Σε όλη τη ζωή και την καριέρα του, έμοιαζε να είναι ο… σωστός άνθρωπος, αλλά στο λάθος μέρος και τη λάθος στιγμή.
Για τους άλλους, βεβαίως. Διότι εκείνος είχε εξαιρετικό τάιμινγκ. Ο ίδιος δεν έδινε δεκάρα για το τι έλεγαν. Τον ένοιαζαν οι δεκάρες, μόνο για να εξασφαλίσει το φαγητό και το μέλλον της οικογένειάς του. Δεν ήταν θέμα απληστίας. Αν είχε ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι του, αν μπορούσε να έχει παπούτσια για να προπονείται, αλλά και χρήματα για να αγοράσει τα αγαπημένα του τσιγάρα, όλα ήταν, όπως έπρεπε.
Τα ρεκόρ ήταν “παράσημα”, αλλά αποδείχθηκαν κυρίως ένα “κάδρο” για τους άλλους.
Με την ειρωνεία ότι αναδείχθηκε σε παγκόσμιο είδωλο μεταγενέστερα της ένδοξης εποχής του…
Έζησε τη ζωή του ως «ο αθλητής που ταπείνωσε τον ναζισμό» μέσα στη Γερμανία, με τα τέσσερα Χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, στο Βερολίνο. Τότε που ο κόσμος έλεγε ότι ο Χίτλερ, έχοντας αποτύχει να αποδείξει την άποψή του περί Αρίας φυλής, έφυγε ηττημένος από το Ολυμπιακό Στάδιο, για να μην δει τον Τζέσε –«Τζέσι» επί το… αυθεντικότερον- Όουενς να θριαμβεύει.
Ο ίδιος ο Όουενς, όμως, υποβάθμισε το γεγονός ότι αγνοήθηκε, ώστε να αναδείξει μία άλλη, εσωτερική κατάσταση. Για την ακρίβεια, στη συνέχεια αναφέρθηκε ότι ο Αμερικανός υπεραθλητής δέχθηκε -χωρίς αυτόπτες μάρτυρες- τα συγχαρητήρια του δικτάτορα του ναζιστικού καθεστώτος. Μύθος ή πραγματικότητα, για τον ίδιο τον Όουενς η αλήθεια ήταν μία…
«Μπορεί να μην αντάλλαξα χειραψία με τον Χίτλερ, όμως δεν προσκλήθηκα ούτε και στον Λευκό Οίκο, για να με χαιρετήσει και ο Αμερικανός Πρόεδρος».
Για τον Αφροαμερικανό σταρ, γιο αγρότη από την Αλαμπάμα και εγγονό σκλάβων, πάντως, λίγη σημασία είχαν οι τύποι. Μικρή σημασία είχαν οι “ταμπέλες”. Ο Τύπος επέμενε ότι ο Φράνκλιν Ρούζβελτ σνόμπαρε τη συνάντηση με τον Όουενς, με επίσημη δικαιολογία την προεκλογική εκστρατεία του. Αλλά και πραγματική αφορμή την αποφυγή της δυσαρέσκειας των ρατσιστών ψηφοφόρων και χρηματοδοτών του.
Για τον 22χρονο Όουενς, οι τέσσερεις νίκες στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου ήταν “ακόμα μία μέρα στη δουλειά”.
Η… πρώτη μέρα στο “γραφείο”, όμως, είχε πραγματοποιηθεί και μάλιστα “εκκωφαντικά” έναν χρόνο νωρίτερα, στις 25 Μαΐου 1935, στο Ανν Άρμπορ του Μίσιγκαν, στους πανεπιστημιακούς αγώνες της Περιφέρειας Big-10. Και δεν ήταν όχι μόνο ολόκληρη μέρα, αλλά ούτε καν ώρα! Ήταν εκείνο το διάστημα τριών τετάρτων της ώρας που ο παγκόσμιος στίβος αποκαλεί ακόμη «τα σπουδαιότερα 45 λεπτά στην ιστορία του αθλητισμού»! Καθώς τόσα χρειάστηκαν, ώστε ο τεταρτοετής φοιτητής του Οχάιο Στέιτ να καταρρίψει τρία παγκόσμια ρεκόρ και να ισοφαρίσει άλλο ένα, από τις 03:15 μ.μ. ως τις 04:00 μ.μ.!!!
Το κλισέ επιτάσσει αναπαραγωγή της ατάκας του εκκεντρικού καλλιτέχνη Άντι Ουόρχολ, ο οποίος τη δεκαετία του ’60 διαπίστωσε ότι «κάθε άνθρωπος δικαιούται και θα ζήσει 15 λεπτά δημοσιότητας». Ακόμα και οι μύθοι των σπορ χρειάζονται ενίοτε κι έναν… μύθο πλάι σε ένα μεγάλο επίτευγμα. Για τον Όουενς, τα δικά του λεπτά δημοσιότητας ήταν τριπλάσια.
Δύο εβδομάδες πριν από τους αγώνες στο Μίσιγκαν, ο Τζέσε Όουενς έκανε αστεία στο δωμάτιο με συμφοιτητές του και χτύπησε λίγο πάνω από τη λεκάνη. Η συμμετοχή του στη διοργάνωση έμοιαζε αμφίβολη, ο προπονητής του επέμενε να μην ρισκάρει, όμως εκείνος πήρε την ευθύνη και την απόφαση λίγα λεπτά πριν από την πρώτη κούρσα στις 100 γιάρδες, στις 03:15 μ.μ. τοπική ώρα. Ο κόουτς Λάρι Σνάιτνερ δέχθηκε να τον αφήσει να τρέξει, αρκεί η κατάστασή του να ελεγχόταν, έπειτα από κάθε αγώνισμα. Ο Όουενς στάθηκε στην αφετηρία, έχοντας αποφύγει να κάνει καλή προθέρμανση, για προληπτικούς λόγους.
Όπως εξιστόρησε μερικά χρόνια αργότερα, «σαν από θαύμα, λίγα δευτερόλεπτα πριν από τον αγώνα, ο πόνος εξαφανίστηκε». Μία λογοτεχνική και θεατρική αναφορά, αν και αυτό που ακολούθησε, έμοιαζε “θεϊκό”. Το αργό ξεκίνημα συνοδεύτηκε από “έκρηξη”, μετά τις 30 γιάρδες οι αντίπαλοι έμειναν πίσω του. Τα περισσότερα χρονόμετρα “έγραψαν” χρόνο 9,3 δευτερόλεπτα, όμως οι κανονισμοί ανέφεραν ξεκάθαρα ότι κατακυρώνεται η πιο αργή χρονομέτρηση και αυτή ανέφερε 9,4, ως ισοφάριση του παγκόσμιου ρεκόρ Κανένας δεν ξεπέρασε τα 9,3΄΄ για τα επόμενα 13 χρόνια…
Δέκα λεπτά αργότερα, στις 03:25 μ.μ., ο Όουενς πήρε φόρα για τη μοναδική προσπάθεια που προλάβαινε να πραγματοποιήσει στον τελικό του μήκους. Ένα άλμα αποδείχθηκε αρκετό.
Ο πρώτος αθλητής που ξεπέρασε το “φράγμα” των 8 μ., “διέλυσε” το προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ κατά 15 εκατοστά και έφτασε ως τα 8,13 μ.!!!
Επίδοση που δεν καταρρίφθηκε για τα επόμενα 25 χρόνια και ακόμα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο το 2016 θα είχε χαρίσει σε αθλητή την έκτη θέση, οκτώ δεκαετίες αργότερα. Χρόνος για πανηγυρισμούς δεν υπήρχε. Μόλις εννέα λεπτά μετά, κάθισε δίπλα σε άλλους επτά σπρίντερ για τον τελικό στις 220 γιάρδες. Μέχρι τη δεκαετία του “60, σε πολλούς αγώνες στις Η.Π.Α. οι 220 γιάρδες διεξάγονταν σε ευθεία διαδρομή και χωρίς στροφή. Ο Όουενς τερμάτισε τόσο άνετα, ώστε οι φωτογραφίες απεικόνιζαν έναν αθλητή που θαρρεί κανείς ότι έτρεχε μόνος του ή έκανε ατομική προπόνηση.
Το ρολόι έδειχνε 03:34 μ.μ. και το χρονόμετρο 20,3 δευτερόλεπτα. Νέο παγκόσμιο ρεκόρ!!! Ουσιαστικά, πέτυχε δύο παγκόσμια ρεκόρ σε μία κούρσα, αφού η επίδοση αναγνωριζόταν ως κορυφαία τόσο στις 220 γιάρδες, όσο και στην απόσταση των 200 μ.. Για πολλούς αθλητές, χρειάζονται χρόνια για την επίτευξη τόσων παγκοσμίων επιδόσεων. Για τον νεαρό Τζέσι, χρειάστηκαν μόλις 45 λεπτά.
Η σύγχρονη ιστορία του στίβου έχει προσφέρει παραδείγματα εξαιρετικών σπρίντερ που ήταν παράλληλα σπουδαίοι άλτες, στο μήκος. Τελευταίο “λαμπερό” παράδειγμα ήταν ο, επίσης Αμερικανός, Καρλ Λιούις. Ωστόσο, είναι σπάνιο ένας ταχύς σπρίντερ και μεγάλος άλτης να είναι ταυτόχρονα και εξαιρετικός σε κούρσες μετ’ εμποδίων. Αυτό κατόρθωσε στις 04:00 εκείνου του θρυλικού μεσημεριού στο Άνν Άρμπορ ο Όουενς, κερδίζοντας και καταρρίπτοντας το παγκόσμιο ρεκόρ και στις 220 γιάρδες με εμπόδια, με χρόνο 22,6 δευτερόλεπτα! Άλλο ένα διπλό ρεκόρ, καθώς αναγνωρίστηκε ως κορυφαία επίδοση στην ιστορία και στα 200 μ. μετ’ εμποδίων.
Το περιοδικό Sports Illustrated έγραψε πολλά χρόνια αργότερα ότι «το να καταρρίπτεις ένα παγκόσμιο ρεκόρ ανά έντεκα λεπτά, συγκρίνεται μόνο με την τέχνη και τις έξι μόλις εβδομάδες, τις οποίες χρειάστηκε ο Μότσαρτ για να συνθέσει τις τρεις τελευταίες Συμφωνίες του, το καλοκαίρι του 1788»!
Μονάχα που και η καριέρα του Τζέσε Όουενς εξελίχθηκε τελικά σε κάτι σαν το ημιτελές «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ… Ο ίδιος επέμενε πως «προπονείσαι για μία ζωή, για να καθορίσεις την τύχη και την υστεροφημία σου σε δέκα δευτερόλεπτα». Η φήμη του είχε μεν ήδη “εκτοξευθεί”, όμως δεν κράτησε για πολύ. Τουλάχιστον, όσο αγωνιζόταν.
Στις 20 Ιουνίου 1936, είχε καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μ. στους πανεπιστημιακούς αγώνες στο Ιλινόι, με χρόνο 10,2 δευτερόλεπτα, και έφτασε ως ο απόλυτος σταρ στο Βερολίνο, μερικές εβδομάδες αργότερα. Ο Τζέιμς Λουβάλε, Χάλκινος Ολυμπιονίκης στα 400 μ., αποκάλυψε ότι όταν ο Όουενς έφτασε στο Βερολίνο με τρένο, στον σταθμό τον περίμεναν εκατοντάδες θαυμαστές του, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, οι οποίες του… έσκισαν τα ρούχα με ψαλίδια και τον ανάγκασαν να επιστρέψει τρέχοντας στο βαγόνι! Ο Λουβάλε ανέφερε, επίσης, ότι ο Τζέσι αποχωρούσε από το Ολυμπιακό Χωριό μόνο με συνοδεία στρατιωτικών, για λόγους ασφαλείας.
Και έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός με χορηγό στα υποδήματα, αφού ο Γερμανός Άντι Ντάσλερ της μετέπειτα εταιρείας Adidas τον έπεισε να φορέσει παπούτσια που είχε σχεδιάσει.
Ο Όουενς εκπλήρωσε τις προσδοκίες και “σμπαράλιασε” την πεποίθηση περί Αρίας φυλής του Χίτλερ. Λέγεται ότι ο Γερμανός δικτάτορας είχε αρχικά ζητήσει τον αποκλεισμό των μαύρων, ως αθλητών με σωματικό πλεονέκτημα. Ο Όουενς κατέκτησε το Χρυσό μετάλλιο στα 100 μ. στις 3 Αυγούστου 1936, το Χρυσό στο μήκος την επόμενη ημέρα και ανέβηκε στο πρώτο σκαλί του βάθρου και στις 5 Αυγούστου, στα 200 μ..
Στο φινάλε του προγράμματος των αγωνισμάτων στίβου, στις 9 Αυγούστου, οδήγησε τις Η.Π Α. στο Χρυσό μετάλλιο στην σκυταλοδρομία 4×100 μ.!
Η συμμετοχή του στην ομάδα της Αμερικής οριστικοποιήθηκε μία ημέρα νωρίτερα, καθώς αρχικά δεν είχε συμπεριληφθεί στην τετράδα.
Ο Μάρτι Γκλίκμαν και Σαμ Στόλερ, όμως, Αμερικανοί με εβραϊκή καταγωγή, υποχρεώθηκαν από την Ολυμπιακή Επιτροπή της πατρίδας τους να αποσυρθούν. Ήταν το δώρο του Προέδρου της Ο.Ε. των Η.Π.Α., Έιβερι Μπράντεϊτζ, στον Χίτλερ, αφού δέχθηκε να υποκύψει στις πιέσεις των αμφιτρυώνων, για να μην εξαγριωθεί το κοινό με δύο Εβραίους αθλητές… Ο Όουενς αγωνίστηκε, φόρεσε το τέταρτο Χρυσό στο στήθος, όμως στη συνέχεια έχασε κάθε “αγώνα” από τον Μπράντεϊτζ.
Ο Πρόεδρος της αμερικανικής Ολυμπιακής Επιτροπής ανάγκαζε τους αθλητές να μετέχουν σε διάφορα μίτινγκ στην Ευρώπη, δίχως εκείνοι να καρπώνονται κέρδη. Ενώ, επιπλέον, τους απαγόρευε κάθε συμφωνία χορηγίας, με το πρόσχημα του ερασιτεχνισμού και της φοίτησης σε κολέγια. Η τελευταία “μάχη”φαίνεται ότι στην Αμερική κρατά μέχρι τις μέρες μας. Οι αναφορές έκαναν λόγο για απάνθρωπες συνθήκες ταξιδιών, διαμονής και διατροφής για τους αθλητές.
Το καλεντάρι ανέφερε επίσκεψη στην Σουηδία, αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, όμως ο εκβιασμός δεν πτόησε τον Όουενς, ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει την αποστολή. Ο σταρ των Αγώνων σκόπευε να γυρίσει στην Αμερική, με στόχο να εξαργυρώσει άμεσα τη φήμη του και να εξασφαλίσει εμπορικές συμφωνίες που θα του επέτρεπαν να αγοράσει νέο σπίτι τους γονείς του και να βελτιώσει το μέλλον της συζύγου του, Μίνι Ρουθ Σόλομον, και της νεογέννητης κόρης του, Γκλόρια.
«Οι παράγοντες κερδίζουν από παντού χρήματα κι εμείς οι αθλητές δεν έχουμε ένα κέρμα να πάρουμε ένα αναψυκτικό και να αγοράσουμε ένα αναμνηστικό από το Βερολίνο», ήταν η (μη) απολογία τού τετράκις Χρυσού Ολυμπιονίκη. Επισημαίνοντας γλαφυρά πως:
«Έχω τέσσερα Χρυσά μετάλλια, όμως δεν μπορώ να τα κόψω και να ταΐσω με αυτά το παιδί μου».
Ο «Slavery Brundage» (=«η σκλαβιά του Μπράντεϊτζ»), όπως ήταν το παρωνύμιο του Μπράντεϊτζ, ως παράφραση του ονόματός του (Avery) με την αγγλική λέξη «σκλαβιά», όμως, είχε άμεση απάντηση. Ο μετέπειτα πέμπτος Πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (από το 1952 ως το 1972), μόλις μερικές εβδομάδες μετά τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, απέκλεισε τον Όουενς από την Amateur Athletic Union, την ερασιτεχνική ένωση στις Η.Π.Α., για την απόφασή του να μην ταξιδέψει στην Σκανδιναβία και τις φήμες ότι είναι σε συζητήσεις με κινηματογραφικές εταιρείες.
Οι μπελάδες, ωστόσο, δεν είχαν τελειώσει για τον Όουενς. Οι εμπορικές συμφωνίες, τις οποίες διαπραγματευόταν, δεν ολοκληρώθηκαν.
Την εποχή που ο Ολυμπιονίκης της κολύμβησης, Τζόνι Βάισμιλερ, είχε τη δυνατότητα να πρωταγωνιστεί στις ταινίες «Ταρζάν», το Χόλιγουντ κράτησε κλειστές τις πόρτες του για τον Όουενς. Η Αμερική δεν δεχόταν ακόμη μαύρους ήρωες και ηγέτες… Η ρατσιστική Αμερική δεν είχε χώρο για άλλους πρωταγωνιστές.
«Τρέχω πιο γρήγορα από κάθε άνθρωπο στον κόσμο και, όμως, στη χώρα μου δεν μπορώ να καθίσω σε μπροστινή θέση σε λεωφορείο», έλεγε -όχι με δόση γκρίνιας, αλλά με αποτύπωση της απλής και συνάμα μελαγχολικής και απαράδεκτης πραγματικότητας- ο κορυφαίος σπρίντερ του πλανήτη. «Ήθελα να πάω σε εκδήλωση στο ξενοδοχείο Waldorf-Astoria προς τιμήν μου και έπρεπε να μπω από την πίσω πόρτα, γιατί είμαι μαύρος».
Άλλωστε, εκείνος και η οικογένειά του είχαν μάθει στις δυσκολίες. Πολλά χρόνια πριν τις ημέρες δόξας του, οι γονείς του είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τον Αμερικανικό Νότο, λόγω της Κου Κλουξ Κλαν. Όπως είχαν κάνει περίπου δύο εκατ. Αφροαμερικανοί. Η μετακόμιση στο Οχάιο δεν άλλαξε τα οικονομικά δεδομένα της φαμίλιας του και ο έφηβος Τζέσι εργαζόταν ως υπάλληλος σε βενζινάδικο. Ως φοιτητής, καθότι δεν είχε εξασφαλίσει υποτροφία σπουδών, δούλευε για 100 δολάρια τον μήνα σε εταιρεία ανελκυστήρων.
Όταν ο Μπράντεϊτζ έδωσε τέλος στην καριέρα του Όουενς, ο δεύτερος εργάστηκε ως επιστάτης σε παιδική χαρά και ως διευθυντής σε καθαριστήριο ρούχων. Η αθλητική μοίρα του, όμως, δεν ήταν κάτι που μπορούσε να αποφύγει. Έστω και ανεπίσημα. Χρειαζόταν χρήματα για εκείνον, την σύντροφό του και τις τρεις, πλέον, κόρες τους. Και τα χρειαζόταν άμεσα.
Ο θρυλικός σπρίντερ έβγαζε έξτρα μεροκάματο, είτε τρέχοντας εναντίον αλόγων και σκύλων, είτε προκαλώντας ερασιτέχνες σπρίντερ σε αγώνες για μετρητά, δίνοντάς τους μάλιστα πλεονέκτημα 10-20 γιαρδών! Παρόλα αυτά, τους κέρδιζε εύκολα.
Μπορεί να μην ήταν προπονημένος, μπορεί να αναγκαζόταν να χαρίζει τη “λάμψη’ του σε στίβους δίχως φώτα ή διαγράμμιση, όμως λίγο μετά την περηφάνια των αντιπάλων του που στέκονταν πλάι του, τους έπαιρνε τα λεφτά και δεν κοίταζε πίσω. Δεν κοίταζε πίσω ούτε στην καριέρα του…
Παραδεχόταν ότι ήταν δύσκολη η “πτώση” από τη δόξα στην αφάνεια, επέμενε όμως πως «Ήταν μία ειλικρινής επιλογή μου. Έπρεπε να βρω φαγητό για την οικογένειά μου».
Παρά το ασταμάτητο άγχος, που τον μετέτρεψε σε μανιώδη καπνιστή μετά την ηλικία των 30 ετών, τα επόμενα χρόνια της ζωής του ήταν καλύτερα. Μετά τη δεκαετία του ’50, καλούνταν συνεχώς για διαλέξεις από εταιρείες, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία Ford, ως την Ολυμπιακή Επιτροπή των Η.Π.Α..
Ίδρυσε τη δική του εταιρεία δημοσίων σχέσεων και για μερικά χρόνια κέρδιζε ως και 100.000 δολάρια ετησίως, για δύο ως τρεις ομιλίες την εβδομάδα σε όλη την Αμερική!
Έφυγε από τη ζωή στις 31 Μαρτίου 1980 στην Αριζόνα, σε ηλικία 66 ετών, νικημένος από τον καρκίνο στον πνεύμονα.
Μπορεί κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας του να αγνοήθηκε από τον Πρόεδρο Ρούζβελτ, όμως το 1976 έλαβε το Προεδρικό μετάλλιο Ελευθερίας από τον Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ.
Τρία χρόνια αργότερα, ο Πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ τον τίμησε με το Βραβείο εν ζωή Θρύλου, λέγοντας στην τελετή ότι
«ο Τζέσε Όουενς δεν γνώρισε ποτέ την αληθινή και καταπληκτική φύση των ικανοτήτων και του ταλέντου του. Αγωνίστηκε, όπως κανένας άλλος σε Ολυμπιακούς Αγώνες, και μετά τις μεγάλες επιτυχίες του, αγωνίστηκε για την οικογένειά του και για να εμπνέει τους υπόλοιπους. Κανένας άλλος αθλητής δεν συμβόλισε την ανθρώπινη μάχη με την τυραννία, τη φτώχεια και τις διακρίσεις».
Το 1984, ο δήμος του Βερολίνου έδωσε το όνομά του σε δρόμο κοντά στο Ολυμπιακό Στάδιο της πόλης και το 1990 ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος τού απένειμε μετά θάνατον το μετάλλιο Τιμής του Κογκρέσου.
Ο Τζέσε Όουενς θέλησε να αλλάξει τον κόσμο, δίχως να αλλάξει τον εαυτό του. Δίχως να αλλοιώσει τον χαρακτήρα του. Κυριάρχησε πρακτικά σε μέρες που στα λόγια και τη θεωρία “κέρδιζαν” οι στενόμυαλοι. Δεν ζήτησε ποτέ να θεωρηθούν κληρονομιά τα μετάλλια και τα ρεκόρ του, ούτε θα ήθελε να είναι το ίδιο η ταινία για την καριέρα του.
Του αρκούσε να είναι ο εαυτός του και να είναι το καλύτερο δυνατό παράδειγμα για τους άλλους.
Επηρέασε περισσότερους από όσους νόμιζε την περίοδο της “έκπτωσής” του. Σήμερα, επηρεάζει ακόμα περισσότερους με τη ζωή του και όχι απλώς με τα «45 σπουδαιότερα λεπτά στην ιστορία των σπορ» της 25ης Μαΐου 1935.
Επέμενε ότι «οι μάχες που έχουν σημασία δεν είναι αυτές για ένα Χρυσό μετάλλιο. Είναι οι εσωτερικές μάχες. Οι αόρατες, οι αναπόφευκτες μάχες που δίνουμε όλοι μέσα μας».
Εξηγώντας πως «Δεν πήγα στο Βερολίνο για πολιτική ή μικροπολιτική. Δεν ήθελα να δείξω κάτι. Πήγα εκεί, για να τηρήσω αυτό που μου είχε μάθει ο προπονητής μου, Τσαρλς Ράιλι. Ότι, δηλαδή, η μοναδική νίκη που μετρά, είναι εκείνη κόντρα στον εαυτό σου».
Συμβούλευε «Να βρεις το καλό. Είναι γύρω σου. Τότε, θ’ αρχίσεις να πιστεύεις σε αυτό».
Έλεγε πως «Κάποια στιγμή στη ζωή μου, αποφάσισα ότι δεν θα πέσω. Αποφάσισα να πετάξω. Να μείνω στον αέρα, για πάντα»!
Και πίστευε πως «Τα μετάλλια διαβρώνονται. Όμως, οι καλοί φίλοι δεν μαζεύουν καν σκόνη και ο μόνος δεσμός που αξίζει κάτι μεταξύ των ανθρώπων, είναι η ανθρωπιά τους».