Ο σηκωμένος δείκτης του Ντικέμπε Μουτόμπο να υποδεικνύει άρνηση.
Πιο πρόσφατα ο Καρμέλο Άντονι την εποχή της κορδέλας, πιο παλιά ο Ντέιβιντ Τόμπσον με τα tomahawk καρφώματα και ο Φατ Λίβερ με τα τριπλ νταμπλ του.
Διάφοροι οι συνειρμοί, ανάλογα και με την ηλικία του καθενός, στο άκουσμα των λέξεων Ντένβερ Νάγκετς. Ανάμεσά τους, σε αισθητικό επίπεδο, οι χαρακτηριστικές εμφανίσεις με τις πολύχρωμες ρίγες α λα ουράνιο τόξο που τους “έντυναν” επί δεκαετίες.
Ο πρώτος τους τίτλος ήρθε πρωτίστως χάρη στη σύγχρονη μηχανή τριπλ νταμπλ του ΝΒΑ, τον Νίκολα Γιόκιτς. Δευτερευόντως, βλέποντάς το προσωποκεντρικά, χάρη στον Τζαμάλ Μάρεϊ.
Να παίζεις δίπλα στον πιο κυριαρχικό μπασκετμπολίστα των ημερών μας και να καταγράφεις 26.1 πόντους, 5.7 ριμπάουντ και 7.1 ασίστ στην ποστ σίζον; Φλερτάροντας με τριπλές επιδόσεις, επιτυγχάνοντας μια τέτοια στον τρίτο τελικό, ρίχνοντας τέσσερεις 30άρες και βάλε; Και ενώ η αμέσως προηγούμενη σεζόν καλύπτεται εξολοκλήρου από μία παύλα, ένεκα τραυματισμού;
Τα ερωτηματικά έγιναν θαυμαστικά, σαν εκείνα που προέκυπταν από τα αλλεπάλληλα πικ εν ρολ του ενός σταρ των Νάγκετς με τον άλλον. Πικ εν ρολ τόσο με τον 26χρονο γκαρντ χειριστή και τον 28χρονο σέντερ (και αδιανόητα ταλαντούχο πασέρ) σκρίνερ όσο και το αντίστροφο.
Οι ρόλοι και οι ιδιότητές τους ποικίλλαν, το αποτέλεσμα ήταν συνήθως το ίδιο για την ομάδα του Μάικ Μαλόουν. Η νίκη, μέχρι την πρώτη κούπα του συλλόγου ύστερα από 47 χρόνια παρουσίας στο ΝΒΑ. Ο ουρανός άνοιξε, μετά και τις βροχερές ημέρες για τον Μάρεϊ στο διάστημα της μακράς αποθεραπείας, το ουράνιο τόξο εμφανίστηκε και πάλι. Όχι πάνω στις φανέλες μα πάνω από ολόκληρη την πόλη του Κολοράντο τον Ιούνιο του 2023.
Κόκκινο, αυτό του Καναδά
Βερολίνο, το μέρος όπου είδε το πρώτο φως στις 23 Φεβρουαρίου του 1997. Ένα Βερολίνο στον Καναδά. Έτσι λεγόταν το Κίτσενερ μέχρι το 1916, οπότε και με δημοψήφισμα των (μεταναστών από τη Γερμανία ως επί το πλείστον) κατοίκων αποφασίστηκε η μετονομασία, προς τιμήν του Βρετανού στρατάρχη Ορέισιο Χέρμπερτ Κίτσενερ. Η εμπλοκή και των Καναδών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθιστούσε το «Berlin» άβολη, να το πούμε κομψά, ονομασία.
Ο Μάρεϊ είναι γιος ενός Τζαμαϊκανού μετανάστη, του Ρότζερ, και της Σίλβια από τη Συρία. Γονίδια από διάφορες χώρες και ηπείρους, πίστη στον Καναδά σε εθνικό επίπεδο από κυριολεκτικά παιδική ηλικία.
Στα 15 του πρωτόβαλε την φανέλα με το φύλλο σφενδάμου στο στήθος. Φόρεσε σε αυτό μετάλλια με τους Παίδες και τους Εφήβους, εκπροσωπώντας τη χώρα του σε Παναμερικανικά Πρωταθλήματα, ανήκει στο γκρουπ των παικτών που έχει δεσμευτεί να παίξει στην Ανδρών τα επόμενα έτη, κι ας απουσίασε ένεκα εύλογης επιβάρυνσης (τίτλος γαρ) από το Παγκόσμιο του 2023.
Μικρός εκεί στην πόλη του Οντάριο, καμιά εκατοστή χιλιόμετρα δυτικά του Τορόντο, δοκίμασε και άλλα αθλήματα και ασχολίες. Πάντα με μέντορα τον πατέρα του, ο οποίος είχε κόλλημα από τα δικά του νεανικά χρόνια με τον Μπρους Λι, εξάσκησε το κουνγκ φου, μέχρι και τον διαλογισμό που προκύπτει από εκείνο. Την κλίση του βέβαια την είχε διαπιστώσει από τη στιγμή που στάθηκε στα πόδια του. Παρακολουθώντας ήδη με ενθουσιασμό τον αγαπημένο του Βινς Κάρτερ στους γειτονικούς Ράπτορς.
Περιφερειακά ήταν όλα τα άλλα. Ο μπαμπάς Ρότζερ, μπασκετμπολίστας κι ο ίδιος παλιότερα σε χαμηλό επίπεδο, πέρα από δρομέας στον στίβο, ενθάρρυνε σχετικά τον γιόκα του και ταυτόχρονα τον αποθάρρυνε από οτιδήποτε μπορούσε να τον αποσπάσει κατά την… μπασκετική του ανάπτυξη. Μέχρι και τη συνδρομητική τηλεόραση διέκοψε ένα φεγγάρι, ώστε ο μικρός να μην κάθεται μπροστά στο χαζοκούτι. Κάπως έτσι έφτασε να επιλεγεί ψηλά στο ντραφτ του ΝΒΑ, ακριβώς έναν αιώνα μετά από εκείνο το δημοψήφισμα. Το 2016.
Πορτοκαλί η δική του μπάλα
Μπάσκετ λοιπόν. Στα τρία του ο Τζαμάλ έπαιζε με τις ώρες με την πορτοκαλί μπάλα. Στα έξι τα έβαζε με 10χρονους και ούτω καθεξής. Οι φίλοι του πήγαιναν στα mall, αυτός στο γυμναστήριο. Η παρέα δικτυωνόταν στα νεοπαγή social media, αυτός δεν είχε καν κινητό τηλέφωνο στο Λύκειο. Ένα πολυκαιρισμένο i-pod για να ακούει μουσική έβρισκες στον σάκο του, και πολύ του ήταν.
Ο (όχι αστικός μα οικογενειακός, με πηγή βέβαια τον πατέρα του) μύθος τον θέλει να ευστοχεί σε τρυφερή ηλικία σε 270 συνεχόμενες βολές. Στα 13 του κόντραρε -και συνήθως νίκαγε- εφήβους από τα χάισκουλ, ακόμα και από κολέγια. Μετά πέρασε από την τοπική ακαδημία Όραντζβιλ Πρεπ (είπαμε, το πορτοκαλί έπεται του κόκκινου στο ουράνιο τόξο…), όπου συνέπεσε με τον δύο ημέρες μικρότερο, Θον Μέικερ.
Το μεγάλο πρόσπεκτ στο ΝΒΑ λίγο αργότερα ήταν το ψιλόλιγνο ντερέκι από το Γουόου του (Νότιου πια) Σουδάν, μα το ομόηχο επιφώνημα θαυμασμού το προκαλεί σήμερα ο Μάρεϊ στην κορυφαία λίγκα του πλανήτη. Α, ο αναπόφευκτος μπαμπάς Ρότζερ απαντάται και εδώ, ως ασίσταντ κόουτς. H ομάδα της ακαδημίας έριχνε 30άρες σε γνωστά σχολεία των ΗΠΑ, το όνομα του μικρού ξεπερνούσε τα ούτως ή άλλως κοντινά σύνορα.
Το 2014 συμμετείχε και στο περίφημο Nike Hoop Summit, το οποίο εμείς στην Ελλάδα το μάθαμε στα τέλη των ’90s με τις συμμετοχές του Αντώνη Φώτση. Στην ομάδα των ξένων (Internationals, σε αντιπαραβολή με τους Αμερικανούς) ο Μάρεϊ είχε συμπαίκτη έναν ατσούμπαλο ψηλό από τη Σερβία. Νίκολα Γιόκιτς τον έλεγαν… Το προηγούμενο έτος ο Μάρεϊ είχε ψηφιστεί MVP στο Jordan Brand Classic, το επόμενο ψηφίστηκε MVP στη δεύτερη συμμετοχή του στο Hoop Summit.
Σούπερ στους αγώνες επίδειξης, το ίδιο και στους κανονικούς. Αποφοίτησε από το Λύκειο Γκραντ Ρίβερ, πάντα στο Κίτσενερ, και έπεσαν πάνω του δεκάδες ομάδες του NCAA. Επέλεξε το Κεντάκι του Τζον Καλιπάρι, διαπίστωσε μέσα σε έναν χρόνο ότι δεν είχε καμία ακόμα δουλειά εκεί. Οι 20 πόντοι μέσο όρο με 41% στο τρίποντο “φώναζαν” ότι ήταν έτοιμος το 2016, στα 19 του, για το ΝΒΑ.
Οι προβολείς βέβαια έπεφταν σε έναν άλλον γκαρντ. Ο Μπεν Σίμονς ήταν το hot όνομα στο ντραφτ. Και γκαρντ και φόργουορντ και σέντερ, άμα λάχαινε (sic), ο Αυστραλός, ο οποίος επιλέχθηκε στο Νο 1. Πού είναι όμως τώρα και πού είναι ο Μάρεϊ… Η πλάκα είναι ότι πιο ψηλά από τον -έβδομο- Καναδό άκουσε το όνομά του ο επίσης κόμπο γκαρντ Κρις Νταν, της πενιχρής συνεισφοράς σε πέντε ομάδες του ΝΒΑ (όταν δεν “υποβιβαζόταν” στην G-League), όπως και ο πάουερ φόργουορντ Ντράγκαν Μπέντερ, του οποίου τα χνάρια στη λίγκα χάθηκαν πριν από χρόνια.
Κίτρινο, για τον κομμένο χιαστό
Την επιλογή του από τους Νάγκετς την χρωστάει στον Καρμέλο Άντονι και το τρέιντ που τον είχε στείλει στη Νέα Υόρκη τον Φεβρουάριο του… 2011. Πέντε χρόνια αργότερα, από την ανταλλαγή που είχε πάρει πάνω του ο ιδιοκτήτης των Νικς, Τζέιμς Ντόλαν (κόντρα στη βούληση του τζένεραλ μάνατζερ, Ντόνι Γουόλς, ο οποίος συνέστηνε να κυνηγήσουν τον Μέλο ως ελεύθερο το ίδιο καλοκαίρι του 2011), είχε απομείνει ένα -ακόμα- ντραφτ πικ πρώτου γύρου για λογαριασμό του Ντένβερ.
Οι Νεοϋορκέζοι είχαν στείλει στους “σβώλους” και εκείνο του 2016. Επελέγη στο Νο7 ο Μάρεϊ και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Γλυκιά αλλά και πονεμένη ιστορία. Το Ντένβερ έχει ανταγωνιστική ομάδα και στο “1” οι πρώτες επιλογές είναι ο Εμάνιουελ Μουντιέι και ο Τζαμίρ Νέλσον. Έστω και από τον πάγκο, έστω και σε 21 λεπτά, ο Καναδός αγγίζει διψήφιο αριθμό πόντων (9.9), ψηφίζεται στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα των ρούκι και δείχνει να μη συμβιβάζεται με το στάτους του συμπληρωματικού.
Βασικούρα λοιπόν στη δεύτερη επαγγελματική σεζόν του. Με 16.7 πόντους και κάμποσες 30άρες, με 90.5% στις βολές. Είναι σαφές πως πρόκειται για καλό σκόρερ, αλλά είναι φανερό πως και οι 3.4 ασίστ επιδέχονται… σαφούς βελτίωσης. Ανεβαίνει στους 18.2 π. και τις 4.2 ασ. την περίοδο 2018-2019, νούμερα που ανεβάζει εκ νέου στην πρώτη του παρουσία σε πλέι οφ. Οριακά (τα ανεβάζει), όχι… μετεωρικά, όπως το 2020. Τότε που οι 18.5 πόντοι της ρέγκιουλαρ σίζον εκτοξεύονται στους 26.5 της ποστ, οι 4.8 τελικές πάσες στις 6.6 και το… Ντένβερ στους τελικούς της Δύσης.
Στην πρώτη του χρονιά μετά την υπογραφή max contract 170 εκατ. δολαρίων, κάνει τους προσωπικούς του αντιπάλους να βγάζουν αφρούς, κυνηγώντας τον στη “φούσκα” της Ντίσνεϊλαντ, εν μέσω πανδημίας.
Τον Απρίλιο του 2021 έρχεται η κακιά στιγμή. Φρέσκος από μια 50άρα δίχως την παραμικρή βολή (κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ από κανέναν), ο Μάρεϊ παθαίνει ρήξη πρόσθιου χιαστού στο αριστερό γόνατο.
Στον εκτός έδρας αγώνα με το Γκόλντεν Στέιτ βρίσκει διάδρομο και κάνει ντράιβ, μα χάνει τον έλεγχο του κορμιού του και προσγειώνεται σφαδάζοντας στο κίτρινο παρκέ. Μένει για ώρα εκεί, φεύγει σηκωτός για τα αποδυτήρια. Όλοι έχουν καταλάβει το μέγεθος της ζημιάς.
Ο πρώτος που πέφτει πάνω του στο δωμάτιο των γιατρών, ενόσω ο αγώνας συνεχίζεται, είναι ο Κλέι Τόμπσον. Ο ακόμα πιο άτυχος σούτινγκ γκαρντ των Γουόριορς, ο οποίος εξαιτίας δύο χειρουργείων έμεινε δυόμισι χρόνια εκτός παρκέ. Διατηρούν επαφή κατά την αποθεραπεία τους, αυτή ανανεώνεται το 2022, όταν ο πρώτος επικοινωνεί με τον Καλιφορνέζο ώστε να μοιράσει συγχαρίκια για τον τίτλο των «Πολεμιστών». Το 2023 είναι η σειρά του Μάρεϊ να φορέσει δαχτυλίδι, προερχόμενος από αγωνιστική αποχή ενάμισι έτους!
Πράσινο, όπως λέμε Green
Παίρνει το πράσινο φως των γιατρών για την επιστροφή στο ξεκίνημα της σεζόν 2022-2023, έχοντας λείψει από ολόκληρη την προηγούμενη. Πατάει καλά, διώχνει γρήγορα τον όποιο φόβο και την εύλογη σκουριά, παίζει νιώθοντας ως μοναδική υποχρέωση να ξεπληρώσει την εμπιστοσύνη της οικογένειας Κρόενκε, η οποία τον διατήρησε όλο το διάστημα στην ομάδα.
Οι 64 συμμετοχές του στη ρέγκιουλαρ σίζον είναι οι περισσότερες σε βάθος τετραετίας, οι 6.2 ασίστ οι περισσότερες που έχει μοιράσει ποτέ σε μια χρονιά. Το σκοράρισμα και όλα τα ποσοστά του είναι ελαφρώς πεσμένα σε σχέση με την μισή σεζόν του το 2021 (προτού χτυπήσει), εντούτοις φυλάει όπως πάντα τις καλύτερες εμφανίσεις του για τα δύσκολα. Για τα πλέι οφ.
Σαραντάρα στους Τίμπεργουλβς, 34άρα στους Σανς, πάνω από 33 πόντοι μέσο όρο στο “σκούπισμα” των Λέικερς.
Ο μοναδικός ΝΒΑer με 50/40/90 ποσοστά και 30+ πόντους σε τελικούς περιφέρειας! Όλα αυτά, δίχως την παραμικρή έκπτωση στα δημιουργικά του καθήκοντα. ‘Ισα-ίσα. Έτσι κάνει τη διαφορά στους ΝΒΑ finals, αναθαρρώντας μετά τη μέτρια εμφάνισή του στο Game 2 και την (μοναδική) ήττα χάρη στο φίλο του, τον Τζεφ Γκριν, και ένα χορταστικό δείπνο.
Με όλους τους παγκίτες βετεράνους διατηρεί καλή σχέση, με τον βετεράνο φόργουορντ-σέντερ λέει και δυο κουβέντες παραπάνω. Βασικά, του τις λέει ο θείος Γκριν. «Don’t play with the game», ακούστηκε να φωνάζει στον Τζαμάλ προς το τέλος ενός αγώνα, όταν ο μικρός είχε χαλαρώσει. O «unc(le) Jeff», όπως τον αποκαλούσε ο Μάρεϊ, είναι τόσο παλιός, ώστε να έχει φορέσει τη φανέλα των Σιάτλ Σουπερσόνικς. Είναι τόσο έμπειρος, ώστε να έχει περάσει από 11 διαφορετικούς συλλόγους. Είναι τόσο (κι αυτός) άτυχος, ώστε να έχει υποβληθεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και να μην ξέρει, το 2012, αν θα ξαναπαίξει μπάσκετ.
Είναι επίσης κάτοικος Μαϊάμι τα καλοκαίρια και καλοφαγάς. κι ας μην του φαίνεται, έτσι καλογραμμωμένος όπως διατηρείται, έτσι όπως εξακολουθεί να πηδάει και να καρφώνει εντυπωσιακά την μπάλα. Το πρώτο βράδυ λοιπόν στην πόλη της Φλόριντα, όπου οι Νάγκετς έχουν προσγειωθεί μετά την ισοφάριση των Χιτ, ο Γκριν καλεί όλη την αποστολή στο σπίτι του. Μαζί και τον διάσημο σεφ, Ραούλ Σαντακρούζ, ο οποίος επιμελείται τα πιάτα. «Κάναμε χαβαλέ, χαλαρώσαμε, βγήκαμε όπως έπρεπε στο επόμενο ματς», λέει ο Μάρεϊ. Αυτός που στο Game 3, στο Μαϊάμι, έγινε… Γιόκιτς, καταγράφοντας τριπλ νταμπλ της τάξης του 34-10-10.
Μπλε «Αγριόγατα», μπλε «σβώλος»
Σε διάφορες αποχρώσεις του μπλε καταλήγουν τα ουράνια τόξα, τέτοιες φανέλες έχει φορέσει και ο Μάρεϊ σε ολόκληρη την πορεία του. Είτε μιλάμε για τους Γκραντ Ρίβερ Ρένεγκεϊντς στο Λύκειο, είτε για τους Κεντάκι Γουάιλντκατς στο NCAA, είτε για τους Νάγκετς στο ΝΒΑ. Από τη μοναδική κολεγιακή του χρονιά τού είχε μείνει το απωθημένο του τίτλου.
Οι «Αγριόγατες» του Καλιπάρι δίνονταν φαβορί να φτάσουν μέχρι το τέλος του δρόμου, αλλά την πάτησαν μόλις στον δεύτερο γύρο του τελικού τουρνουά. Από το Ιντιάνα του συμπαίκτη του στο Ντένβερ, Τόμας Μπράιαντ, αλλά και του Γιόγκι Φέρελ (που πέρασε και δεν ακούμπησε από τον Παναθηναϊκό) και του Νικ Ζάισλοφτ (τελευταία του ομάδα ο Ιωνικός το 2020).
Ο ίδιος ο Καναδός έπαιζε (περισσότερο ως “δυατοτριάρι” παρά ως “ασόδυο”) σε ομάδα που έδωσε επτά παίκτες στο ΝΒΑ, απ’ τους οποίους ανθεκτικότερος αποδείχτηκε αυτός. Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του να γίνει Πρωταθλητής στο τοπ επίπεδο και δεν άργησε να τα καταφέρει. Με ανεβασμένα νούμερα παντού και στην τρίτη ποστ σίζον της καριέρας του, με διψήφιο αριθμό ασίστ στη σειρά με τους Χιτ, ως ο τέταρτος μόλις ΝΒΑer με μέσους όρους 20-10 σε τελικούς, μετά τους Μάτζικ Τζόνσον, Μάικλ Τζόρνταν και ΛεΜπρον Τζέιμς.
Το όνομά του μπαίνει δηλαδή στην ίδια πρόταση με τους καλύτερους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών.
Βασικά, μετά και το σνομπάρισμά του από το All Star Game του 2024 (και παρά τα ελαφρώς ανεβασμένα νούμερά του σε σχέση με τη χρονιά του τίτλου), κυκλοφορεί ως ο… καλύτερος NBAer που δεν έχει λάβει ποτέ το σχετικό χρίσμα.
Χρειάστηκε να υπομείνει πολύ πόνο και μεγάλη αποχή, η ομάδα του από το ορεινό Ντένβερ χρειάστηκε να περιμένει σχεδόν 4.000 αγώνες ρέγκιουλαρ σίζον και 29 πορείες σε πλέι οφ μέχρι να πιάσει κορυφή. Πλέον, ανάμεσα στις πιο χαρακτηριστικές εικόνες που θα θυμόμαστε μελλοντικά αναφορικά με τους Νάγκετς, θα συμπεριλαμβάνεται το δικό του βουβό κλάμα στο τέλος του πέμπτου τελικού του 2023.
CHECK IT OUT: Ηλίας Ζούρος: Η ανταμοιβή του Μάικ Μαλόουν
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο «γητευτής των αλόγων», Νίκολα Γιόκιτς, έγινε «ένα» και με τον ρόλο του «Joker»