάθησε να μετριάσει την κριτική, εξηγώντας ότι το νόημα της ποδοσφαιρικής του ύπαρξης περνούσε μέσα από τις συμπληγάδες των τελευταίων “καλών” σεζόν του με τη μοναδική φανέλα που αισθάνθηκε δική του.
Τίποτα δεν έμοιαζε με το 2015 κι ας τα γιάτρεψε όλα ο χρόνος.
Η εσωτερική ανάγκη να αποδείξει πράγματα, τον βοήθησε αγωνιστικά. Προσπαθούσε περισσότερο, μοχθούσε περισσότερο, σκόραρε περισσότερο. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, ήταν μια κλάση πάνω από όλους τους ανταγωνιστές του στο Πρωτάθλημα.
«Πήγε στην Κίνα, γέμισε τον σάκο του Άγιου Βασίλη και επέστρεψε, όπως όφειλε να κάνει», τον υπερασπίστηκε ο Μαραντόνα.
«Δεν τήρησε το λόγο του» ήταν η μόνιμη επωδός των πολέμιών του.
«Μόνο ο ηλίθιος δεν αλλάζει γνώμη» απάντησε ξανά ο Ντιέγκο.
Κι όταν μιλούσε ο Ντιέγκο, ο λόγος του ήταν νόμος.
Ο Τέβες ήξερε ότι μονάχα με το Λιμπερταδόρες μπορούσε να κάνει τους “πιστούς” να τον συγχωρήσουν.
Ο Τελικός ήταν “εκείνος” ο Τελικός, ο οποίος χρειάστηκε να διεξαχθεί στη Μαδρίτη, προκειμένου να μην θρηνήσουμε θύματα. Κυριολεκτικά. Η επίθεση στο πούλμαν, οι διαδοχικές αναβολές, ο τρόμος για βομβιστική επίθεση, τα αλλεπάλληλα περιστατικά με μαχαιρώματα και αίματα στους δρόμους του Μπουένος Άιρες. Λίγη σημασία έχει τελικά η ήττα από τη Ρίβερ.
Αλλά ο Τέβες έχασε την ευκαιρία του ολικού εξαγνισμού.
Σε κάθε καριέρα, σε κάθε έκφανση της ζωής μας εν γένει, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παλινδρόμησης. Είναι διττή η σημασία της, η παιδικότητα, εκτός από αγνή και τρυφερή, μπορεί να γίνει και σύμπτωμα.
Για τον Κάρλος Τέβες, η επιστροφή στην παιδική ηλικία ήρθε μέσα από την περιπέτεια εκείνου του Τελικού του Λιμπερταδόρες.
Επαναπροσδιόρισε τη σημασία του «ουδέν κακό αμιγές καλού», θυμήθηκε τα γέλια, για να κρύψει τον τρόμο του στο «Κάστρο των Απάτσι», κατάλαβε ότι η σωτηρία του είναι η αναβίωση των συναισθημάτων της παιδικής του ηλικίας, τη στιγμή όταν έτειναν να εξαφανιστούν.
Σε προχωρημένη ηλικία ξανάνιωσε παιδί. Σε προχωρημένη ηλικία αποφάσισε επιτέλους να διαδραματίσει πραγματικά ηγετικό ρόλο και να προστατεύσει τη Μπόκα και όχι τον εαυτό του. Το μισό Μπουένος Άιρες είχε πέσει να κατασπαράξει την ομάδα. Ακόμα και ο Ρικέλμε επί μήνες επέκρινε και κατέκρινε την ομάδα, τον σύλλογο.
Όταν ο Ρομάν χτυπούσε, επικεφαλής ήταν ο Τέβες. Όλοι οι υπόλοιποι κρύβονταν.
«Ξαναέγινα ο Καρλίτος για να νικήσω σε εκείνη τη μάχη. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ μάχη. Ήταν αντικρουόμενα συναισθήματα δυο ανθρώπων που η Μπόκα τους είχε πονέσει άθελά της. Στο τέλος ο Ρομάν μου είπε ότι θέλει να τελειώσω την καριέρα μου όπως εκείνος δεν κατάφερε να κάνει».
Κάθε βιβλίο, κάθε μυθιστόρημα, διαβάζεται διαφορετικά. Καθένας μας το φέρνει στα μέτρα του, το ιδιωτικοποιείται, το προσαρμόζει στις δικές του εμπειρίες και θεωρήσεις.
Στη Ραγιουέλα (Rayuela), το πειραματικό/προδρομικό αντι-μυθιστόρημα του σπουδαίου Χούλιο Κορτάσαρ, ο κεντρικός ήρωας, Οράσιο Ολιβέιρα, επιστρέφει στην Αργεντινή, μετά από μια αυτοεπιβαλλόμενη εξορία στη Γαλλία.
Παρατηρεί τον κόσμο να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του, απομονωμένος στη γειτονιά του, αναζητώντας την αντανάκλαση της μεγάλης και αληθινής του αγάπης.
Ο Τέβες, σαν άλλος Οράσιο, περιπλανήθηκε στην Ευρώπη, φλερτάροντας με την επιτυχία. Άγγιξε την ευτυχία, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να επιστρέψει πίσω στο σπίτι, για να ξαναβρεί τη φλόγα. Ό,τι του έλειπε, τον έκανε πιο δυστυχισμένο. λυπόταν, όσο στεκόταν μακριά.
Υπάρχει ένα απόσπασμα στη Ραγιουέλα, στο οποίο ο Οράσιο παρατηρεί τα παιδιά να παίζουν κουτσό.
«Είναι δύσκολο να φτάσετε στον Τερματισμό έτσι. Ο τρόπος είναι σχεδόν πάντα λανθασμένος, η πέτρα φεύγει πάντα έξω από τις γραμμές. Σιγά-σιγά, ωστόσο, αποκτάτε την απαραίτητη ικανότητα, για να ξεπεράσετε τα διαφορετικά κουτιά, και μια μέρα μαθαίνετε πώς να βγείτε από την Αφετηρία και να κάνετε την πέτρα να ανέβει στο Τέρμα. Το κακό είναι ότι ακριβώς σε αυτό το σημείο η παιδική ηλικία τελειώνει απότομα και καταλήγει σε μυθιστορήματα, σε άλυτα κι ανόητα προβλήματα, σε εικασίες για ένα άλλο Τέρμα, στο οποίο είμαστε αναγκασμένοι να μάθουμε να φτάνουμε. Κι έχοντας αφήσει πίσω την παιδική ηλικία, ξεχνάμε ότι, για να φτάσουμε στον Τερματισμό, έχουμε ανάγκη ως συστατικά απλώς μια πέτρα και το άκρο του παπουτσιού».
Σύμφωνα με τον Ρότζερ Ρουίς, τον πρώτο προπονητή του Τέβες στη Σάντα Κλάρα, ο Καρλίτος ήταν ένα παιδί που μπορούσε να τριπλάρει, να σουτάρει, να κάνει μαγικά, ακόμα και με μια πέτρα.
Δεκαετίες αργότερα, στο Μπομπονέρα, ο Κάρλος Τέβες κέρδισε τον τίτλο, αναβιώνοντας εκείνα τα συστατικά.
Σαν να έπαιζε κουτσό. μια μπάλα, το άκρο του παπουτσιού του και η επιθυμία να φτάσει στον Τερματισμό.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: