Η πρώτη μου κλήση στην Εθνική ομάδα είναι τον Ιούνιο του 2003, πριν από τα παιχνίδια με την Ισπανία εκτός έδρας και με Ουκρανία εντός, για τα προκριματικά του Euro 2004.
Είναι δύο ματς στο τέλος μιας σεζόν στην οποία η ΑΕΚ έχει κάνει τις έξι ισοπαλίες στο Champions League, οι δύο απ’ αυτές με τη Ρεάλ Μαδρίτης.
Εγώ έχω κάνει μια ομολογουμένως καλή χρονιά και οι δημοσιογράφοι, κυρίως οι ρεπόρτερ της ΑΕΚ, έχουν γράψει πολλές φορές, απευθυνόμενοι προς τον Ότο Ρεχάγκελ, ότι ο Καψής έχει θέση στην Εθνική ομάδα και πρέπει να κληθεί.
Ο κύριος Ρεχάγκελ, με τη γνωστή του φιλοσοφία, είχε μία ομάδα με τέσσερεις-πέντε στόπερ, τους οποίους είχε επιλέξει πριν από μένα, τους εμπιστευόταν και προφανώς δεν ήθελε να κάνει κάποια αλλαγή.
Το Πρωτάθλημα λοιπόν έχει τελειώσει, δεν είμαι για άλλη μια φορά στις κλήσεις και έχω πάει στη Σπάρτη για έναν φιλανθρωπικό αγώνα με την Εθνική Ενόπλων.
Έχω πάρει μαζί μου και τη σύζυγό μου, την Ελένη, γιατί εκείνες τις ημέρες είχαμε επέτειο γάμου κι έτσι μετά θα μέναμε στην Πελοπόννησο για ολιγοήμερες διακοπές.
Ένα τηλεφώνημα που αλλάζει τα πάντα
Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνό μου. Στην άλλη άκρη της γραμμής, είναι ο Γιάννης Τοπαλίδης. «Θέλουμε να σε καλέσουμε στην Εθνική ομάδα. Θέλεις να έρθεις;», μου λέει.
Αισθάνθηκα ότι ήταν κάπως διστακτικός. Ίσως πίστευε ότι, επειδή όλον τον χρόνο δεν με είχαν καλέσει, εγώ θα είχα θυμώσει και τώρα που είχαν αρχίσει οι διακοπές μου θα έλεγα «όχι». «Βεβαίως και θέλω να έρθω, είναι μεγάλη μου τιμή», του απάντησα.
Είχε προηγηθεί ο τραυματισμός του Παρασκευά Άντζα κι έτσι έψαχναν εσπευσμένα έναν παίκτη για να καλύψει το κενό. Ευτυχώς για μένα, σκέφτηκαν το δικό μου όνομα.
Σίγουρα, όνειρο του κάθε αθλητή ποδοσφαιριστή είναι να παίξει στην Εθνική ομάδα. Ήταν κάτι που το ήθελα και το περίμενα. Πώς θα μπορούσα λοιπόν να πω όχι;
Είχα μεγάλη αγωνία όλη εκείνη τη σεζόν, κάθε φορά που γίνονταν κλήσεις. Δεν έβλεπα το όνομά μου, στεναχωριόμουν, απογοητευόμουν, αλλά έλεγα από μέσα μου «εντάξει, δεν πειράζει, ίσως την επόμενη φορά».
Από ένα σημείο και μετά, είχα πιστέψει πια πως δεν θα κληθώ ποτέ. Και αυτό, γιατί αφενός υπήρχαν πολλοί και καλοί κεντρικοί αμυντικοί στην Εθνική ομάδα εκείνη την εποχή, αφετέρου ήμουν πια 30 χρόνων.
Είχα παίξει πολλά χρόνια πριν, στα 17 μου χρόνια, στην Εθνική Νέων, με προπονητή τον Παύλο Γρηγοριάδη και συμπαίκτες τον Ντέμη Νικολαϊδη, τον Νίκο Νταμπίζα αλλά και κάποια άλλα παιδιά που εν τέλει δεν έκαναν αυτό που λέμε μεγάλη καριέρα. Δεν είχαν ανάλογη εξέλιξη.
Το ίδιο κι εγώ. Από τη Νέων δεν είχα συνεχίσει στην Ελπίδων. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 13 χρόνια για να ξανακληθώ.
Μιλώντας με τον κύριο Τοπαλίδη στο τηλέφωνο, του είπα ότι βρίσκομαι στη Σπάρτη και πως είναι αδύνατον να βρεθώ άμεσα στο ξενοδοχείο. Του υποσχέθηκα βεβαίως ότι θα φύγω άμεσα και θα επιστρέψω το συντομότερο.
Έτσι κι έγινε, φυσικά δεν έπαιξα στο ματς της Ενόπλων και έφυγα τρέχοντας για Αθήνα.
Φτάνω λοιπόν μετά από λίγες ώρες στο ξενοδοχείο της Εθνικής ομάδας, η οποία εκείνα τα χρόνια έμενε στο ξενοδοχείο «Χανδρής», χαμηλά στη Λεωφόρο Συγγρού.
«Καλώς ήρθες στους Πρωταθλητές Ευρώπης»!
Στην πόρτα περιμένει να με υποδεχθεί ο τότε Τιμ Μάνατζερ της Εθνικής, ο Γιώργος Παπαλάνης. Εγώ ακόμη δεν τον γνωρίζω. Με το που μπαίνω λοιπόν μέσα, βλέπω έναν άγνωστο να έρχεται κοντά μου, να μου δίνει το χέρι, να με αγκαλιάζει και, πριν καν μου συστηθεί, να μου λέει «αγόρι μου, ήταν γραφτό τελικά να έρθεις σ’ αυτή την ομάδα που θα πάρει το Κύπελλο Ευρώπης!».
Τον κοιτάω και λέω από μέσα μου «τι λέει αυτός εδώ; Με κοροϊδεύει;». Του δίνω κι εγώ το χέρι, χωρίς να ξέρω ακόμη ποιος είναι, λέω «γειά σας, σας ευχαριστώ, να είστε καλά».
Αμέσως μου συστήθηκε, αλλά και πάλι σκέφτηκα πως αυτό που είπε, ότι θα πάρουμε το Κύπελλο Ευρώπης, ήταν κάπως εξωπραγματικό!
Μετά το Euro πια, όταν του θύμισα τον διάλογό μας, τον ρώτησα «θυμάστε εκείνη τη μέρα που γνωριστήκαμε; Μα πώς σας ήρθε τότε να μου το πείτε αυτό;».
Μου απάντησε ότι φυσικά και το θυμόταν και το πίστευε ότι θα γίνει! Πίστευε έναν χρόνο πριν ότι όχι μόνο θα προκριθούμε αλλά και ότι θα κατακτήσουμε το Euro 2004!
Αμέσως μετά γνώρισα τον Ότο Ρεχάγκελ και τον Γιάννη Τοπαλίδη. Με υποδέχθηκαν κι αυτοί και μου είπαν «σε παρακολουθούμε καιρό. Σε ξέρουμε. Καλώς όρισες». Αυτά. Λίγα πράγματα. Τα τυπικά.
Για να πω την αλήθεια, αυτό που σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή ήταν ότι ο Ρεχάγκελ με κάλεσε μόνο και μόνο για να καλύψει μια κενή θέση. Χωρίς δηλαδή να με υπολογίζει πραγματικά.
Ήμουν φανερά τρακαρισμένος, ίσως και λίγο φοβισμένος, αλλά στην Εθνική ήταν πολλοί ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ, συμπαίκτες μου, οι οποίοι με βοήθησαν να προσαρμοστώ άμεσα.
Στο δωμάτιο είμαι με τον Γιάννη Γκούμα. Από τη μια πλευρά, είμαι φυσικά πολύ χαρούμενος που έστω κι έτσι κλήθηκα, αλλά φυσικά δεν πιστεύω ούτε μια στιγμή ότι υπάρχει πιθανότητα να αγωνιστώ.
Στην προπόνηση δεν έχω καμία ένδειξη από τον κόουτς, δεν λαμβάνω κανένα σημάδι. Δεν μου έχει πει κάτι, ούτε καλό ούτε όμως και κακό.
Μια μαγική βραδιά στη Σαραγόσα
Είμαστε πια στη Σαραγόσα, την παραμονή του αγώνα. Το βράδυ έρχεται ο Θοδωρής Ζαγοράκης στο δωμάτιό μου.
«Μιχάλη, πώς είσαι;», μου λέει. «Να ξέρεις ότι ο Γερμανός είναι απρόβλεπτος! Μπορεί να σε βάλει να παίξεις». Δεν μπορώ να κρατηθώ και βάζω το γέλια. «Ποιον να βάλει, ρε Θοδωρή; Εμένα; Μη μου κάνεις πλάκα, ρε συ. Έχασα και τις διακοπές μου!», είναι η αυθόρμητη αντίδρασή μου. Ας μην ξεχνάμε πως έχουμε χάσει από την Ισπανία εντός έδρας στην πρεμιέρα του ομίλου και φυσικά κανείς δεν περιμένει τίποτα από αυτό το παιχνίδι. «Αυτό που σου λέω, Μιχαλάρα! Δεν πειράζει που τις έχασες. Να είσαι έτοιμος», επιμένει ο Θοδωρής.
Εξακολουθεί φυσικά να μη μου περνάει καν από το μυαλό ότι μπορεί να παίξω. Κι έρχεται η στιγμή που πάμε στην συγκέντρωση της ομάδας, λίγες ώρες πριν από το ματς, σε μια αίθουσα του ξενοδοχείου για να κάνει ο Ρεχάγκελ την ομιλία του και να ανακοινώσει την ενδεκάδα.
Στον πίνακα είναι γραμμένη η ενδεκάδα των Ισπανών. Δέκα ονόματα όπως θα παραταχθούν και μπροστά, στην κορυφή, έχει κάνει έναν κύκλο που μέσα γράφει «Ραούλ». Τίποτε άλλο.
Ανοίγει το χαρτί ο Τοπαλίδης με την ελληνική ενδεκάδα. Ο Ρεχάγκελ αρχίζει να διαβάζει τα ονόματα. Πρώτα την άμυνα. Από εκεί ξεκινάει: «Νικοπολίδης, Γιούρκας, Φύσσας, Δέλλας…».
Και όπως είναι ο κύκλος με το όνομα του Ραούλ, τον δείχνει και λέει «Καψής».
Γυρνάνε όλοι και με κοιτάνε!
Ο Γερμανός ατάραχος συνεχίζει. «Σε είδα δύο φορές μέσα στη σεζόν που παίξατε με την ΑΕΚ κόντρα στη Ρεάλ. Σε είδα που τα πήγες πολύ καλά απέναντι στον Ραούλ και θέλω σήμερα να κάνεις το ίδιο».
Τίποτε άλλο. Λέει την υπόλοιπη ενδεκάδα και συνεχίζει την ομιλία του για την τακτική που θα ακολουθήσουμε.
Βγαίνουμε έξω και πραγματικά αυτό που σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή, η πρώτη μου σκέψη, είναι ότι, αφού του έγραφαν οι δημοσιογράφοι όλον τον χρόνο γιατί δεν με καλεί και γιατί δεν παίζω, η απάντησή του είναι «ορίστε λοιπόν, να σας κάνω την χάρη. Πάρε τον Ραούλ man to man. Αν μπορείς, κάν’ το!».
Φυσικά δεν ήταν έτσι. Δόξα τω Θεώ, το παιχνίδι πήγε πολύ καλά, χάρη στο γκολ του Στέλιου Γιαννακόπουλου. Όλη η ομάδα τα πήγε εξαιρετικά, παίξαμε φανταστικά, αλλά κι εγώ προσωπικά ανταποκρίθηκα στην αποστολή που είχα.
Το ματς τελειώνει. Όπως όλοι ξέρουν, νικήσαμε 1-0. Ρωτάνε οι δημοσιογράφοι τον Ρεχάγκελ πώς του φάνηκε η απόδοσή μου και θυμάμαι ότι τους απάντησε «ο Καψής κόλλησε στον Ραούλ σαν γραμματόσημο σε φάκελο!».
Εγώ ήμουν, όπως πάντα, κυριευμένος από άγχος, ακόμα και μετά το ματς. Δεν μπορούσα να το ευχαριστηθώ όσο θα ήθελα.
Το είχα πάντα στην καριέρα μου αυτό, λόγω της θέσης που αγωνιζόμουν. Πάντα έμπαινα να παίξω υπό πίεση, πάντα έμπαινα με τη σκέψη ότι μπορεί να συμβεί κάτι, να κάνω ένα λάθος που να κοστίσει και να χάσει η ομάδα μου.
Η καθιέρωση
Το επόμενο παιχνίδι είναι τέσσερεις μέρες μετά, 11 Ιουνίου, εντός έδρας με την Ουκρανία. Την παραμονή στη συνέντευξη Τύπου οι δημοσιογράφοι ρωτούν τον Ρεχάγκελ πώς θα παίξουμε. «Οι ίδιοι. Ο Καψής γραμματόσημο στον Σεβτσένκο», τους απάντησε.
Κάπως έτσι, μέσα από αυτά τα δύο παιχνίδια και τις δύο αυτές νίκες με 1-0, καθιερώθηκα στην Εθνική ομάδα.
Εμφανίστηκα από το πουθενά κι έκανα καλές εμφανίσεις σε δύο πολύ σημαντικές αναμετρήσεις που εξελίχθηκαν θετικά για την ομάδα. Νίκες που έβαλαν ξανά την Εθνική σε τροχιά πρόκρισης στο Euro.
Ο ρόλος μου στην Εθνική ομάδα σε αυτά τα δύο ματς ήταν να μαρκάρω man to man δύο κορυφαίους επιθετικούς εκείνης της εποχής.
Ήταν δύσκολο αυτό, ειδικά με τον Ραούλ, ο οποίος δεν ήταν το κλασικό “9άρι”, ήταν ένας παίκτης που πήγαινε παντού στον χώρο. Μπορεί να γύριζε μέχρι τα μπακ, να πήγαινε δεξιά, αριστερά, όπου ήθελε.
Δύο παίκτες αντιμετώπισα στην καριέρα μου που το έκαναν αυτό, τον Ραούλ και τον Βίγια.
Τον Σεπτέμβρη κερδίζουμε την Αρμενία πάλι με το ίδιο σκορ (1-0) και στο τελευταίο παιχνίδι, εντός έδρας με την Ιρλανδία, στο οποίο σφραγίζουμε την πρόκριση, δεν παίζω λόγω τραυματισμού.
Η Ελλάδα πηγαίνει ξανά σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα μετά το 1980. Σε εκείνη τη διοργάνωση αρχηγός της Εθνικής ήταν ο πατέρας μου. Ήταν ένα γεγονός αυτό που προβλήθηκε από τους δημοσιογράφους, ότι μπαμπάς και γιος έχουν πάει με την Ελλάδα σε Euro.
Η επιλογή των αριθμών στις φανέλες μας έγινε στο φιλικό με την Ολλανδία, ένα παιχνίδι από το οποίο εγώ έλειπα. Έτσι περίσσεψε το «19», ένα νούμερο που δεν το ήθελε κανείς, και το πήρα εγώ. Άλλωστε, τα “μικρά” νούμερα, τα οποία συνήθως τα επιλέγουν οι αμυντικοί, το «4» και το «5», τα είχαν δικαιωματικά ο Νταμπίζας και ο Δέλλας, οι οποίοι ήταν παλαιότεροι από εμένα στην ομάδα.
Τα φιλικά προετοιμασίας πριν από την τελική φάση της Πορτογαλίας δεν έχουν τα αποτελέσματα που θέλουμε. Υπάρχει δυσπιστία και καχυποψία από τον Τύπο για τις επιλογές του προπονητή.
Κάποιοι γράφουν «πού πάμε με αυτόν, πού πάμε με εκείνον», άλλοι λένε «δεν πήρε τον έναν, δεν πήρε τον άλλον» και γενικότερα ασκείται προς την ομάδα σκληρή κριτική. Υπάρχει ένα αρνητικό κλίμα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Ευτυχώς για εμάς, για την ομάδα, υπάρχει ο Ότο Ρεχάγκελ. Είναι σίγουρος για μας. Μας πιστεύει. Και εμείς φυσικά ξέρουμε τις δυνατότητές μας. Προς Θεού, δεν λέω ότι πιστεύαμε πως θα κατακτήσουμε το τρόπαιο, αλλά πιστεύαμε ότι μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί.
Ξέρετε, σχετικά με αυτά τα φιλικά στα οποία όντως δεν πήγαμε καλά, πολλές φορές ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, όταν σε 10 μέρες αρχίζει ένα τόσο μεγάλο τουρνουά στο οποίο δεν έχει παίξει ποτέ και θέλει να είναι παρών, υποσυνείδητα προστατεύει λίγο τα πόδια του, το σώμα του, δεν ρισκάρει όπως θα το κάνει στο επίσημο παιχνίδι που πρέπει πάση θυσία να πάρει αποτέλεσμα.
Έτσι, όλα αυτά που ειπώθηκαν και γράφτηκαν δεν μας άγγιξαν. Ήμασταν συγκεντρωμένοι στον στόχο μας, είχαμε τη στήριξη του προπονητή μας και καλές σχέσεις μεταξύ μας.
Σίγουρα κανείς δεν ήξερε αν θα παίζει κι αν θα είναι βασικός. Εγώ, για παράδειγμα, έχοντας κάποια ευθύνη στη φάση του γκολ που δεχθήκαμε με την Πολωνία και την κακή συνεννόηση με τον Νικοπολίδη, σκέφτηκα «ωχ, λες τώρα να μου κοστίσει αυτό; Λες να μη με βάλει στο επόμενο ματς;».
Φθάνοντας όμως στην Πορτογαλία, τα έχουμε αφήσει πίσω μας αυτά. Είμαστε πλέον έτοιμοι. Έχουμε μπει στην τελική ευθεία, απόλυτα συγκεντρωμένοι σε αυτό που έχουμε μπροστά μας.
Το έπος της Πορτογαλίας
Στο Euro 2004 ο κάθε παίκτης έμενε μόνος του στο δωμάτιο. Αυτό σε μένα λειτούργησε θετικά.
Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του συνήθειες. Για παράδειγμα, εγώ μπορεί να θέλω να κοιμηθώ νωρίς, ο άλλος μπορεί να θέλει να κοιμηθεί στις 23:00. Ούτε εγώ μπορώ να τον αναγκάσω να κλείσει τα φώτα και να μην κάνει φασαρία ούτε εκείνος να με κρατήσει ξύπνιο.
Θεωρώ λοιπόν ότι λειτούργησε θετικά αυτό, το ότι ο καθένας μας είχε τον χώρο του.
Πριν από το πρώτο παιχνίδι στο Dragão με την διοργανώτρια Πορτογαλία, ο Ρεχάγκελ μάς τόνισε ότι συνήθως στις πρεμιέρες γίνονται εκπλήξεις. Ότι η ιστορία και η στατιστική λένε πως οι γηπεδούχοι δεν κερδίζουν σε τέτοια ματς. «Αυτοί έχουν το άγχος, κοιτάξτε να το εκμεταλλευτούμε», μας είπε.
Εγώ μαρκάρω τον Παουλέτα. Όπως στα περισσότερα παιχνίδια της καριέρας μου στην Εθνική ομάδα, εγώ έπαιρνα πάντα τον επιθετικό και ο Δέλλας έπαιζε σαν λίμπερο, δίνοντας βάθος και βοήθειες στην άμυνα.
Είχαμε βρει τους ρόλους μας με τον Τραϊανό, ο Ρεχάγκελ είχε βρει τον τρόπο να λειτουργούμε άψογα και αρμονικά όλοι στην άμυνα.
Πράγματι, κερδίζουμε τους Πορτογάλους. Όλοι ενθουσιάζονται. Μετά τις κακές εμφανίσεις των φιλικών, έρχεται η νίκη σε επίσημο παιχνίδι. Και σε τι ματς! Στην πρεμιέρα της διοργάνωσης, ουσιαστικά δηλαδή νίκη εκτός έδρας.
Αρχίζει η θριαμβολογία από τον κόσμο και τους δημοσιογράφους, κάτι που… φτάνει στην ομάδα. Εννοείται ότι κι εμείς χαρήκαμε, αλλά δεν ήμασταν χαρακτήρες που θα πετούσαμε στα σύννεφα, επειδή νικήσαμε. Άλλωστε, και ο Γερμανός μάς κρατούσε πάντα προσγειωμένους.
Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν έχουμε πετύχει και κάτι ακόμη, πέρα από ένα θετικό αποτέλεσμα στην πρεμιέρα. Εύκολα μπορείς στα άλλα δύο ματς να φας από τρία γκολ και να πας σπίτι σου.
Σίγουρα βέβαια, είναι ένα παιχνίδι καθοριστικό για τη συνέχεια. Με τους Ισπανούς το παιχνίδι είναι πάλι στην ίδια πόλη, στο Πόρτο, αλλά στο γήπεδο της Μποαβίστα. Η ισοπαλία που παίρνουμε είναι ένα καλό αποτέλεσμα λόγω του ονόματος και της ποιότητάς των αντιπάλων μας.
Στο παιχνίδι αυτό, μαρκάρω τον Μοριέντες. Ομολογουμένως, συνολικά έχω κάνει ένα πολύ καλό Euro, χωρίς κάποιο κραυγαλέο λάθος, αλλά στο ματς αυτό έχω μερίδιο ευθύνης στο γκολ που δεχόμαστε. Δεν ντρέπομαι να το πω.
Ξέρω ότι θα μπορούσα να κάνω καλύτερη επιλογή σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Δεν σιγουρεύω την μπάλα, χάνουμε την κατοχή και στη συνέχεια της φάσης δεχόμαστε γκολ από τους Ισπανούς. Στεναχωρήθηκα πολύ εκείνη τη στιγμή.
Έτσι, όταν ο Τσιάρτας βρήκε με εκείνη τη φοβερή μπαλιά τον Χαριστέα για την ισοφάριση, πρώτα έτρεξα πάνω στον Βασίλη, τον αγκάλιασα και του είπα «σε ευχαριστώ» και μετά πήγα στον σκόρερ, τον Άγγελο!
Μετά το τέλος του αγώνα, όταν ο Τσιάρτας με ρώτησε γιατί τον ευχαρίστησα, του εξήγησα ότι μέσα μου έφερα βαρέως ότι χάναμε 1-0 από “δικό μου λάθος”.
Είναι μια φάση που μπορεί να μη θυμάται εύκολα κάποιος, όμως εγώ ξέρω ότι, αν είχα πάρει μια πιο ξεκάθαρη απόφαση για το τι θα κάνω, αν είχα λειτουργήσει καλύτερα εκεί, δεν θα είχαμε δεχθεί γκολ.
Για το ματς με τη Ρωσία ταξιδεύουμε στον Φάρο, στα νότια της Πορτογαλίας. Το αποτέλεσμα είναι μεν αναπάντεχο για πολλούς, αλλά μιλάμε για μια πάρα πολύ καλή ομάδα. Δεν ήμασταν τραγικοί όπως γράφτηκε, ούτε υπερόπτες, ούτε επαναπαυτήκαμε. Οι Ρώσοι μάς δυσκόλεψαν πάρα πολύ και δεν ήμασταν καλοί.
Ας είναι καλά ο Ζήσης Βρύζας, με το γκολ που πέτυχε και χάρη σ’ αυτό πήραμε τη διαφορά τερμάτων και την πρόκριση. Το γκολ αυτό μας έσωσε!
Στο τέλος αυτού του παιχνιδιού μού έχει μείνει πολύ χαρακτηριστικά μια φάση. Γίνεται μια σέντρα από τα δεξιά, η μπάλα περνάει από όλους, τελευταία στιγμή βρίσκει σε ένα πόδι και αλλάζει την πορεία της τόσο λίγο όσο να μην την προλάβουν δύο Ρώσοι παίκτες στο δεύτερο δοκάρι που έκαναν προβολή! Αν ένας την έβρισκε, έστω και λίγο, θα έμπαινε με τη μπάλα μαζί στα δίχτυα! Έχουμε μείνει όλοι κάγκελο!
Με την πρόκριση πλέον δική μας, πάμε στη Λισαβόνα για τον προημιτελικό. Είναι η τρίτη μετακίνηση μέσα σε λίγες μέρες. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, αλλάζεις παραστάσεις, βλέπεις καινούργια μέρη, και αυτή η προσπάθεια για προσαρμογή στο νέο περιβάλλον σού παίρνει λίγο από το άγχος.
Σε εμένα τουλάχιστον αυτό λειτούργησε ευεργετικά, γιατί πάντα πριν από τα παιχνίδια είμαι αγχωμένος και κάποιες φορές δεν μου κάνει καλό να είμαι κλεισμένος μόνος μου σε ένα δωμάτιο.
Επίσης είναι καλό για την ομάδα που ο κύριος Ρεχάγκελ πάντα μετά τους αγώνες ακολουθεί την ίδια ρουτίνα: μια πρωινή προπόνηση νωρίς, περισσότερο ως χαλάρωμα, και στη συνέχεια έχουμε τη μέρα ελεύθερη να την περάσουμε με τις οικογένειές μας και τα φιλικά μας πρόσωπα.
Εγώ δυστυχώς δεν είχα μαζί μου εκείνες τις μέρες τη σύζυγό μου, για καλό λόγο βέβαια, γιατί μόλις είχε γεννήσει τον Άνθιμο! Εγώ έλειπα συνεχώς με την ομάδα, το παιδί το είδα, όταν πια ήταν 40 ημερών!
Στην Πορτογαλία είχα τους γονείς μου και κάναμε κάποιες βόλτες. Συζητούσαμε βέβαια πράγματα εκτός ποδοσφαίρου για να χαλαρώσουμε και να μην είναι συνέχεια το μυαλό μας στα ματς. Στον υπόλοιπο ελεύθερο χρόνο, ήμουν στα τηλέφωνα με την Ελένη, γιατί και η κόρη μας, η Χρυσούλα, ήταν ακόμη μωρό, μόλις 2 ετών.
Έτσι περνούν οι μέρες μέχρι το παιχνίδι με τη Γαλλία. Μια ομάδα που έχει κατακτήσει το Μουντιάλ του 1998 και το Euro του 2000. Και μπορεί να μην έχει πάει καλά στο πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο, όμως είναι η ομάδα του Ζιντάν, με παίκτες όπως ο Μπαρτέζ, ο Ανρί, ο Πιρές και πολλοί πολλοί ακόμα. Εγώ αναλαμβάνω το μαρκάρισμα του Τρεζεγκέ.
Είμαστε όλοι περήφανοι και χαρούμενοι γι’ αυτό που έχουμε καταφέρει μέχρι εκεί. Ξέρετε, η τελευταία εμφάνιση της Ελλάδας σε μεγάλη διοργάνωση ήταν στο Μουντιάλ του 1994.
Έτσι, οι περισσότεροι στις μεταξύ μας συζητήσεις, πριν παίξουμε στο Euro, λέγαμε ότι το βασικό είναι να δώσουμε με αξιοπρέπεια τρία παιχνίδια και ό,τι καλύτερο πετύχουμε είναι καλοδεχούμενο. Ο Καραγκούνης βέβαια, με το γνωστό του πάθος, έλεγε «θα το πάρουμε!». Και είμαι σίγουρος ότι το πίστευε. Εγώ ομολογώ δεν το πίστευα.
Σίγουρα είχαμε δώσει χαρά στον κόσμο μέχρι τότε. Αλλά η γενικότερη εντύπωση ήταν πως μέχρι εκεί ήμασταν, μέχρι τη Γαλλία. Αυτή ήταν το φαβορί.
Αυτό που θα πω, και χωρίς να ακουστεί προσβλητικό για μια υπερδύναμη του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, είναι ότι το παιχνίδι με τη Γαλλία εξελίχθηκε με τέτοιον τρόπο που τελικά ήταν το πιο εύκολο από όσα δώσαμε στη διοργάνωση. Ήταν οι συγκυρίες; Το άγχος των Γάλλων; Από τα έξι παιχνίδια πάντως ήταν το πιο εύκολο παιχνίδι.
Το ακριβώς αντίθετο από τον ημιτελικό με την Τσεχία. Πάλι οι αντίπαλοί μας ήταν το φαβορί, όχι μόνο στο μεταξύ μας ματς αλλά και για την κατάκτηση του τροπαίου. Σίγουρα μέτρησε υπέρ μας ο τραυματισμός του Νέντβεντ.
Παλέψαμε, προσπαθήσαμε, ήμασταν πειθαρχημένοι, ακολουθήσαμε πιστά το πλάνο του Ρεχάγκελ.
Στο παιχνίδι μαρκάρω τον Κόλερ. Με το μέγεθός του, καθώς έχει ύψος 2μ., σχεδόν 20 πόντους παραπάνω από μένα, είναι πολύ δύσκολο να τον περιορίσεις. Δεν είναι το καλύτερό μου παιχνίδι από πλευράς απόδοσης. Όμως κάνω πολύ μεγάλη προσπάθεια, μια προσπάθεια η οποία αποτυπώθηκε σε κάθε μονομαχία μας. Και γι’ αυτόν τον λόγο αυτό το μαρκάρισμα έγραψε ιστορία.
Ακόμη μου λένε πολλοί ότι έκανα τρομερό παιχνίδι εκείνη τη μέρα. «Πώς τον μάρκαρες έτσι; Τι παιχνιδάρα έχεις κάνει;». Αλλά εγώ λέω απλώς ότι πήγα καλά.
Με τη λήξη του κανονικού αγώνα και την έναρξη της παράτασης, σαν κάτι να άλλαξε.
Μου έχει μείνει αυτή η στιγμή χαραγμένη έντονα στη μνήμη μου. Ο κόσμος, ο οποίος πάντα ήταν στο πλευρό μας, στο τελευταίο 20λεπτο με την Τσεχία είχε σιγήσει. Λες και όλοι περιμέναμε το μοιραίο, να δεχθούμε ένα γκολ και να αποκλειστούμε.
Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Με μαγικό τρόπο. Ο κόσμος αρχίζει και πάλι να φωνάζει, να μας δίνει ρυθμό, να μας δίνει ώθηση. Κάθε φορά που το θυμάμαι, ανατριχιάζω. Οι μπαταρίες μας ξαναγεμίζουν. Ξυπνάμε.
Και έρχεται το γκολ του Δέλλα, όπως έρχεται, στο τελευταίο λεπτό του ημιχρόνου της παράτασης και προκρινόμαστε στον Τελικό! Υπήρχε τότε ο κανονισμός του «χρυσού γκολ» στην παράταση, αν δηλαδή η μπάλα έμπαινε στα δίχτυα, το ματς τελείωνε.
Έχουμε λοιπόν πάει στην Πορτογαλία αρχικά για να παίξουμε τρία ματς. Μετά έρχεται ο προημιτελικός, ύστερα ο ημιτελικός και τώρα πια είναι η ώρα για το τελευταίο παιχνίδι.
Η ώρα του Τελικού
Πριν από το ματς με την Τσεχία, μέσα μας έχουμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε «λες να…; Μπορούμε;». Η σκέψη της συμμετοχής στον Τελικό έχει αρχίσει να στριφογυρίζει στο μυαλό μας.
Έχει εξελιχθεί πολύ θετικά για μας ότι σε όλα τα παιχνίδια είμαστε το αουτσάιντερ. Ίσως μόνο σε ένα ματς να ήμασταν θεωρητικά το φαβορί, σε αυτό με τους Ρώσους, και το χάσαμε! Σε όλα τα άλλα όμως δεν μας περίμεναν και αυτό μας έβγαινε σε καλό.
Μετά τους Τσέχους αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε το τι γίνεται στην Ελλάδα με την Εθνική. Ήδη πολύς κόσμος έχει έρθει με κάθε μέσο στην Πορτογαλία και αναμένονται κι άλλοι μέχρι τον Tελικό.
Μας παίρνουν τηλέφωνα από την Ελλάδα φίλοι, γνωστοί, η οικογένειά μας. Θυμάμαι ότι μιλούσα με τη γυναίκα μου και μου έλεγε «Μιχάλη, ξέρετε τι γίνεται στην Ελλάδα; Καταλαβαίνετε;».
Μας έλεγαν οι δημοσιογράφοι ότι καίγεται η Ομόνοια, ότι έχουν βγει στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και δεν μπορούσαμε να το συνειδητοποιήσουμε. Δεν ήταν φυσικά τότε και το ίντερνετ όπως είναι τώρα.
Με πήρε η αδερφή μου τηλέφωνο και μου είπε ότι μετά το παιχνίδι με την Τσεχία ήρθε κόσμος έξω από το σπίτι μας, πανηγύριζε και μας χτυπούσε το κουδούνι!
Φτάνοντας πλέον στον Τελικό, ναι, υπάρχει και άγχος πια. Με την έννοια ότι, αφού έχεις φτάσει στην πηγή, θες και να πιεις νερό. Αρχίζουμε όλοι να λέμε μεταξύ μας «παιδιά, εδώ που φτάσαμε….».
Πλέον η προσέλευση του κόσμου είναι τεράστια. Έρχονται άνθρωποι στη Λισαβόνα για τον Τελικό με κάθε τρόπο, όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και απ’ όλον τον κόσμο.
Χτυπάνε τα τηλέφωνα, γνωστοί και άγνωστοι, φίλοι και συγγενείς, να τους βρούμε ένα εισιτήριο, μια πρόσκληση, να μεσολαβήσουμε ώστε να μπουν σε κάποια από τις πτήσεις για Πορτογαλία των χορηγών της Εθνικής.
Κι έτσι, μεταφέρεται σε εμάς το κλίμα που υπάρχει στην Ελλάδα, αυτό το «ερχόμαστε να το πάρουμε» του κόσμου, και μπαίνει πια στην εξίσωση το «πρέπει».
Εννοείται ότι κι εμείς στην ομάδα το θέλουμε πιο πολύ απ’ όλους, αλλά η αλλαγή αυτή στο κλίμα και την ψυχολογία είναι φανερή.
Στον αθλητισμό λένε συχνά ότι «ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα». Ναι, ισχύει αυτό. Αν δεν είχαμε πάρει τότε το Κύπελλο και είχαμε μείνει στην ιστορία απλώς ως φιναλίστ, ίσως δεν θα ήμασταν τίποτα τώρα, σήμερα που μιλάμε ίσως αυτή η επιτυχία και να είχε ξεχαστεί.
Εγώ λοιπόν είχα τρομερό άγχος. Σκέφτομαι ότι «εντάξει, στην πρεμιέρα τούς κερδίσαμε, μπορούμε να το κάνουμε ξανά; Τους έχουμε κερδίσει και πριν από το Euro σε ένα φιλικό. Μα πώς θα τους νικήσουμε και τρίτη φορά;».
Κι εγώ, αν ήμουν Πορτογάλος και ήμουν στη θέση τους, θα είχα βάλει τον εγωισμό μου μπροστά απ’ όλα και θα έλεγα μέσα μου «μας κερδίσατε μια φορά, δύο φορές, τρίτη δεν θα υπάρξει!». Γι’ αυτό και το φοβόμουν πολύ το παιχνίδι.
Σκεφτόμουν επίσης ότι ο Παουλέτα είχε κάνει μια πολύ καλή χρονιά στην Παρί Σεν Ζερμέν και θα ήταν δύσκολο δεύτερη συνεχόμενη φορά να τον περιορίσω. Δεν θα έχει κι αυτός εγωισμό να αποδείξει ότι έτυχε και τον σταμάτησα στην πρεμιέρα;
Όλα αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Για τον Ότο Ρεχάγκελ όμως δεν είχε αλλάξει τίποτα. Η ρουτίνα της ομάδας πριν από τον Τελικό ήταν ακριβώς η ίδια, όπως σε κάθε παιχνίδι. Ούτε άλλαξαν η ώρα που πηγαίναμε για ύπνο ή η ώρα του φαγητού ούτε κόψαμε τη μικρή βόλτα γύρω από το ξενοδοχείο που κάναμε πάντα και το περπάτημά μας. Τίποτα.
Στην ομιλία του ο Ρεχάγκελ μάς τόνισε ότι το παιχνίδι θα είναι πιο δύσκολο από της πρεμιέρας, γιατί είναι πληγωμένοι, αλλά δεν επέμεινε περισσότερο σ’ αυτό.
Η ώρα του Τελικού έχει φτάσει. Το γκολ του Χαριστέα από το κόρνερ του Μπασινά είναι η μόνη φάση του παιχνιδιού που θυμάμαι τόσο χαρακτηριστικά.
Σε προσωπικό επίπεδο, πήγα και σ’ αυτό το παιχνίδι καλά πάνω στον Παουλέτα. Συνολικά, όλη η άμυνά μας πήγε καλά στη διοργάνωση. Η δουλειά μας ήταν να κρατάμε το μηδέν πίσω και, εφόσον το πετυχαίναμε στα νοκ άουτ παιχνίδια, περνούσαμε αυτομάτως στη συνείδηση του κόσμου στους διακριθέντες.
Η τετράδα αυτή, με εμένα, τον Δέλλα, τον Σεϊταρίδη και τον Φύσσα, σε συνδυασμό με τη σιγουριά και την καθοδήγηση του Νικοπολίδη, λειτούργησε καλά. Βρήκαμε τη χημεία μας, λειτουργήσαμε σωστά. Ανταποκριθήκαμε στις δυσκολίες και ο προπονητής δεν ρίσκαρε να κάνει αλλαγές.
Καλώς ή κακώς, το αποτέλεσμα μετράει. Προσωπικά, έχω κάνει πολύ καλά παιχνίδια στην καριέρα μου, στα οποία όμως έχει τύχει να δεχθούμε δύο-τρία γκολ. Ό,τι καλό έχεις κάνει πάει στα σκουπίδια.
Με τον Τραϊανό Δέλλα δέσαμε ως δίδυμο, είχαμε μια καλή σχέση και στο γήπεδο αλλά και εκτός αυτού. Θέλω να τον ευχαριστήσω δημόσια, γιατί εκείνος αξιοποίησε τα δικά μου θετικά στοιχεία κι εγώ στηρίχθηκα στα δικά του καλά.
Ο Δέλλας ήταν πολύ καλός με τη μπάλα στα πόδια, μπορούσε να ανεβάσει την ομάδα και να τη βγάλει μπροστά, ενώ φυσικά ήταν πολύ δυνατός στο ψηλό παιχνίδι.
Εγώ, από την άλλη, μπορούσα να μαρκάρω με επιτυχία στο “ένας εναντίον ενός” τον αντίπαλο επιθετικό και να τον βγάλω εκτός παιχνιδιού.
Έτσι, κάναμε ένα καλό δίδυμο, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον. Λειτουργήσαμε σαν ένα σώμα και ποτέ κανένας από τους δύο δεν προσπάθησε να πάρει τα εύσημα.
Και αυτό ήρθε φυσιολογικά, παρότι δεν ήμασταν ένα δοκιμασμένο δίδυμο. Αν και συμπαίκτες στην ΑΕΚ, δεν είχαμε πολλά παιχνίδια μαζί στην ομάδα μας και φυσικά δεν είχαμε ούτε και στην Εθνική, γιατί ο Δέλλας, μέχρι να κληθώ για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2003, είχε παίξει περισσότερο με τον Νταμπίζα, τον Κυργιάκο και τον Άντζα.
Με τη λήξη του Τελικού, γίναμε ένα κουβάρι και φύγαμε προς την κερκίδα! Παντού στο γήπεδο είχε Έλληνες, αλλά εμείς πήγαμε πίσω από το τέρμα, εκεί όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι αλλά και ο «Γαλανόλευκος Φάρος».
Κάποιος φίλαθλος μού έδωσε μια ελληνική σημαία, την πέρασα γύρω απ’ τον λαιμό μου και την έριξα στην πλάτη μου. Είναι μια σημαία που την κράτησα, την έφερα πίσω στην Ελλάδα και την έχω φυλάξει από τότε μαζί με τα αναμνηστικά μου από το Euro.
Τις φανέλες μου από τα έξι παιχνίδια τις έφερα πίσω όλες. Ήταν 12 συνολικά, γιατί στο ημίχρονο αλλάζαμε. Δεν είχα ποτέ στην καριέρα μου την… τρέλα να ζητήσω και να αλλάξω φανέλα με κάποιον αντίπαλο, το ίδιο έκανα και στο Euro. Κάποιες λοιπόν, όταν επέστρεψα, τις χάρισα ως αναμνηστικό στην οικογένειά μου, τους γονείς μου και τις αδελφές μου. Έχω ακόμη φυλαγμένες περίπου οκτώ φανέλες.
Έχω κρατήσει επίσης κάποια σορτσάκια και φυσικά τα παπούτσια του Τελικού και τις επικαλαμίδες μου. Αυτά δεν τα ξαναφόρεσα ποτέ από τότε! Παρότι είμαι τρελός με την καθαριότητα, αυτό το συγκεκριμένο ζευγάρι παπουτσιών είναι άθικτο. Έμεινε όπως ήταν εκείνη τη μέρα. Δεν τα έχω πειράξει καθόλου, δεν τα έχω καθαρίσει ποτέ, έχουν ακόμη από κάτω χώμα από τον αγωνιστικό χώρο!
Και φυσικά έχω κρατήσει κι όλα τα υπόλοιπα αναμνηστικά που μας έδιναν στα παιχνίδια, ό,τι μας έδωσαν στον Τελικό και την απονομή.
Μετά την απονομή και τους πανηγυρισμούς επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Επικρατούσε ένας χαμός φυσικά, αλλά εγώ ήμουν εξαντλημένος, ήμουν σε μια γωνιά κρυμμένος και περίμενα να τελειώσουμε, να πάω να κοιμηθώ! Όλοι μού έκαναν πλάκα φυσικά, αλλά δεν είμαι και πολύ των πανηγυρισμών, δεν είμαι τόσο εκδηλωτικός ως άνθρωπος.
Στο αεροπλάνο έγιναν τα ίδια: φωτογραφίες, αγκαλιές, ενώ και ο πιλότος έβγαλε έναν μικρό λόγο για την επιτυχία μας. Μας ενημέρωσαν επίσης ότι έχει πάρα πολύ κόσμο που μας περιμένει στο αεροδρόμιο. Είναι άλλο να στο λένε βέβαια κι άλλο να το βλέπεις. Δεν περιγράφεται με λόγια αυτό που αντικρίσαμε, όταν προσγειωθήκαμε.
Κάναμε πάνω από δυόμισι ώρες να διανύσουμε την απόσταση από το «Βενιζέλος» μέχρι το Καλλιμάρμαρο. Το πούλμαν σε όλη τη διαδρομή δεν μπορούσε να κινηθεί από τον κόσμο. Ο οδηγός πήγαινε πολύ αργά, προσέχοντας να μην χτυπήσει άθελά του κάποιον!
Μηχανάκια έρχονταν στο πλαϊνό μέρος του πούλμαν και κόρναραν, μικροί και μεγάλοι έτρεχαν δίπλα μας, μας χτυπούσαν το τζάμι, μας έβγαζαν φωτογραφίες!
Μπαίνοντας στο Παναθηναϊκό Στάδιο, δεν πιστεύεις αυτό που βλέπεις. Από όλους τους επισήμους που μας υποδέχθηκαν εκείνο το βράδυ στο Καλλιμάρμαρο θέλω να κάνω μια ειδική αναφορά στον τότε Αρχιεπίσκοπο, Χριστόδουλο.
Χάρηκα πολύ και έχω να το λέω ακόμη ότι μας έδωσε το χέρι για να μας συγχαρεί και μαζί μας έκανε δώρο έναν σταυρό. Αυτή η χειραψία μού έχει μείνει. Είναι μια από τις προσωπικότητες που είχα πει στη ζωή μου ότι θέλω να συναντήσω και αυτό έγινε πραγματικότητα εκείνη τη μέρα.
Η επιτυχία του Euro 2004 είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Ο περισσότερος κόσμος στέκεται στους ποδοσφαιριστές και τους προπονητές. Όμως μια ομάδα απαρτίζεται από πολλούς αφανείς ήρωες, γιατρούς, μασέρ, φυσικοθεραπευτές, φροντιστές, ανθρώπους πίσω από τα φώτα, οι οποίοι μας προσέχουν και έχουν τεράστιο μερίδιο κι αυτοί στην επιτυχία.
Και φυσικά, μια ομάδα, για να λειτουργήσει σωστά, θέλει καλό επικεφαλής. Η διοίκηση της ΕΠΟ στάθηκε άψογα απέναντί μας. Στην Πορτογαλία ό,τι ζητούσαμε το είχαμε. Από το πιο απλό και μικρό μέχρι να φροντίσουν τις οικογένειές μας.
Ο Βασίλης Γκαγκάτσης ήταν πάντα δίπλα μας, διακριτικά. Δεν είχε παρέμβει ποτέ στο έργο του Ρεχάγκελ, μπορεί να ήταν στο ξενοδοχείο μαζί μας, αλλά, όταν η ομάδα έκανε το μίτινγκ και είχε την ομιλία του ο προπονητής, παρόντες ήταν μόνο οι παίκτες.
Το καλοκαίρι εκείνο γίναμε όλοι διάσημοι. Μας αναγνώριζαν παντού, όπου και να πηγαίναμε. Ο κόσμος μάς έδινε χαρά και μας έκανε να νιώθουμε ότι έχουμε προσφέρει κάτι.
Καλές οι καριέρες, οι τίτλοι, τα χρήματα, η δόξα, αλλά η εκτίμηση του κόσμου στο πρόσωπό σου είναι κάτι ανεκτίμητο. Αυτό το «γειά σου, ρε παικταρά, σε ευχαριστούμε για τη χαρά που μας έδωσες!», είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή.
Σήμερα, παρότι έχω απομακρυνθεί από τον χώρο με δική μου απόφαση, χαίρομαι πολύ, κάθε φορά που μαζευόμαστε για να παίξουμε κάποιο παιχνίδι με τους Legends 2004.
Ο Ρεχάγκελ ακόμη και σήμερα ακολουθεί την ίδια ρουτίνα όπως και τότε: γράφει στον πίνακα, μιλάει, εξηγεί και φυσικά θέλει να κερδίζει!
Να τον έχει καλά ο Θεός, ήταν πάντα ένας άνθρωπος εγκρατής, πρόσεχε τη διατροφή του, δεν έπινε, δεν κάπνιζε. Όπως λέει και ο ίδιος χαριτολογώντας, «έχω καλή γυναίκα και με προσέχει».
Τελευταία φορά βρεθήκαμε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Έσεν, για φιλικό και ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2004! Δεν προσποιείται, είναι ο εαυτός του, έχει ενέργεια. Μόλις φωνάζουν το όνομά του, μπαίνει μέσα, κάνει τακουνάκια με τη μπάλα και αυτό το χαρακτηριστικό τροχάδην!
Ανώμαλη προσγείωση
Το Σεπτέμβρη του 2004, αμέσως μετά το Euro, έρχονται τα προκριματικά του Μουντιάλ. Η αρχή δεν είναι καλή. Χάνουμε από την Αλβανία στο πρώτο παιχνίδι.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε την υπερβολή στο αίμα μας. Ο ήρωας Νικοπολίδης, ο ήρωας Δέλλας, ο ήρωας Καψής, ο Ρεχάγκελ με τις σωστές επιλογές, όλοι αυτόματα αμφισβητούνται. Ακούς διάφορες ατάκες, ότι καβάλησες καλάμι, ότι πήρες λεφτά για το Euro και δεν σε νοιάζει κτλ.
Ναι, ήταν μια κακή ήττα, ούτε εμείς θέλαμε να χάσουμε. Σε εκείνο το σημείο, η στήριξη που μας πρόσφερε ο προπονητής ήταν σημαντική. Με τη λογική κάποιων φιλάθλων και κάποιων δημοσιογράφων, μετά την ήττα από την Αλβανία έπρεπε να φύγουμε και οι 23 ποδοσφαιριστές.
Δυστυχώς, στο τέλος αυτής της προκριματικής φάσης δεν καταφέραμε να προκριθούμε στο Μουντιάλ. Και φυσικά, ακολούθησε ξανά κριτική, ακόμα και για τον Ρεχάγκελ.
Η αλήθεια είναι ότι κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μας, υποσυνείδητα, ίσως υπήρξε στιγμιαία το «πήραμε το Euro, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Να πάρουμε το Μουντιάλ;». Αλλά φυσικά αυτό δεν αναιρεί το πόσο πολύ θέλαμε να πάμε στη διοργάνωση και να παίξουμε απέναντι στις κορυφαίες ομάδες του πλανήτη!
Κανείς δεν παίζει για να χάνει, κανείς δεν θέλει να μένει έξω από τέτοιες διοργανώσεις.
Σίγουρα, εκείνη η πρώτη ήττα από την Αλβανία μάς πλήγωσε πολύ και θεωρώ ότι τελικά μέτρησε στο να μείνουμε εκτός διοργάνωσης.
Σ’ αυτά τα προκριματικά του Μουντιάλ έχω πετύχει και το μοναδικό μου γκολ με την Εθνική ομάδα. Σάββατο 26 Μαρτίου 2005, εκτός έδρας με τη Γεωργία.
Το θυμάμαι αυτό το γκολ, έρχεται στην 21η συμμετοχή μου με την Εθνική. Χάνουμε 1-0. Έχουμε κερδίσει ένα φάουλ κι έχω ανέβει ψηλά, όπως συνήθως στα στημένα. Η μπάλα δεν φεύγει από την περιοχή κι εγώ είμαι έτοιμος να γυρίσω πίσω στην άμυνα, όταν τη βλέπω να έρχεται μπροστά μου. Πιάνω ένα σουτ, όντως πολύ καλό, και η μπάλα πάει στα δίχτυα.
Μάλιστα, κάποιοι με μπέρδεψαν με τον Γιαννακόπουλο, νόμιζαν αρχικά ότι αυτός έχει βάλει το γκολ, γιατί τότε είχα ξυρίσει το κεφάλι μου, όπως και ο Στέλιος. Πού να φανταστούν ότι ο Καψής έχει βάλει τέτοιο γκολ;
Κατεβάζω το κεφάλι για να γυρίσω πίσω στην άμυνα κι έρχεται ο Μπασινάς, ο οποίος είναι πολύ κοντά μου, και με βουτάει για να πανηγυρίσουμε. Όλοι πέφτουν πάνω μου.
Το Κύπελλο Συνομοσπονδιών και η μακροχρόνια απουσία
Το ίδιο καλοκαίρι έχουμε συμμετάσχει στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών, πάλι στα γήπεδα της Γερμανίας, ως Πρωταθλητές Ευρώπης.
Στα δύο πρώτα παιχνίδια δεν έχω παίξει, γιατί είμαι τραυματίας. Έχω ακολουθήσει την αποστολή με θλάση στον τετρακέφαλο. Ο γιατρός λέει ότι χρειάζομαι δύο εβδομάδες για να είμαι έτοιμος, αλλά ο Ρεχάγκελ λέει ότι, εφόσον θα είμαστε εκεί τρεις εβδομάδες, να είμαι στην αποστολή, μήπως προλάβω να αγωνιστώ. Και πράγματι, έπαιξα στο τελευταίο παιχνίδι, με το Μεξικό.
Μετά από αυτή τη διοργάνωση, μένω εκτός Εθνικής ομάδας για ένα μεγάλο διάστημα. Περίπου εννιά μήνες. Επέστρεψα στο φιλικό με τη Γαλλία, στα τέλη του 2006.
Όλο αυτό το διάστημα είναι η περίοδος που είμαι στον Ολυμπιακό με τους συνεχόμενους τραυματισμούς. Ο Ρεχάγκελ δεν με καλούσε φυσικά, όμως συνεχώς επικοινωνούσε μαζί μου μέσω του Γιάννη Τοπαλίδη, κάθε φορά που θα έκανε κλήσεις για κάποιο παιχνίδι, και ρωτούσε για την κατάστασή μου.
Κάποια στιγμή με παίρνει για να ρωτήσει ξανά πώς είμαι. Του λέω ότι είμαι καλά. Με ρωτάει γιατί δεν παίζω στον Ολυμπιακό και του απαντάω ότι δεν είμαι στις επιλογές του προπονητή. «Εσύ νιώθεις ότι είσαι καλά, μπορείς να προπονηθείς στο 100% και να παίξεις;», με ρωτάει και απαντάω καταφατικά. «Τότε θα σε καλέσουμε», μου λέει.
Είμαι με το αυτοκίνητο καθ’ οδόν για το ξενοδοχείο της Εθνικής στη Βουλιαγμένη, όταν χτυπάει το τηλέφωνό μου. Είναι από τον Ολυμπιακό.
Μου λένε ότι επικοινώνησε ο Σόλιντ με τον Ρεχάγκελ και δεν θα πάω στην Εθνική. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο της ομάδας, όντως μου λένε από την Εθνική ότι ο Σόλιντ πήρε τηλέφωνο τον Ρεχάγκελ και του είπε πως, ναι, όντως είμαι υγιής, αλλά όχι σε αγωνιστική κατάσταση και ετοιμότητα που να επιτρέπουν να παίξω.
Με πίκρανε αυτό. Βγήκα τότε δημόσια και είπα ότι εγώ είμαι καλά και μπορώ να παίξω.
Κάτι παρόμοιο έγινε και λίγο καιρό αργότερα, στο φιλικό με τη Γαλλία. Και τότε δεν έπαιζα στον Ολυμπιακό, αλλά σε αυτό το παιχνίδι με την Εθνική έπαιξα βασικός ως δεξί μπακ.
Όταν επέστρεψα για τα καλά πλέον, ο Ρεχάγκελ με χρησιμοποιούσε, εκτός από στόπερ, ως αριστερό και δεξί μπακ κάποιες φορές. Με έβαλε δεξί μπακ μέσα στη Δανία, ζητώντας μου να παίξω όλη την πλευρά, απέναντι στον Ρόμενταλ. Μου είπε «είναι γρήγορος, πρέπει να τον πάρεις εσύ. Θα τα καταφέρεις».
Ο επίλογος
Το τελευταίο μου παιχνίδι με την Εθνική είναι με την Ουγγαρία, Νοέμβριος του 2007, νικήσαμε 2-1.
Πλέον δεν είμαι βασικός και αναντικατάστατος στην ομάδα, όπως εκείνη τη διετία πριν και μετά το Euro 2004. Είμαι πια στα 34 μου χρόνια.
Στο τέλος αυτού του παιχνιδιού με τους Ούγγρους, μου περνάει από το μυαλό να πάω στη μεικτή ζώνη και να ανακοινώσω στους δημοσιογράφους ότι αποχωρώ από την Εθνική ομάδα. Να βάλω εγώ το τέλος. Όμως δεν το κάνω.
Ίσως επειδή την ημέρα του αγώνα, σε μια κουβέντα που κάνω με τον Ρεχάγκελ και τον Τοπαλίδη, μου λένε ότι με βλέπουν σε καλή κατάσταση. «Αν παίζεις έτσι όπως παίζεις τώρα και είσαι υγιής, έχεις θέση στην ομάδα για το Euro 2008», μου λένε.
Τους ευχαρίστησα και έφυγα. Λίγο καιρό μετά, αρχές Δεκεμβρίου, σε ένα παιχνίδι του ΑΠΟΕΛ παθαίνω τον σοβαρό τραυματισμό στον αστράγαλο. Η αρχική διάγνωση δεν ήταν σωστή, με αποτέλεσμα να χάσω πολύτιμο χρονικό διάστημα με θεραπείες και να αργήσω να μπω στο χειρουργείο.
Ήρθε η Εθνική ομάδα για το φιλικό με την Κύπρο τον Φεβρουάριο κι εγώ δυστυχώς πήγα στο ξενοδοχείο με τις πατερίτσες, μόνο και μόνο για να χαιρετήσω τους προπονητές και τους συμπαίκτες μου.
Αν είχα κάνει την επέμβαση αμέσως, θα είχα χάσει το φιλικό, αλλά ίσως τελικά να είχα προλάβει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Στον ΑΠΟΕΛ είχε έρθει τότε προπονητής ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς και εγώ με τον γυμναστή της ομάδας κάνω συνέχεια ποδήλατο στο μηχάνημα, με γύψο στο πόδι, για να μη μείνω απροπόνητος. Ο Γιοβάνοβιτς με έβλεπε και μου έλεγε «εσύ έχεις στόχο την Εθνική μπροστά σου και το Ευρωπαϊκό. Συνέχισε την προσπάθεια».
Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πορεία μου στην Εθνική ομάδα. Με 36 συμμετοχές, συμπτωματικά τόσες έχει και ο πατέρας μου, ο Άνθιμος. Όχι κι άσχημα, αν σκεφτεί κανείς ότι κλήθηκα για πρώτη φορά στα 31 μου χρόνια.
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό και ευλογημένο, γιατί βρέθηκα στη μεγαλύτερη επιτυχία της Εθνικής ομάδας. Και μόνο αυτό αρκεί. Και 10 συμμετοχές να είχα μόνο, μου φτάνει που ήμουν εκεί, παρών.
Αισθάνομαι γεμάτος και οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον προπονητή και τους συμπαίκτες που είχα στην Εθνική ομάδα. Χωρίς αυτούς, δεν θα ήμουν τίποτα. Το λέω ειλικρινά και το αισθάνομαι.
Έπεσα σε μια φουρνιά πολύ καλών παιδιών, πολύ καλών ποδοσφαιριστών και ενός άξιου προπονητή.
Όλα αυτά συνέβαλαν στο να ακουστεί και το δικό μου το όνομα, γιατί, όπως έχω πει κατ’ επανάληψη, για κάποιους μπορεί να υπήρξα καλός ποδοσφαιριστής, για κάποιους μπορεί και όχι, αυτό είναι κάτι υποκειμενικό για τον καθένα.
Αυτό όμως που δεν αμφισβητείται είναι το όνομα που μου έφτιαξε η Εθνική ομάδα. Η Εθνική με καταξίωσε στη συνείδηση του κόσμου.
Ο Μιχάλης Καψής είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, Πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Ελλάδος.
Επιμέλεια κειμένου: Αλέξανδρος Σωτηρόπουλος
CHECK IT OUT: Μιχάλης Καψής: Ευγνώμων για όσα έζησα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τραϊανός Δέλλας: Να το ξαναζήσουμε
Τάκης Φύσσας: Campeão / Λισαβόνα
Στέλιος Γιαννακόπουλος: Ήμασταν λίγοι, ήμασταν εμείς
Μαίρη Τζανακάκη-Φύριου: Ο κύριος Ρεχάγκελ
Γιάννης Τοπαλίδης: Παιχνίδι με το παιχνίδι / Εγώ και ο Ότο