Η ζωή είναι στιγμές και άνθρωποι που μας συνταράσσουν ως τα τρίσβαθα της ψυχής, σφραγίζουν τις μνήμες μας, καθορίζουν την περπατησιά μας.
Και οι στιγμές γίνονται αναμνήσεις και φωτογραφίες. Όπως αυτή που στάθηκε αφορμή γι’ αυτό το κείμενο.
Και εξηγούμαι:
Ήταν μέσα Μαρτίου του 1997, όταν η Βάσω Μώραλη μου έκανε την ερώτηση που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον τρόπο, με τον οποίον αντιμετώπιζα τον αθλητισμό:
«Καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις από πόλο»;…
Η πλήρης αλήθεια είναι ότι ως τότε μπάσκετ έπαιζα, μπάσκετ έγραφα, μπάσκετ ήθελα και κάλυπτα. Είχα παρακολουθήσει από κοντά μετά βίας καμιά εικοσαριά παιχνίδια πόλο στο Ιλίσιο, το Παπαστράτειο, τη Βουλιαγμένη και το Ποσειδώνιο της Θεσσαλονίκης. Κι όχι γιατί είχα κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Απλώς γιατί με έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου, όταν μετέδιδε αγώνες η ΕΡΤ, και με έβαζε δίπλα στον Σταύρο Τσώχο ή τον Βασίλη Σκουντή. Άρα, ό,τι ήξερα ήταν από τις αφηγήσεις των “γκουρού”, αλλά -κατά τ΄ άλλα- πλήρως επιφανειακό. Θρασύς, όμως, στα 19 μου χρόνια, απάντησα «ναι, βεβαίως», χωρίς να ξέρω πού θα καταλήξει η θετική μου απόκριση.
«Ωραία, το Σάββατο θα κάνεις ρεπορτάζ αγωνιστικού χώρου στο κλειστό κολυμβητήριο του ΟΑΚΑ». Με τρόμο συνειδητοποίησα ότι μου είχε αναθέσει (και ο θρασύτατος δέχθηκα) να είμαι στον πάγκο της Βουλιαγμένης, στον Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, εναντίον της Ρόμα, για την ζωντανή μετάδοση της ΕΤ1.
Άρχισα να διαβάζω μανιωδώς, να ρωτάω σε ενοχλητικό βαθμό γνωστούς και αγνώστους και να αγχώνομαι κάθε μέρα και πιο πολύ.
Το μεσημέρι της 22ης ημέρας του Μαρτίου του 1997, φόρεσα ένα (της μόδας τότε, άθλιο τώρα που το βλέπω, αλλά χαρακτηριστικό πλέον) κίτρινο πουκάμισο και πήρα τον δρόμο για το Ολυμπιακό Στάδιο.
Όταν έφτασα (ώρες νωρίτερα από την έναρξη της μετάδοσης της ΕΡΤ), άρχισα να μετράω πλακάκια (έξω από την πισίνα), μπας και καταπολεμήσω το άγχος της άγνοιάς μου. Μέχρι που στο βάθος των αποδυτηρίων είδα κάποιον εξίσου αγχωμένο με εμένα για τελείως διαφορετικό λόγο. Ήταν ο προπονητής της Βουλιαγμένης, ο Γιάννης Γιαννουρής.
Κοιτάζοντάς τον, ενώ περπατούσε νευρικά στα πέριξ της πισίνας, πήρα την κομβική απόφαση να τον προσεγγίσω. Κρίνοντας εκ της ως τότε εμπειρίας μου από το “υπερ-προβεβλημένο” μπάσκετ, πίστευα ότι δεν θα γυρίσει καν να με κοιτάξει. Όχι μόνο με κοίταξε, αλλά αντιμετώπισε με κατανόηση και πατρική στοργή τις ανησυχίες μου. Είχε την υπομονή να μου εξηγήσει λεπτομέρειες της υδατοσφαίρισης, λίγες ώρες πριν το πρώτο σπριντ του αγώνα που έμελλε να γράψει ιστορία. Μιλήσαμε σχεδόν ένα τέταρτο, του εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου κι εκείνος πήρε τον δρόμο για τα αποδυτήρια.
Προφανώς δεν έμαθα πόλο σε 15 λεπτά. Κατανόησα, όμως, περί τίνος επρόκειτο και άρχισα να ψυλλιάζομαι πόσο υπέροχοι και ιδιαίτεροι άνθρωποι ασχολούνται με αυτό το άθλημα, το οποίο λίγοι παρακολουθούν και ακόμα λιγότεροι καταλαβαίνουν εις βάθος.
Άρχισε να έρχεται κόσμος. Πολύς κόσμος. Η κορυφαία αθλητούπολη της χώρας, ένας επίγειος παράδεισος, η Βουλιαγμένη μετακόμισε σύσσωμη στο Μαρούσι. Μαζί με τους ευλογημένους κατοίκους της, άνθρωποι που αγαπούσαν το πόλο και υποκλίνονταν στην πορεία του ΝΟΒ.
Με τούτα και μ’ εκείνα, το κολυμβητήριο των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων γέμισε, έστω κι αν κάτι τέτοιο δεν το πίστευε ούτε ο Μαυρωτάς. Οι παλμοί άρχισαν να ανεβαίνουν. Οι παίκτες στο νερό, οι προπονητές στους πάγκους, οι διαιτητές και οι αξιωματούχοι στις θέσεις τους. Την ώρα που οι τεχνικοί της ΕΡΤ μού φορούσαν ακουστικά και μικρόφωνα, οι παλμοί πρέπει να προσέγγισαν τους 200.
Αφού δεν λιποθύμησα, όταν άκουσα τον Στράτο Σεφτελή να λέει «Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας», άρχισα να πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την ένταση, τον παλμό, την πίστη που έβλεπα στα μάτια του Μαυρωτά, του Ρέππα, του Μάζη, του Γιώργου Αφρουδάκη, του Λοράντου, του Κουτσογιάννη. Ευλογημένος να ζήσω αυτή τη μέρα μέσα στην ομάδα. Όχι απλώς κοντά. Μέσα στην ομάδα! Στα αφτιά μου ηχούν ακόμη οι μαεστρικές οδηγίες του Γιαννουρή και η σιγουριά, την οποία μετέδιδε στους παίκτες του, από την άκρη της πισίνας, στα τάιμ-άουτ και μετά το τέλος των περιόδων.
Στα τελευταία τάιμ-άουτ, στα πιο κρίσιμα, πρότεινα να μη μεταφέρω εγώ τις οδηγίες, αλλά να γονατίσω στο τελευταίο πλακάκι δίπλα στην πισίνα, να απλώσω μικρόφωνο (με κίνδυνο να βρεθώ στο νερό), για να ακουστούν στον αέρα οι διάλογοι προπονητή-παικτών και να περάσουν στην ιστορία. Ένιωθα ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να υπάρχει ενδιάμεσος εκείνη τη στιγμή.
Και δεν υπήρχε ο παραμικρός κίνδυνος να βγει στον αέρα κάτι που δεν θα έπρεπε να ακουστεί. Άλλης ποιότητας εκείνοι οι άνθρωποι.
Οι οδηγίες εκτελέστηκαν σε κάθε περίπτωση κατά γράμμα. Εκτός από το τελευταίο δίλεπτο. Θυμάμαι το σκορ κολλημένο στο 7-6 και τον Γιαννουρή να τους επαναλαμβάνει «Θέλω να είστε ψύχραιμοι και να έχετε καθαρό μυαλό».
Όταν οι Ιταλοί έχασαν γκολ στην κόντρα, καταλάβαμε ότι εκείνο το βράδυ ο Θεός ήθελε Βουλιαγμένη. Όλοι πιστέψαμε ότι είχε περάσει ένα ολόκληρος αιώνας, αλλά τελικώς το χρονόμετρο μηδένισε. Η Βουλιαγμένη ήταν Κυπελλούχος Ευρώπης.
Δοκίμασα να κάνω την πρώτη συνέντευξη θριάμβου με τον προπονητή. Τον βούτηξα από το μπράτσο, ζήτησα μικρόφωνο, αλλά, πριν το καταλάβουμε και οι δύο, κάποιος πολύ δυνατότερός μου τον είχε πετάξει στο νερό. Ήθελα να βουτήξω κι εγώ, αλλά συγκρατήθηκα. Όταν βγήκαν από το νερό, λίγο πριν την απονομή, άρχισαν οι συνεντεύξεις. Ήταν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι του κόσμου. Δεν ξέρω αν εκείνη την ώρα συνειδητοποιούσαν το μέγεθος του επιτεύγματος. Ο πρώτος σύλλογος που κατέκτησε ευρωπαϊκό τίτλο στην Ελλάδα. Ο πρώτος σύλλογος που γέμισε το κλειστό των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων.
Για το πόλο ακολούθησαν κι άλλοι ευρωπαϊκοί τίτλοι σε συλλογικό επίπεδο. Ένα Ολυμπιακό μετάλλιο, παγκόσμιοι και ευρωπαϊκοί τίτλοι για τις Εθνικές ομάδες ανδρών και γυναικών. Είχε ανοίξει ο δρόμος. Γιατί; Διότι το πίστεψαν και δούλεψαν. Διότι είχαν ταλέντο και τεχνογνωσία. Ήταν η πρώτη φορά, κατά την οποία το πόλο ένωσε όλον τον ελληνικό αθλητισμό. Με όλες αυτές τις πρωτιές, δικαίως μνημονεύεται ως ορόσημο.
Μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο σε πρώτο ενικό. Ασφαλώς και δεν είμαι εγώ το θέμα. Εντούτοις, το έκανα με χαρά και υπερηφάνεια, γιατί αυτός ο θρίαμβος είχε σ’ εμένα τον ίδιο αντίκτυπο που είχε σε εκατοντάδες ακόμα περιφερειακούς (και όχι μόνο) του αθλητισμού. Μας έκανε να λατρέψουμε το πόλο και να γνωρίσουμε ξεχωριστούς ανθρώπους. Γιατί όσοι ασχολούνται με τα αθλήματα της πισίνας (ειδικά μάλιστα στην Βουλιαγμένη) είναι τόσο σπάνιοι, τόσο διαφορετικοί και τόσο ωραίοι τύποι, ώστε, αν όλοι ακολουθούσαν το παράδειγμά τους, θα είχαμε έναν διαφορετικό αθλητισμό.
12 σπουδαίοι Έλληνες και ο προπονητής τους κέρδισαν φανατικούς λάτρεις εκείνο το βράδυ του Μαρτίου στο κλειστό κολυμβητήριο των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Σε προσωπικό επίπεδο, κέρδισα διαφορετική οπτική για τα σπορ, φίλους καρδιάς και δασκάλους.
Ως εκ τούτου, χρωστάω στον Γιάννη Γιαννουρή, και μάλιστα πολλά, γιατί είχε την υπομονή να με μυήσει και, μάλιστα, σε εντελώς ακατάλληλο (για εκείνον) χρόνο. Όπως του χρωστάει ολόκληρος ο ελληνικός αθλητισμός, γιατί είχε την τόλμη να οραματιστεί πράγματα -ως τότε- αδιανόητα.
Η 22η ημέρα του Μαρτίου του 1997 θα είναι πάντα ορόσημο για όσους τη ζήσαμε, αλλά και για όσους ωφελήθηκαν στη συνέχεια από όσα έφερε ως μια μεγάλη “υδατοσφαιρική επανάσταση”.
Ο Παναγιώτης Περπερίδης είναι δημοσιογράφος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιάννης Γιαννουρής: Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη
Βάσω Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου
Βασίλης Σκουντής: Να ‘τανε, λέει, το ΄87!
Αλέξης Σπυρόπουλος: Το ποδόσφαιρο ως ιστορία τέχνης και πάθους
Αντώνης Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος
Νίκος Παπαδογιάννης: Η τραγωδία του Μπόμπαν / Πίσσα και πούπουλα στη Γάνδη